Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμανική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Ο Φάμπιαν στο χείλος της αβύσσου


"Τι μικρούλης που ήταν, κι όμως ήταν αυτός!"


Ο Φάμπιαν, άνεργος διδάκτορας φιλολογίας, έχει στόχο της ζωής του να βοηθήσει τους ανθρώπους να γίνουν έντιμοι και λογικοί. Μετριοπαθής και μακριά από πολιτικές στρατεύσεις, περιμένει έναν κόσμο που θα είναι σε θέση να υποδεχτεί την αξιοπρέπεια. Ο φίλος του ο Λαμπούντε ονειρεύεται να γίνει ηγέτης των αστών που θα ενωθούν κάτω από την εξουσία του. Ακτιβιστής και ονειροπόλος, οραματίζεται ένα ταξικά συνειδητοποιημένο προλεταριάτο· ένα πολιτισμένο κράτος που θα θυμίζει επίγειο παράδεισο. 

Κι όμως, γελιέστε. Το φεγγαρόφωτο και το άρωμα των λουλουδιών, η γαλήνη και το επαρχιώτικο φιλάκι μπροστά στην εξώπορτα είναι ψευδαισθήσεις. Εκεί, απέναντι, στην πλατεία, υπάρχει ένα καφέ με Βερολινέζες πόρνες και Κινέζους, μόνο Κινέζους. Στα μπαρ που βλέπετε μπροστά μας, παρφουμαρισμένοι ομοφυλόφιλοι νεαροί χορεύουν με κομψούς ηθοποιούς και φινετσάτους Εγγλέζους, διαλαλούν τα ταλέντα τους και την τιμή τους και, στο τέλος, τα πληρώνει όλα μια γριά με βαμμένα ξανθά μαλλιά, αρκεί να τη βάλουν στην παρέα τους. 

Το Βερολίνο, όπου ζουν οι δυο φίλοι, δεν διαφέρει και πολύ από τον εξπρεσιονιστικό εφιάλτη που αφηγείται ο Φάμπιαν:Έγκλημα, παρακμή, απελπισία και φτώχεια συνθέτουν ένα αλλόκοτο σκηνικό που θυμίζει τσίρκο. 

Οι γέροι και οι γριές πίεζαν κιάλια όπερας στα μάτια τους, πετάγονταν από τις θέσεις τους, σκόνταφταν σε καρέκλες και τραπέζια, στριμώχνονταν στην πασαρέλα, χτυπούσαν ο ένας τον άλλο, για να βγουν μπροστά, και χλιμίντριζαν σαν αφηνιασμένα άλογα. Οι χοντρές γυναίκες, φορτωμένες χρυσαφικά, τραβούσαν τα νεαρά αγόρια από την πασαρέλα, έπεφταν κλαίγοντας στο πάτωμα, ικέτευαν γονατιστές, άνοιγαν διάπλατα τα παχιά τους πόδια, τραβούσαν τα μπριγιάντια τους από τα χέρια και τα δάχτυλα από τους λοβούς των αυτιών και τα πρόσφεραν προκλητικά σ' αυτά τα πλάσματα που χαμογελούσαν σαν πόρνες. 

Στο Βερολίνο του Μεσοπολέμου παρακολουθεί κανείς μια κοινωνία να βουλιάζει στην παρακμή. Προλετάριοι και εθνικοσοσιαλιστές οργανώνουν διαμαρτυρίες. Τα τραγούδια τους αντηχούν στις πλατείες της πόλης σαν οργισμένα ουρλιαχτά. Όταν έχει χάσει πια τα πάντα, ο Φάμπιαν επιστρέφει στη γενέτειρά του, αλλά κι εκεί συναντά παροπλισμένους ανθρώπους: παλιοί του συμμαθητές, παραμορφωμένοι και ακρωτηριασμένοι μαχητές του πολέμου, πατριώτες οικογενειάρχες και πρώην στρατιωτικοί ξεσπούν τις σαδιστικές τους τάσεις στα επαρχιακά πορνεία. Ανήμπορος να βοηθήσει κι απρόθυμος να στρατευτεί, επιθυμεί να κουρνιάσει στο σύθαμπο μιας επαρχίας και να περιμένει, παραμένοντας ένας "ηθικός άνθρωπος".


