Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Πέρσα Ζαχαριά


H Φάλαινα... [1]

 Η Πέρσα Ζαχαριά είναι νέα εικονογράφος που ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Με ένα εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς λόγια, μας άφησε κυριολεκτικά άφωνους:  το μεγαλύτερο θηλαστικό του κόσμου χωρά σε ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης. Στην απεραντοσύνη της θάλασσας η συνάντηση κι ο αποχωρισμός είναι στιγμές που θυμίζουν σταγόνες στον ωκεανό της ζωής. Ένα μικροσκοπικό αγοράκι και ένα κήτος αγκαλιάζονται με το βλέμμα.

"Ήλιος με μουστάκια" [3]
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου. Πότε ξεκίνησες να ζωγραφίζεις, πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την εικονογράφηση;

Ξεκίνησα να ζωγραφίζω από μικρή, παρακολουθώντας μαθήματα σε εργαστήριο ζωγραφικής και συνεχίζω ακόμα. Σπούδασα σκηνογραφία-ενδυματολογία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ύστερα ζωγραφική στο Central Saint Martins του Λονδίνου. Όταν γύρισα από το Λονδίνο, έκανα την πρώτη μου εικονογράφηση στο βιβλίο της Στέλλας Μιχαηλίδου Πολυξένη[2] και από τότε, σιγά-σιγά, ξεκίνησε η σχέση μου με την εικονογράφηση του παιδικού βιβλίου.
    Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας μια ξεχωριστή εμπειρία σου στην εικονογράφηση ενός βιβλίου;

    Ένα βιβλίο που χάρηκα πολύ τελευταία, είναι ο Ήλιος με μουστάκια της Μελίνας Σιδηροπούλου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το Καλειδοσκόπιο. Η συνεργασία με τη συγγραφέα και τις εκδόσεις υπήρξε ξεχωριστή. Είναι πολύ σημαντικό ο εικονογράφος να απολαμβάνει το κείμενο, αλλά να αισθάνεται και εμπιστοσύνη για το τελικό αποτέλεσμα, τη φροντίδα του βιβλίου και όλους τους συντελεστές του.

    Υπάρχει ένα κείμενο, λογοτεχνικό βιβλίο, παραμύθι, που θα ήθελες να εικονογραφήσεις και δεν το έχεις κάνει ακόμη;

    Εικονογραφώ παιδικά βιβλία· θα ήθελα πολύ να δοκιμάσω να φτιάξω και ένα εικαστικό.

    "Το φτεράκι" [4]


    Από ποιους εικονογράφους (κλασικούς ή σύγχρονους) έχεις εμπνευστεί;

    Μελετάω πολύ τόσο εικονογράφους όσο και ζωγράφους. Δύο εικονογράφοι που μου αρέσουν πολύ στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το παιδικό βιβλίο είναι ο Wolf Erlbruch και ο Jon Klassen.

    "Το ουφάκι" [5]
    Η εικόνα διαμορφώνει τη φαντασία. Όταν ζωγραφίζεις, σκέφτεσαι ότι οι εικόνες θα ζωντανέψουν στη φαντασία των παιδιών;

    Δουλεύω με παιδιά στα εικαστικά εργαστήρια που κάνω και αισθάνομαι τυχερή γιατί παρατηρώ πώς αντιμετωπίζουν τις εικόνες στα βιβλία. Στις πολύ μικρές ηλικίες η εικόνα αποτελεί μέσο γνωριμίας τους με τον κόσμο. Αργότερα εκφράζει πιο λεπτές ποιότητες. Αυτό ίσως είναι και το στοίχημα σε μια εικονογράφηση.

    Τι σχέση έχει ένας εικονογράφος με την παιδικότητα; Πόσο καθορίζουν τη δουλειά του οι παιδικές του αναμνήσεις;

    Όλο και κάποια σχέση έχει. Απολαμβάνει την ελευθερία ότι το κοινό του αποτελούν τα παιδιά, αλλά και πάλι οφείλει να ωριμάσει μέσα σε αυτό.

    Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις “Καλειδοσκόπιο” το βιβλίο σου Η φάλαινα, το αγόρι και η θάλασσα ανάμεσά τους. Πρόκειται για ένα βιβλίο χωρίς λόγια· “μια μικρή σιωπηλή ιστορία για τη συνάντηση και τον αποχωρισμό”. Είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο εικονογραφείς ένα βιβλίο όταν τα λόγια απουσιάζουν;

    Σίγουρα είναι μια άλλη προσέγγιση. Σ' αυτό το βιβλίο είπα μια ιστορία με μέσο την εικόνα. Δηλαδή δεν είχα το ρόλο του εικονογράφου μόνο, αλλά και την ευθύνη της ιστορίας που ήθελα να διηγηθώ.

