Ξημέρωμα, 27 Οχτώβρη 1949. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι βρίσκομαι σε ξένη χώρα, εδώ και 24 περίπου ώρες. Κοντά μου όλοι άγνωστοι. Οι γνωστοί κάπου θα την έχουν αράξει πιο πέρα. Τώρα που έχει φύγει, κάπως, η κούραση και τι δεν έρχεται στο μυαλό. Περνάνε τόσο γρήγορα που δεν μπορώ να τα ταξινομήσω. Οι δικοί μου. Η μάνα, όπως την αποχαιρέτησα, εκεί στα "Λακώματα". Ο πατέρας, που δεν τον αποχαιρέτησα όταν έφυγα αντάρτης και δεν τον ξαναείδα. Ο αδερφός μου, που δεν ξέρω αν ζει. Οι δεκάδες φίλοι που έπεσαν σε έναν άνισο αγώνα. Κι όχι μόνο αυτά.
Πάνω σ' αυτές τις σκέψεις και τις αναπολήσεις δυο φορτηγά αυτοκίνητα, σταματάνε δέκα μέτρα πιο πέρα απ' το ξωκκλήσι. Οι οδηγοί τους ξέρουν ελληνικά. Αφού συνεννοήθηκαν με την υπεύθυνη αλβανική φρουρά, μας λένε να ανεβούμε στις καρότσες. Οι πρώτοι που επιχείρησαν δεν τα κατάφεραν. Αδύναμοι απ' την εξάντληση. Μέσα στο ξωκκλήσι βρέθηκε ένα κασόνι και το έφεραν για να μας ευκολύνει. Ανεβήκαμε. Με το ξεκίνημα, όλων μας τα μάτια στράφηκαν προς τα ελληνικά βουνά. Να πω ότι παραμείναμε αδιάφοροι, δε θα με πιστέψει κανένας. Πότε θα τα ξαναδούμε;
Πολύ άσχημος ο δρόμος. Το ταρακούνημα χωρίς προηγούμενο. Περίπου 40 οι επιβάτες. Απ' τον καθέναν και μια βρισιά. Πολλές πρωτάκουστες... Τελικά, μας κατέβασαν σε κάποιο σημείο, όπου κι άλλοι. Απ' το ίδιο μας το ασκέρι. Κανένας υπεύθυνος. Αλλά και όλοι υπεύθυνοι. Σε κακά χάλια. Αξύριστοι. Κουρελήδες. Ξυπόλυτοι. Πραγματικά σκιάχτρα.
***
[1] Μικρό απόσπασμα από ανέκδοτο βιβλίο του Κώστα Τσοπανάκη για το ταξίδι και τη ζωή των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στην Πολωνία.
[2] Στη φωτογραφία, ο Κώστας και η Βασιλική Τσοπανάκη με την κόρη τους.