Το απολαυστικό μυθιστόρημα του Έριχ Κέστνερ Στο χείλος της αβύσσου γεννά ερωτήματα για πολλά και διάφορα: την ανάπηρη δημοκρατία της Βαϊμάρης, τα ήθη στο μεσοπολεμικό Βερολίνο, τις προθέσεις και προαισθήσεις του συγγραφέα, τον αναβρασμό μιας πόλης που θα οδηγήσει τον εαυτό της στην ολοκληρωτική καταστροφή, τα αποκαΐδια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, το ίδιο το είδος του μυθιστορήματος. Τι μυθιστόρημα υπήρξε ο Φάμπιαν; Πολιτικό; Σατιρικό; Ρεαλιστικό; 

Από τους φεγγίτες και τα αετώματα, κορμιά έπεφταν στο κενό. Από τα παράθυρα κρέμονταν τραυματισμένοι. Στην άκρη ενός αετώματος πάλευαν δυο γυμνασμένοι άνδρες. Είχαν πιάσει ο ένας τον άλλον από τον λαιμό και αλληλοδαγκώνονταν, ώσπου ο ένας από τους δύο έχασε την ισορροπία του κι έπεσαν παρέα. Αεροπλάνα πετούσαν βουίζοντας και βομβάρδιζαν με αναμμένους πυρσούς τα σπίτια. Οι σκεπές έπαιρναν φωτιά. Από τα παράθυρα έβγαινε πυκνός πράσινος καπνός. 

Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του δημιουργού του, το έργο συνδυάζει λογοτεχνικά είδη που σπάνια παντρεύονται σ' ένα πεζογράφημα. Στις σελίδες που αφιερώνονται στα σκονισμένα γραφεία της Ακαδημίας, εκεί που το πανεπιστήμιο αποδεικνύεται εστία μηχανορραφιών, μικροτήτων, αθέμιτου ανταγωνισμού και ανήθικης φάρσας, ο Φάμπιαν θα μπορούσε να συγκριθεί με ένα σπαρταριστό και συνάμα τραγικό campus novel. "Ένα ίδρυμα για βλαμμένα παιδιά" είναι το Πανεπιστήμιο για τον πρωταγωνιστή. Αλλού, πάλι, ο αναγνώστης νιώθει πως παρακολουθεί μια οπερέτα με γκροτέσκους χαρακτήρες: πόρνες, εξαθλιωμένους ζητιάνους, ομοφυλόφιλους, θαμώνες οίκων ανοχής και κακόφημων καμπαρέ, ανήθικους εκδότες, διευθυντές διαφημιστικών εταιρειών, σεμνότυφες νοικοκυρές και ανάλγητους κινηματογραφικούς παραγωγούς. Από την άλλη, στα σημεία που σχολιάζεται η άνοδος του πληθωρισμού, η ανεργία και η άνθηση των παραστρατιωτικών οργανώσεων που φλερτάρουν με τον εθνικοσοσιαλισμό, αναδύεται ένα μυθιστορηματικό ντοκιμαντέρ τύπου Καπότε. Πολλοί κριτικοί, μάλιστα, επισήμαναν τη συγγένεια της πρόζας του Κέστνερ με την κινηματογραφική τεχνική. Τολμηροί συνδυασμοί, που ταιριάζουν απόλυτα στο μεσοπολεμικό βερολινέζικο αλαλούμ, προκαλούν γέλιο, μούδιασμα, αμηχανία και φόβο.