    Η Φάλαινα είναι ένα βιβλίο γεμάτο αντιθέσεις: το μεγαλύτερο θηλαστικό του κόσμου χωρά σε ένα μικρό βιβλιαράκι τσέπης, στην απεραντοσύνη της θάλασσας η συνάντηση κι ο αποχωρισμός είναι στιγμούλες που θυμίζουν σταγόνες στον ωκεανό της ζωής. Το μικρό αγοράκι και το τεράστιο κήτος αγκαλιάζονται με το βλέμμα. Ήταν σκόπιμες αυτές οι επιλογές;

    Δεν ξέρω εάν ήταν απόλυτα συνειδητές αυτές οι επιλογές. Επέλεξα τους δυο ήρωες και μετά εστίασα περισσότερο στην ίδια την ιστορία, η οποία όντως διαδραματίζεται στην απέραντη θάλασσα και όντως καλούμαστε ως αναγνώστες-θεατές να παρατηρήσουμε δύο στιγμές: αυτή της συνάντησης και ύστερα της πορείας του αποχωρισμού. Νομίζω ότι η ανάγνωση αυτού του βιβλίου χωράει πολλές και διαφορετικές ερμηνείες. Για εμένα είναι σημαντικός ο χρόνος και ο ρυθμός της ιστορίας, και –κυρίως– η σιωπή του.

    ***

    [1] Πέρσα Ζαχαριά, Η φάλαινα, το αγόρι και η θάλασσα ανάμεσά τους, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2018
    [2] Στέλλα Μιχαηλίδου, Πολυξένη, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2014
    [3] Μελίνα Σιδηροπούλου, Ήλιος με μουστάκια, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2019. 
    [4] Βάσια Παρασκευοπούλου, Το φτεράκι και το μικρό ξε-πέταγμά του στον κόσμο, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017.
    [5] Αύγουστος Κορτώ, Το ουφάκι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017. 


    Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

    Τι αγαπάτε; - Πάλι δωδεκάλογος

    1. Τον καφέ. 


    2. Τη ζαχαροπλαστική.



    3. Το φθινόπωρο. 



    4. Την άνοιξη. 



    5. Το πρωινό ξύπνημα.



    6. Το χιόνι. 



    7. Τα φυτά στο σπίτι. 



    8. Το απογευματινό αεράκι. 



    9. Την κουβεντούλα.



    10. Το αναμμένο τζάκι. 



    11. Τα Χριστούγεννα.



    12. Τ' αστέρια. 




    ***

    [1] Δωδεκάλογος: Ελένη Πούλου
    Εικονογράφηση: Shato.  

    [2] Αν σας αρέσουν οι Δωδεκάλογοι δείτε εδώ, εδώ κι εδώ

    Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

    "Ζώον ωμέγα"



    "Όλες οι κοινωνίες των ζώων λειτουργούν με βάση ένα σύστημα κυριαρχίας που συνδέεται με τη σχετική δύναμη του κάθε μέλους τους. Το σύστημα αυτό χαρακτηρίζεται από μια αυστηρή ιεραρχία: το ισχυρότερο αρσενικό της ομάδας ονομάζεται "ζώον άλφα", αυτό που ακολουθεί "ζώον βήτα", κι ούτω καθεξής μέχρι το υποδεέστερο ζώο της ιεραρχίας που αποκαλείται ζώον ωμέγα. Οι ιεραρχικές θέσεις καθορίζονται συνήθως ύστερα από τελετουργικά σύγκρουσης. Τέτοιου είδους ιεραρχίες υπήρχαν σε πρωτόγονες ανθρώπινες κοινωνίες, καθώς και στις αναπτυγμένες κοινωνίες των παιδιών και των νεαρών εφήβων". 

    Ο Μπρυνό ακουμπάει στο νιπτήρα. Έχει βγάλει το σακάκι της πιτζάμας του. Οι δίπλες της μικρής ασπρουλιάρικης κοιλιάς του ζυγίζονται πάνω στην πορσελάνη του λαβαμπό. Είναι έντεκα χρονών. Θέλει να πλύνει τα δόντια του, όπως κάθε βράδυ. Ελπίζει πως η υγιεινή του περιποίηση θα εξελιχθεί χωρίς κανένα απρόοπτο. Όμως πλησιάζει ο Βιλμάρ, αρχικά μόνος του, και σπρώχνει τον Μπρυνό από τον ώμο. Εκείνος αρχίζει να οπισθοχωρεί τρέχοντας από το φόβο του. Ξέρει περίπου τι πρόκειται να επακολουθήσει. «Αφήστε με…» λέει ξεψυχισμένα.
    Ο Πελέ πλησιάζει με τη σειρά του. Είναι μικροκαμωμένος, γεροδεμένος, πολύ δυνατός. Χαστουκίζει βίαια τον Μπρυνό κι εκείνος βάζει τα κλάματα. Κατόπιν, τον σωριάζουν κατάχαμα, τον αρπάζουν απ’ τα πόδια και τον σέρνουν στο πάτωμα. Κοντά στις τουαλέτες του βγάζουν το παντελόνι της πιτζάμας του. Το πέος του είναι μικρούλι, ακόμη παιδικό, χωρίς τριχοφυΐα. Τον κρατάνε απ’ τα μαλλιά και τον αναγκάζουν ν’ ανοίξει το στόμα. Ο Πελέ του τρίβει τα μούτρα με το σφουγγαρόπανο για τις χέστρες. Ο Μπρυνό νιώθει τη γεύση των σκατών. Ουρλιάζει.
    Ο Μπρασέρ ενώνεται με τους άλλους. Είναι δεκατεσσάρων, πιο μεγάλος απ’ όλους. Βγάζει το καυλί του, που φαντάζει τεράστιο και χοντρό στον Μπρυνό. Στέκεται από πάνω του και κατουράει το πρόσωπό του. Την προηγούμενη είχε υποχρεώσει τον Μπρυνό να του το πάρει στο στόμα, κι ύστερα να του γλείψει τον κώλο. Όμως σήμερα δεν γουστάρει. «Κλεμάν, το πουλί σου είναι γυμνό, πρέπει να βοηθήσουμε τις τρίχες να φυτρώσουν…» λέει σαρκαστικά. Μ’ ένα νεύμα του, οι άλλοι αλείφουν με αφρό ξυρίσματος το πέος του Μπρυνό. Ο Μπρασέρ ξεδιπλώνει ένα ξυράφι και πλησιάζει τη λεπίδα. Ο Μπρυνό τα κάνει απάνω του απ’ την τρομάρα του.

