Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Neverhome

Άμα φας χώμα, βλέπεις παράξενα όνειρα. Ονειρεύεσαι ότι γυρνάς σπίτι.

Το 1861 ξεκινά ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Η Κόνστανς Τόμπσον εγκαταλείπει τον άντρα της και το αγρόκτημά τους, για να υπηρετήσει. Εκείνος μένει πίσω για να "φυλάει τη ζωή που δεν είχαν και την οικογένεια που δεν απέκτησαν". Ένας Οδυσσέας που κάθεται σπίτι. Ή ένας "κύριος-Πηνελόπη". Η Κόνστανς περνά τα σύνορα από την Ιντιάνα στο Οχάιο και παρουσιάζεται στον στρατό της Ένωσης με το όνομα Ας. Τρώει γαλέτες, πίνει ουίσκι κάτω από τ' αστέρια μαζί με τους άλλους στρατιώτες, επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία τη σωματική δύναμη και τον ιπποτισμό της, κερδίζει το παρατσούκλι-παράσημο "γενναίος Ας" και γράφει γράμματα στον άντρα της. 

Τα γράμματα που μου έστελνε ο Βαρθολομαίος ήταν σε τελείως άλλο επίπεδο. Είχε τον τρόπο με πέντε λέξεις να ξαναζωντανέψει όλο τον παλιό εκείνο κόσμο. Διαβάζοντας τα γράμματά του, μύριζα τα πρώτα αρώματα του φθινοπώρου και άκουγα τους πρώτους φθινοπωρινούς ήχους. Μια φορά έβαλε μέσα στον φάκελο το αστραφτερό φτερό ενός κόκκινου καρδινάλιου και μου είπε ότι το είχε βρει "να αιωρείται στο χείλος του πηγαδιού", μέσα στο οποίο θα χανόταν ίσως για πάντα αν δεν το είχε μαζέψει για να το στείλει να με βρει πετώντας στην άλλη άκρη του κόσμου. Δεν μπορώ να σας πω ακριβώς το γιατί, αλλά αυτή η φράση για το φτερό που πέταξε στην άλλη άκρη του κόσμου για να με βρει έφερε στη γωνιά του ματιού μου ένα δάκρυ που δεν έφυγε ακόμα και όταν το σκούπισα. 

Στον πόλεμο, η Κόνστανς δεν το βάζει στα πόδια. Κυνηγά, ασκείται στη σκοποβολή, σκοτώνει αντάρτες με το όπλο της.

Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις σαν κι αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω. 

Το τιτίβισμα των κοκκινολαίμηδων, ο κορμός μιας μανόλιας, η ομορφιά κάθε στοιχείου της φύσης κάνει ακόμη πιο φρικαλέα την αγριότητα των μαχών. Η γη μετατρέπεται σε ομαδικό τάφο. Νεκροί γερμένοι σε κορμούς, νεκροί με τα πόδια στον αέρα, νεκροί που κρέμονται σαν φρούτα από τα κλαδιά των δέντρων. Σε έναν σφιχτά κλεισμένο γυλιό τρεις μεγάλες χούφτες παστό βοδινό, τυλιγμένο σε πετσέτες με κεντημένα τριαντάφυλλα. Μαζί με το βοδινό και ένα σημείωμα: 

Γύρνα πίσω, αγαπημένε μου γιέ. 


Η λιτή αφήγηση αφήνει χώρο για τρυφερότητα και λυρισμό σε μια πρόζα που άλλοτε μυρίζει μπαρούτι και άλλοτε ξεχειλίζει από τα αρώματα του δάσους.

Το μεσημέρι έφτασα  σ΄ ένα ωραίο παλιό αρχοντικό που είχε γίνει στάχτη από τη φωτιά. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν τα σπιτάκια που ήταν χτισμένα ολόγυρά του, σαν μανιτάρια γύρω από ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Έχωσα το κεφάλι μου σε δυο-τρία από αυτά, αλλά είδα μονάχα έναν σταυρό και μια εικόνα του προέδρου Λίνκολν από κάποιο περιοδικό. 

Όσο ζωντανή και να κρατήσει κανείς μέσα του την ομορφιά της ζωής και της φύσης, ο πόλεμος φαίνεται πως ποτέ δεν τελειώνει. Κι αν ακόμη τελειώσει, ένα κομμάτι του μένει πάντα ζωντανό. Από τον πόλεμο κανείς δεν επιστρέφει. Μετά τον πόλεμο κανείς δεν έχει πατρίδα. 

Έχετε πολεμήσει ποτέ με άντρα πάνω σε άλογο; Με άντρα που κρατά όπλο στο χέρι του; Με άντρα που έρχεται από το Νάτσεζ με το δαιμονισμένο άλογο που καβαλάει απ' όταν γεννήθηκε και διψάει για αίμα; Ένα παιδί, ούτε δυο μέτρα μακριά μου, έγινε αλοιφή από μια παρδαλή φοράδα με κόκκινα μάτια. 

Όσο υπηρετεί, η Κόνστανς μιλά με τη νεκρή της μητέρα. "Ποτέ μη γυρίζεις το άλλο μάγουλο". Θυμάται τις συμβουλές της και αναζητά στον πόλεμο τον εαυτό της. Χάνει το σύνταγμά της, περιπλανιέται στην κόλαση, καταλήγει σε κελιά και φρενοκομεία, μέχρι να βρει τον δρόμο του γυρισμού και να φτάσει στο σπίτι του πιο απροσδόκητου τέλους. 

*** 

[1] Λερντ Χαντ, Neverhome (μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου), Πόλις, Αθήνα 2021. 



Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Ο Πινόκιο του Gabriel Pacheco



Ο Πινόκιο δεν ήταν ποτέ αγαπημένο μου παραμύθι. Μου φαινόταν πολύ σκληρό. Εντάξει, έλεγε ψέματα ο Πινόκιο, αλλά το παραμύθι είναι γεμάτο διδδάγματα για τα άτακτα παιδάκια. Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ, όμως, ήταν η αρχή της ιστορίας. Μια φορά κι έναν καιρό δεν ήταν ένας βασιλιάς, αλλά 
"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κομμάτι ξύλο"
Το άλλο πάρα πολύ ωραίο είναι πως, πέρα από τον Πινόκιο, υπάρχει ο χαρακτήρας του μαστρο-Τσεπέτο, που και πολύ ωραίο όνομα έχει και επιπλέον διακονεί το αγαπημένο μου επάγγελμα, δηλαδή το επάγγελμα του Ιωσήφ (που κι αυτόν πάρα πολύ τον συμπαθώ), δηλαδή τέλος πάντων είναι ξυλουργός. 


