Δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει δοκιμάσει η μοναδική Yayoi Kusama. Κατά καιρούς έχει πειραματιστεί στη ζωγραφική, την εικονογράφηση, κάθε είδους installation, ακόμα και στη μόδα, τον κινηματογράφο, την ποίηση. Η Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα σήμερα πλησιάζει τα ενενήντα και παραμένει αποκαλυπτική και μοντέρνα.
Η Κουσάμα γεννήθηκε το 1929 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ιαπωνίας και σπούδασε Καλές Τέχνες στο Κιότο. Στα τέλη της δεκαετίας του '50 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, εντάχθηκε στην αμερικανική αβάν γκαρντ και αργότερα στο κίνημα της ποπ αρτ, ενώ υποστήριξε με πολλούς τρόπους τους χίπις. Στα διάφορα χάπενινγκς που οργάνωνε στο Γουντστοκ και αλλού, έκαναν την εμφάνισή της οι πολυαγαπημένες της βούλες, που κατέληξαν να αποτελούν το σήμα κατατεθέν της μέχρι και σήμερα.
Στο έργο της διακρίνονται επιρροές από τον σουρεαλισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον εξπρεσιονισμό, την ποπ αρτ, αναφορές στον μινιμαλισμό και τον φεμινισμό -μάλλον λογικό για μια κοπέλα που για χρόνια κακοποιούνταν από την ίδια της τη μητέρα. Προκειμένου να απελευθερωθεί από τα οικογενειακά δεσμά, η νεαρή Κουσάμα δέχτηκε να ράβει αλεξίπτωτα για τον γιαπωνέζικο στρατό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ αργότερα υπήρξε φανατική υποστηρίκτρια του κινήματος ειρήνης. Οι νεανικοί της πειραματισμοί πέρασαν από πολλά στάδια.
Η ίδια έχει αποκαλύψει πως ποτέ δεν σταματούσε για διάλειμμα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός έργου. Ξεκινούσε από μια γωνιά και μπορούσε να μείνει ξύπνια μέρες και νύχτες μέχρι να τελειώσει την επιφάνεια που ήθελε να ζωγραφίσει. Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της έσκιζε εξοργισμένη κάθε της δημιούργημα και εκεί απέδιδε τη μανία με την οποία ήθελε να ολοκληρώσει ένα καλλιτέχνημά της προτού κάποιος της το αρπάξει απ' τα χέρια.
Η ζωγραφική λειτούργησε για κείνη ως θεραπεία. Ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει από μια μητέρα βίαια που την έβαζε να κατασκοπεύει όλα όσα έκανε ο πατέρας της με τις ερωμένες του (και την ξυλοφόρτωνε για τα καλά όταν της τα διηγούνταν). Τα παιδικά της τραύματα την οδήγησαν στην κατάθλιψη και τη σχιζοφρένεια και συχνά τα έργα της αποτελούσαν απόπειρες να αποτυπώσει στο χαρτί τις παραισθήσεις της. Μ' αυτό τον τρόπο τις αναγνώριζε ευκολότερα όταν την επισκέπτονταν, και ο φόβος πριν από κάθε παραληρηματικό επεισόδιο άρχισε σταδιακά να μειώνεται.
Η ίδια έχει αποκαλύψει πως ποτέ δεν σταματούσε για διάλειμμα κατά τη διάρκεια της δημιουργίας ενός έργου. Ξεκινούσε από μια γωνιά και μπορούσε να μείνει ξύπνια μέρες και νύχτες μέχρι να τελειώσει την επιφάνεια που ήθελε να ζωγραφίσει. Όταν ήταν μικρή, η μητέρα της έσκιζε εξοργισμένη κάθε της δημιούργημα και εκεί απέδιδε τη μανία με την οποία ήθελε να ολοκληρώσει ένα καλλιτέχνημά της προτού κάποιος της το αρπάξει απ' τα χέρια.
Η ζωγραφική λειτούργησε για κείνη ως θεραπεία. Ήταν ένας τρόπος να ξεφύγει από μια μητέρα βίαια που την έβαζε να κατασκοπεύει όλα όσα έκανε ο πατέρας της με τις ερωμένες του (και την ξυλοφόρτωνε για τα καλά όταν της τα διηγούνταν). Τα παιδικά της τραύματα την οδήγησαν στην κατάθλιψη και τη σχιζοφρένεια και συχνά τα έργα της αποτελούσαν απόπειρες να αποτυπώσει στο χαρτί τις παραισθήσεις της. Μ' αυτό τον τρόπο τις αναγνώριζε ευκολότερα όταν την επισκέπτονταν, και ο φόβος πριν από κάθε παραληρηματικό επεισόδιο άρχισε σταδιακά να μειώνεται.
Η εμμονή της με τις βούλες ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Ιαπωνία και συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ. Installations με κάτοπτρα δημιουργούσαν την καλειδοσκοπική αίσθηση ενός χώρου απόλυτα καλυμμένου με δίχρωμα πουά σε μια απόπειρα προσέγγισης του άπειρου. Κάποιες φορές τα πουά αντικαθιστούσαν φαλλικά σύμβολα που η Κουσάμα ζωγράφιζε στην προσπάθειά της να ξεπεράσει την αηδία της για το σεξ.
Διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, γυμνές φωτογραφίσεις και περφόρμανς προκάλεσαν στην οικογένειά της αντιδράσεις, ντροπή και αποστροφή για το έργο της. Η Κουσάμα επιχείρησε πολλές φορές να αυτοκτονήσει και επέστρεψε στην πατρίδα της ψυχικά ασθενής για να νοσηλευτεί σε άσυλο. Αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, έγραψε σπαρακτικά σουρεαλιστικά διηγήματα, ποίηση και ένα αυτοβιογραφικό έργο. Σήμερα είναι η πιο διάσημη Γιαπωνέζα καλλιτέχνιδα, ενώ στο βιογραφικό της μπορεί κανείς να μετρήσει πάμπολλες πρωτιές. Τα τελευταία σαράντα χρόνια ζούσε οικειοθελώς σε ψυχιατρική κλινική. Ευτυχώς, η αγάπη της για την τέχνη την απομακρύνει από την ιδέα του θανάτου και την κρατά ζωντανή στην ψυχεδελική χώρα των θαυμάτων που δημιουργεί. Μια Γιαπωνέζα Αλίκη. Μικροσκοπική και τετραπέρατη.
***