    ***
    [1] Μισέλ Ουελμπέκ, Τα στοιχειώδη σωματίδια (μτφρ: Αλέξης Εμμανουήλ), Εστία, Αθήνα 2000. 
    [2] Φωτογραφία: Rich Johnson. Για το πρότζεκτ "Weapon of choice", ρίξτε μια ματιά εδώ

    Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2019

    Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Φίλιππος Φωτιάδης

    Ο Μίλτος, το μυρμήγκι

     Ένα μικρό μηχάνημα λέιζερ που υπήρχε στο γραφείο του τον οδήγησε στη δημιουργία του Ζαφείρη Κοντοπίθαρου, ενός παράξενου και αξιολάτρευτου τυπάκου που μοιάζει λίγο με άλογο και λίγο με λαγός. Λίγα χρόνια αργότερα, τα μυρμήγκια της κουζίνας και η επιθυμία της κόρης του να αποκτήσει ένα κατοικίδιο τον έκαναν να σκαρφιστεί την ιστορία με τον Μίλτο, το μυρμήγκι. Κάπως έτσι κατέληξε να μοιράζει τη ζωή του μεταξύ οικοδομών και παραμυθιών. 
    Ο Φίλιππος Φωτιάδης  είναι αρχιτέκτονας και εικονογράφος παιδικών βιβλίων.

    "Παραμύθια με την Ξένια"

    Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου. Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με την εικονογράφηση;

    Σπούδασα αρχιτεκτονική, αλλά πάντα με ενδιέφεραν κι άλλοι τομείς του design, καθώς και η ζωγραφική. Αφού δούλεψα για ένα διάστημα με τον πατέρα μου που είναι αρχιτέκτονας, φτιάξαμε μια ομάδα με τον αδερφό μου Σέργιο, που είναι σχεδιαστής αντικειμένων, και τη γραφίστρια Θεανώ Πετρίδου και αναλαμβάναμε από τον σχεδιασμό ενός λογοτύπου μέχρι αντικείμενα και χώρους. Έτσι, παράλληλα με την αρχιτεκτονική, τύχαινε κάθε τόσο να συμμετέχω και σε άλλα παρεμφερή. 
    Το πρώτο βιβλίο που εικονογράφησα μαζί με τη Θεανώ ήταν μια γαλλική γραμματική. Ύστερα, ὀλο και κάποιος μου ζητούσε να σχεδιάσω κάτι: μια πρόσκληση, ένα φυλλάδιο. Και ζωγράφιζα, με διάφορες τεχνικές. Στις καλοκαιρινές διακοπές έκανα με πενάκι μονοκονδυλιές μεγέθους καρτ ποστάλ, συνήθως χωρίς να κοιτάζω το χαρτί. Συχνά έβγαιναν  ακαταλαβίστικα σχέδια, τοπία, πρόσωπα, στα οποία ύστερα, για να ξεκαθαρίσουν οι εικόνες, έβαζα χρώμα με ένα μικρό σετ ακουαρέλας που κουβαλούσα μαζί μου. Το 2004 προέκυψε –αρχικά για αστείο– μια ατομική έκθεση ζωγραφικής στην γκαλερί αγκάθι (μετέπειτα αγκάθι-κartάλος) στην Κυψέλη. Κάθε τόσο συμμετείχα σε εκθέσεις, άλλοτε ομαδικές και άλλοτε ατομικές. Τα έργα ήταν κυρίως μονοκονδυλιές με ακουαρέλα.
    Ώσπου κάποια στιγμή άλλαξα τεχνική και γραφή: ανάγλυφες εικόνες, όχι παραστατικές, με καρτουνίστικους χαρακτήρες. Κι εκείνη η πρώτη έκθεση, ο "Ζαφείρης Κοντοπίθαρος" στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, συνοδευόταν από ένα βιβλίο[1]. Κάπως έτσι μπήκα στην εικονογράφηση των παιδικών βιβλίων. Από την πίσω πόρτα...

    Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας μια ξεχωριστή εμπειρία σου στην εικονογράφηση ενός βιβλίου;

    Θέλω. Αυτήν: 


    Όταν σχεδιάζω για κάποιο παραμύθι, ανατρέχω συχνά στο διαδίκτυο ερευνώντας τις εποχές, τα κοστούμια, τα ζώα κλπ. Έτσι, όταν μου ζητήθηκε η εικονογράφηση για το Παραμύθια με την Ξένια[2] της Ξένιας Καλογεροπούλου κι έπρεπε να σχεδιάσω την πονηρή υπηρέτρια στο "Σπίτι με τις γάτες", αφού έψαξα να βρω εικόνες από ρετρό υπηρέτριες, αποφάσισα να στηρίξω το προσχέδιό μου σε μια παλιά, κατά τη γνώμη μου κλασική αφίσα. Όχι μόνο έδειχνε κουτοπόνηρη η υπηρέτρια, ήταν και ξετσίπωτη. Απογοητεύτηκα λίγο όταν μου το έκοψαν. Μου είπαν ότι δεν είναι αρκετά παιδικό. Της μάκρυνε τη φούστα η λογοκρισία...

