Κάθε βράδυ η μάνα μου μαγείρευε. Έχωνε τα χέρια της σε αλάτια, πιπέρια, μυρωδικά και χόρτα. Στα μισά του μαγειρέματος, όσο να πάρει μια βράση το φαΐ, έκανε διάλειμμα και μας έκοβε ένα φρούτο, συνήθως μήλο. Το έφερνε στο δωμάτιο, διακόπταμε διάβασμα ή παιχνίδι και το μοιραζόμασταν. Όταν το έκοβε βιαστικά, σε κάποιο απ' τα κομμάτια του έμενε κάτι από τη φλούδα ή το τραχύ περίβλημα του κουκουτσιού. Δεν το άγγιζε καμιά μας. Εκείνο το μήλο είχε το άρωμα του φαγητού της επόμενης μέρας. Όσο και να 'πλενε τα χέρια της, άφηναν πάντοτε πάνω του τη γεύση τους.
Ένα στραβοκομμένο μήλο με αψιά γεύση και φέρνει στη σάρκα του αναμνήσεις από κάθε σούρουπο της παιδικής μας ηλικίας.
Ένα στραβοκομμένο μήλο με αψιά γεύση και φέρνει στη σάρκα του αναμνήσεις από κάθε σούρουπο της παιδικής μας ηλικίας.
***