Ο Πινόκιο, λοιπόν, ήταν αλητάκος. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο, δεν ήθελε να μάθει γράμματα, δεν ήθελε να μάθει καμιά τέχνη να βγάλει τίμια το ψωμάκι του. Ήθελε μονάχα να τρώει, να πίνει, να κοιμάται και να διασκεδάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κι ο φίλος του γρύλος τού μιλούσε και μάλιστα σοφά τον προειδοποίησε πως μ' αυτά τα (ξύλινα) μυαλά ή στο νοσοκομείο θα καταλήξει ή στη φυλακή. 


Ο Πινόκιο έκανε τη μια ανοησία μετά την άλλη και ο Τσεπέτο, αν και φτωχός, του έδινε και την μπουκιά του και σαν στοργικός πατέρας τον συγχωρούσε. Αλλά ο μικρός το έσκαγε, παρασυρμένος κάθε φορά από τον πόθο του για νέες περιπέτειες και έγινε (κυριολεκτικά) μαριονέτα στα χέρια των άλλων. 


Η αλεπού κι ο γάτος τού έκλεψαν τα νομίσματα που έπρεπε να δώσει στον πατέρα του, οι ληστές τον έπιασαν στη μέση του δάσους και τον κρέμασαν απ' τα κλαριά μιας ψηλής βελανιδιάς, μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο του η Νεράιδα με τα γαλάζια μαλλιά και το γαλάζιο φουστάνι και τον έσωσε. 


Εδώ που τα λέμε, βέβαια, ούτε το καλύτερο κορίτσι του κόσμου δεν μπορεί να γλιτώσει έναν αλήτη απ' την καταστροφή. Και το ψέμα έπεφτε βροχή κι η μύτη του Πινόκιο μεγάλωνε και να σου πάλι μπροστά του ο γάτος με την αλεπού και τον μπουζουριάσανε τελικά για κάτι λίρες κι έφαγε μισό χρονάκι φυλακή. 


Δεν θυμάμαι άλλα από αυτή την ιστορία, πέρα από την υπέρ0χη μουσική της τηλεοπτικής της μεταφοράς. Στους τίτλους έναρξης ακουγόταν η λεπτή παιδική φωνή του Πινόκιο να τραγουδά ένα μελαγχολικό τραγούδι που έμοιαζε να βγαίνει από μουσικό κουτί. 


Άραγε διαβάζοντας τον Πινόκιο θυμώνεις με τον ανυπάκουο αλήτη που "τα 'θελε και τα 'παθε" ή λυπάσαι τον κλέφτη και σκέφτεσαι πως όλοι μας θα έπρεπε να έχουμε μια νεράιδα να μας προστατεύει από την επιπολαιότητα και τις κακοτοπιές; Ποιο παιδί αντέχει να ακούσει πως τον ψεύτη του Αισώπου τον έφαγαν οι λύκοι;


Στο κάτω κάτω, μια ξύλινη μαριονέτα ονειρεύτηκε να γίνει αγόρι. Πού να 'ξερε πόσο δύσκολος είναι ο κόσμος των αγοριών που μεγαλώνουν χωρίς τη μαμά τους. 

***

Carlo Collodi, Los aventuras de Pinocho (Ilustraciones: Gabriel Pacheco), Ediciones Nostra 

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Ο μικρός πρίγκιπας της Kim Minji

Όπου να ΄ναι το ιστολόγιο κλείνει οκτώ χρόνια. Από το μυαλό μου περνούν δεκάδες ιδέες, αλλά ο χρόνος που απομένει για την υλοποίησή τους είναι ελάχιστος και, όσο περνά ο καιρός, η επιθυμία να συμπληρώνεται αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο ξεθωριάζει. 

Παρατηρώ, όμως, πως κάθε φορά που η καθημερινότητα και η επικαιρότητα γίνονται θλιβερές, η ανάγκη να χαζεύω παιδικά βιβλία και εικόνες παραμένει. Τα χρώματα ξεκουράζουν και γαληνεύουν το μυαλό, πάντοτε υπάρχει κάτι καινούργιο να ανακαλύψεις. Νέοι εικονογράφοι κάνουν ο καθένας τη δική του πρόταση σε καινούργια ή κλασικά βιβλία που αγαπήσαμε. 

Η φετινή χρονιά είχε αναποδιές, καραντίνες, θάνατο και άγχος, φωτιές και καύσωνες, φόβους για το μέλλον. Είχε όμως και περισσότερη από ποτέ άλλοτε αγάπη. Η πικρία του αποχαιρετισμού, η αίσθηση πως μια φιλία αφήνει πάντοτε βαθιές ρίζες πίσω της μου θυμίζουν συχνά τον Μικρό πρίγκιπα. Όλοι επιστρέψαμε στις σελίδες του αναζητώντας τον δικό μας πλανήτη, τη δική μας αλεπού, το τριαντάφυλλο της ζωής, το νόημα της καλοσύνης.

Ο Μικρός Πρίγκιπας είναι από τις λίγες ιστορίες που εικονογράφησε ο δημιουργός τους. Δεν νομίζω πως υπάρχουν πολλοί που φαντάζονται τον πρίγκιπα διαφορετικό από ό,τι τον φιλοτέχνησε ο Εξυπερύ. Σε όποια έκδοση κι αν αποκτούσε κανείς το βιβλίο, το εξώφυλλο παρέμενε ίδιο: λιτό, λευκό, με τον ξανθούλη πρίγκιπα του Εξυπερύ ανάμεσα στ΄ αστέρια. 

Θα έμοιαζε ιεροσυλία να τολμούσε ένας εκδότης κάτι διαφορετικό και οι ελάχιστες απόπειρες ήταν μάλλον αποτυχημένες. Η Kim Minji ήταν η ομορφότερη εξαίρεση. Από τις νέες εικονογράφους που επιχειρούν να δώσουν νέα πνοή σε παλιά αγαπημένα παραμύθια, η ζωγράφος από τη Νότια Κορέα έχει ήδη στο ιστορικό της πανέμορφες εικονογραφήσεις της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, του Πήτερ Παν, της Χάιντι, του Μάγου του Οζ. Δεν πρόκειται απλώς για κλασικά παραμύθια, αλλά παραμύθια τους ήρωες των οποίων έχουμε ταυτίσει με πολύ συγκεκριμένες μορφές των πρώτων εκδόσεων ή έστω των πρώτων κινηματογραφικών τους μεταφορών. Ποιος μπορεί σήμερα να φανταστεί την Αλίκη μελαχρινή ή την Ντόροθυ χωρίς τα λουστρινένια της γοβάκια;



Οι αέρινες ακουαρέλες της Kim παραμένουν πιστές στην ατμόσφαιρα του κειμένου, δίνοντάς του νέα πνοή. Μπορεί κανείς να αναγνωρίσει περί τίνος πρόκειται και χωρίς να διαβάσει το κείμενο ή τις λεζάντες των εικόνων, παραμένει όμως έκπληκτος από τη φρεσκάδα που μπορεί να αποπνεύσει κάτι τόσο κλασικό. 

