Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Ο George Condo στην Αθήνα


Τις ήσυχες μέρες του καλοκαιριού, όταν η πόλη έχει αδειάσει, συγγενείς και φίλοι είναι διασκορπισμένοι στα νησιά και κατασκηνώνουν σε ερημικές ή κοσμικές παραλίες του Αιγαίου, είναι ωραίο να βάζουμε στο πρόγραμμα πράγματα που σπάνια προλαβαίνουμε να κάνουμε όταν το φθινοπωρινό πρόγραμμα αρχίζει και οι δουλειές είναι πολλές. Μετά τα θερινά σινεμά, που είναι πάντοτε πρώτα στη λίστα των προτιμήσεων γιατί εκεί μπορούμε να δούμε ταινίες που σπάνια παίζονται στους χειμερινούς κινηματογράφους, ακολουθούν οι εκθέσεις στα διάφορα μουσεία της πόλης. Κι αυτή τη φορά, η έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής του Αμερικανού George Condo, που θα φιλοξενείται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης μέχρι και τον Οκτώβριο. Εξάλλου, η επίσκεψη σε μια τέτοια έκθεση ανήκει στα πράγματα που είναι προτιμότερο να κάνουμε μόνοι, ακολουθώντας τον δικό μας ρυθμό και απολαμβάνοντας το χάζεμα στο πωλητήριο και το καφέ του μουσείου μετά το τέλος της περιήγησης. 



Ο Condo λοιπόν ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Δεν ήταν μόνο το περιεχόμενο της έκθεσης απολαυστικό, αλλά και το στήσιμό της μοντέρνο και ξεκούραστο. Τα έργα δεν εκτίθενται με χρονολογική σειρά ούτε ομαδοποιούνται με λογική τη θεματολογία τους. Αντίθετα, ο επισκέπτης σε κάθε αίθουσα έρχεται αντιμέτωπος με κάτι διαφορετικό. Αλλού βλέπει γλυπτά και αλλού ζωγραφικά έργα. Λάδια σε μεγάλους καμβάδες, ασπρόμαυρα σχέδια, πορτρέτα και κολάζ μοιάζουν να είναι ατάκτως ερριμμένα στις αίθουσες του μουσείου. Κοινή συνισταμένη όλων αυτών είναι τα παράξενα πλάσματα που πρωταγωνιστούν στην τέχνη του Condo και συνθέτουν μια δική του, προσωπική και σύγχρονη κομέντια ντελ άρτε: γκροτέσκοι χαρακτήρες, ιερείς, πότες, τραπεζίτες, καλόγριες και μπαλαρίνες ταλαντεύονται ανάμεσα στη γελοιότητα και την απόγνωση.

Κάθε φιγούρα φαίνεται πως είναι οικεία, ταυτόχρονα όμως δημιουργεί και την αίσθηση του ανοίκειου, αρνούμενη να υποταχθεί στις απαιτήσεις του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει. Επιτρέπεται ένας ιερέας να χασκογελά; Μια μοναχή να φλερτάρει; Ένα ζευγάρι αρλεκίνων να αισθάνεται θλίψη; Μια μπαλαρίνα να είναι άσχημη; Ένας μεθύστακας συμπαθητικός; Ένα παιδί να καπνίζει και στο βλέμμα του να διακρίνεται ολοκάθαρο το μίσος; Όλα επιτρέπονται σ' αυτή τη φρενήρη "πινακοθήκη ηλιθίων": γουρλωτά μάτια, αλλόκοτες οδοντοστοιχίες, κεφάλια τετραγωνισμένα ή κομμένα, εικόνες που αναμειγνύονται με έντονες αποχρώσεις του κίτρινου, του πράσινου και του μοβ. 

