Σελίδες

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Louis-Maurice Boutet de Monvel: Chansons de France


O Louis-Maurice Boutet de Monvel ήταν Γάλλος ζωγράφος του 19ου αιώνα, που έμεινε γνωστός περισσότερο για τις εικονογραφήσεις του σε παιδικά βιβλία της εποχής, παρά για το ζωγραφικό του έργο. 


Εργάστηκε σε διάφορα περιοδικά, αλλά το δημοφιλέστερο έργο του ήταν η εικονογράφηση της Jeanne d'Arc. Παρόλο που η ζωγραφική του θυμίζει τα φρέσκο της Αναγέννησης και σε αρκετές εικόνες του χρησιμοποίησε ως πρότυπο ζωγραφικά έργα του Paolo Uccelo και του Fra Angelico, ο ίδιος εκτιμούσε πως έχει επηρεαστεί περισσότερο από την ιαπωνική τέχνη. 



Μια από τις δουλειές του που αγαπήθηκε πολύ ήταν η εικονογράφηση στις παρτιτούρες των παιδικών γαλλικών τραγουδιών. 






















Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος του αρχείου του σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, ενώ έργα του υπάρχουν και στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. 

***

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Μια άλλη χώρα

Crying game (1992)

Ετοίμασε δυο ποτά και στάθηκε για μια στιγμή στο δωμάτιο, αποτελειώνοντας το χόρτο κι απολαμβάνοντας το πιάνο. Ένιωθε περίφημα, στα χάι του, κι είχε μια ελαφριά ζαλάδα όταν ξαναβγήκε στο μπαλκόνι.
"Πήγανε όλοι στο σπίτι τους;" τον ρώτησε εκείνη ανήσυχα. "Έχει πολλή ησυχία μέσα".
"Όχι" της είπε "κάθονται ακόμα". Ξαφνικά, του φαινόταν πιο όμορφη, πιο τρυφερή, και τα φώτα του ποταμού έπεφταν πίσω της σαν κουρτίνα. Αυτή η κουρτίνα φαινόταν σαν να κουνιέται μαζί της, βαριά, ανεκτίμητη κι εκθαμβωτική. "Δεν το ήξερα" της είπε "ότι ήσουνα πριγκίπισσα".
Της έδωσε το ποτό της και τα χέρια τους αγγίχτηκαν ξανά. "Ξέρω ότι πρέπει να έχεις μεθύσει" της είπε κεφάτα, και τώρα, πάνω από το ποτό της, τα μάτια της φανερά τον προκαλούσαν. 
Περίμενε. Όλα φαίνονταν τώρα πολύ απλά. Της έπιασε τα δάχτυλα και έπαιξε μαζί τους. "Έχεις δει τίποτα που να το θέλεις από τότε που είσαι στη Νέα Υόρκη;"
"Α" είπε εκείνη "τα θέλω όλα". 
"Αυτή τη στιγμή βλέπεις τίποτα που να το θέλεις;"
Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν λίγο, αλλά αυτός συνέχισε να τα κρατάει. "Έλα, πες μου. Δεν πρέπει να φοβάσαι". Αυτά τα λόγια αντήχησαν μέσα στο κεφάλι του. Τα είχε ξαναπεί πριν από χρόνια, σε κάποια άλλη. Ο αέρας ψύχρανε για μια στιγμή, φυσώντας γύρω από το σώμα του κι ανακατεύοντας τα μαλλιά της. Μετά έπεσε. 
"Εσύ;" τον ρώτησε ντροπαλά. 
"Εγώ τι;"
"Βλέπεις τίποτα που να το θέλεις;" [...]
"Δεν απάντησες στην ερώτησή μου".
"Τι;"
Γύρισε και κοίταξε τη Λέονα που κρατούσε το ποτό της με τα δυο της χέρια και τα φρύδια της έδιναν ένα περιπαικτικό ύφος στα απελπισμένα μάτια και το γλυκό χαμόγελο. 
"Ούτε συ απάντησες στη δική μου". 
"Απάντησα". Η φωνή της ήταν πιο παραπονιάρικη από κάθε άλλη φορά. "Είπα ότι τα ήθελα όλα".
Της πήρε από τα χέρια το ποτό της και ήπιε το μισό. Μετά της έδωσε πίσω το ποτήρι και πήγε προς το πιο σκοτεινό σημείο του μπαλκονιού. 
"Τότε λοιπόν" της ψιθύρισε "έλα να τα πάρεις". 
🖤