Είναι αστείο να σκεφτεί κανείς ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1930 τα αισθητικά κριτήρια κρατικοποιήθηκαν τόσο από το Γ' Ράιχ όσο και απ' το σταλινικό καθεστώς. Ο Φάμπιαν απαγορεύτηκε και αντιμετώπισε τις συνήθεις κατηγορίες ενός απορριφθέντος έργου της εποχής: το βιβλίο δεν είχε πλοκή και ο συγγραφέας του δεν είχε ήθος. Βασικά του ελαττώματα ήταν η απαισιοδοξία και η ροπή προς το πορνογράφημα. Την εποχή που ο Ζντάνοφ έκαιγε στην κομμουνιστική πυρά τα ποιήματα της Αχμάτοβα χαρακτηρίζοντάς την απαισιόδοξη και πόρνη, ο Χίτλερ καίει στη ναζιστική πυρά τα έργα του Κέσντερ, του Μπρεχτ και δεκάδων άλλων. Το κράτος είναι πρόθυμο να επιβάλει την αισιοδοξία, ακόμη κι αν χρειαστεί να οργανώσει μαζικό εμβολιασμό. Άλλοι φεύγουν και άλλοι συμβιβάζονται. Ο Κέστνερ ανήκει στους δεύτερους. Ο ήρωάς του, Γιάκομπ Φάμπιαν, δεν αντιδρά, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ο συγγραφέας προτείνει τον "αδέσμευτο αντιμιλιταρισμό του" ως τρόπο που μπορεί να γλιτώσει την Ευρώπη απ' την άβυσσο. 

Ένα σαφέσταστα νεωτερικό μυθιστόρημα, με αναφορές στην τεχνολογία, τις εφημερίδες, την κινηματογραφική βιομηχανία και τη διαφήμιση, γεμάτο προκλητικά ξεγυμνώματα, αφροδίσιους υπαινιγμούς και λαστιχένια στραπόν, παρουσιάζει τη θηλυκότητα ως το αντίθετο της αδράνειας, ποτίζει τη σεξουαλικότητα με μπόλικη απελπισία και όλα αυτά σε μια εποχή που η νεολαία του Βερολίνου φλερτάρει άλλοτε με τη σήψη και άλλοτε με την πιο απρόβλεπτη πολιτική ριζοσπαστικοποίηση. 


***

Έριχ Κέστνερ, Στο χείλος της αβύσσου: Η πλήρης έκδοση του Φάμπιαν (μτφρ. Άντζη Σαλτάμπαση), Πόλις, Αθήνα 2018.

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

Αλληγορία και ολιγωρία στο "Μαγικό Βουνό"




Κάποιες φορές η ανάγνωση ενός βιβλίου μετατρέπεται σε μεταφυσική εμπειρία. Διαβάζεις ένα βιβλίο. Κάποιος σου το πρότεινε. Ή το πρότεινες εσύ στον εαυτό σου. Ή αποτελεί έναν ακόμα ψυχαναγκασμό: "Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρέπει να το διαβάσεις!" Ξεκινάς, περνούν οι σελίδες, βυθίζεσαι όλο και βαθύτερα στο νόημά του, συμπάσχεις με τον ήρωα, πέφτεις για ύπνο και μόλις κλείσεις τα μάτια λέξεις, φράσεις και παράγραφοι περνούν από μπροστά σου, τυπωμένες πάνω σε χαρτάκια ποστ-ιτ. Και μετά αρχίζουν και σου συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Ανεβάζεις δέκατα. Ο χρόνος κυλάει διαφορετικά. Οι άνθρωποι γύρω σου κινούνται αλλιώς. Ο καθένας θα μπορούσε να ενσαρκώσει ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου. Η ζωή γίνεται ένα σκηνικό. Το βιβλίο ένα έργο που παίζεται μπροστά σου. 

