Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2021

Χαρτοκοπτική

Όταν πήγαινα στο δημοτικό, παρακαλούσα τους γονείς μου να μας αγοράζουν τη "Μανίνα" και τη "Κατερίνα" -η "σούπερ Κατερίνα" δεν είχε αρχίσει να κυκλοφορεί ακόμη, μιλάμε για τη δεκαετία του '80. Ήταν γνωστά κοριτσίστικα περιοδικά της εποχής, ακολουθούσαν μια εντελώς έιτις αισθητική, με αφίσες και σιδερότυπα γνωστών τραγουδιστών της ποπ ή ηθοποιών του Χόλιγουντ και το κλασικό ερωτικό φωτορομάντζο στις τελευταίες σελίδες. 


Πολλές φορές, όταν στη μέση του περιοδικού υπήρχε δώρο μια γιγαντοαφίσα, μπορούσε η μικρή αναγνώστρια, ανάλογα με το πόσο μικρή ήταν, να επιλέξει ανάμεσα στο πρόσωπο της γιγαντοαφίσας και την χαρτοκοπτική που υπήρχε στην πίσω πλευρά της. 


Έτσι, για παράδειγμα, μια έφηβη μπορεί να είχε στο δωμάτιό της τον Ρόμπερτ Σμιθ των Cure, ενώ η μικρή αδερφούλα της θα προτιμούσε να κάνει τον Ρόμπερτ με τα κρεμμυδάκια, να τον κόψει σε  φουστίτσες, μπλουζάκια, εσώρουχα, γόβες και τσαντάκια της στρουμπουλής και πρόωρα σέξι χάρτινης κούκλας της πίσω πλευράς. 

Τόλμησα κάποτε το απονενοημένο διάβημα και ξεκόλλησα το Μελ Γκίπσον από την ντουλάπα της αδερφής μου (που του έδινε ένα φιλί κάθε πρωί), για να τον μετατρέψω σε μικροσκοπικά χάρτινα ρουχαλάκια εποχής. 

Οι χάρτινες κούκλες αποτελούν παράδοση από τον 19ο αιώνα τουλάχιστον και, από αυτή την άποψη, είναι πολύ μεγαλύτερης αξίας από κάθε λογής ποπ σταρ που φιγουράρισε για έναν καιρό στα κοριτσίστικα περιοδικά και μετά πέρασε η μπογιά του. 


Το χαστούκι που 'φαγα μετά τον ακρωτηριασμό του Μελ, δε θα το ξεχάσω. Αυτό,  μια σπασμένη μύτη, ένας ραγισμένος καρπός και ένα δόντι που σφηνώθηκε στα πλακάκια του μπαλκονιού μας αποτελούν τις μελανές σελίδες στο αναμνηστικό άλμπουμ των παιδικών μας χρόνων. 

***

 

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

Εξώφυλλα #29: José Carlos "Para Todos"

Ο José Carlos ήταν ένας από τους πιο διάσημους βραζιλιάνους εικονογράφους. Γεννήθηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1884 και πέθανε το 1950. Πέρα από την εικονογράφηση, ασχολήθηκε με το σχέδιο, τα καρτούν, έγραψε σενάρια για κωμωδίες της εποχής του και στίχους για κομμάτια σάμπα, ενώ ήταν ο πρώτος Βραζιλιάνος που σχεδίασε τον Μίκι Μάους. Ο Γουόλτ Ντίσνεϊ, μάλιστα, υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του και στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ταξίδεψε στη Βραζιλία για να τον γνωρίσει.

Το μεγαλύτερο πάθος του ήταν το Αρ Ντεκό και σχεδίασε πάμπολλα εξώφυλλα, διαφημίσεις και διακοσμητικά αντικείμενα επηρεασμένα από το καλλιτεχνικό κίνημα των τουέντις. Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν στη Βραζιλία δυο διάσημα περιοδικά ποικίλης ύλης, το Para Todos και το Fon Fon και για το πρώτο τουλάχιστον γνωρίζουμε πως δεν υπήρχε κανένα εξώφυλλο που να μην πέρασε απ' τα χέρια του. 


Τα περιοδικά ποικίλης ύλης, πάντως, αποτελούν ενδιαφέρουσες πηγές για να έρθουμε σε επαφή με το κλίμα μιας εποχής. Δεν διεκδικούν την υστεροφημία του βιβλίου, είναι -κυριολεκτικά και μεταφορικά- ελαφρύτερα και μας βάζουν πολύ άμεσα στο κλίμα: κυρίες με καπέλα που κρύβουν τα μάτια, μακριά φουστάνια, ξέφρενα πάρτι στον ρυθμό της τζαζ, συνήθειες της υψηλής κοινωνίας: ψώνια, παιχνίδια, βουβός κινηματογράφος, μόδα. 