James Baldwin, Μια άλλη χώρα (μτφρ. Κωστής Αρβανίτης), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2003.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Τι αγαπώ; - Ένας δωδεκάλογος

1. Τις καλοκαιρινές μας καλύβες:


2. Το μαγιάτικο στεφάνι που ξεραίνεται στον ήλιο:



3. Τη λίμνη:



4. Το λιμάνι μας:



5. Το πρωινό:




6. Το σούρουπο στην πλατεία της θάλασσας:




7. Τα ανοιχτά παράθυρα:



8. Το θέατρο που παίζουμε:




9. Την αλεπού και τον μικρό της πρίγκιπα:




10. Τη μουχλιασμένη Βενετία:



11. Το χέρι σου στα πόδια μου:



12. Τις αναμνήσεις στο θρόισμα των φύλλων:



***

Δωδεκάλογος: Ελένη Πούλου
Εικόνες: Δημήτρης Γραμματικόπουλος

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Μια ιστορία για την πτώση του Τείχους (σχεδόν)

Schoolgirls of USSR (Soviet postcard)


Ήρθαμε οικογενειακώς από την Πολωνία το 1983. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε έρθει ο αδερφός της μητέρας μου με την οικογένειά του, το 1984 ήρθαν ο παππούς μου με τη γιαγιά μου, το 1987 η θεία μου η Αρχοντούλα και το 1989 οι γονείς του πατέρα μου. 

Όταν ήρθαμε, οι γονείς μου δεν είχαν έτοιμες δουλειές και δεν ήταν διατεθειμένοι να γραφτούν στο ΠΑΣΟΚ για να βρουν δουλειά αμέσως. Έτσι, για να τα καταφέρουν με τα πρώτα έξοδα και να μη λείψει τίποτα από εμένα και τις αδερφές μου, έφεραν πράγματα που στην Πολωνία ήταν αρκετά φτηνά και θα μπορούσαν εδώ να τα πουλήσουν, ώστε να περάσουμε τους πρώτους μήνες. Η γιαγιά μου η Βασιλική γύριζε τη γειτονιά "δειγματίζοντας" λινά τραπεζομάντηλα, πετσετάκια, σερβίτσια από κινέζικη πορσελάνη, ρώσικες κούκλες και διάφορα άλλα. Είχαμε φέρει με το βαγόνι και δύο πιάνα -το ένα πουλήθηκε και με το άλλο μάθαμε μουσική. 

Εκτός από όσα θα πουλούσαμε, οι γονείς μου είχαν προνοήσει και για την ανάπτυξή μας. Είχαμε ρούχα σε όλα τα μεγέθη, για παιδιά από τριών έως δέκα χρονών. Έτσι, μέχρι τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού τουλάχιστον, κάποια από τα ρούχα που φορούσαμε ήταν πολωνικά. Τα ξεχώριζα διότι έκαναν μπαμ από μακριά: σκούρα χρώματα, όλα καφετιά ("ήταν μια καφέ εποχή" που λέει κι ο Τζόναθαν Κόου), γκρι, μπλε. Τίποτα ροζ, τίποτα έντονο, τίποτα κοριτσίστικο. Τα κοριτσίστικα πράγματα που είχαμε ήταν κάτι "ποτκολανούφκι" (ψηλές κάλτσες μέχρι το γόνατο), μάλλινα καλσόν και πουκαμισάκια με φαρμπαλάδες που μας τα φορούσαν στις γιορτές ή όταν πηγαίναμε στον γιατρό. 