Το "Μαγικό βουνό" του Τόμας Μαν συγκεντρώνει όλες αυτές τις ιδιότητες. Η υπόθεση είναι φαινομενικά απλή.  Ο νεαρός μηχανικός από το Αμβούργο Χανς Κάστορπ, επισκέπτεται το σανατόριο Μπέργκχοφ της Ελβετίας για να δει τον ξάδεφό του, Γιοάχιμ Τσείμσεν. Μια μικρή αδιαθεσία και ένας παρατεταμένος πυρετός οδηγούν το γιατρό του σανατορίου, αυλικό σύμβουλο Μπέρενς, να του προτείνει μια δαρκέστερη παραμονή. Τελικά ο Χανς Κάστορπ αποφασίζει να μείνει στο σανατόριο για τρεις βδομάδες. Μόνο που οι τρεις βδομάδες, χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπονται σε επτά χρόνια. 

Το βιβλίο είναι ένα "έπος" 1200 σελίδων. Ο αναγνώστης κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ταυτίζεται με τον Χανς Κάστορπ και δεν μπορεί να αποφασίσει αν εξακολουθεί να διαβάζει επειδή κάποιος τον παρότρυνε να το κάνει, όπως ο σύμβουλος Μπέρενς τον Χανς, επειδή δεν επιτρέπει ο ίδιος στον εαυτό του να εγκαταλείψει την προσπάθεια ή επειδή και ο ίδιος -όπως και ο ήρωας- γοητεύεται και αφήνεται να παρασυρθεί από τη μαγική ατμόσφαιρα του σανατορίου. 

Κορυφαίες στιγμές ανάγνωσης και απόλαυσης αποτελούν τα όσα μπορεί να διαβάσει κανείς στο "Μαγικό βουνό" σχετικά με το χρόνο. Ο Τόμας Μαν μάς το ξεκαθαρίζει από την αρχή: Ο αφηγητής δεν θα ξεμπερδέψει στο άψε-σβήσε με την ιστορία του Χανς. Οι επτά ημέρες μιας εβδομάδας δεν θα αρκέσουν, ούτε και επτά μήνες. Το καλύτερο είναι να μην του είναι ξεκάθαρο από πριν πόσος γήινος χρόνος θα περάσει ενόσω τον κρατά σαγηνεμένο. 

Ο αναγνώστης καταλαβαίνει πως η παραμονή του Χανς στο σανατόριο θα παραταθεί. Άλλωστε ο Γιοάχιμ τον προειδοποιεί: "Έχουν έναν τρόπο εδώ να διαχειρίζονται τον ανθρώπινο χρόνο -είναι απίστευτο. Γι' αυτούς τρεις βδομάδες είναι σαν μια μέρα. Θα δεις."

Οι υπόλοιποι τρόφιμοι, όπως και ο Γιοάχιμ, γνωρίζουν ότι ο Χανς πλανάται οικτρά όσο νομίζει πως η πραμονή του θα περιοριστεί σ' αυτές τις είκοσι μέρες: "Ήρθατε, λοιπόν, τελείως οικειοθελώς σ' εμάς τους ξεπεσμένους και θέλετε να μας προσφέρετε για λίγο καιρό τη χαρά της συντροφιάς σας. Πολύ ωραία. Και τι διάστημα σχεδιάσατε; Δεν ρωτώ με λεπτότητα. Αλλά θα ήθελα πραγματικά να εκπλαγώ ακούγοντας πόσο χρόνο επιβάλλει κανείς στον εαυτό του, όταν αποφασίζει ο ίδιος και όχι ο Ραδάμανθυς!" λέει ο Σεττεμπρίνι, που έχει καταλάβει πολύ καλά πως ο χρόνος στο μαγικό βουνό είναι αδύνατον να υπολογιστεί και θέλει να γελάσει βλέποντας πόσο έξω θα πέσει ο νέος και αφελής επισκέπτης. Μα τι λέω, στο μαγικό βουνό δεν υπάρχουν επισκέπτες. Όποιος έρχεται μένει. Μπορεί βέβαια να φύγει, αλλά θα επιστρέψει. 

