Το μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι Μέρες δίχως τέλος είναι ένα βιβλίο για τον αμερικανικό εμφύλιο, τους Βόρειους, τους Νότιους, τους δούλους. Είναι μια ιστορία έρωτα κι αγάπης ανάμεσα σε δυο νεαρούς στρατιώτες. Είναι και ένα μυθιστόρημα για την αντισυμβατική μορφή που μπορεί να πάρει η οικογενειακή ευτυχία. Για το πιο άθλιο μεροκάματο στην Αμερική, το μεροκάματο του στρατού. Ένα οδοιπορικό στις πεδιάδες και τα δάση του Μιζούρι, του Κεντάκι, της Ιντιάνα, του Γουαϊόμινγκ, της Νεμπράσκα, του Τενεσί.
Ανεβήκαμε
την πλαγιά, πάνω πάνω στο ύψωμα η κορυφή
έβλεπε ορίζοντα, πέντ’-έξι χιλιόμετρα
τουλάχιστον τριγύρω, και κράτησα την
ανάσα μου μαγεμένος, γιατί στα πόδια
μας κάτω έβοσκε ένα κοπάδι δυο-τρεις
χιλιάδες βουβάλια. Όρκο σιωπής έπρεπε
να ’χανε πάρει εκείνο το πρωί. Οι Σόνι
παίρνουν τον κατήφορο με σιγανό τροχασμό,
κι εμείς από πίσω τους το ίδιο, θέλαμε
να φτάσουμε κάτω χωρίς να μας ακούσει
το κοπάδι. Να μην τρομάξει. Τα βουβάλια
μπορεί να μην είναι τα πιο ξύπνια ζώα
που υπάρχουν. Έτσι κι αλλιώς είχαμε τον
αέρα κόντρα. Μόλις μας μυρίζονταν, θα
’ταν σαν να ’πεφταν πυροτεχνήματα, το
ξέραμε. Και πράγματι, καμιά δεκαριά, τα
πιο κοντινά μας, μας πήρανε είδηση. Και
χίμηξαν προς τα εμπρός τόσο απότομα,
που λίγο έλειψε να κουτρουβαλιαστούν
στο χορτάρι. Πιάσανε τη μυρωδιά μας, κι
η μυρωδιά μας ήταν γι’ αυτά θάνατος.
Ο πάντρε είπε μιαν
ατέλειωτη προσευχή έξω στο ύπαιθρο κι
η πόλη ολόκληρη γονάτισε εκεί μπροστά
και δόξασε το Θεό. Αυτοί ήτανε ο λαός ο
περιούσιος, ο αγαπημένος του Θεού σ’
αυτόν τον τόπο. Οι Ινδιάνοι δεν είχαν
πια θέση εδώ πέρα. Τα εισιτήριά τους
ήταν άκυρα και οι ελεγκτές του Θεού
είχαν πάρει τα χαρτιά των ψυχών τους.
Στ’ αλήθεια η λύπη απλώθηκε μέσα μου
βαριά και δύσκολη μέσα μου για λογαριασμό
τους.
Ο
ταγματάρχης τούς ήξερε τους ψηλόλιγνους
Απάτσι. Τους είχε πολεμήσει δεκαπέντε
χρόνια, είπε. Οι χειρότεροι σατανάδες
που υπάρχουνε, είπε. Κατέβαιναν τακτικά
στο Μεξικό, είπε. Και δεν άφηναν ράντζο
για ράντζο. Όσους άντρες έβρισκαν, τους
σκότωναν. Τα βόδια, τ’ άλογα, τις γυναίκες,
συχνά και τα παιδιά, τα ’παιρναν πίσω
στη γη τους. Λείπανε ένα μήνα απ’ τα
χωριά τους, καλπάζοντας σαν φαντάσματα
σ’ αυτά τα στοιχειωμένα λιβάδια. Τους
κυνηγούσες με άντρες, με όπλα, και δεν
τους έβρισκες. Δεν τους έβλεπες καν. Και
ξυπνούσες το πρωί και δεν είχες ούτε
ένα άλογο, καπνός είχανε γίνει μες στη
νύχτα, κι οι σκοποί νεκροί, σαν πέτρες
στα πόστα τους. Καλύτερα αυτό πάντως
παρά να σε πάρουνε μαζί τους αιχμάλωτο,
τέτοια τύχη σε κανέναν.
Στρατιώτες έφιπποι
στέκουν λίγο πιο πέρα, το ιππικό σε
παράταξη και στην απέναντι όχθη οι
Ινδιάνοι κάθονται αμίλητοι, η ησυχία
θυμίζει αυτή που απλώνεται πριν ξεσπάσει
η καταιγίδα, όταν η γη κρατάει την ανάσα
της ώρα πολλή. Κι από το βάρος της κοιλάδας
ακούγεται η φωνή του συνταγματάρχη.
