Θύμα της πλάγιας μυατροφικής σκλήρυνσης, ο ιστορικός Τόνι Τζαντ έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του καθηλωμένος. Όταν η νευροεκφυλιστική του ασθένεια περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητά του να επικοινωνεί, κατέφυγε στις αναμνήσεις, συνθέτοντας μια σειρά "νοερών δοκιμίων" που φιλοξένησε στο Πανδοχείο της μνήμης του. Όσο στερούνταν τη δυνατότητα να μετουσιώνει τις σκέψεις του σε λέξεις, άφηνε το μυαλό του να περιηγηθεί ελεύθερα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.
Τετραπληγικός, εγκλωβισμένος στη σωματική του φυλακή, καταδικασμένος σε ατέλειωτες ώρες σιωπηλής ακινησίας, είχε για μοναδική του συντροφιά τις σκέψεις. Κάθε νύχτα, σε ένα νοερό παλάτι μνήμης, ομαδοποιούσε και αναδιοργάνωνε τις αναμνήσεις του, μέχρι το τέλος.
Ποιος θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα σ' αυτές τις συνθήκες; Η απάντηση βέβαια είναι "ένας καλύτερος εαυτός", και είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά ζητάμε να είμαστε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας -ενώ γνωρίζουμε πόσο δύσκολο ήταν να φτάσουμε εδώ που είμαστε.
Έτσι κι αλλιώς, ως ιστορικός και στοχαστής ο Τζαντ είχε το χάρισμα να συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το ιδιωτικό με το δημόσιο, το επιχείρημα με τη διαίσθηση, την ανάμνηση με το βίωμα. Το έκανε και στην Ιστορία της Ευρώπης μετά τον πόλεμο και πολύ εντονότερα στις Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα. Κοντά σ' αυτά, εδώ έρχεται να προστεθεί και η παιδική παρατηρητικότητα.
Η αφήγησή του ξεκινά από την εποχή της λιτότητας στη μεταπολεμική Αγγλία, τον καιρό που χιλιάδες Λονδρέζοι ζούσαν ακόμη σε "προκάτ" τροχόσπιτα, σταθμευμένα σε αστικούς υπαίθριους χώρους αστέγων. Οι επιλογές ήταν ελάχιστες, οι άνθρωποι έμοιαζαν συντονισμένοι, ακόμη και στις ενδυματολογικές τους προτιμήσεις. Με νοσταλγία, ειλικρίνεια και χιούμορ, ο αφηγητής θυμάται τις μαγειρικές επιδόσεις της μητέρας του (που, σαν γνήσια βρετανίδα, "έβραζε τα πάντα μέχρι θανάτου"), την ερωτική σχέση του πατέρα του με τα Citroen και το μεσοαστικό προάστιο του Πάτνυ. "Λεμβοστάσια, πλωτά σπίτια, ενίοτε κανένα ρυμουλκό, παρατημένες βάρκες που σαπίζουν αργά μέσα στη λάσπη...".
Οι παράπλευροι δρόμοι ανέδιδαν ακόμη μια βικτωριανή ή ακριβέστερα εδουαρδιανή αίσθηση. Στην κορυφή εκείνων των στέρεων πέτρινων σκαλοπατιών, πίσω από τα βαριά παντζούρια, μπορούσε να φανταστεί κανείς διοπτροφόρες γεροντοκόρες να παραδίνουν μαθήματα πιάνου για να συμπληρώσουν την πενιχρή σύνταξή τους.
Μια από τις απολαύσεις της ζωής του, που την αποχωρίστηκε λόγω της ασθένειας με μεγάλη πίκρα, ήταν η δυνατότητα να ταξιδεύει με το τρένο ή το λεωφορείο. Σε ένα κεφάλαιο θυμάται την Πράσινη Γραμμή των λονδρέζικων λεωφορείων, που τερμάτιζαν σε σταθμούς στρατηγικά τοποθετημένους πέρα από την "Πράσινη Ζώνη" που σχηματίστηκε γύρω από τη βρετανική πρωτεύουσα στις αρχές του 20ού αιώνα.