Μα γιατί ο χρόνος κυλά διαφορετικά στο μαγικό βουνό; Γιατί μονάδα μέτρησής του δεν είναι το δευτερόλεπτο αλλά ο μήνας; Είναι απλό. Λόγω της επανάληψης. Ας σκεφτούμε μια σειρά ημερών που περνάμε άρρωστοι στο κρεβάτι. Τίποτα δε συμβαίνει, τίποτα δε μας απασχολεί, η ίδια μέρα διαρκώς επαναλαμβάνεται. Η μονοτονία αγγίζει την αιωνιότητα. Κι όμως, γυρνώντας πίσω μάς φαίνεται πως ήταν μόνο μια στιγμή. Αν εγκλωβίσουμε έναν άνθρωπο για μεγάλο χρονικό διάστημα σ' έναν κλειστό και σκοτεινό χώρο, όταν θα απεγκλωβιστεί και τον ρωτήσει κάποιος πόσο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα που πέρασε, είναι σίγουρο ότι θα μας απαντήσει κάτι πολύ μικρότερο σε διάρκεια από το πραγματικό. Ακόμη κι αν υπέφερε εκεί μέσα.

Έτσι και για τους ασθενείς του Μπέργκχοφ, τα πράγματα αποκτούν μια διάσταση διαφορετική. Και τι είναι αυτό που τελικά φέρνει ο χρόνος στον καθέναν απ' αυτούς; Την αλλαγή. Όσο Ο Χανς Κάστορπ παραμένει στο σανατόριο αλλάζει. Πρόκειται για μια μαγική διαδικασία ενηλικίωσης κατά της διάρκεια της οποίας θα γνωρίσει τον έρωτα, τη φιλοσοφία, την απώλεια: 

Τώρα είδε πως κάτω στα πεδινά είχε πολύ ανεπαρκείς γνώσεις, πως στην πραγματικότητα βρισκόταν σε αγαθή άγνοια - ενώ εδώ οι προσωπικές εμπειρίες, των οποίων το περιεχόμενο προσπαθήσαμε πολλές φορές να υπαινιχθούμε και οι οποίες σε ορισμένες στιγμές του αποσπούσαν το επιφώνημα "Θεέ μου!", ανέπτυσσαν μέσα του ικανότητες να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί την όλο και πιο έντονη χροιά του ανήκουστου, του τυχοδιωκτικού και ακατανόμαστου, που έφερε το πράγμα γενικά και για τον καθένα ανάμεσα σ' αυτούς εδώ πάνω. 

Όσο περνάει ο καιρός στο Μπέργκχοφ ο Χανς Κάστορπ αρχίζει να αισθάνεται περιφρόνηση για όσους ζουν στα πεδινά. Για τους ανθρώπους του κάμπου, που δεν έχουν τη δυνατότητα να γευτούν τις δικές του εμπειρίες. Ο κόσμος χωρίζεται στον κόσμο των πάνω και τον κόσμο των κάτω.  Και τον κόσμο των πάνω δεν μπορεί να τον εγκαταλείψει. Άλλωστε ο αέρας στα ελβετικά βουνά δε λειτουργεί ευεργετικά μόνο κατά της ασθένειας, αλλά και για την ασθένεια. Την τρέφει, την κρατά ζωντανή και οι τρόφιμοι τρομάζουν να φανταστούν την ζωή τους μακριά της. Παράλληλα, τα πρόσωπα που γνωρίζει, πρόσωπα-σύμβολα, δρουν ευεργετικά στην αλλαγή που συντελείται στον ήρωα. Ο ουμανιστής Σεττεμπρίνι και ο Ιησουίτης Νάφτα αποτελούν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, πολύ διαφορετικές η μια με την άλλη. Η ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους γίνεται με τη μορφή του "αγώνα λόγων": θεός και πάθος, φύση και πνεύμα, πόλεμος και ειρήνη, ύλη και Ιδέα, θρησκεία και Διαφωτισμός, Δύση και  Ανατολή. 