Όταν πήγαμε στο Δημοτικό, λοιπόν, δεν χρειάστηκε να αγοράσουμε σάκες, διότι υπήρχαν οι πολωνικές, που μας περίμεναν πώς και πώς. Καφετιές, δερμάτινες, με κάτι ανέκφραστα ανθρωπάκια που θύμιζαν τους Μπόλεκ και Λόλεκ. Τώρα θα τις λάτρευα. Τότε τις σιχαινόμουν. Ούτε ροζ, ούτε λουστρινένιες, ούτε μια Μπιμπιμπό πάνω, τίποτα. Σκεφτόμουν πως αυτές οι τσάντες, σε συνδυασμό με το γεγονός πως εγώ και η αδερφή μου ήμασταν δίδυμες, θα μας έκαναν να μοιάζουμε τουλάχιστον με ούφο. Όταν η δασκάλα μας, η κυρία Γιώτα, μας ρώτησε από πού είμαστε, είπα ντροπαλά: "Γεννηθήκαμε σε μια άλλη χώρα, την Πολωνία. Δεν ξέρω αν την ξέρετε". Από το κακό στο χειρότερο...

Το καλοκαίρι του 1987, η μεγάλη αδερφή μας είχε την φαεινή ιδέα να αφήσουμε ένα μήλο να σαπίσει σε μια τσάντα όλο το καλοκαίρι, χωρίς να το πούμε στους γονείς μας. Έκλεισε το μήλο της σε πολιμπάγκ και το άφησε στην τσάντα της, βαθιά μέσα στην ντουλάπα μας. Όταν η μαμά το μυρίστηκε και βρήκε την τσάντα, αγόρασε σε όλες μας καινούργιες σάκες, μοβ, ροζ και φούξια, και βγάλαμε πανευτυχείς μια οικογενειακή φωτογραφία στη βεράντα. 

Δυο χρόνια μετά έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Θυμάμαι τους γονείς μου να παρακολουθούν τα γεγονότα στην τηλεόραση συγκλονισμένοι, αλλά όχι λυπημένοι. Το επόμενο καλοκαίρι ο θείος μου με την οικογένειά του ταξίδεψαν στην (πρώην) Δυτική Γερμανία. Το τι μας έφεραν δεν λέγεται. Όταν ρώτησα πού πήγαν και τα βρήκαν όλα αυτά, ο ξάδερφός μου είπε κοροϊδεύοντας ότι ταξίδεψαν στο μέλλον. 

Κι έτσι έπεσε το Τείχος και τώρα ζούμε οικογενειακώς το μέλλον μας. 


***

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Μέρες δίχως τέλος


Το μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Μπάρι Μέρες δίχως τέλος είναι ένα βιβλίο για τον αμερικανικό εμφύλιο, τους Βόρειους, τους Νότιους, τους δούλους. Είναι μια ιστορία έρωτα κι αγάπης ανάμεσα σε δυο νεαρούς στρατιώτες. Είναι και ένα μυθιστόρημα για την αντισυμβατική μορφή που μπορεί να πάρει η οικογενειακή ευτυχία. Για το πιο άθλιο μεροκάματο στην Αμερική, το μεροκάματο του στρατού. Ένα οδοιπορικό στις πεδιάδες και τα δάση του Μιζούρι, του Κεντάκι, της Ιντιάνα, του Γουαϊόμινγκ, της Νεμπράσκα, του Τενεσί.


Ανεβήκαμε την πλαγιά, πάνω πάνω στο ύψωμα η κορυφή έβλεπε ορίζοντα, πέντ’-έξι χιλιόμετρα τουλάχιστον τριγύρω, και κράτησα την ανάσα μου μαγεμένος, γιατί στα πόδια μας κάτω έβοσκε ένα κοπάδι δυο-τρεις χιλιάδες βουβάλια. Όρκο σιωπής έπρεπε να ’χανε πάρει εκείνο το πρωί. Οι Σόνι παίρνουν τον κατήφορο με σιγανό τροχασμό, κι εμείς από πίσω τους το ίδιο, θέλαμε να φτάσουμε κάτω χωρίς να μας ακούσει το κοπάδι. Να μην τρομάξει. Τα βουβάλια μπορεί να μην είναι τα πιο ξύπνια ζώα που υπάρχουν. Έτσι κι αλλιώς είχαμε τον αέρα κόντρα. Μόλις μας μυρίζονταν, θα ’ταν σαν να ’πεφταν πυροτεχνήματα, το ξέραμε. Και πράγματι, καμιά δεκαριά, τα πιο κοντινά μας, μας πήρανε είδηση. Και χίμηξαν προς τα εμπρός τόσο απότομα, που λίγο έλειψε να κουτρουβαλιαστούν στο χορτάρι. Πιάσανε τη μυρωδιά μας, κι η μυρωδιά μας ήταν γι’ αυτά θάνατος.