    Υπάρχει ένα κείμενο, λογοτεχνικό βιβλίο, παραμύθι, που θα ήθελες να εικονογραφήσεις και δεν το έχεις κάνει ακόμη;

    Κάτι με τη μυθολογία όλο και γυροφέρνω στο μυαλό μου, αλλά δεν έχει ωριμάσει. Το έχει κάνει άλλωστε τόσο ωραία η Σοφία Ζαραμπούκα, που πάντα έχω δεύτερες σκέψεις.

     Από ποιους εικονογράφους (κλασικούς ή σύγχρονους) έχεις εμπνευστεί; 

    Υπάρχουν πάρα πολλοί σύγχρονοι, ξένοι και Έλληνες, των οποίων η δουλειά είναι ζηλευτή. Από που να αρχίσω... Από τους πιο κλασικούς σύγχρονους, ο Quentin Blake και ο Sempé. Διάβαζα στα παιδιά μου τα βιβλία του Roald Dahl και τον Μικρό Νικόλα του Goscinny και, πριν γυρίσω σελίδα, στεκόμουν και χάζευα τις εικόνες. Και το Where the Wild Things Are του Maurice Sendak. Απίθανο!

    "Μπαμπά, να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι;"

    Το Μπαμπά να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι; είναι το δεύτερο παιδικό  βιβλίο του οποίου εκτός από την εικονογράφηση ανέλαβες και τη συγγραφή. Όταν σχεδιάζεις ένα δικό σου βιβλίο προηγείται στη σκέψη σου η εικόνα ή ο λόγος;

    Αν πρέπει να τα διαχωρίσω, νομίζω πως οι εικόνες επικρατούν. Ακόμα και όταν γράφω κάτι, προσπαθώ να περιγράψω τις εικόνες που έχω στο μυαλό μου. Συνήθως ο συγγραφέας σού δίνει το κείμενο κι εσύ ως εικονογράφος φτιάχνεις ζωγραφιές με βάση αυτό. Στο πρώτο βιβλίο που έγραψα έγινε αντίστροφα. Είναι μεγάλη ιστορία: Στο γραφείο είχαμε ένα μικρό μηχάνημα λέιζερ για επίπεδες επιφάνειες. Σχεδιάζεις κάτι και το μηχάνημα σου το κόβει σε χαρτί, χαρτόνι, ξύλο κλπ.  Το χρησιμοποιούμε για μικρά αντικείμενα και μακέτες κτιρίων. Ξεκίνησα να σκέφτομαι μια νέα τεχνική για εικόνες: χαρτόνια με διαφορετικά περιγράμματα, κολλημένα το ένα στο άλλο, για να σου δίνουν την αίσθηση του βάθους. Τι να φτιάξω όμως; Χρειαζόμουν ένα θέμα. Βρήκα μια περίεργη φιγούρα. Η μορφή της θύμιζε κάτι μεταξύ άλογου και λαγού, ένα παλιό μου σκίτσο, κι αποφάσισα να φτιάξω εικόνες και μια ιστορία με ήρωα αυτόν τον χαρακτήρα. Ήταν ο Ζαφείρης Κοντοπίθαρος, μια γραμμική παραμυθένια ιστορία με παλάτια και βασιλιάδες. Είχα την ιστορία στο μυαλό μου, αλλά είχα και την επίγνωση ότι δεν ξέρω να γράφω. Ήθελα να φτιάξω μόνο τις εικόνες και έψαχνα κάποιον να γράψει την ιστορία. Δεν βρήκα και το έγραψα μόνος. Το διασκέδασα, δε λέω. Αρχικά είχα σκοπό να τυπωθεί σε λίγα αντίτυπα, σαν κατάλογος της έκθεσης. Τελικά, λίγο πριν από την έκθεση, οι εκδόσεις Μίλητος μου πρότειναν να το εκδώσουν. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο! Ένα αρκετά αλλόκοτο κείμενο, σίγουρα όχι παιδικό. Κατατάχθηκε στα κόμικς.


    "Ζαφείρης Κοντοπίθαρος" (Γκαλερί Ζουμπουλάκη, 2011)

    Στο Μυρμήγκι[3], αντίθετα, είχα γράψει πρώτα το κείμενο, αφού αποφάσισα ότι πρέπει να παρακολουθήσω μερικά μαθήματα δημιουργικής γραφής. Και σε κάποια φάση που βρήκα τον χρόνο, βάλθηκα να κάνω κάποια προσχέδια. Έδειξα την ιστορία μου στις εκδόσεις Μάρτης, με τις οποίες είχα συνεργαστεί ως εικονογράφος, και ενθουσιάστηκαν.