Ο Μικρός Πρίγκιπας στο πέρασμά του από τη Γη γνώρισε την πλεονεξία, την πονηριά και την αγάπη. Η Γη είναι το μοναδικό μας τριαντάφυλλο. Δεν υπάρχει άλλος πλανήτης να εξημερώσουμε. 

***

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Σκοτεινό νερό


Μετά από τόσες μέρες φωτιάς, αναπόφευκτα περνά από το μυαλό και η πρώτη βροχή. Όχι εκείνη που θα σβήσει ό,τι εξακολουθεί να σιγοκαίει. Εκείνη που θα παρασύρει στα διάβα της χώματα και λάσπες που κανένας κορμός ζωντανού δέντρου δεν θα μπορέσει να σταματήσει. Εκείνη η φθινοπωρινή βροχή που θα μας θυμίσει ξανά την κλιματική αλλαγή, τις καταστροφικές συνέπειες των εμπρησμών και θα μας πνίξει. 

Το νερό να πέφτει, να πέφτει διαρκώς, κι εκεί που ήσουν έτοιμος να πεις, να, τώρα θα σταματήσει, δεν προλάβαινες ν' ανοίξεις το στόμα και το νερό επέστρεφε με ορμή, με προδιαγεγραμμένη μοχθηρότητα και αμετάκλητο πείσμα. 

Enzo Sellerio
Και ενώ βρισκόμαστε ήδη "εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος", μένει να δούμε τι θα αφήσει όρθιο ο χείμαρρος. Στο Σκοτεινό νερό του Νικόλα Πουλιέζε, η βροχή στη Νάπολη κρατά τέσσερις μέρες. Ξεκινά στις 7:30 το πρωί της 23ης Οκτωβρίου και δεν θα σταματήσει ούτε στιγμή  για τις επόμενες 96 ώρες. Το νερό πέφτει με ορμή στην άσφαλτο, γεμίζει τους ακάλυπτους αγωγούς, εισχωρεί στο χώμα και το μαλακώνει μετατρέποντάς το σε πολτό λάσπης που θα σκεπάσει την τσιμεντένια πόλη. Τα κτίρια σταδιακά εκκενώνονται, ενώ οι κάτοικοι αρνούνται να αποδεχτούν την επικινδυνότητα της νεροποντής. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, στις 7:45, τα φρεάτια έχουν ήδη γεμίσει και παντού σχηματίζονται γκρίζα ρυάκια. 

Μια ξέπνοη αγωνία ελισσόταν σαν φόβος στους διαδρόμους, σαν σκοτεινή μομφή, και για αρχή κρίθηκε απαραίτητη μια περιπολία. 

Στο δρόμο φτάνει μια ηχώ τρομαγμένων λυγμών. Η αναμονή των κατοίκων είναι χειροπιαστή, ζωντανή και πυκνή, ένα άλογο ψυχορραγεί στη μέση του δρόμου, ενώ η βροχή αυλακώνει τα πάντα. Το τσιμέντο ανοίγει στα δύο, τα στηρίγματα των κτιρίων σαπίζουν, οι οχυρώσεις χαλαρώνουν. 

Αν η βροχή είναι ο πρωταγωνιστής αυτού του πρωτότυπου μυθιστορήματος, οι κάτοικοι είναι κομπάρσοι που κινούνται σαν μαριονέτες στα χέρια της. Η Καρμέλα, πωλήτρια λαθραίων τσιγάρων, βλέπει την αποθήκη της να πλημμυρίζει.

Ποια διαφορετική ζωή θα μπορούσε να ζήσει με τα τσιγάρα της; μ' αυτά τα μικρά και μεγάλα πακέτα κρυμμένα κάτω από το κρεβάτι της, με τη μυρωδιά της βροχής να εισχωρεί στα ρουθούνια της. Έριξε μια ματιά στη σόμπα για να σιγουρευτεί ότι έκαιγε καλά, με το αριστερό χέρι ανασήκωσε καλά τις κουρτίνες. Στις ίριδες των ματιών της έφτασε η γκριζωπή εικόνα της βροχής που έπεφτε, έπεφτε ολοένα. 

Piergiorgio Brazi
Η Λουίζα συνειδητοποιεί πως δεν θα ξαναδεί το αγόρι της προηγούμενης νύχτας. Ο Κάρλο πως η ζωή δεν μοιάζει με όνειρο. Η Σάρα σηκώνεται από το κρεβάτι, στέκεται μπροστά στο παράθυρο, βλέπει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για μια πόλη που λιώνει, γυρίζει να ξαπλώσει και κλαίει σιωπηλά. Η Μαργκερίτα σκέφτεται με θλίψη πως ο γιος της ο Λουίτζι δεν θα επέστρεφε σπίτι.  Άλλοι παραδίδονται στην απόλαυση του τελευταίου τσιγάρου. 
Όλοι καταλαβαίνουν πως η ζωή τους ποτέ δεν θα γίνει αυτό που ήταν και η βροχή λειτουργεί σαν τη σκληρότερη επιβεβαίωση της μοναξιάς τους. 

Δεν υπήρχε τίποτα να σε κάνει να χαμογελάσεις με τέτοια βροχή, απολύτως τίποτα τελικά,  για την ακρίβεια μια απορία ακαθόριστη και ζοφερή σκλήραινε τις γροθιές των ανθρώπων με βίαιη τραχύτητα. Στην πόλη, όταν σήκωνες το βλέμμα, υπήρχε πάντοτε το πέπλο της βροχής, η βροχή άφηνε το σημάδι της μακριά στο βάθος σαν λεπτό υφαντό, οι ίδιες οι σκέψεις ήταν σκέψεις νοτισμένες. 

Συνήθως σε ένα μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα. Πού και πού, μπορεί πρωταγωνίστρια να αναδειχθεί μια πόλη. Εδώ κυρίαρχο πρόσωπο είναι η βροχή. Μέσα απ' αυτήν ο Πουλιέζε βρίσκει την ευκαιρία να απεικονίσει έναν ολόκληρο μηχανισμό εξουσίας, να προφητέψει το μέλλον μας, να ζωγραφίσει τον άνθρωπο σαν άψυχη κούκλα. Ανήμπορος και σαστισμένος, παρακολουθεί ένα φυσικό γεγονός να ορίζει τη μοίρα του. 