***

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Πρώτος έρωτας



Πριν από είκοσι χρόνια περίπου, δούλευα σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Είχα μετακινηθεί σε διάφορα τμήματα -από την τέχνη στα κοινωνιολογικά και περιστασιακά στη λογοτεχνία- μέχρι που κατέληξα σε ένα παταράκι που είχε κόμικς, τουριστικούς οδηγούς και τις λεγόμενες προσφορές. Φοιτήτρια ακόμα, δούλευα εκεί τα απογεύματα, που τότε δεν είχαν και τόσο κόσμο, τουλάχιστον όχι τις καθημερινές. Η Δευτέρα, μάλιστα, ήταν σχεδόν νεκρή. Οι βιβλιόφιλοι είχαν κάνει τα ψώνια τους από το Σάββατο, γραφεία, υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες έκλειναν μετά τις τρεις και εκείνα τα χρόνια λίγα μαγαζιά έμεναν ανοιχτά στο κέντρο τις Δευτέρες και τις Τετάρτες. Ακόμη και το εμπορικό τρίγωνο ερήμωνε. 

Από τις τρεις μέχρι και τις οκτώ, λοιπόν, ήμουν σκαρφαλωμένη σε εκείνο το πατάρι και, όταν δεν υπήρχε κόσμος να εξυπηρετήσω, διάβαζα παλιά και ξεχασμένα βιβλία που οι εκδότες πρόσφεραν για τελευταία φορά σε χαμηλή τιμή. Έτσι είχα διαβάσει ιστορικά του Κυριάκου Σιμόπουλου, άπαντα τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά, κάποια από τα μυθιστορήματα του Θανάση  Βαλτινού, προτού μετακομίσουν από τις εκδόσεις Άγρα στην Εστία. Εκεί γνώρισα και λάτρεψα την Κάρσον ΜακΚάλλερς (την είχε μεταφράσει για τον Κέδρο ο Μένης Κουμανταρέας), την τριλογία του Ντος Πάσος για την Αμερική, την αυτοβιογραφία του Λουί Μπουνιουέλ, μικρά κλασικά των εκδόσεων Νεφέλη και πολλά άλλα. 


Η σειρά, όμως, που θυμάμαι εντονότερα ήταν τα βιβλία τσέπης του Οδυσσέα. Μικρά, ελαφριά, το ευτελές χαρτί τους θύμιζε βίπερ, αλλά οι τίτλοι τους ένας κι ένας. Ήταν ολιγοσέλιδα, συλλογές διηγημάτων συνήθως ή το πολύ πολύ καμιά νουβέλα. Μια πρώτη αποκάλυψη ήταν ο Μπάρτλμπυ ο γραφιάς του Χέρμαν Μέλβιλ. Σ' αυτή τη σειρά του Οδυσσέα, είχε πρωτοεμφανιστεί στα ελληνική γράμματα και ο Ίαν Μακ Γιούαν, που ξανάπεσε στα χέρια μου πρόσφατα. Η πρώτη του συλλογή είχε τον τίτλο Πρώτος έρωτας και κυκλοφόρησε στα ελληνικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς την υποδέχτηκε εκείνα τα χρόνια κριτική. 

Αυτό που είχε συμβεί πιθανόν να ήταν από τα πιο θλιβερά ζευγαρώματα στην ιστορία της συνουσιαζόμενης ανθρωπότητας, όπου ανακατεύονταν ψέμα, απάτη, ταπείνωση, αιμομιξία, ο σύντροφός μου κοιμισμένος, εγώ με οργασμό μυρμηγκιού και οι λυγμοί που τώρα γέμιζαν την κρεβατοκάμαρα. Αλλά εγώ ήμουν ευχαριστημένος μ' αυτό, με το εαυτό μου, με την Κόνι, και ήθελα να μείνουν τα πράγματα για λίγο έτσι, να καταλαγιάσει η υπόθεση. Πήγα την Κόνι στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω τον νιπτήρα -οι γονείς μου θα γύριζαν σε λίγο και η Κόνι έπρεπε να κοιμάται στο κρεβάτι της. Είχα επιτέλους μπει στον κόσμο των μεγάλων, ήμουν ικανοποιημένος μ' αυτό.