Ο πάντρε είπε μιαν ατέλειωτη προσευχή έξω στο ύπαιθρο κι η πόλη ολόκληρη γονάτισε εκεί μπροστά και δόξασε το Θεό. Αυτοί ήτανε ο λαός ο περιούσιος, ο αγαπημένος του Θεού σ’ αυτόν τον τόπο. Οι Ινδιάνοι δεν είχαν πια θέση εδώ πέρα. Τα εισιτήριά τους ήταν άκυρα και οι ελεγκτές του Θεού είχαν πάρει τα χαρτιά των ψυχών τους. Στ’ αλήθεια η λύπη απλώθηκε μέσα μου βαριά και δύσκολη μέσα μου για λογαριασμό τους.


Ο ταγματάρχης τούς ήξερε τους ψηλόλιγνους Απάτσι. Τους είχε πολεμήσει δεκαπέντε χρόνια, είπε. Οι χειρότεροι σατανάδες που υπάρχουνε, είπε. Κατέβαιναν τακτικά στο Μεξικό, είπε. Και δεν άφηναν ράντζο για ράντζο. Όσους άντρες έβρισκαν, τους σκότωναν. Τα βόδια, τ’ άλογα, τις γυναίκες, συχνά και τα παιδιά, τα ’παιρναν πίσω στη γη τους. Λείπανε ένα μήνα απ’ τα χωριά τους, καλπάζοντας σαν φαντάσματα σ’ αυτά τα στοιχειωμένα λιβάδια. Τους κυνηγούσες με άντρες, με όπλα, και δεν τους έβρισκες. Δεν τους έβλεπες καν. Και ξυπνούσες το πρωί και δεν είχες ούτε ένα άλογο, καπνός είχανε γίνει μες στη νύχτα, κι οι σκοποί νεκροί, σαν πέτρες στα πόστα τους. Καλύτερα αυτό πάντως παρά να σε πάρουνε μαζί τους αιχμάλωτο, τέτοια τύχη σε κανέναν.


Στρατιώτες έφιπποι στέκουν λίγο πιο πέρα, το ιππικό σε παράταξη και στην απέναντι όχθη οι Ινδιάνοι κάθονται αμίλητοι, η ησυχία θυμίζει αυτή που απλώνεται πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, όταν η γη κρατάει την ανάσα της ώρα πολλή. Κι από το βάρος της κοιλάδας ακούγεται η φωνή του συνταγματάρχη. Προσφέρει τρόφιμα και χρήματα για ν’ αφήσουν οι Ινδιάνοι τους αποίκους να περάσουν. Οι διερμηνείς κάνουν τη δουλειά τους, η συμφωνία κλείνεται. Ο διάβολος μόνο είναι πανταχού παρών εκείνη τη μέρα. Σκοτώστε τους όλους. Μην αφήσετε κανέναν ζωντανό. Όλοι σκοτώθηκαν. Δεν έμεινε κανένας να πει τι έγινε. Τετρακόσιοι εβδομήντα νεκροί. Κι όταν οι άντρες τέλειωσαν τον σκοτωμό, άρχισαν να κόβουνε. Κόψανε τα μουνιά των γυναικών και τα πέρασαν στα καπέλα τους. Κόψανε τ’ αρχίδια των αγοριών, να τα ξεράνουνε και να τα κάνουνε σακουλάκια για τον καπνό τους. Κόψανε κεφάλια και πόδια και χέρια, για να μην πάει κανένας στα Αιώνια Λιβάδια του Μανιτού. Οι στρατιώτες ανηφόρισαν την πλαγιά βουτηγμένοι στο αίμα και στη βρόμα. Με τις φλέβες να κρέμονται από πάνω τους σαν κλωστές. Χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι, σαν τα τελώνια που έχουν κάνει τη δουλειά του αφέντη τους.


