Ποια είναι η σχέση σας με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού σας χρόνου; [...] Αποφασίζετε να καταθέσετε την εμπειρία σας στο ιστολόγιο του σχολείου σας. Να δικαιολογήσετε την όποια επιλογή σας.
Δεν αγαπούσα και πολύ την ανάγνωση σαν παιδάκι. Προτιμούσα να παίζω με τις κούκλες μου και να τους αλλάζω ρούχα κάνοντας το μανεκέν. Ώρες ώρες απορούσα με τους γονείς μου που τους άρεσε τόσο πολύ το διάβασμα και με την αδερφή μου, που έπαιρνε βιβλία χωρίς εικόνες και τα ξεκοκάλιζε μέσα σε δυο μέρες. Εγώ πάντοτε προτιμούσα τα εικονογραφημένα, γιατί με βοηθούσαν να πλάσω με το μυαλό μου την ιστορία, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσω το κείμενο που τη συνόδευε. Ποτέ δεν με ενδιέφερε αν η ιστορία του μυαλού μου ήταν ίδια με εκείνη που αφηγούνταν το βιβλίο. Οι εικόνες ήταν πάντα αρκετές.
Άρχισα να διαβάζω -και να γράφω, τώρα που το σκέφτομαι- από βαρεμάρα. Και άργησα να αρχίσω από αντίδραση. Στο δημοτικό σχολείο οι δασκάλες μάς τόνιζαν πως, αν διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία, θα γίνουμε καλύτεροι στην ορθογραφία και θα μάθουμε να χρησιμοποιούμε σωστά τη γλώσσα. Αλλά εγώ ούτε στην ορθογραφία ούτε και στη γλώσσα είχα πρόβλημα, επομένως ποιος ο λόγος;
Όταν, όμως, η αδερφή μου μεγάλωσε και έπαψε να με παίζει, μαράζωνα τα μεσημέρια του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόμασταν έξω από τη σκηνή μας και απαγορευόταν να κάνουμε φασαρία. Ξάπλωνα σε ένα στρώμα θαλάσσης, κάτω από τα πλατάνια, παρατηρούσα τους ανθρώπους του κάμπινγκ και έλιωνα από την ανημπόρια.
Ο μπαμπάς μου, λάτρης της ποιοτικής λογοτεχνίας κατά τα άλλα, στις διακοπές συνήθιζε να διαβάζει εκείνα τα ελαφριά βίπερ των εκδόσεων Bell. Ένα μεσημέρι που δεν είχα τι να κάνω, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του. Ο τίτλος ήταν "Χέβεν στη σκιά του φόβου". Δε θυμάμαι και πολύ καλά την υπόθεση, αλλά λίγο πολύ ήταν η ιστορία μιας έφηβης που έμπλεκε με τον έναν και με τον άλλον, την εκμεταλλεύτηκαν, έμεινε έγκυος στους πέντε δρόμους και τέτοια. Διάβαζα σαν τρελή. Ερωτικές σκηνές, εγκλήματα, δολοπλοκίες... Μάλλον ήταν εντελώς ακατάλληλο βιβλίο για το εντεκάχρονο κοριτσάκι που ήμουν τότε, αλλά το έπαιρνα στα κρυφά κάθε μεσημέρι και καρδιοχτυπούσα από την κορυφή μέχρι τα νύχια σε κάθε του σελίδα.
Τώρα, πώς από κάτι τέτοιο στράφηκα στα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρρή, δεν έχω ιδέα. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι, διάβασα σχεδόν όλη τη Ζωρζ και, όταν ζήτησα από τον μπαμπά μου να μου αγοράσει κάτι πιο "ζωηρό", μου έφερε το "Αύριο πάλι" του Ανρί Τρουαγιά. Ίδρωνα διαβάζοντας την ιστορία της Συλβί, που ερωτεύτηκε παράφορα τον ετεροθαλή αδελφό της και για πρώτη φορά ένιωσα το σώμα μου να ξυπνά, να αλλάζει θερμοκρασία και χρώματα, να ανθίζει και να ξεχνιέται με ένα βιβλίο.