    Όσον αφορά τη σχέση κειμένου και εικόνας, προσπαθώ οι εικόνες να συμπληρώνουν την ιστορία. Άλλοτε αποδίδουν αυτό που ήδη υπάρχει και άλλοτε δίνουν μερικές επιπλέον πληροφορίες που δεν αναγράφονται στο κείμενο, χωρίς όμως να το επηρεάζουν. Ενίοτε κάπου κρύβεται ένα δικό μου στοιχείο, σαν μυστικό.

    "Παραμύθια με την Ξένια: Λίγο φοβιστικά"

    Στα βιβλία που εικονογραφείς συνυπάρχουν οι ασπρόμαυρες γκροτέσκες φιγούρες με τα πολύχρωμα δαιδαλώδη σκηνικά. Ο αναγνώστης περιηγείται σε έναν λαβύρινθο όπου το σκηνικό είναι άλλοτε τρομακτικό και άλλοτε αστείο. Σαν μια πολυεπίπεδη μακέτα που θυμίζει τους μπερντέδες του θεάτρου σκιών. Πώς προέκυψαν όλα αυτά; Η ιδιότητα του αρχιτέκτονα έχει επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεσαι την εικονογράφηση;

    Πρώτα απ' όλα εξακολουθώ να είμαι αρχιτέκτονας. Αυτή είναι η κύρια ασχολία μου. Ουσιαστικά, στη δουλειά μου φτιάχνω χώρους για ανθρώπους, για τους πελάτες. Έτσι και οι ήρωες, έστω οι γκροτέσκες φιγούρες (στα παιδικά παραμύθια, συχνά κανείς υπερβάλλει στα χαρακτηριστικά), είναι σαν τους πελάτες· απαιτούν τον χώρο τους, το σκηνικό τους. Άλλοτε είναι βουβό και άλλοτε υπερισχύει των χαρακτήρων και πρωταγωνιστεί. Όταν για παράδειγμα σχεδίαζα για το Ένα Κίτρινο Φύλλο του Μιχάλη Μουλάκη για τις εκδόσεις Ίκαρος[4], στην πρώτη εικόνα επικρατεί ο χώρος, τα δέντρα: “Μια μέρα, ένα κίτρινο φύλλο έφυγε από το δέντρο του...”. Το φύλλο δεν το βρίσκεις με την πρώτη ματιά. Σκοπός ήταν να φανεί το πόσο οικουμενικά ασήμαντο είναι αυτό το γεγονός. Βέβαια, το έχει κάνει καταπληκτικά ο Bruegel στον πίνακά του “Η Πτώση του Ικάρου” όπου, σε ένα βουκολικό τοπίο, πρέπει να ψάξεις στο βάθος για να εντοπίσεις δυο πόδια, τον Ίκαρο που βουτάει στο νερό. Όπως όταν σχεδιάζω χώρους φαντάζομαι τις δραστηριότητες των ενοίκων, έτσι και στα παραμύθια σκέφτομαι ιστορίες γύρω από τη ζωή των πρωταγωνιστών –και τους τοποθετώ στον χώρο τους. 

    Ως προς την πολυεπίπεδη μακέτα, η τεχνική με τα κομμένα χαρτόνια έχει οδηγήσει πολλές εικόνες σε μια αφαίρεση, όπου συνήθως δεν υπάρχει προοπτική. Είναι δηλαδή επίπεδες, σαν να τις κοιτάς από μπροστά ή από πάνω. Μια αφελής, παιδική προσέγγιση. Η αίσθηση του βάθους επιτυγχάνεται μόνο από το ότι αντικείμενα και φιγούρες είναι μικρότερες στο φόντο. Και, ναι, πολλοί χαρακτήρες εμφανίζονται σαν μαύρες σιλουέτες, για να πλαισιώσουν την εικόνα ή να δοθεί έμφαση σε ό,τι είναι σημαντικό. 

    "Ένα κίτρινο φύλλο"

    Η εικόνα διαμορφώνει τη φαντασία. Όταν ζωγραφίζεις, σκέφτεσαι ότι οι εικόνες θα ζωντανέψουν στη φαντασία των παιδιών;

    Το ελπίζω. Αν και πάντα υπάρχει το πρόβλημα ότι, όταν αποτυπώνεις κάτι χάνεται η μαγεία. Πόσες φορές δεν έχεις ακούσει “Καλή η ταινία, αλλά όχι σαν το βιβλίο...” Άλλη δύναμη έχουν οι εικόνες που φτιάχνει το μυαλό. Αλλά άντε να δώσεις στα παιδιά, και κυρίως στα μικρά παιδιά, βιβλία χωρίς εικόνες. Βλέπω τα δικά μου παιδιά, θυμάμαι τον εαυτό μου πιτσιρικά. Όταν ο πατέρας μου μας διάβαζε το κείμενο, κολλούσα πάνω στις εικόνες. Η ιστορία γινόταν πιο πιστευτή κι έφτιαχνα με το μυαλό μου τις υπόλοιπες σκηνές, εκείνες που περιγράφονταν, αλλά δεν ήταν εικονογραφημένες. 