Τον άρπαξαν από το ράντζο του οι Αντάρτες και τον κρέμασαν, ήταν Ενωτικός, είπανε. Και σφάξανε κι όλα του τα γουρούνια. Δεν τα επιτάξανε. Τα σφάξανε και τα πετάξανε. Το χοιρινό της Ένωσης δεν θέλανε, φαίνεται, ούτε να το βάλουν στο στόμα τους. Καταραμένοι τρελοί, φονιάδες. Ο πατέρας του είχε ελευθερώσει τους δούλους και τους είχε αφήσει να δουλεύουν στα κτήματά του, να μην πεθάνουν της πείνας. Οι Αντάρτες είπαν ότι αυτό ήταν προδοσία. Προδοσία της Συνομοσπονδίας.


Μίστερ Λίνκολν, στείλε μήνυμα, για το Θεό. Μίστερ Λίνκολν, εμείς πολεμήσαμε για σένα. Μην μας παρατάς εδώ. Ο υπολοχαγός Σρεγκ είναι σίγουρα διαολόσπορος, γιατί όλο γελάει. Όλο γελάει. Μπορεί να γελάει επειδή αλλιώς θα τραβούσε τα μαλλιά του και θα τρελαινότανε. Ναι, αλήθεια. Γιατί ούτε αυτοί τρώνε καλύτερα από μας. Σκελετοί που φρουρούνε σκελετούς. Δεν κρύβουνε φαΐ από μας, δεν έχουνε να κρύψουνε. Στον λόγο μου, έχω δει φρουρούς ξυπόλυτους σαν εμάς. Τι τρελός πόλεμος είναι τούτος; Τι κόσμο πάμε να φτιάξουμε;


Γλυκιά ζωή. Πονούσα από αγάπη για τη δουλειά μου στο Τενεσί. Μ’ άρεσε αυτή η ζωή. Να ξυπνάς με τον κόκορα και να κοιμάσαι με τις κότες. Να ζεις λες και δεν θα τέλειωνε ποτέ. Κι όταν θα ’ρχότανε το τέλος, θα το ’νιωθες σωστό και δίκαιο. Θα ’χε έρθει απλά η σειρά σου, θα ’χες ζήσει τη ζωή σου. Αυτή τη ζωή την καθημερινή, που ώρες ώρες τη φτύνουμε, σαν να ’τανε για πέταμα. Αλλά είναι ό,τι έχουμε και δεν έχουμε. Έτσι πιστεύω. Ο Τζον Κόουλ, ο Ωραίος Τζον Κόουλ. Η Γουινόνα. Ο καλός γερο-Λάιζι. Ο Τένισον κι η Ρόζαλι. Τούτος ο καλότροπος ντορής. Το σπίτι. Το έχει μας. Ό,τι είναι δικό μου. Αρκετά.

***
[1] Sebastian Barry, Μέρες δίχως τέλος (Μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), Ίκαρος, Αθήνα 2018. 


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

#ChileHoy



Η Χιλή τα τελευταία χρόνια αναφέρεται ως πρότυπο πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Κι όμως, σ' αυτή την υποδειγματικά σταθερή χώρα, σήμερα μετράμε χιλιάδες συλλήψεις, εκατοντάδες τραυματισμούς διαδηλωτών και, το χειρότερο, δεκάδες νεκρούς. 