Η συλλογή αποτελούνταν από οκτώ διηγήματα, καθένα από τα οποία αφορά μια διαστροφή. Στη "Σπιτική συνταγή" ένας έφηβος βιάζει τη μικρή του αδερφή. Στη "Στερεομετρία" ένας άνδρας που επιμελείται τα απομνημονεύματα του προπάππου του και κρατά σαν φυλαχτό ένας πέος στη φορμόλη, κάνει έρωτα μετά από μήνες με τη σύντροφό του δίνοντας στο σώμα της μια στάση που τελικά με έναν μαγικό τρόπο την αφανίζει. Στην "Τελευταία μέρα του καλοκαιριού", ένα ορφανό αγόρι σφυρίζει αδιάφορα στον πνιγμό μιας χοντρής του φίλης. Στο "Ο Κόκερ στο θέατρο" ένα ζευγάρι ηθοποιών κάνει έρωτα την ώρα της πρόβας. Ένας άντρας παραμένει το μωρό της μαμάς του, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του, μια παρέα παιδιών ψήνουν μια γάτα, ένα ζευγάρι νεαρών εραστών σκοτώνουν έναν αρουραίο που με τις νυχιές του στον τοίχο επενδύει μουσικά την ερωτική τους πράξη, μια μεσήλικη γυναίκα αναγκάζει τον ανιψιό της να μεταμφιέζεται σε μικρή κοπελίτσα κι εκείνη υποδύεται τον αυστηρό αξιωματικό του. 

Προσπάθησε να σταματήσει την ανάπτυξή μου και για πολύ καιρό το πέτυχε. Ξέρεις, δεν έμαθα να μιλάω κανονικά ως τα δεκαοχτώ μου. Δεν πήγα σχολείο, με κράτησε σπίτι, γιατί έλεγε πως ήταν πολύ σκληρό περιβάλλον. Μέρα νύχτα με κράταγε αγκαλιά. Δεν της άρεσε που δεν χώραγα πια στο παιδικό κρεβατάκι μου και πήγε κι αγόρασε ένα κρεβάτι με κάγκελα σε κάποια δημοπρασία νοσοκομείου. Τέτοια πράγματα έκανε. Ως τη μέρα που έφυγα κοιμόμουν σ' αυτό το πράμα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ σε κανονικό κρεβάτι, φοβόμουν πως θα έπεφτα και δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Την πέρναγα έξι πόντους κι εκείνη ακόμα προσπαθούσε να μου δένει τη σαλιάρα γύρω από το λαιμό. 

Η πρώτη ιστορία της συλλογής ("Συζήτηση με τον άνθρωπο στην νουλάπα") γράφτηκε το 1970, όταν ο συγγραφέας ζούσε ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Νόργουιτς. Οι κριτικοί αντιμετώπισαν το έργο τόσο αμήχανα που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μια θετική από μια αρνητική κριτική, μιας και όλες επέμεναν στην ηθική διάσταση του έργου και όχι στη λογοτεχνική του αξία. Ο νεαρός συγγραφέας ήθελε να σπάσει τη μονοτονία του "Hamstead divorce novel", μυθιστόρημα της εποχής που αφορούσε τα μικροπροβλήματα στις προσωπικές σχέσεις Άγγλων της μεσαίας τάξης, υπενθυμίζοντας πως οι ηθικές αναστολές, τα διλήμματα, η παιδική σκληρότητα και ο πόθος μπορούν να πάρουν πολύ πιο ακραίες και πολύ ρεαλιστικότερες μορφές. 

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, είναι ζητούμενο αν γίναμε πιο σεμνότυφοι ή πιο απελευθερωμένοι. Μπερδεμένοι στον σύγχρονο βηματισμό μιας "πολιτισμένης" κοινωνίας αδυνατούμε να ορίσουμε τι σημαίνει κακοποίηση, τι σημαίνει  βία. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως ο Μακ Γιούαν από είκοσι χρονών ήταν αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας και το συγγραφικό του ντεμπούτο υπήρξε εκρηκτικό. Πιο χαμηλόφωνος σήμερα, αγαπιέται πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αν και πολλά από τα παλιά του έργα είναι δυσεύρετα. Εκείνα τα παλιά, καλά, εξαντλημένα βιβλία μάς σύστησαν τους συγγραφείς που αγαπήσαμε. 

***

Ίαν Μακ Γιούαν, Πρώτος έρωτας (μτφρ. Ρωξάνη Καυτατζόγλου), Οδυσσέας, Αθήνα 1979.