    "Ο Μπουφές" (Παλαιοπωλείο Μαρτίνος, 2014)

    Η εικόνα ασκεί μιας μορφής διαπαιδαγώγηση. Μπορεί μέσα από το έργο ενός εικονογράφου να καλλιεργηθεί στο παιδί η ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου;

    Α, τώρα μου βάζεις δύσκολα. Τη διαπαιδαγώγηση ως προς τις εικόνες την αντιλαμβάνομαι περισσότερο από την αισθητική πλευρά. Τα παιδιά να είναι σε θέση να εκτιμήσουν μια καλή εικονογράφηση, όπως αργότερα θα μπορούν να εκτιμήσουν την τέχνη. Και φυσικά, τα παιδιά πρώτα έλκονται από βιβλία με ποιοτική εικονογράφηση και κατόπιν διαβάζουν (ή τους διαβάζουν) το κείμενο.
    Μια εικόνα μπορεί να περάσει πολλά μηνύματα: ένα συναίσθημα, μια ατμόσφαιρα. Αλλά συνήθως η ανάγνωσή της σχετίζεται με τις αντιλήψεις του καθενός. Σίγουρα υπάρχουν εικόνες που μπορεί να αφυπνίσουν τα παιδιά αναφορικά με τα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου, αλλά κρύβονται και παγίδες. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος, προκειμένου να περάσεις κάποιο μήνυμα, να γίνεις διδακτικός, αντί να αφήσεις τον αναγνώστη να φτάσει μόνος του στα μηνύματα που θέλεις να αποδώσεις. Αυτό ισχύει τόσο για τις εικόνες όσο και για τα κείμενα.

    Πιστεύεις ότι η παιδική λογοτεχνία πάσχει από διδακτισμό;

    Νομίζω ότι πότε πότε πάσχει. Πολλά παιδικά βιβλία γίνονται διδακτικά, συχνά με πολύ άμεσο, μασημένο τρόπο. Κείμενα που τελικά δεν δίνουν στο παιδί την ευκαιρία να βγάλει από μόνο του τα συμπεράσματα περί αξιών. Θυμάμαι μια συλλογή με τους Μύθους του Αισώπου που είχαμε μικροί, όπου στο τέλος κάθε μύθου έγραφε με μεγάλα γράμματα "ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΔΓΜΑ: μπλα μπλα μπλα". Σαν τις λύσεις στα σταυρόλεξα. Αυτό μάλιστα, τίμιο. Το έμμεσο, που τελικά δεν είναι έμμεσο, το βρίσκω προβληματικό. Από την άλλη, δεν έχω τη συνταγή. Πάντα κάτι προσπαθώ να πω με τις εικόνες ή τις λέξεις, αλλά δεν είμαι σίγουρος πως το πετυχαίνω. Μπορεί να βγαίνει κάτι άλλο, διαφορετικό. Ας  βγάλει ο καθένας το δικό του συμπέρασμα, το δικό του δίδαγμα... Ελπίζω πως όλα κάπου θα συγκλίνουν.


    "Παραμύθια με την Ξένια" 

    Υπάρχουν αρκετά “παιδικά” βιβλία που συγκινούν περισσότερο τους ενήλικες παρά τα παιδιά. Το βιβλίο σου Μπαμπά να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι; ξεχώρισε, πάντως, για την ειλικρίνεια και το χιούμορ του. 

    Για την ιστορία Μπαμπά να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι; κάποιοι φίλοι μου είπαν πως απευθύνεται κυρίως σε μεγάλους. Ίσως να έχουν δίκιο. Δεν ήταν αυτός ο στόχος μου. Αλλά δεν ήταν και κάτι που με απασχόλησε, ομολογώ. Ο τίτλος είναι μια φράση της κόρης μου όταν ήταν έξι. Ήθελε κατοικίδιο και της είχα πει φαίνεται το είχα ξεχάσει– ότι έχουμε πολλά μυρμήγκια στην κουζίνα και θα μπορούσε να πάρει ένα και να το βγάζει βόλτα στο πάρκο, και γελούσαμε. Αργότερα λοιπόν προσπάθησα να γράψω μια ιστορία γι' αυτό. Και να μπω στη θέση του παιδιού. Παράλληλα όμως, το ζούσα και από τη θέση του γονέα. Με μια δόση υπερβολής.  Πιστεύω, για να υποστηρίξω το βιβλίο, πως ανάλογα με την ηλικία έχεις και μια διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας. Και πραγματικά ευχαριστώ τις εκδόσεις Μάρτης που με εμπιστεύτηκαν και το αγκάλιασαν, γιατί θέλει και λίγη τόλμη για να το υποστηρίξεις. Σκύλο, επειδή θα αναρωτιέσαι, δεν έχουμε αποκτήσει πάντως. Ακόμα.


    Art Athina 2018

    Ποια είναι η θέση του βιβλίου στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο; Πώς βλέπεις το μέλλον του;

    Α, πονεμένη ιστορία. Και το λέω εγώ, που διάβαζα ελάχιστα όταν ήμουν παιδί. Μόνο κάτι Μίκυ Μάους στις διακοπές που, να πω την αλήθεια, τα βαριόμουν κιόλας. Aλλά ήταν της μόδας, τα διάβαζαν οι φίλοι μου. Βλέπω τα παιδιά σήμερα. Πού να διαβάσουν; Αν βρουν οθόνη μπροστά τους, δεν ξεκολλάνε. Έχει και τα καλά του υποθέτω. Ας πούμε, το πλούσιο λεξιλόγιο από την τόση πληροφορία. Τα υπόλοιπα καλά του τα ψάχνω.  Θέλω να πιστεύω όμως πως τα καλά βιβλία, οι προσεγμένες εκδόσεις, έχουν ακόμα τη γοητεία τους και για τα παιδιά. Στο κρεβάτι, πριν σβήσει το φως το βράδυ, αν το συνηθίσουν, είναι η τέλεια συντροφιά. Πολύ ρομαντικό, ε;