Όταν πριν από τρεις βδομάδες οι φοιτητές άρχισαν να διαδηλώνουν με αφορμή την αύξηση στο αντίτιμο του εισιτηρίου του μετρό, κανένας δεν περίμενε ότι  οι δρόμοι του Σαντιάγο θα πλημμυρίσουν με εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που θα ζητούν με ειρηνικό τρόπο τα αυτονόητα: παιδεία, υγεία, αξιοπρεπή διαβίωση. 
Η κυβέρνηση της χώρας απαγόρευσε την κυκλοφορία, ο στρατός κατέβηκε στους δρόμους, η βία θυμίζει την εποχή του Πινοσέτ, αλλά οι νέοι δεν τη θυμούνται και δεν φοβούνται. 

Με το χάσταγκ #ChileHoy ο Χιλιανός εικονογράφος Alberto Montt αναρτά στον προσωπικό του λογαριασμό στο instagram εικόνες που σχολιάζουν τα γεγονότα στο Σαντιάγο.



Σε αρκετές εικόνες του δείχνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη βία των αστυνομικών που αντιμετωπίζουν σαν βανδαλιστές και πλιατσικολόγους όσους ζητούν ισότητα και δικαιοσύνη. 

Χλευάζει τον πρόεδρο Πινιέρα, που ενώ υποστηρίζει πως επιζητά τον διάλογο, ενισχύει διαρκώς τις δυνάμεις καταστολής. Αλλού, οι σκληρές εικόνες μιλούν από μόνες τους. Οι "καλές πρακτικές" της κυβέρνησης δεν είναι μάλλον και τόσο καλές, από τη στιγμή που ευνοούν τη φοροδιαφυγή και δρουν αποκλειστικά υπέρ των ισχυρών. 



Ο Alberto Montt φιλοτεχνεί πορτρέτα των πολιτικών προσώπων της Χιλής σε πολλές διαφορετικές μορφές τους. Ο πολιτικός που δεν παραδέχεται τα λάθη του:



Ο πολιτικός που ενδιαφέρεται μόνο για τον δικό του θρίαμβο:



Πώς "προστατεύεται" ο νόμος και η τάξη; Πώς διαλύεται μια ειρηνική διαδήλωση;






"Η δημοκρατία στη Χιλή είναι μόνο μια φαντασίωση", ισχυρίζεται ο Montt, ένας εικονογράφος που στέκεται πλάι σε όλους εκείνους που ξεχύθηκαν στους δρόμους του Σαντιάγο. 

Τα γεγονότα καυτηρίασε και ο Liniers (ψευδώνυμο του εικονογράφου Ricardo Siri) με ένα σκίτσο του για την κρατική βία. Ο Liniers είναι Αργεντινός, φίλος και συνεργάτης του Montt, και πολλές φορές παραδίδουν παρέα μαθήματα εικονογράφησης. Στα πρόσφατα έργα του εκφράζει την αλληλεγγύη του προς τους διαδηλωτές της Χιλής.



Άλλωστε, η πιο γνωστή από τους χαρακτήρες του, η Ενρικέτα, θυμίζει πολύ τη Μαφάλντα: ένα μικρό κορίτσι που λατρεύει το διάβασμα, σιχαίνεται το φαγητό, αγωνίζεται για έναν καλύτερο κόσμο, ξεσηκώνει τους συμμαθητές της και ονειρεύεται ένα πολύχρωμο αύριο. 


Αγαπά τον γατούλη της, τον Φελίνι, και σε πολλές εικόνες κρατά στο ένα χέρι το αρκουδάκι της και με το άλλο σφίγγει τη γροθιά της. Μακάρι να γεμίσει ο κόσμος Ενρικέτες. 

Τα γεγονότα της Χιλής κρατούν πια τρεις βδομάδες. Ο στρατιωτικός νόμος απαγορεύει την κυκλοφορία στους δρόμους και τα σχολεία παραμένουν κλειστά. Ο πρόεδρος Πινιέρα υποχωρεί στη λαϊκή οργή και η κυβέρνησή του επαναδιαπραγματεύεται τον κατώτερο μισθό και αναγκάζει σε παραίτηση τους "σκληρότερους" υπουργούς της. Μακάρι το #ChileHoy να πάψει να είναι επίκαιρο. Οι δρόμοι του Σαντιάγο να γεμίσουν χρώματα. Προς το παρόν γεμίζουν θύματα και αίμα. 


***