Η αγάπη για την ανάγνωση, λοιπόν, ήρθε στη ζωή μου κάπως συμπτωματικά. Μπορεί να διάβαζα έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών μου, δεν ξέρω. Φοιτήτρια πια, έπιασα δουλειά σε ένα από τα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, και το κακό απόγινε.
Δεν ξέρω ποιο είναι το όφελος. Δεν πιστεύω πως το βιβλίο μάς κάνει καλύτερους. Διαφορετικά, πώς εξηγείται ο κανιβαλισμός μεταξύ των διανοουμένων ή των μανιωδών αναγνωστών και βιβλιόφιλων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Μάλιστα, θα έλεγα πως οι ζημίες -οικονομικά τουλάχιστον- είναι μεγάλες, διότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι ακριβό.
Ζημίες υπάρχουν και σε άλλους τομείς. Όταν το διάβασμα γίνεται εμμονή -γιατί μπορεί να γίνει εμμονή και η εμμονή ποτέ δεν είναι καλό πράγμα- ο ελεύθερος χρόνος που απομένει είναι ελάχιστος. Έπειτα, όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσο αυξάνονται υποχρεώσεις και εκκρεμότητες που επιβάλεις στον εαυτό σου. Να διαβάσω κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, να μην μείνει κανείς κλασικός αδιάβαστος.
Η ανάγνωση, η ενασχόληση με τη λογοτεχνία ειδικά, όπως και με κάθε τέχνη, σου δίνει βέβαια μια αισθητική. Αυτή η αισθητική, μέχρι να την απομυθοποιήσεις, σε μετατρέπει σε έναν σνομπ, εστέτ ανθρωπάκο, που σχεδόν λυπάται όσους δεν έχουν γνωρίσει τίποτα από αυτή τη μεγαλειώδη απόλαυση της ενασχόλησης με την τέχνη του λόγου. Τους καημένους, πηγαίνουν και χορεύουνε στα ξενυχτάδικα. Ενώ εμείς... διαβάζουμε λογοτεχνία! Και δεν σου αρέσει το ένα μαγαζί γιατί προσβάλλει την αισθητική σου, ούτε και το άλλο, κι ύστερα οι άνθρωποι, όλα σου φταίνε, είναι θέμα παιδείας...
Πρέπει να περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσεις πως η μεγαλύτερη αρετή του ανθρώπου δεν είναι η μόρφωση, ούτε η καλαισθησία, ούτε και η καλλιέργεια. Είναι η καλοσύνη.
Δεν υπάρχει "αμόλυντη" λογοτεχνία. Ούτε αμόλυντοι αναγνώστες. Κι αλίμονο αν η λογοτεχνία μάς έκανε πιο ηθικούς. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την αναλάβει η κατήχηση. Μάλλον ανεκτικότερους μας κάνει, ενδεχομένως μας βοηθά να χτίσουμε μια δική μας, προσωπική ηθική.
Σήμερα, είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως το διάβασμα μού χάρισε φίλους. Φίλους με τους οποίους κουβεντιάζουμε για βιβλία, ανταλλάζουμε βιβλία, φίλους που διαβάζουν και φίλους που γράφουν. Μου έκανε και συντροφιά σε στιγμές μεγάλης μοναξιάς, στον πόνο, στο αδιέξοδο, στην απόγνωση. Σε στιγμές που βρέθηκα μόνη στο σπίτι μου, χωρίς συντροφιά, χωρίς κανένα αποκούμπι. Μου χάρισε ένα όμορφο, προσωπικό σύμπαν, που μπορώ να μοιραστώ με λίγους ανθρώπους, αλλά είναι υπέροχο όταν μπορώ και το μοιράζομαι.
Το διάβασμα μου αρέσει, αλλά δεν είναι ζωή. Ζωή είναι οι άνθρωποι. Το διάβασμα μπορεί πάντοτε να περιμένει. Αυτό μου αρέσει περισσότερο απ' όλα.
***