***

Νικόλα Πουλιέζε, Σκοτεινό νερό: Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος (μτφρ.: Ευαγγελία Γιάννου), Εκδόσεις Loggia, Αθήνα 2020.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Ανατολικά της Δύσης

Σκεφτόμουν πόσο πολύ ήθελα να είμαι σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει.

Bert Teunissen
Όταν έγινα δεκαοκτώ, μαζί με το δώρο των γενεθλίων μου η γιαγιά η Βασιλική μου χάρισε ένα σταυρωμένο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Ήταν σίγουρη πως θα ψήφιζα το Κόμμα, αλλά καθότι μικρή και ανίδεη, μπορεί να μην ήξερα ποιον υποψήφιο βουλευτή να προτιμήσω και να βρισκόμουν σε δίλημμα. Η γιαγιά μου, όμως, σαν πρακτικός νους που ήταν, μας έβγαζε πάντα από τα οικογενειακά και προσωπικά μας διλήμματα. Άλλωστε, διλήμματα δεν επιτρέπονται στην ηθική και τη συνείδηση ενός κομμουνιστή. 

Αν η Βασιλική γινόταν ποτέ μυθιστορηματική ηρωίδα, νομίζω πως θα έμοιαζε κάπως με τον παππού του αφηγητή στο διήγημα "Ανατολικά της Δύσης" του Μίροσλαβ Πένκοφ. 

Στα τριάντα του, ενώ ήταν ήδη τάδε τάδε στο τάδε τάδε τμήμα, ο παππούς γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Ήταν η κλασική κομμουνιστική ιστορία αγάπης: γνωρίστηκαν σε μια απογευματινή συνεδρίαση του Κόμματος. Η γιαγιά έφτασε καθυστερημένη, μούσκεμα από τη βροχή, κάθισε στη μοναδική κενή θέση, δίπλα στον παππού, και αποκοιμήθηκε στον ώμο του. Εκείνος, αν και δεν ενέκρινε την έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους της για τα ζητήματα του Κόμματος, την ερωτεύτηκε εκεί, επί τόπου από τη μυρωδιά -με την ανάσα της στο λαιμό του. Αφού ξύπνησε συζήτησαν περί αγνών ιδανικών και λαμπρού μέλλοντος, περί του καπιταλιστικού Κακού της Δύσης, περί της στοργικής αγκαλιάς της Σοβιετικής Ένωσης και -το κυριότερο- περί Λένιν. Ο παππούς διαπίστωσε πως οι δυο τους μοιράζονταν το πάθος για το φωτεινό του παράδειγμα, κι έτσι πήγε τη γιαγιά στο Δημαρχείο, όπου και παντρεύτηκαν. 

Bert Teunissen
Η γιαγιά μου η Βασιλική γνώρισε τον παππού μου όταν έφτασε πολιτική πρόσφυγας στην Πολωνία. Είχε κάνει ένα πέρασμα από τη Βουλγαρία, αλλά το Κόμμα την πληροφόρησε πως στην Πολωνία βρισκόταν ο αδερφός της κι έφυγε αμέσως. Ο παππούς, στέλεχος του Κόμματος και δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερός της, την παρέλαβε από τον σταθμό του τρένου και της μάθαινε ρώσικα. Κάποιο βράδυ που τους είχε κουράσει η γραφειοκρατική κομματική δουλειά, η Βασιλική αποκοιμήθηκε πάνω από τα "γραφτά" και ο παππούς της χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνη ξύπνησε, τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη και λίγο αργότερα τον παντρεύτηκε. Η μαμά μου γεννήθηκε στο πιτς φιτίλι.

Ο παππούς αγόρασε ένα σπίτι στο χωριό ώστε να μπορεί να είναι κοντά στη γιαγιά, και κάθε μέρα στις τρεις το απόγευμα πήγαινε στο μνήμα της, καθόταν δίπλα στην ταφόπλακα, άνοιγε τον Δωδέκατο τόμο των Απάντων του Λένιν και διάβαζε φωναχτά.  

Mihail Kaban Petrov 

Ο Μίροσλαβ Πένκοφ γεννήθηκε στη Βουλγαρία το 1982. Κάτι θα θυμάται από τη σοσιαλιστική του πατρίδα. Αφού ενηλικιώθηκε, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, για να σπουδάσει και να έχει μια μάλλον καλύτερη τύχη απ' αυτήν που του υποσχόταν το χωριό του. Στο πρώτο του βιβλίο συγκεντρώνει ιστορίες του τόπου και των προγόνων του. 

"Λοιπόν, ας ηρεμήσουμε τώρα", είπε ο πατέρας. "Δεν υπάρχει λόγος για δάκρυα. Κάθισε. Ας το κουβεντιάσουμε. Τι λόγο έχεις; Τι σου λείπει εδώ; Είσαι δυστυχισμένος; Δεν πεινάς. Έχεις ωραίο δωμάτιο με κομπιούτερ και ίντερνετ". 

Ακόμη περισσότερο από τους γονείς του, η μετανάστευση του αφηγητή δυσαρεστεί τον κομμουνιστή παππού του, ισχυρό υποστηρικτή του παλιού καθεστώτος. "Ο εγγονός μου καπιταλιστής", έλεγε. "Ύστερα από όσα έχω περάσει".

Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μού έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. "Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι", έλεγε το σημείωμα, "να 'χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου". Ήταν γραμμένα σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκαντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου, και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: "Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου". 

Bert Teunissen
Τι συγκρατείται στη μνήμη, τι διασώζεται στην οικογενειακή και τι στη μεγάλη Ιστορία; Τι χωρίζει τους ανθρώπους και τι τους ενώνει σε καιρούς διχασμού; Τι μπορεί να αποκαλύψει η ερωτική αλληλογραφία μιας νιότης στο γηροκομείο όπου η παραλήπτρια των επιστολών υπομένει την ασθένεια θύμα της γεροντικής άνοιας; Πώς η αποστροφή συναντά τη νοσταλγία; 

Ο Γκόγκο κι εγώ κλέβουμε πράγματα και τα πουλάμε, κυρίως στον παππού. Μπήκα κρυφά στην αίθουσα βιολογίας και πήραμε το κρανίο που ο δάσκαλός μας χρησιμοποιούσε για τασάκι. Μετά ο παππούς είπε πως τάχα το πούλησε στη μαύρη αγορά σαν αυθεντικό κρανίο από την κομμουνιστική εξέγερση του 1944. Δεν εντυπωσιάστηκε όταν του είπα πως το κρανίο ανήκε στον Τόσκο Αφρικάνσκι, ένα χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο της Σόφιας. 

