Οι θησαυροί αξίζουν μόνο για θέμα κουβεντούλας τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα.
***
Στη Γη του Πυρός, κανείς δεν ρωτούσε και κανείς δεν ρωτά τίποτα. Κάθε ξένος που φτάνει σ' αυτή την εσχατιά του κόσμου, το κάνει για να γλιτώσει από τους άλλους, από κάτι ή απ' τον εαυτό του. Σ' αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, δεν υπάρχει παρελθόν.
Το '"Ονομα ταυρομάχου" του Λουίς Σεπούλβεδα -μυθιστόρημα λίγο νουάρ, λίγο αστυνομικό και αρκετά χιουμοριστικό- ταξιδεύει από το Αμβούργο ως τη Γη του Πυρός για "μια χούφτα δολάρια". Για την ακρίβεια, για εξήντα τρία χρυσά νομίσματα που κλάπηκαν από τους ναζί κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Χρόνια αργότερα, λίγο μετά την πτώση του Tείχους, τα διεκδικούν από τη μια πλευρά η μεγάλη ασφαλιστική εταιρεία Lloyd's, κι από την άλλη οι πρώην μυστικές υπηρεσίες της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
"Κι οι μεγάλοι χαμένοι σ' αυτές τις ιστορίες χαμένων περιουσιών δεν ήταν οι ιδιοκτήτες τους, Μπελμόντε, αλλά οι ασφαλιστικές εταιρείες. Με το που ρίχτηκε ο τελευταίος πυροβολισμός, το 1945, ξεκίνησε ο ψυχρός πόλεμος, κι ας λένε οι ιστορικοί πως όλα ξεκίνησαν με την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου. Το 1945, ο χωρισμός του χάρτη της Ευρώπης σε δύο μέρη, ένα άσπρο κι ένα κόκκινο, ισοδυναμούσε για τις ασφαλιστικές εταιρείες με λαιμητόμο. Κι η λεπίδα της λαιμητόμου έκοβε στη μέση τη διακεκομμένη γραμμή που οδηγούσε σε πολλούς απ' αυτούς τους χαμένους θησαυρούς".
Για
την ασφαλιστική θα εργαστεί, παρά τη θέλησή του, ο Χουάν Μπελμόντε,
απόμαχος Χιλιανός αντάρτης που ζει εξόριστος στο Αμβούργο και έχει όνομα
ταυρομάχου, ενώ για τη Στάζι ο Φρανκ Γκαλίνσκι, απόστρατος
Γερμανός ταγματάρχης. Στο κυνήγι του χαμένου θησαυρού, ο καθένας τους θα
ακολουθήσει μεθόδους ανάλογες της προϋπηρεσίας του στην παρανομία, και ο
αναγνώστης αγωνιά να μάθει ποιος θα φτάσει πρώτος στο στόχο.
Ενημερώνεται διαρκώς για τις κινήσεις του καθενός, και τα δυο πρόσωπα
θυμίζουν πιόνια που ακολουθούν τις οδηγίες ενός ομαδικού επιτραπέζιου
παιχνιδιού. Κάποιο από τα δύο θα φτάσει πρώτο στο τυράκι.
Ανάμεσά τους, όμως, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Ο στόχος είναι κοινός, αλλά το κίνητρο διαφέρει δραματικά. Ο Γκαλίνσκι είναι άνθρωπος που ανήκε στην ελίτ της ΛΔΓ. Όταν όμως οι Ρώσοι "τους έκοψαν το μπιμπερό, το 1985, όλα καταστράφηκαν και ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Τώρα έχει χάσει όσα προνόμια συνήθιζε να απολαμβάνει και τρέμει από φόβο για το πώς θα πληρώσει γι' αυτά. Ο ίδιος παραδέχεται πως υπήρξε κομμουνιστής, μα πάνω απ' όλα στρατιωτικός και, ως τέτοιος, είναι εκπαιδευμένος να ξεπερνάει τις ήττες. Στόχος του είναι να πλουτίσει.