    Έχεις κάτι καινούργιο στα σκαριά;

    Λοιπόν, τίποτα και κάτι. Τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκα με την συμμετοχή μου στην Art Athina 2019, με την γκαλερί αγκάθι-κartάλος[5]. Οι εκδόσεις Μάρτης έχουν κανονίσει μερικές παρουσιάσεις του βιβλίου με το μυρμήγκι σε κάποια βιβλιοπωλεία, που αν και ντρέπομαι, μου κάνει πολύ κέφι. Έχω ένα παραμύθι που είναι έτοιμο, γραμμένο και εικονογραφημένο, κι έχω γράψει άλλες δύο μικρές ιστορίες. Όλα προς συζήτηση είναι. Έχω όμως, ευτυχώς, και κάποιες οικοδομές που τρέχουν, και οφείλω να τους δώσω προτεραιότητα. Αυτή είναι η δουλειά μου άλλωστε. Την εικονογράφηση θέλω να τη βλέπω σαν χόμπι. Να με ξεκουράζει και να διασκεδάζω.

    ***

    [1] Φίλιππος Φωτιάδης,  Ζαφείρης Κοντοπίθαρος, Μίλητος, Αθήνα 2011.
    [2] Ξένια Καλογεροπούλου, Παραμύθια με την Ξένια, Μάρτης, Αθήνα 2016.
    [3] Φίλιππος Φωτιάδης, Μπαμπά, να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι;, Μάρτης, Αθήνα 2019.
    [4] Μιχάλης Μουλάκης, Ένα κίτρινο φύλλο, Ίκαρος, Αθήνα 2017.
    [5] Η έκθεση Art Athina 2019 θα πραγματοποιηθεί στο Ζάππειο Μέγαρο και θα διαρκέσει από τις 13 έως τις 16 του Σεπτέμβρη. 
    [6] Για το έργο του Φίλιππου Φωτιάδη ρίξτε μια ματιά εδώ

    Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

    Μικρή πατρίδα

    Ρουάντα: Η χώρα των χίλιων λόφων

    Μου έχει γίνει εμμονή η επιστροφή. Την αναβάλλω επ’ αόριστον, τη μεταθέτω συνεχώς για αργότερα. Φοβάμαι να ξαναβρώ αλήθειες βαθιά κρυμμένες, εφιάλτες που τους έχω αφήσει στο κατώφλι της γενέτειράς μου. Είκοσι χρόνια τώρα επιστρέφω· τη νύχτα στα όνειρά μου, τη μέρα στις ονειροπολήσεις μου· στη γειτονιά μου, σ’ εκείνο το αδιέξοδο όπου ζούσα ευτυχισμένος με την οικογένειά μου και τους φίλους μου. Τα παιδικά μου χρόνια μού έχουν αφήσει σημάδια που δεν ξέρω τι να τα κάνω. Τις καλές μέρες, λέω στον εαυτό μου πως απ’ αυτά αντλώ τη δύναμη και την ευαισθησία μου. Όταν, όμως, πιάνω πάτο, θεωρώ πως αυτά είναι ο λόγος που δεν μπορώ να προσαρμοστώ στον κόσμο. 

    Στη Μικρή πατρίδα του Γκαέλ Φάιγ ο Γκαμπριέλ, ενήλικας πια, προσπαθεί να θυμηθεί τα παιδικά του χρόνια στο Μπουρούντι. Ο πατέρας του είναι Γάλλος που βρέθηκε τυχαία στην Αφρική για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Η μητέρα του, “ψηλή σαν κυπαρίσσι, με εβένινη επιδερμίδα και μάτια γαζέλας”, κατάγεται από τη Ρουάντα και ανήκει στη φυλή των Τούτσι. Εγκατέλειψε την πατρίδα της μια νύχτα σφαγής, με τη φωτιά να καίει πίσω της το πατρικό της σπίτι. 

    Στον Κρατικό Συνοικισμό, οι γείτονες ήταν, ως επί το πλείστον, από τη Ρουάντα κι είχαν εγκαταλείψει τη χώρα τους για να γλιτώσουν από τους σκοτωμούς, τις σφαγές, τους πολέμους, τους διωγμούς, τις εκκαθαρίσεις, τις καταστροφές, τις πυρκαγιές, τις μύγες τσε τσε, τις λεηλασίες, τις φυλετικές διακρίσεις, τους βιασμούς, τα εγκλήματα, τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Όπως κι η οικογένεια της μαμάς, είχαν αφήσει πίσω τους αυτά τα προβλήματα για να βρουν μπροστά τους άλλα προβλήματα στο Μπουρούντι –τη φτώχεια, τον αποκλεισμό, το ότι ανήκαν στη μειονότητα, την ξενοφοβία, την απόρριψη, τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, την κατάθλιψη, τη νοσταλγία για την πατρίδα, τη νοσταλγία γενικότερα. Προβλήματα προσφύγων.


