Όσα φαίνονται απ' το δρόμο είναι του διαβάτη...
Το
φθινόπωρο οι οπώρες φθίνουν. Που σημαίνει τα φρούτα λιγοστεύουν. Μα στην Αθήνα τα οπωροφόρα δέντρα αφθονούν και προσφέρουν ζουμερούς
καρπούς. Στο βιβλίο του "Τα οπωροφόρα της Αθήνας", ο Σωτήρης
Δημητρίου σχεδιάζει προς τιμήν του αναγνώστη μια ενδιαφέρουσα
οπωρογεωγραφία. Μπορεί ο καθένας να προγραμματίσει τις βόλτες του,
ανάλογα με την εποχή και την όρεξή του. Στο Κολωνάκι και τη Νεάπολη θα
βρει συκιές, κορομηλιές και κλήματα, στην οδό Τρικάλων ελιές, στη
Βασιλίσσης Σοφίας, το Παγκράτι και τον Κήπο μουριές, στο Φάληρο θα
χορτάσει μεσκουλιές, στο Ζάππειο μελικοκιές και πάει λέγοντας.
Τα
οπωροφόρα όμως δεν είναι παρά η αφορμή. Για τον πρωταγωνιστή, αφορμή
για να μιλήσει στους περαστικούς, να χουφτώσει την κυρία που
τον κερνά σύκα απ΄τη συκιά της, να πουλήσει ολίγη τρέλα, να ηδονίσει τον
ουρανίσκο του και να γεμίσει το στομάχι του φρούτα. Για τον συγγραφέα,
αφορμή να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, τη φύση, τη ζωή, τις ντοπιολαλιές, τα σημεία στίξης, τη σύνθεση ενός διηγήματος.
Ίσως και τα διηγήματα να είναι αποτελέσματα πράξεων που δεν τολμήθηκαν, ζωής που δεν κύλησε.
Τίθεται εδώ το γνωστό ερώτημα εάν η λογοτεχνία πηγάζει εξ ελλείμματος ή εκ του περισσεύματος.
Όπως
το φρούτο πρέπει να είναι εύγευστο, έτσι και το διήγημα πρέπει να είναι
εύηχο. Κι εδώ όλα παίζουν τον ρόλο τους, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Κάθε λέξη έχει άλλο βάρος,
κάθε επιλογή δίνει στο κείμενο διαφορετική απόχρωση. Άλλο η στενοχώρια,
άλλο η στεναχώρια, άλλο η πίκρα. Άλλο το "και", άλλο το "κι".
Ίδια
βαρύτητα με την επιλογή των λέξεων έχει και η επιλογή των σημείων
στίξης. Κείμενο χωρίς στίξη είναι παρτιτούρα χωρίς χρωματισμούς. Κείμενο
άτσαλα στιγματισμένο είναι παρτιτούρα που στην εκτέλεσή της ο
οργανοπαίκτης βαράει το όργανο και ξεκουφαίνει τον ακροατή. Όσο όμορφη
και να 'ναι η μελωδία, τα αυτάκια του δε σώνονται με τίποτα...
Τα αρκτικόλεξα και οι συντομογραφίες ασχημίζουν το κείμενο...
Ο αστερίσκος της παραπομπής διακόπτει τη ροή της αναγνώσεως...
Εκεί όμως που ο συγγραφέας τραβάει τον αναγνώστη από το μανίκι είναι το θαυμαστικό. Το πιο άχρηστο και κουτό σημείο στίξεως...
Η άνω τελεία ... είναι το πιο συμπαθές και σκεπτόμενο σημείο στίξεως.
Σ΄αυτό
το οδοιπορικό στην Αθήνα, τη ζωή και τη λογοτεχνία, ο αφηγητής
απαριθμεί μια σειρά ξεχασμένων πια συνηθειών ή αρετών που ο ίδιος
ξεχωρίζει. Σε μια πρόχειρη απόπειρα καταλογογράφησης μπορούν να
συμπεριληφθούν οι εξής:
1. Να αγαπάς τη γλώσσα.
2. Να αγαπάς τη γυναίκα.
3. Να αγαπάς τη φύση.
4. Να μιλάς μόνος σου στο δρόμο.
5. Να είσαι βαδημανής.
6. Να ουρείς έξω.
7. Να τρως σύκα απ' τη συκιά του δρόμου.
8. Να τρως μούρα απ' τη μουριά του δρόμου.
9. Να νιώθεις τον λαό σοφό, κι ας μην είναι.
10. Να πιάνεις παρέα στο λεωφορείο.
Ανάμεσα
σε προσωπικές ιστορίες, ευτράπελες διηγήσεις και στιγμιότυπα από τη ζωή
του αφηγητή, ανθολογούνται καμιά τριανταριά λαϊκά
αποφθέγματα, ανέκδοτα στιχάκια και σπάνιες παροιμίες.
Τέλος,
γίνονται ωραίες αναφορές στον περιφρονημένο προφορικό
λόγο, στην αγάπη για τον τόπο και τη λαλιά που γεννιέται σ΄αυτόν, στον
καιρό που οι άνθρωποι δεν πήγαιναν σχολειό, δεν είχαν δει χάρτες, δεν
ξέραν από σύνορα, και είχαν κέντρο της γης την πλαγιά και τ' αμπέλι τους. Και τότε δεν ένιωθαν κατωτερότητα ή ανωτερότητα έναντι
κανενός ανθρώπου και πλάσματος του κόσμου.
Αυτή η πολύχυμη γλώσσα, που γεμίζει το στόμα μας σαν ζουμερή οπώρα, με τα χρόνια στέγνωσε. Ο προφορικός λόγος έγινε διεκπεραιωτικός, λέει ο Δημητρίου, και ο άνθρωπος αναζητά παρηγοριά πια στον γραπτό.
Όπως
και να΄χει, προφορικός ή γραπτός, ο λόγος είναι σαν το φρούτο. Πρέπει
πάνω απ' όλα να γλυκαίνει το στόμα. Να είναι ζουμερός,
ώριμος, να θάλλει στην εποχή του, και όχι σε αεροστεγή και
αποπνικτικά θερμοκήπια που βρωμοκοπάνε φυτοφάρμακο και τον κάνουν στυφό,
ξινό, άγευστο, δύσπεπτο και προπάντων επικίνδυνο για την υγεία μας...
Αυτή η πολύχυμη γλώσσα, που γεμίζει το στόμα μας σαν ζουμερή οπώρα, με τα χρόνια στέγνωσε. Ο προφορικός λόγος έγινε διεκπεραιωτικός, λέει ο Δημητρίου, και ο άνθρωπος αναζητά παρηγοριά πια στον γραπτό.
Η
κοινή ζωή, η συλλογικότητα ιδίως, τελείται πλέον αφανώς στις επιμέρους
ατομικές σκέψεις και στα συναισθήματα που κοινοποιούνται μέσω της
λογοτεχνίας, μέσω του γραπτού λόγου. Είναι κατά κάποιον τρόπο συνδετικός
κρίκος στη νέα κοινωνικότητα.
***
Σωτήρης Δημητρίου, Τα οπωροφόρα της Αθήνας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.