Χιούμορ, απλότητα, ειρωνεία και μια αφήγηση που απομακρύνεται από κλισέ μελοδραματισμούς δίνουν στον Πένκοφ τη δυνατότητα να μιλήσει ουσιαστικά για μεταιχμιακές στιγμές της Ιστορίας. Για ποτάμια που χωρίζουν τον κόσμο της Ανατολής από τον κόσμο της Δύσης, για πανηγύρια που τους ενώνουν, για σταυροδρόμια όπου συναντιούνται ο πόλεμος με τον έρωτα, για την πατρίδα των παιδικών χρόνων και την κομμουνιστική ουτοπία που ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά, για θρύλους και παραδόσεις που σφυρηλατούν ταυτότητες. Όσο κι αν ταξιδέψουμε, δυσκολευόμαστε να τις αποποιηθούμε. 


***

[1] Μίροσλαβ Πένκοφ, Ανατολικά της Δύσης (μτφρ: Άκης Παπαντώνης), Αντίποδες, Αθήνα 2016. 

[2] Για το έργο του φωτογράφου Bert Teunissen ρίξτε μια ματιά εδώ. Για το πρότζεκτ "Domestic Landscape" εδώ

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Το πανδοχείο της μνήμης

Θύμα της πλάγιας μυατροφικής σκλήρυνσης, ο ιστορικός Τόνι Τζαντ έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του καθηλωμένος. Όταν η νευροεκφυλιστική του ασθένεια περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητά του να επικοινωνεί, κατέφυγε στις αναμνήσεις, συνθέτοντας μια σειρά "νοερών δοκιμίων" που φιλοξένησε στο Πανδοχείο της μνήμης του.  Όσο στερούνταν τη δυνατότητα να μετουσιώνει τις σκέψεις του σε λέξεις, άφηνε το μυαλό του να περιηγηθεί ελεύθερα στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον

Τετραπληγικός, εγκλωβισμένος στη σωματική του φυλακή,   καταδικασμένος σε ατέλειωτες ώρες σιωπηλής ακινησίας, είχε για μοναδική του συντροφιά τις σκέψεις. Κάθε νύχτα,  σε ένα νοερό παλάτι μνήμης, ομαδοποιούσε και αναδιοργάνωνε τις  αναμνήσεις του, μέχρι το τέλος. 

Ποιος θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα σ' αυτές τις συνθήκες; Η απάντηση βέβαια είναι "ένας καλύτερος εαυτός", και είναι εντυπωσιακό πόσο συχνά ζητάμε να είμαστε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας -ενώ γνωρίζουμε πόσο δύσκολο ήταν να φτάσουμε εδώ που είμαστε. 

Έτσι κι αλλιώς, ως ιστορικός και στοχαστής ο Τζαντ είχε το χάρισμα να συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το ιδιωτικό με το δημόσιο, το επιχείρημα με τη διαίσθηση, την ανάμνηση με το βίωμα. Το έκανε και στην Ιστορία της Ευρώπης μετά τον πόλεμο  και πολύ εντονότερα στις Σκέψεις για τον εικοστό αιώνα. Κοντά σ' αυτά, εδώ έρχεται να προστεθεί και η παιδική παρατηρητικότητα. 

Η αφήγησή του ξεκινά από την εποχή της λιτότητας στη μεταπολεμική Αγγλία, τον καιρό που χιλιάδες Λονδρέζοι ζούσαν ακόμη σε "προκάτ" τροχόσπιτα, σταθμευμένα σε αστικούς υπαίθριους χώρους αστέγων. Οι επιλογές ήταν ελάχιστες, οι άνθρωποι έμοιαζαν συντονισμένοι, ακόμη και στις ενδυματολογικές τους προτιμήσεις. Με νοσταλγία, ειλικρίνεια και χιούμορ, ο αφηγητής θυμάται τις μαγειρικές επιδόσεις της μητέρας του (που, σαν γνήσια βρετανίδα, "έβραζε τα πάντα μέχρι θανάτου"), την ερωτική σχέση του πατέρα του με τα Citroen και το μεσοαστικό προάστιο του Πάτνυ. "Λεμβοστάσια, πλωτά σπίτια, ενίοτε κανένα ρυμουλκό, παρατημένες βάρκες που σαπίζουν αργά μέσα στη λάσπη...". 

Οι παράπλευροι δρόμοι ανέδιδαν ακόμη μια βικτωριανή ή ακριβέστερα εδουαρδιανή αίσθηση. Στην κορυφή εκείνων των στέρεων πέτρινων σκαλοπατιών, πίσω από τα βαριά παντζούρια, μπορούσε να φανταστεί κανείς διοπτροφόρες γεροντοκόρες να παραδίνουν μαθήματα πιάνου για να συμπληρώσουν την πενιχρή σύνταξή τους. 


Μια από τις απολαύσεις της ζωής του, που την αποχωρίστηκε λόγω της ασθένειας με μεγάλη πίκρα, ήταν η δυνατότητα να ταξιδεύει με το τρένο ή το λεωφορείο. Σε ένα κεφάλαιο θυμάται την Πράσινη Γραμμή των λονδρέζικων λεωφορείων, που τερμάτιζαν σε σταθμούς στρατηγικά τοποθετημένους πέρα από την "Πράσινη Ζώνη" που σχηματίστηκε γύρω από τη βρετανική πρωτεύουσα στις αρχές του 20ού αιώνα. 

Ενώ τα Κόκκινα Λεωφορεία τρέχουν μπρος-πίσω στο κεντρικό Λονδίνο, με τους επιβάτες τους να μπαινοβγαίνουν κατά βούληση, εμείς της Πράσινης Γραμμής αγκαλιάζουμε την πόλη, αναγνωρίζοντας το εκπληκτικό της μέγεθος, αλλά δηλώνοντας, με τα ξεχωριστά δρομολόγια και τέρματά μας, τα αναγκαία όριά της. 