Προσφέρει τρόφιμα και χρήματα για ν’
αφήσουν οι Ινδιάνοι τους αποίκους να
περάσουν. Οι διερμηνείς κάνουν τη δουλειά
τους, η συμφωνία κλείνεται. Ο
διάβολος μόνο είναι πανταχού παρών
εκείνη τη μέρα. Σκοτώστε τους όλους. Μην
αφήσετε κανέναν ζωντανό. Όλοι σκοτώθηκαν.
Δεν έμεινε κανένας να πει τι έγινε.
Τετρακόσιοι εβδομήντα νεκροί. Κι όταν
οι άντρες τέλειωσαν τον σκοτωμό, άρχισαν
να κόβουνε. Κόψανε τα μουνιά των γυναικών
και τα πέρασαν στα καπέλα τους. Κόψανε
τ’ αρχίδια των αγοριών, να τα ξεράνουνε
και να τα κάνουνε σακουλάκια για τον
καπνό τους. Κόψανε κεφάλια και πόδια
και χέρια, για να μην πάει κανένας στα
Αιώνια Λιβάδια του Μανιτού. Οι στρατιώτες
ανηφόρισαν την πλαγιά βουτηγμένοι στο
αίμα και στη βρόμα. Με τις φλέβες να
κρέμονται από πάνω τους σαν κλωστές.
Χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, σαν τα
τελώνια που έχουν κάνει τη δουλειά του
αφέντη τους.
Τον άρπαξαν από το
ράντζο του οι Αντάρτες και τον κρέμασαν,
ήταν Ενωτικός, είπανε. Και σφάξανε κι
όλα του τα γουρούνια. Δεν τα επιτάξανε.
Τα σφάξανε και τα πετάξανε. Το χοιρινό
της Ένωσης δεν θέλανε, φαίνεται, ούτε
να το βάλουν στο στόμα τους. Καταραμένοι
τρελοί, φονιάδες. Ο πατέρας του είχε
ελευθερώσει τους δούλους και τους είχε
αφήσει να δουλεύουν στα κτήματά του, να
μην πεθάνουν της πείνας. Οι Αντάρτες
είπαν ότι αυτό ήταν προδοσία. Προδοσία
της Συνομοσπονδίας.
Μίστερ Λίνκολν, στείλε
μήνυμα, για το Θεό. Μίστερ Λίνκολν, εμείς
πολεμήσαμε για σένα. Μην μας παρατάς
εδώ. Ο υπολοχαγός Σρεγκ είναι σίγουρα
διαολόσπορος, γιατί όλο γελάει. Όλο
γελάει. Μπορεί να γελάει επειδή αλλιώς
θα τραβούσε τα μαλλιά του και θα
τρελαινότανε. Ναι, αλήθεια. Γιατί ούτε
αυτοί τρώνε καλύτερα από μας. Σκελετοί
που φρουρούνε σκελετούς. Δεν κρύβουνε
φαΐ από μας, δεν έχουνε να κρύψουνε. Στον
λόγο μου, έχω δει φρουρούς ξυπόλυτους
σαν εμάς. Τι τρελός πόλεμος είναι τούτος;
Τι κόσμο πάμε να φτιάξουμε;
Γλυκιά
ζωή. Πονούσα από αγάπη για τη δουλειά
μου στο Τενεσί. Μ’ άρεσε αυτή η ζωή. Να
ξυπνάς με τον κόκορα και να κοιμάσαι με
τις κότες. Να ζεις λες και δεν θα τέλειωνε
ποτέ. Κι όταν θα ’ρχότανε το τέλος, θα
το ’νιωθες σωστό και δίκαιο. Θα ’χε
έρθει απλά η σειρά σου, θα ’χες ζήσει
τη ζωή σου. Αυτή τη ζωή την καθημερινή,
που ώρες ώρες τη φτύνουμε, σαν να ’τανε
για πέταμα. Αλλά είναι ό,τι έχουμε και
δεν έχουμε. Έτσι πιστεύω. Ο Τζον Κόουλ,
ο Ωραίος Τζον Κόουλ. Η Γουινόνα. Ο καλός
γερο-Λάιζι. Ο Τένισον κι η Ρόζαλι. Τούτος
ο καλότροπος ντορής. Το σπίτι. Το έχει
μας. Ό,τι είναι δικό μου. Αρκετά.
***
[1] Sebastian Barry, Μέρες δίχως τέλος (Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), Ίκαρος, Αθήνα 2018.