Η τεχνική του κολάζ συνδυάζεται με ζωγραφική και με αδρά ίχνη, σαν σκίτσα καμωμένα με λάδι, στα διάσημα "αντίποδα όντα" (antipodal beings), που εμφανίζονται στο έργο στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990. Τα πλάσματα αυτά, μακρυμάλλικα, με μεγάλα αυτιά, είναι τα πρώτα που καταχωρήθηκαν στο ολοένα ευρυνόμενο πάνθεον των φανταστικών χαρακτήρων του Condo.[1]

Σε πολλά έργα του Condo είναι εμφανής η επίδραση της ποπ αρτ, αλλά και των αμερικανικών κόμικς ή των κινουμένων σχεδίων της Ντίσνεϊ. Στα πορτρέτα των κυριών της μεγαλοαστικής τάξης μπορεί κανείς να παρατηρήσει ένα κολιέ από γυαλιστερές πέρλες ή ένα ακριβό ποτήρι κρασί στο χέρι της γυναικείας φιγούρας να συνδυάζεται με ένα πρόσωπο που θυμίζει άλλοτε τον Μπάγκς Μπάνι και άλλοτε τον Μίκι. Άλλες φορές, ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο αχνοφαίνεται κάτω από την ολοστρόγγυλη και κατακόκκινη μύτη-κλόουν.





















Η ερωτική και σαρκαστική διάθεση των προσώπων δίνει στα έργα έναν χαρακτήρα οργιαστικό, και όλα μαζί συνθέτουν ένα σύνολο που χλευάζει την καθημερινότητά μας, αποστρέφεται κάθε σοβαροφάνεια και μας φορά κολάρο το φωτοστέφανο.


Πέρα από τα ζωγραφικά έργα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα σχέδια του Condo, μερικά από τα οποία θυμίζουν κυβιστικά σχέδια του Πικάσο. 

Το σχέδιο αποτέλεσε διαχρονικά προπαρασκευαστικό στάδιο για καλλιτέχνες και ζωγράφους. Για τον Condo, ωστόσο, υπήρξε από νωρίς μια σημαντική και αυτόνομη διαδικασία, υπό την έννοια ότι, ως μέσο, του επέτρεψε έναν μεγάλο αυθορμητισμό και μια ευελιξία της χειρονομίας. Για τον Condo, σχέδιο και ζωγραφική λειτουργούσαν πάντα συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο. 

Σ' αυτή την έκθεση, που φαίνεται πως κυριαρχεί παντού η υπερβολή και διακωμωδείται με τέτοιο τρόπο η πραγματικότητα ώστε να καταλήγει παρωδία του ίδιου της του εαυτού, περισσότερο συγκινεί η τρυφερότητα με την οποία ο καλλιτέχνης αντιμετωπίζει τους ήρωές του. Μπορεί να μοιάζουν μανιακοί, τρελοί, εκστασιασμένοι, αλλά στην πραγματικότητα θυμίζουν εξαντλημένους και εξαθλιωμένους κλόουν, γελωτοποιούς και σαλτιμπάγκους μιας άλλης εποχής, που ήταν υποχρεωμένοι να πουλούν το χαμόγελό τους για να επιβιώσουν. 



Οι κλόουν δεν είναι επάγγελμα προς εξαφάνιση. Στις προσωπογραφίες του Condo απαντούν συχνά. Το πραγματικό τους πρόσωπο, σκυθρωπό και κουρασμένο, είναι ζωγραφισμένο άλλοτε στο μέτωπο και άλλοτε στον πισινό τους. Οι ασύμμετρες οδοντοστοιχίες τους μαρτυρούν την αμηχανία τους: να κλάψουν ή να γελάσουν; Συχνά είναι μαχαιρωμένοι πισώπλατα ή καπνίζουν στο ολιγόλεπτο διάλειμμά τους από τη δουλειά. Εκεί όπου πρέπει υποχρεωτικά να είναι ευχάριστοι και χαμογελαστοί. Εκεί που όλοι υποχρεούμαστε να είμαστε ευχάριστοι και χαμογελαστοί. 