Γλαφυρές περιγραφές αποτυπώνουν το ελκυστικό τοπίο των ανεκμετάλλευτων εκτάσεων γης, των απομακρυσμένων προαστίων του μεταπολεμικού Λονδίνου, αλλά και τη χαλαρή και φιλική διάθεση των επιβατών. Μια αίσθηση άνεσης και ασφάλειας  απέναντι στην κρύα λονδρέζικη νύχτα και μια υπόσχεση σίγουρης, ζεστής μεταφοράς στο σπίτι. Αυτές οι διαδρομές, καθώς και ο σιδηροδορμικός σταθμός του Γουότερλου, αποτέλεσαν τις πρώτες εφηβικές εμπνεύσεις. 
Στο τέλος της εφηβείας του, ο Τζαντ, ως νεαρός Εβραίος της διασποράς, πήρε μια γεύση "εργατικού σιωνισμού", περνώντας τα καλοκαίρια του σε οργανωμένους καταυλισμούς στην ύπαιθρο της Παλαιστίνης. Στόχος ήταν οι νέοι εκείνοι να αποτελέσουν μια εβραϊκή αγροτιά που θα εργάζεται σκληρά και θα κοινωνικοποιείται, χωρίς να υφίσταται την εκμετάλλευση. Όπως όλες οι παιδοπόλεις, εκείνα τα κιμπούτς έφεραν έντονα στοιχεία συντηρητισμού και ιδεολογικής ακαμψίας και τα αποτελέσματα στην περίπτωση του Τζαντ μάλλον δεν ήταν τα αναμενόμενα. Στα είκοσί του δεν ήταν πια ούτε σιωνιστής ούτε μαρξιστής και μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε καχύποπτος απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική ταυτότητα. 

Στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου ακολουθούν εξίσου απολαυστικές αφηγήσεις για τα φοιτητικά χρόνια στο Καίμπριτζ, τα επαναστατικά κινήματα των σίξτις, το Κινγκς Κόλετζ, τη σύγχρονη εκπαίδευση στη Μεγάλη Βρετανία, τις καταστροφικές μεταρρυθμίσεις που,  σε μια προσπάθεια να χαλιναγωγήσουν την ελιτίστικη κληρονομιά, τελικά αφαίρεσαν κάθε ποιότητα από το δημόσιο αγαθό, τους νέους ακαδημαϊκούς, την εποχή της πολιτικής ορθότητας και τις σχέσεις που διαμορφώνει μέσα στα Πανεπιστήμια, τις σπουδές ταυτότητας που διαρκώς κερδίζουν έδαφος, τον ρόλο του διανοούμενου. Ο πλούτος των λόγων μέσα στον οποίο μεγάλωσα συνιστούσε έναν δημόσιο χώρο από μόνος του -και οι καλοδιατηρημένοι δημόσιοι χώροι είναι αυτό που τόσο μας λείπει σήμερα. Αν τα λόγια ρημάξουν, τι θα τα αντικαταστήσει; Είναι το μόνο που έχουμε σημειώνει στις τελευταίες σελίδες. 

Είναι πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσε κανείς να διαφωνήσει με τον Τζαντ. Αυτό που οφείλει ο αναγνώστης να του αναγνωρίσει είναι η καθαρότητα της σκέψης. Η προσπάθεια να διατηρήσει σε όλη τη διάρκεια της ζωής του το δικαίωμα να μιλά για λογαριασμό του χωρίς φόβο. Ο Τζαντ υπήρξε ένας ανεξάρτητος διανοούμενος, ένας "άνθρωπος του μεταίχμιου", όπως του άρεσε να αυτοχαρακτηρίζεται: ανεκτικός και γι' αυτό συχνά περιθωριακός. 

Διαβάζοντας το Πανδοχείο της μνήμης δεν έπαψα να σκέφτομαι πως η ανημπόρια είναι μια ταπεινωτική κατάσταση μέσα από την οποία συχνά αναδύεται το μεγαλείο του ανθρώπου. 

***

[1] Τόνι Τζαντ, Το πανδοχείο της μνήμης (μτφρ: Γιώργος Καράμπελας - Κώστας Λιβιεράτος), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019. 


Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

Κωμωδία


Αγάπη: Είναι το σκοτεινό και μυστηριώδες Τσεκούρι. Το κρατάμε κι ας μην το ξέρουμε.

Αγιότητα: Είδος κόλλας που χρησιμοποιούμε για να μένει στο κομμένο κεφάλι το φωτοστέφανο.

Αγνοούμενος: Ένας πραγματικά σοβαρός λόγος για να κόβεις τις πολλές καλημέρες.

Αλκοόλ: Η μοναδική θρησκεία με άμεσα αποτελέσματα.

Βροχή: Παράγωγο διύλισης των χθεσινών προσευχών. Προσβλέπουμε πάντα στο απόσταγμα.

Γραφειοκρατία: Διαδικασία μύησης στον υπερρεαλισμό. Από μια ευρύτερη οπτική συνιστά τη μόνη απόδειξη πως το «έθνος-κράτος» υπάρχει.

Ευτυχία: Μυθικό κυριακάτικο τέρας που σου γλείφει το πρόσωπο με τη μορφή του παιδιού σου και ξυπνάς. Με την πρώτη κουβέντα για λογαριασμούς ή ένα ελαφρύ τσούξιμο στους όρχεις χάνεται.

Οικογένεια: Η πίκρα πως όλα όσα ζήσαμε -το αντιπυρετικό ανά τρίωρο, το κλάμα για το ζωγραφιστό σπαθί του πειρατή που δεν είναι όρθιο, η αγκαλιά από το αμάξι ως την εξώπορτα ενώ κοιμάται, ο αυτοκράτορας Μπαμπαντιανός και τα μαξιλαρένια τείχη της Κωνσταντινούπολης το άλμα από τον καναπέ προς την κόχη του τραπεζιού, ο δράκος που εισβάλλει στη σπηλιά-κουβέρτα μας, η μουσούδα του Μιγκέλ στο χαλί των παιχνιδιών, το ντουλάπι με τις άφταστες σοκολάτες- κάποτε θα χωρούν σε μια κουνημένη φωτογραφία. 

Θα μπορούσα να γράψω ένα αγαπημένο μου λήμμα-ποίημα για καθένα από τα γράμματα της αλφαβήτου, αλλά είναι δύσκολο να χωρέσω νανουρίσματα, λουκουμάδες, κουνημένες οικογενειακές φωτογραφίες, ραδιοφωνάκια, τσίχλες και άλλα σπουδαία και μεγάλα μικροπράγματα σε μία ανάρτηση. 

Η «Κωμωδία» των Γιάννη Στίγκα και Νικόλα Ευαντινού δεν είναι θεία. Είναι τόσο ανθρώπινη όσο κι ένας παράδεισος όπου ο χρόνος αναμειγνύεται με ζάχαρη. Κάθε λίγο, σε πιάνει και μια γλύκα. Για τις παιδικές μας αναμνήσεις, τα σαστισμένα φιλιά που δώσαμε, τα νυχτερινά λεφούσια με φίλους, τα πτυχία μας, τα σκοτάδια μας, την ίδια την ποίη
ση

***

[1] Γιάννης Στίγκας - Νικόλας Ευαντινός, Κωμωδία, Άγρα, Αθήνα 2021. 

