Σάν ἕνα σπίτι ρημάξει καί γκρεμνιστεῖ καί φυτρώσουν χορτάρια στά θεμέλιά του καί δέν μείνει πέτρα πάνω στήν πέτρα, τό λένε χάλασμα. Τότες οἱ γειτόνοι ρίχνουν τά σκουπίδια τους μέσα σ΄αυτό καί μαζεύουνται καί τά μωρά καί παίζουν. Τά θεμέλια δεν λένε τίποτε ποτές κι οὔτε ρωτοῦν τίποτε τά μωρά πού παίζουν μέ δυνατές φωνές καί τό κάνουν τό χάλασμα νά ζωντανεύει κι αὐτό, ὅπως τά μάγουλά τους πού γίνουνται κατακόκκινα, κνικάτα. [...]
Ἔτσι ἔσβησε τό σπίτι τῆς Ματζουράνενας κι ἔγινε ἀλάνι καί χάλασμα. Μάδησε πέτρα προς πέτρα ὥς τά θεμέλια κι ἔγινε ἴσιωμα καί φύτρωσαν χορτάρια ἀπάνω του, κι ἔγινε τόπος γιά νά πετᾶν τά σκουπίδια οἱ γειτόνοι καί νά παίζουν μέσα τ'ς ἀμάδες τά μωρά μέ τά κόκκινα μάγουλα.
Μόνο τή νύχτα τό χάλασμα τῆς Ματσουράνενας ἦταν βουβό.
Σάν περνοῦσαν τότε ἀπό κεῖ τά μωρά κάναν τό σταυρό τους καί λέγανε "Ἰησούς Χριστός νικᾶ", καί τραγουδούσανε φωναχτά γιά νά πιστέψουν πώς δέν φοβᾶνται.
Η επαρχία έχει γεμίσει χαλάσματα. Σπίτια γκρεμισμένα, σωριασμένες πέτρες εδώ κι εκεί θυμίζουν πως κάποτε μέσα τους έζησε μια οικογένεια. Μπορεί να τύχει, ανάμεσα σε κλαδιά, σκουπίδια και περιττώματα, να βρεις μέσα μια παλιά εφημερίδα, ένα σεντούκι, ένα κλειδί, ένα φυτίλι, μια εικόνα. Καλύβια για τα ζώα έχουνε γίνει σωροί από πέτρες, ξυλόφουρνοι χάσκουν μ' ανοιχτό το στόμα κι ένα ξύλινο πορτάκι πεσμένο στο χώμα.
Και δεν υπάρχουν πια μωρά να τα τρομάξει το γκρεμίδι, να τραγουδήσουν δυνατά περνώντας απ' έξω μια σκοτεινή νύχτα. Κανείς δε σταυροκοπιέται έξω απ' τα χαλάσματα. Περαστικοί και τουρίστες τα φωτογραφίζουν.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο:
Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.