***


[1] George Condo at Cycladic | Kατάλογος έκθεσηςΜουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Αθήνα 2018. 
[2] Για περισσότερες πληροφορίες, ρίξτε μια ματιά εδώ

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Ο Μπομπρόφ και το κοριτσάκι

Wrocław, Poland (1957)

Ο Μπομπρόφ περπατούσε στο δρόμο και σκεφτόταν: γιατί, άμα ρίξεις στη σούπα άμμο, η σούπα θα γίνει άνοστη;
Ξάφνου, βλέπει να στέκεται στο δρόμο ένα πολύ μικρό κοριτσάκι, που κρατάει ένα σκουλήκι και κλαίει με αναφιλητά. 
"Γιατί κλαις;" ρώτησε ο Μπομπρόφ το κοριτσάκι. 
"Δεν κλαίω, τραγουδάω", είπε το κοριτσάκι. 
"Και γιατί τραγουδάς;" ρώτησε ο Μπομπρόφ. 
"Για να διασκεδάσει το σκουλήκι", είπε το κοριτσάκι. "Και με λένε Νατάσα".
"Ώστε έτσι;" απόρησε ο Μπομπρόφ. 
"Ναι, έτσι", είπε το κοριτσάκι. "Χαίρετε". Ανέβηκε μ' ένα σάλτο σ' ένα ποδήλατο κι έγινε άφαντη. 
"Τόσο μικρό κοριτσάκι και να ξέρει να κάνει ποδήλατο", σκέφτηκε ο Μπομπρόφ. 

Δανιήλ Χαρμς [1930]

***

Δανιήλ Χαρμς, Γαλάζιο τετράδιο (μτφρ. Ροδούλα Παππά), Νεφέλη, Αθήνα 2010. 

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Εξώφυλλα #23: Melissa Castrillon

Yellow Kayak

Η Melissa Castrillon είναι μια νέα εικονογράφος που ζει στη Μεγάλη Βρετανία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Κέμπριτζ, πήρε πτυχίο εικονογράφου το 2009 και στις μεταπτυχιακές της σπουδές ασχολήθηκε με το παιδικό βιβλίο. 

Winter Magic

Έχει εικονογραφήσει αρκετά παιδικά βιβλία και έχει σχεδιάσει τα εξώφυλλα για άλλα τόσα. Κάποια από αυτά είναι κλασικά παραμύθια, άλλα πρωτότυπα και σύγχρονα, ενώ έχει εικονογραφήσει και μια ποιητική ανθολογία. 

Cartwheeling in thunderstorms

Στα πρώτα της βιβλία ήταν εμφανής η επίδραση που της έχουν ασκήσει μύθοι, θρύλοι και λαϊκές παραδόσεις μακρινών χωρών της Ανατολής, τις οποίες επέλεγε να εικονογραφήσει χωρίς να συνοδεύονται από κείμενο. Δεν  διηγούνταν την ιστορία στον αναγνώστη η τέχνη της αφήγησης , αλλά η ζωγραφική. 

The girl with the broken wing
Bone Gap


Στα εξώφυλλά της μπορεί να παρατηρήσει κανείς πόσο έχει επηρεαστεί από την εικονογράφηση των δεκαετιών του 1960 και 1970. Σε πολλά εξώφυλλα παιδικών βιβλίων εκείνης της εποχής κυριαρχούσε μια μορφή στο κέντρο του κάδρου όπου με κυματιστά γράμματα τοποθετούνταν ο τίτλος και γύρω από αυτόν υπήρχαν περίτεχνα σχέδια από τον κόσμο της φύσης: ζώα, λουλούδια, δέντρα, φυτά. 


The house with chicken legs

Όσοι έχουν μεγαλώσει σ' εκείνες τις εποχές αισθάνονται γνώριμη την αισθητική της, νιώθουν ένα συναίσθημα οικειότητας ή και νοσταλγίας όταν αντικρίζουν κάποιο από τα εξώφυλλα αυτά. 

Ghe bello!