Ο Μπελμόντε είναι ένας άνθρωπος που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στον αντιφασιστικό αγώνα του χιλιάνικου αντάρτικου και έχασε τα πάντα. Τώρα του έχουν μείνει μόνο οι ιδέες και δεν ξέρει τι στο καλό να τις κάνει.
Εκείνη τη στιγμή, με κρατούσε κυριολεκτικά στο χέρι. Γιατί, εμένα, οι αρχές μου ξεκινούν και τελειώνουν με τη Βερόνικα. Φέρουν τ' όνομά της, κι ό,τι έκανα, ό,τι κι αν κάνω, στοχεύει αποκλειστικά στην ικανοποίηση των ελάχιστων απαιτήσεών της.
Ο Μπελμόντε συνεργάζεται με τον άνθρωπο της ασφαλιστικής μόνο και μόνο για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τη Βερόνικα, την αγαπημένη του και σύντροφό του στον αγώνα των Χιλιανών ενάντια στο φασισμό. Η γυναίκα ήταν χρόνια εξαφανισμένη. Πολύ αργότερα αποδείχτηκε πως είχε υποστεί κάθε είδους φρικαλεότητα όσο ήταν στο έλεος των στρατιωτικών. Βρέθηκε βασανισμένη σε μια χωματερή του Σαντιάγο. Η φυσική της κατάσταση ήταν καλή, αλλά ψυχικά είχε καταστραφεί και είχε χάσει την ομιλία της. Την εντόπισε μια γυναίκα που συμμετείχε ενεργά στην επιτροπή συγγενών των εξαφανισμένων και ανέλαβε τη φροντίδα της. Ο Μπελμόντε, χρόνια αφού είχε εγκαταλείψει τη Χιλή, μαθαίνει νέα της από ένα γράμμα.
Η ιστορία της Βερόνικας και οι αναφορές στο δράμα των εξαφανισμένων δεν αποτελούν ένα εμβόλιμο σχόλιο σε μια κατά τ' άλλα απολαυστική αστυνομική υπόθεση. Είναι στοιχεία που καθιστούν το μυθιστόρημα του Σεπούλβεδα μια ελεγεία για όλους τους νεαρούς μαχητές και τις μαχήτριες που ύψωσαν το ανάστημά τους στον τύραννο της χώρας τους. Τα χαμένα λείψανα των θυμάτων θα παραμένουν πάντα μια ανοιχτή πληγή για τη Χιλή. Η Βερόνικα είναι το βουβό πρόσωπο με την πιο βροντερή φωνή στην ιστορία.
Ο Μπελμόντε πίνει σ' ένα μπαρ του Σαντιάγο τον τελευταίο καφέ όλων αυτών των χρόνων που ζει μακριά της, και συνειδητοποιεί πως η πιο δύσκολη από όσες κινήσεις έχει σχεδιάσει στη ζωή του είναι να διασχίσει το δρόμο που θα τον φέρει έξω από την πόρτα της.
Άφησα λίγα κέρματα στο μπαρ και βγήκα κουτσαίνοντας στο δρόμο. Η πόλη ήταν θλιμμένη κι ας ήταν καλοκαίρι, κι ας μη μεσολαβούσε κανένα σύννεφο ανάμεσα στους ανθρώπους και τον ουρανό, κι ας μην πετούσε κανένα πουλί πάνω απ' το κεφάλι μου, κι όπως διέσχιζα το δρόμο αναρωτιόμουν, Βερόνικα, αγάπη μου, αναρωτιόμουν γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ να κοιτάξουμε τη ζωή κατάματα, εμείς, που έχουμε δει τις χρυσές ανταύγειες του θανάτου.
***
Λουίς Σεπούλβεδα, Όνομα ταυρομάχου (μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης), Opera, Αθήνα 2003.