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά


Humpty Dumpty sat on a wall
Humpty Dumpty had a great fall
All the king's horses and all the king's men
Couldn't put Humpty together again

Έχουν γραφτεί χιλιάδες πράγματα για τον Humpty Dumpty -τον πιο γνωστό ήρωα παιδικού τραγουδιού στον αγγλόφωνο κόσμο. Και είναι ενδιαφέρον που η φράση " All the king's men" υπάρχει σ' αυτό το αθώο τραγουδάκι, που μιλά για έναν ανθρωπάκο με μορφή αυγού, που πέφτει από έναν ψηλό τοίχο και μετά τη μεγαλειώδη πτώση του κανείς δεν μπορεί να τον επανασυναρμολογήσει.

Είναι κι αυτό ένα από τα θέματα στο μυθιστόρημα του Γουόρεν "Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά": η πτώση.  Μια πτώση γραμμένη και σκηνοθετημένη αριστουργηματικά, όπως μονάχα  στις σαιξπηρικές τραγωδίες την έχουμε παρακολουθήσει, όπως μονάχα ο άνθρωπος που φλερτάρει με την εξουσία μπορεί να τη βιώσει.

Ο Γουόρεν γράφει ένα πολιτικό βιβλίο -ή μάλλον, ένα βιβλίο για την Πολιτική- και μιλά για όσα κατά καιρούς μας απασχολούν ως αναγνώστες και πολιτικά όντα: τα ασαφή όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, τους σκοπούς και τα μέσα, τον ηγέτη λαϊκής καταγωγής και τον λαϊκιστή, τη γλώσσα της αλήθειας και τη γλώσσα της εξουσίας, τη σκευή και την κατασκευή του ήρωα.

Και όλα αυτά μέσα από τη διήγηση ενός αφηγητή που όσο κι αν προσπαθεί να παραμείνει αποστασιοποιημένος, μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα στον θαυμασμό και την απέχθεια για το αντικείμενο παρατήρησής του. 

Πάντως θα περάσει πολύς καιρός για να γίνει αυτό, τώρα όπου να 'ναι θα αφήσουμε το σπίτι για να επιστρέψουμε στον σπασμό του κόσμου, έξω από την ιστορία, για να μπούμε ξανά στην Ιστορία και ν' αναλάβουμε τη φοβερή ευθύνη του Χρόνου.

"All the king's men" (1949) 

Δυο δυνατοί χαρακτήρες, ο Γουίλι Σταρκ, κυβερνήτης μιας πολιτείας του αμερικανικού Νότου και ο Τζακ Μπέρντεν, δημοσιογράφος που παρακολουθεί την άνοδο του πολιτικού αστέρα και συμβάλλει σ' αυτή, ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο και μοιράζονται μια πορεία κοινή. 

Η άδεια καρέκλα του εξωφύλλου υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο πως η ηγεσία μπορεί εύκολα να αποδειχτεί μια χίμαιρα. Σου κάθεται τη στιγμή που έχεις χάσει όλα τα άλλα. Ή μάλλον σου κάθεται ακριβώς γι' αυτό. 

Η δημιουργία του ανθρώπου, για τον οποίο ο Θεός με την πρόγνωσή Του ήξερε ότι επέπρωτο να αμαρτήσει, είναι ο τρομερός δείκτης της παντοδυναμίας Του. Διότι είναι αμελητέα και ανάξια ευκολία για την Τελείωση το να δημιουργήσει απλώς το τέλειο. Κάτι τέτοιο,  ας είμαστε ειλικρινείς, δεν θα ήταν δημιουργία, αλλά προέκταση. 

Ο Γουίλι Σταρκ, παιδί αγροτικής οικογένειας, ξενυχτά στο φτωχικό πατρικό του σπίτι διαβάζοντας νομικά βιβλία. Το όραμα για έναν κόσμο λιγότερο ταξικό και άδικο, για μια ζωή καλύτερη από τη ζωή των Αμερικανών που ζουν στις φτωχές πολιτείες του Νότου λίγο μετά το κραχ του 1929, αλλά και η βοήθεια ενός σκανδάλου που θα οδηγήσει στον θάνατο δεκάδες μικρά παιδιά, γεννούν στον Γουίλι τη φιλοδοξία να γίνει δικηγόρος και αργότερα να κυβερνήσει έναν τόπο γεμάτο καλύβες και λασπότοπους, που όπως κάθε τέτοιος τόπος, περιμένει σωτήρες. Ο γάμος, η απόκτηση ενός μοναχογιού, ο πατέρας, το γέρικο πιστό σκυλί συμπληρώνουν λίγο λίγο τις ψηφίδες της οικογενειακής φωτογραφίας που εγγυάται τη νίκη.  

Ο Τζακ αφηγούμενος την άνοδο του Γουίλι στην εξουσία, κάνει αναδρομές σε αθώες κι ανέμελες στιγμές των παιδικών του χρόνων και λίγο λίγο αποκαλύπτει τον δικό του ρόλο σ' αυτό τον φαύλο κύκλο δωροδοκιών και προδοσίας, σ' αυτό το παιχνίδι διαφθοράς που μετατρέπει και τον καθαρότερο άνθρωπο σε αναρριχητικό τρωκτικό. 

Η πολιτική είναι η δράση και κάθε λογής δράση δεν είναι παρά μια ατέλεια στη τελειότητα της αδράνειας, που είναι η ειρήνη ακριβώς, όπως η ύπαρξη δεν είναι παρά μια ατέλεια στην τελειότητα της ανυπαρξίας που είναι ο Θεός. 

Η ιστορία του Γουίλι Σταρκ, η ιστορία του Τζακ Μπέρντεν, η ιστορία της Αμερικής του μεσοπολέμου, η ιστορία του ανθρώπου που ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις για να πρωταγωνιστήσει σε ένα τραγικό παιχνίδι εκβιασμών που μοιάζει αναπόφευκτο και μας καλεί να επανατοποθετηθούμε σε ό,τι αφορά το νόμιμο και το ηθικό. Μια τέτοια σπουδαία ιστορία είναι το "Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά". 


***

[1] Robert Penn Warren, Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (μτφρ: Αθηνά Δημητριάδου),  Πόλις, Αθήνα 2020.  