Έπειτα, ακριβώς όπως σ' εκείνες τις παλιές εκδόσεις, έτσι κι εδώ, ο διάκοσμος του εξωφύλλου είναι ίδιος και στο οπισθόφυλλο, ώστε όταν το ανοίγει κανείς σε όλο το ανάπτυγμά του, να βλέπει έναν ολοκληρωμένο ζωγραφικό πίνακα που η μία του πλευρά καθρεφτίζεται στην άλλη. 


Rapunzel
Mary Annings Curiosity

























If I had a little dream

Πέρα από τα παραμύθια, η Melissa έχει φιλοτεχνήσει την εικονογράφηση και για βιβλία γνώσεων. Μια από τις πρόσφατες κυκλοφορίες της είναι το "Animazes", ένα βιβλίο λαβυρίνθων όπου ο μικρός αναγνώστης ακολουθώντας τα ίχνη των ζώων περιηγείται σε ζούγκλες, θάλασσες, ηφαίστεια, παγωμένες χώρες, κι έτσι χαίρεται την ομορφιά διαφορετικών φυσικών τοπίων, οξύνοντας ταυτόχρονα την παρατηρητικότητά του.







Η φύση είναι ανεξάντλητη και η παιδική φαντασία επίσης. Όταν ένα εικονογραφημένο βιβλίο συνδυάζει και τα δύο, το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό!

***

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

"Ήσυχες μέρες του Αυγούστου"

Vincent  Mahé, Neighbors

Τις μέρες του καλοκαιριού που μένουμε στην Αθήνα η γειτονιά αποκτά μια αίσθηση διαφορετική. Άνθρωποι αράζουν στις αυλές και τα μπαλκόνια, τρώνε έξω, μιλούν,  γελούν, φιλονικούν, χαζολογούν, δεν ντρέπονται. Ακούς τα μαχαιροπίρουνα να χτυπούν στα σερβίτσια, τα ποτήρια να τσουγκρίζουν, ακούς το πλύσιμο των πιάτων από τον φωταγωγό, όλες οι κουζίνες γίνονται μία. Πού και πού, ακούς καβγάδες. Αν είσαι τυχερός και μένεις σε ωραία γειτονιά, μπορεί να ακούσεις ένα ζευγάρι να αγαπιέται. 


Χθες το απόγευμα οι απέναντι γύρισαν από κάποια κοντινή παραλία όπου είχαν απολαύσει το μπάνιο τους. Η κυρία Στέλλα ζητούσε επίμονα από τον σύζυγό της να της ορκιστεί πως δεν είναι χοντρή. Εκείνος επαναλάμβανε διαρκώς: "Στ' ορκίζομαι, ρε Στέλλα, γαμώτο, στ' ορκίζομαι. Τι θέλεις να είσαι δηλαδή; Πετσί και κόκκαλο;" Που σημαίνει "χοντρή είσαι, αλλά δε με πειράζει". Πράγματι, η κυρία Στέλλα είναι ευτραφής. 


Μεταξύ των ανθρώπων που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να περάσουν το καλοκαίρι τους στην πόλη υπάρχει μια συνενοχή. Καλημερίζονται το πρωί και σκέφτονται "τι να κάνουμε, ξεμείναμε κι εμείς εδώ". Άλλοι είναι ηλικιωμένοι, άλλοι φροντίζουν ηλικιωμένους, άλλοι έμειναν άφραγκοι, άλλοι αναγκασμένοι να δουλέψουν. 


Αυτή η κοινοβιακή αίσθηση που δημιουργούν οι γειτονιές του κέντρου το καλοκαίρι σε κάνει συχνά να αναρωτιέσαι τι γίνεται πίσω από κάθε κουρτίνα που ανεμίζει στο βραδινό αεράκι. Ξαφνικά οι άνθρωποι δε νοιάζονται αν τους βλέπεις ή όχι. Οι πιο τολμηροί βγαίνουν (ημί)γυμνοί στις βεράντες τους, πότε για ένα τσιγάρο, πότε για να απλώσουν στα γρήγορα ένα ρούχο. Νομίζουν τάχα πως είναι οι μόνοι που έμειναν στη γειτονιά.

