Ενώ τα Κόκκινα Λεωφορεία τρέχουν μπρος-πίσω στο κεντρικό Λονδίνο, με τους επιβάτες τους να μπαινοβγαίνουν κατά βούληση, εμείς της Πράσινης Γραμμής αγκαλιάζουμε την πόλη, αναγνωρίζοντας το εκπληκτικό της μέγεθος, αλλά δηλώνοντας, με τα ξεχωριστά δρομολόγια και τέρματά μας, τα αναγκαία όριά της.
Γλαφυρές περιγραφές αποτυπώνουν το ελκυστικό τοπίο των ανεκμετάλλευτων εκτάσεων γης, των απομακρυσμένων προαστίων του μεταπολεμικού Λονδίνου, αλλά και τη χαλαρή και φιλική διάθεση των επιβατών. Μια αίσθηση άνεσης και ασφάλειας απέναντι στην κρύα λονδρέζικη νύχτα και μια υπόσχεση σίγουρης, ζεστής μεταφοράς στο σπίτι. Αυτές οι διαδρομές, καθώς και ο σιδηροδορμικός σταθμός του Γουότερλου, αποτέλεσαν τις πρώτες εφηβικές εμπνεύσεις.
Στο τέλος της εφηβείας του, ο Τζαντ, ως νεαρός Εβραίος της διασποράς, πήρε μια γεύση "εργατικού σιωνισμού", περνώντας τα καλοκαίρια του σε οργανωμένους καταυλισμούς στην ύπαιθρο της Παλαιστίνης. Στόχος ήταν οι νέοι εκείνοι να αποτελέσουν μια εβραϊκή αγροτιά που θα εργάζεται σκληρά και θα κοινωνικοποιείται, χωρίς να υφίσταται την εκμετάλλευση. Όπως όλες οι παιδοπόλεις, εκείνα τα κιμπούτς έφεραν έντονα στοιχεία συντηρητισμού και ιδεολογικής ακαμψίας και τα αποτελέσματα στην περίπτωση του Τζαντ μάλλον δεν ήταν τα αναμενόμενα. Στα είκοσί του δεν ήταν πια ούτε σιωνιστής ούτε μαρξιστής και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ταυτότητα.
Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου ακολουθούν εξίσου απολαυστικές αφηγήσεις για τα φοιτητικά χρόνια στο Καίμπριτζ, τα επαναστατικά κινήματα των σίξτις, το Κινγκς Κόλετζ, τη σύγχρονη εκπαίδευση στη Μεγάλη Βρετανία, τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις που, σε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσουν την ελιτίστικη κληρονομιά, τελικά αφαίρεσαν κάθε ποιότητα από το δημόσιο αγαθό, τους νέους ακαδημαϊκούς, την εποχή της πολιτικής ορθότητας και τις σχέσεις που διαμορφώνει μέσα στα Πανεπιστήμια, τις σπουδές ταυτότητας που διαρκώς κερδίζουν έδαφος, τον ρόλο του διανοούμενου.
Ο πλούτος των λόγων μέσα στον οποίο μεγάλωσα συνιστούσε έναν δημόσιο χώρο από μόνος του -και οι καλοδιατηρημένοι δημόσιοι χώροι είναι αυτό που τόσο μας λείπει σήμερα. Αν τα λόγια ρημάξουν, τι θα τα αντικαταστήσει; Είναι το μόνο που έχουμε σημειώνει στις τελευταίες σελίδες.
Είναι πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τον Τζαντ. Αυτό που οφείλει ο αναγνώστης να του αναγνωρίσει είναι η καθαρότητα της σκέψης. Η προσπάθεια να διατηρήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του το δικαίωμα να μιλά για λογαριασμό του χωρίς φόβο. Ο Τζαντ υπήρξε ένας ανεξάρτητος διανοούμενος, ένας "άνθρωπος του μεταίχμιου", όπως του άρεσε να αυτοχαρακτηρίζεται: ανεκτικός και γι' αυτό συχνά περιθωριακός.
Διαβάζοντας το Πανδοχείο της μνήμης δεν έπαψα να σκέφτομαι πως η ανημπόρια είναι μια ταπεινωτική κατάσταση μέσα από την οποία συχνά αναδύεται το μεγαλείο του ανθρώπου.
***
[1] Τόνι Τζαντ, Το πανδοχείο της μνήμης (μτφρ: Γιώργος Καράμπελας - Κώστας Λιβιεράτος), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019.