"Α, όχι, εγώ είμαι Ευρωπαίος, δυτικός. Το δικό σας σύστημα αξιών είναι σκέτη Ανατολή. Η Ανατολή απεχθάνεται τη δράση. Ο Λαοτσέ δίδασκε πως η απραξία είναι καλύτερη από κάθε τι ανάμεσα σε γη και ουρανό. Όταν όλοι οι άνθρωποι σταματήσουν να δρουν, έλεγε, τότε θα επικρατήσει πλήρης ηρεμία και ευτυχία επί γης. Αυτή είναι η συνουσία σας."
"Έτσι, ε; Και ο δυτικός μυστικισμός; Και ο ησυχασμός, στον οποίο ανήκει ο Φενελόν, που διδάσκει ότι κάθε πράξη είναι κι ένα λάθος, επειδή η επιθυμία να είναι δραστήριος προσβάλλει το Θεό που θέλει μόνο αυτός να δρα;"


Ο Χανς καλείται να απαντήσει σε όλα αυτά. Δεν υπάρχει δίλημμα, συναίσθημα, προβληματισμός που να μην κάνει την εμφάνισή στο "Μαγικό βουνό". Μέσα σε μια κατάσταση φαινομενικής αδράνειας, ιδρυματοποίησης, εγκλεισμού ο Χανς Κάστορπ βιώνει την πιο απόλυτη ελευθερία. 

Το έργο ξεκινά και τελειώνει με τη φωνή του αφηγητή ηχηρή να αναφέρεται στο μεγάλο πόλεμο, μετά από τον οποίο τίποτα δε θα είναι πια το ίδιο. Μας παίρνει απ' το χέρι και μας μεταφέρει σ' έναν τόπο όπου ακούγονται ουρλιαχτά, στεναγμοί, σάλπιγγες και τύμπανα. Ανάμεσα σε τουφέκια, βρομισμένες χλαίνες και μπότες ξαναβρίσκουμε τον Χανς Κάστορπ μαζί με άλλους νέους που νοσταλγούν τα σπίτια τους και τις μανάδες τους. Τον ξαναβρίσκουμε με τη ξιφολόγχη στο χέρι, λίγο πριν το εκρηκτικό βλήμα τον πάρει από μπροστά μας για πάντα. 

Έχε γεια Χανς Κάστορπ, αγαθόκαρδο βασανοπαίδι της ζωής! Η ιστορία σου τελείωσε. Την αφηγηθήκαμε ως το τέλος. Δεν κράτησε ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν μια ερμητική ιστορία. Την αφηγηθήκαμε χάριν της ιδίας, δεν ήσουν εσύ η αιτία, γιατί εσύ παραήσουν απλός. Τελικά όμως ήταν η δική σου ιστορία. Αφού σε εσένα συνέβη, έπρεπε το δίχως άλλο να το αξίζεις [...]
Τράβα στο καλό - είτε ζήσεις είτε πέσεις! Οι ελπίδες σου είναι λίγες. Αυτός ο άγριος χορός στον οποίο άφησες να σε τραβήξουν θα κρατήσει ακόμη κάμποσα αμαρτωλά χρονάκια και δεν θα βάζαμε μεγάλο στοίχημα πως θα γλιτώσεις. Ειλικρινά, αφήνουμε το ζήτημα ανοιχτό και δεν μας πολυνοιάζει. Περιπέτειες της σάρκας και του πνεύματος ανύψωσαν την απλοϊκότητά σου, σε άφησαν να επιζήσεις πνευματικά ό,τι δεν φαίνεται πως θα επιζήσει το κορμί σου. Ήρθαν στιγμές που μέσα από θάνατο και ασέλγεια της σάρκας ξεφύτρωσε μπρος στα μάτια σου, παραισθητικά και σαν να κυβερνούσες, ένα όνειρο αγάπης. Θα ξεφυτρώσει άραγε και από αυτή την παγκόσμια γιορτή του θανάτου, μέσα από την άγρια πυρκαγιά που πυρπολεί τον βροχερό βραδινό ουρανό τριγύρω, κάποτε η αγάπη;



Τόμας Μαν, Το μαγικό βουνό (μτφρ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος), Εξάντας, Αθήνα 1995