[2] Στις εικόνες: O Humpty Dumpty σε διασκευή και εικονογράφηση του W.W. Denslow, σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του  "All the king's men" σε σκηνοθεσία του Robert Rossen και δύο θεατρικές αφίσες των Andrzej Pagowski και Stasys Eidrigevičius. 



Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Ρέκβιεμ


Στα φοβερά χρόνια της γιεζόφσινα, πέρασα δεκαεφτά μήνες περιμένοντας στην ουρά, μπροστά στις φυλακές του Λένινγκραντ. Μια μέρα, κάποιος με "αναγνώρισε". Τότε, μια γυναίκα που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει βέβαια ποτέ το όνομά μου, ξύπνησε απ' την άκαμπτη νάρκη όπου πέφταμε όλοι μας και με ρώτησε με τα μελανιασμένα χείλη της, σκύβοντας στ' αυτί μου, (εκεί, όλοι μίλαγαν ψιθυριστά): 

- Κι αυτό, μπορείτε να το περιγράψετε;

Κι εγώ της είπα: 

- Μπορώ. 

Τότε, κάτι σαν χαμόγελο γλίστρησε πάνω σ' αυτό που ήταν κάποτε το πρόσωπό της. 



Το Ρέκβιεμ της Άννας Αχμάτοβα περιέχει ποιήματα  γραμμένα από το 1930 ως το 1957. Αναφέρονται στην περιπέτεια και φυλάκιση του γιου της Λεβ Γκουμιλιόφ, που συνελήφθη την εποχή των μεγάλων προπολεμικών εκκαθαρίσεων του Γιεζόφ.

Τον καιρό που η ποίηση της Αχμάτοβα απαγορευόταν, φίλοι της εμπιστεύονται αντίτυπα ο ένας στον άλλο, ενώ τα χειρόγραφά της αποστηθίζονται, για να μη βυθιστούν στη λήθη, και μετά καίγονται.

Η χώρα της βουλιάζει στο χάος και τη φτώχεια, ο σύζυγός της εκτελείται, ο γιος της εξορίζεται και φυλακίζεται, η ίδια φιμώνεται ως αστή, αποστάτρια, νοσηρά και αντιδραστικά σκοταδιστική «ποιήτρια των σαλονιών», κι όμως γράφει:

Όχι, δεν ζήτησα τον ξένο ουρανό,
ούτε φτερούγας ξένης προστασία –
ήμουν με τον λαό μου τότε εδώ
όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία.

Το Ρέκβιεμ είναι αφιερωμένο σε όλα τα θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος. Μα πάνω απ' όλα είναι μια συλλογή στην οποία διαβάζει κανείς τη λατρεία της μάνας για τον γιο της, τον πόνο, την αγωνία, τον φόβο και τον εξευτελισμό, την αναμονή μπροστά στις φυλακές, την αγωνία έξω από τα δεσμωτήρια, τη βάσανο. 

Είναι μια ευκαιρία να συλλογιστούμε την εχεμύθεια και τη διατήρηση της μνήμης ως πράξεις αντίστασης στις σιωπές της Ιστορίας. 

***

[1] Άννα Αχμάτοβα, Ρέκβιεμ (μτφρ.: Άρης Αλεξάνδρου, εισαγωγή: Sophie Benech, επίμετρο: Γιώργος Κοροπούλης), Άγρα, Αθήνα 2021.
[2] Άλλη μια ανάρτηση για την Άννα Αχμάτοβα εδώ



Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Τι μ' ενδιαφέρει

 Τα ποιήματα. 

Να βάζω σκέψεις σε ποιήματα. 

Να βγάζω σκέψεις από ποιήματα. 

Και ξανά να βάζω σκέψεις σε ποιήματα. 

Η πρόζα. 

Η φώτιση, η έμπνευση, η διαύγεια, η υπερσυνείδηση.

Οι δρόμοι προς την επίτευξή τους.

Η ανακάλυψη του δικού μου προσωπικού συστήματος επίτευξής τους.

Διάφορες γνώσεις άγνωστων επιστημών. 

Οι κοινοί νόμοι διαφορετικών φαινομένων. 

Το τίποτα και το μηδέν. 

Οι αριθμοί. 

Τα σύμβολα. 

Τα γράμματα. 

Τα τυπογραφικά στοιχεία και οι γραφικοί χαρακτήρες. 

Ό,τι δεν έχει καμιά λογική σημασία, το παράλογο. 

Ό,τι προκαλεί γέλιο. 

Το χιούμορ.

Οι φυσικοί στοχαστές. 

Οι οιωνοί. 

Οι ιδιαίτερες, προσωπικές δεισιδαιμονίες των ανθρώπων. 

Τα θαύματα. 


Τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα, αλλά μόνο με τα χέρια, όχι τα τρικ με διάφορα σύνεργα. 

Οι ανθρώπινες σχέσεις, προσωπικής υφής. 

Οι καλοί τρόποι. 

Τα ανθρώπινα πρόσωπα. 

Η γυναικεία ομορφιά. 

Η γυναικεία σεξουαλική φυσιολογία. 

Οι οσμές. 

Η εξάλειψη της σιχαμάρας. 

Το νίψιμο, το μπανιάρισμα, το λουτρό. 

Η καθαριότητα και η βρομιά. 

Η τροφή. 

Η παρασκευή κάποιων φαγητών. 

Το σερβίρισμα του φαγητού στο τραπέζι. 

Το κάπνισμα πίπας και πούρου. 

Η διαρρύθμιση κτιρίων, διαμερισμάτων και δωματίων. 

Τα ανδρικά και τα γυναικεία ρούχα. 


Μ' ενδιαφέρει τι ενδιαφέρει τους άλλους. 

Τι κάνουν οι άνθρωποι όταν είναι μόνοι τους. 

Ο ύπνος.

Τα σημειωματάρια. 

Να γράφω σε χαρτί με μελάνι ή μολύβι. 

Τα χαρτί, η μελάνη, το μολύβι. 

Η καθημερινή καταγραφή των συμβάντων. 

Τα μικρά κοντότριχα σκυλιά. 

Οι γυναίκες, αλλά μόνο του τύπου μου. 

Οι μυρμηγκοφωλιές. 

Τα μπαστούνια περιπάτου. 

Το νερό

Ο τροχός

Η μετεωρολογία.

Μ' ενδιαφέρουν οι καλές γριούλες από καλή οικογένεια. 

***

[1]  Δανιήλ Χαρμς, γαλάζιο τετράδιο (μτφρ. Ροδούλα Παππά), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2010.

[2] Αναρτήσεις για τον Δανιήλ Χαρμς εδώ, εδώ και εδώ