Βγαίνεις στο μπαλκόνι και αφουγκράζεσαι: το νερό στο ντουζ, τα ψώνια να τακτοποιούνται στις ντουλάπες, τα βραδινά δελτία ειδήσεων, τις διαφημίσεις της τηλεμάρκετινγκ αργά τη νύχτα.


Το πίσω μπαλκόνι του σπιτιού μου βλέπει τον όμορφο κι ολάνθιστο κήπο ενός μικρού γηροκομείου. Από την κρεβατοκάμαρα ακούγονται οι γριούλες να παραπονιούνται στις κυρίες που τις προσέχουν. Άλλοτε το νερό είναι κρύο, άλλοτε η πετσέτα βρεγμένη, άλλοτε θέλουν να πάνε προς νερού τους. Συχνότερα πονούν ή ζητούν τη μανούλα τους. 


Τον χειμώνα τα παράθυρα θα κλείσουν και οι θόρυβοι της γειτονιάς θα ξεχαστούν. Θα κουρνιάσει ο καθένας στο σαλονάκι του και θα περιμένει το επόμενο καλοκαίρι για να χαμογελάσει ξανά στον γείτονά του.


Σημειωτέον: Οι εικόνες του Γάλλου εικονογράφου  Vincent  Mahé δεν αποδίδουν την ατμόσφαιρα της καυτής και έρημης αυγουστιάτικης Αθήνας. Δίνουν, όμως, πολύ όμορφα την εικόνα αυτών των γνωστών-άγνωστων που συμβιώνουν στις μεγαλουπόλεις και γνωρίζονται τόσο καλά και τόσο ελάχιστα μεταξύ τους.

***

[1] Εικονογράφηση:  Vincent  Mahé, Neighbors 

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Για την ομορφιά και την ασχήμια

Dominique Issermann by Leonard Cohen
 
Η μεγαλύτερη ομορφιά στον άνθρωπο είναι η αρμονία. Μ' αυτό δεν εννοώ την εξωτερική, αλλά την αρμονία που ακτινοβολεί ένδοθεν, μια ορισμένη ισορροπία κι ένα ορισμένο ισοζύγιο μεταξύ αρνητικών και θετικών ιδιοτήτων συνθέτουν ένα μοναδικό και χαρακτηριστικό όλον. Όταν, για παράδειγμα, βλέπουμε μια γάτα, βλέπουμε κάτι απολύτως τέλειο. Και όμως η γάτα δεν είναι κάτι απολύτως "τέλειο". Δεν μπορεί ούτε να πετάξει, ούτε να γαβγίσει, ούτε να μιλήσει, ούτε να λογαριάσει, νομίζω πως υπάρχουν πολλά ακόμη που δεν μπορεί να κάνει. Μα όλα όσα κάνει τα κάνει τέλεια, και ποτέ δεν της περνούσε από το μυαλό να δοκιμάσει κάτι για το οποίο δεν είναι ικανή, για παράδειγμα να χορέψει. Υπάρχουν και άνθρωποι που όλα σ' αυτούς είναι τέλεια και σε απόλυτη αρμονία, άνθρωπoι που διαθέτουν τέτοια αυτοκυριαρχία, τέτοια ικανότητa αυτοκριτικής και τόσο πηγαία φυσικότητα που ποτέ δεν κάνουν κάτι το οποίο δεν ξέρουν να κάνουν. Γι΄αυτό δεν είναι ποτέ άσχημοι, γιατί άσχημες είναι μόνο η αδεξιότητα, η γελοιότητα και η ανόητη ματαιοδοξία. [1]

***

[1] Απόσπασμα από άρθρο της Μίλενα Γιέσενσκα στην τσέχικη εφημερίδα Νάροντνι Λίστυ.
Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόϋμαν, Μίλενα από την Πράγα (Μτφρ. Τούλα Σιετή), Κίχλη & τα πράγματα, Αθήνα 2015.