    Ο Γκαμπριέλ θυμάται το ειδυλλιακό τοπίο της πατρίδας του όπως το έζησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990: τα πολύχρωμα κολιμπρί να μαζεύουν νέκταρ από κατακόκκινους ιβίσκους, τους γερανούς να κάνουν περίπατο στις σκιές δέντρων, τα κλαδιά που λύγιζαν από τις μπανάνες, τα ζουμερά μάνγκο. 

    Το διαζύγιο των γονιών του ήταν το πρώτο πλήγμα στον παράδεισο των παιδικών χρόνων. Σ' αυτό τον οικογενειακό πόλεμο η μητέρα του δεν μπορούσε να συγχωρέσει στον σύζυγό της τις ευρωπαϊκές του "συνήθειες": να ρεμβάζει τους ειδυλλιακούς λόφους χωρίς να αναλογίζεται τη φτώχεια των ανθρώπων που τους κατοικούν, να θαυμάζει τις όμορφες λίμνες της αφρικανικής χώρας χωρίς να νοιάζεται για το μεθάνιο που αναπαύεται στα νερά τους. Στο πρόσωπό του έβλεπε έναν προνομιούχο που άφησε την Ευρώπη για να ζήσει τη μαγεία της Αφρικής. Ένα κακομαθημένο παιδί της Δύσης που αναζητά μια επικράτεια για να επεκτείνει τα όνειρά του. 

    Ένα ειδησεογραφικό κανάλι προβάλλει εικόνες από ανθρώπους που εγκαταλείπουν εμπόλεμες ζώνες. Κοιτάζω τις πρόχειρες βάρκες τους που προσεγγίζουν το ευρωπαϊκό έδαφος. Τα παιδιά τα οποία βγαίνουν από μέσα είναι κοκαλωμένα απ’ το κρύο, πεινασμένα, αφυδατωμένα. Παίζουν τις ζωές τους στο γήπεδο της παράνοιας του κόσμου. [...] Κανένας δεν θα πει τίποτα για τη χώρα που κουβαλάνε μέσα τους. Η ποίηση δεν είναι πληροφορία. Κι όμως, η ποίηση είναι το μοναδικό πράγμα που ένα ανθρώπινο ον θα συγκρατήσει απ’ το πέρασμά του πάνω στη γη.


    Τον πόλεμο στην οικογένεια ακολουθούν οι εμφύλιοι πόλεμοι στο Μπουρούντι και τη Ρουάντα. Μια σκληρή διαμάχη ανάμεσα στους Χούτου και τους Τούτσι θα στοιχίσει τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Το πάρτι γενεθλίων του Γκαμπριέλ επισφραγίζει επισήμως το τέλος της παιδικής ηλικίας. Όλα είναι διαφορετικά έξω από το κουκούλι της. Πόσο εύκολο μπορεί να είναι για ένα παιδί να συγχωρέσει την εγκατάλειψη της συζυγικής εστίας από την ίδια του τη μητέρα; Πόσο μπορεί να αντισταθεί στη στοργική επιμονή του πατέρα του να τον κρατά μακριά από κάθε είδους πληροφόρηση όταν οι φίλοι του αρχίζουν να οργανώνονται σε ένοπλες συμμορίες και να αναλαμβάνουν δολοφονική δράση εναντίον των Χούτου της περιοχής; 

    Σε λίγο τα γενέθλιά μου θα τελείωναν· απολάμβανα αυτό το λεπτό που προηγήθηκε της βροχής, αυτήν τη στιγμή της μετέωρης ευτυχίας, όπου η μουσική ζευγάρωνε με τις καρδιές μας, γέμιζε το κενό ανάμεσά μας, υμνούσε την ύπαρξη, το τώρα, την αιωνιότητα των έντεκα χρόνων μου, εδώ, κάτω από τον επιβλητικό φίκο των παιδικών μου χρόνων· κι εκείνη τη στιγμή ήξερα βαθιά μέσα μου πως όλα, εντέλει, στη ζωή θα έφτιαχναν.

    Στη Ρουάντα οι Χούτου θέλουν να αφανίσουν τους Τούτσι, να μη μείνει κανένας τους ζωντανός. Τους αποκαλούν "κατσαρίδες", τους εξοντώνουν. Τα θύματα θα ξεπεράσουν τις 700.οοο, με τις γυναίκες και τα παιδιά να πρωταγωνιστούν σε μια από τις μεγαλύτερες γενοκτονίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι Τούτσι που ζουν στο Μπουρούντι αναλαμβάνουν τα αντίποινα και ο εμφύλιος σπαραγμός αρχίζει κι εκεί. 

    Οι λευκοί θα καταφέρουν να εφαρμόσουν τα μακιαβελικά τους σχέδια. Μας επέβαλαν το Θεό τους, τη γλώσσα τους, τη δημοκρατία τους. Σήμερα, στα δικά τους νοσοκομεία νοσηλευόμαστε και στα δικά τους σχολεία στέλνουμε τα παιδιά μας να σπουδάσουν. Οι νέγροι είναι όλοι τους ανόητοι και άχρηστοι. 

    Για τον Γκαμπριέλ και όλα τα προνομιούχα παιδιά των καλών συνοικιών, ο πόλεμος ήταν ακόμη απλώς μια λέξη. Η ζωή τους για ένα εύλογο χρονικό διάστημα συνεχιζόταν όπως και πριν: τους απασχολούσαν τα πάρτι, τα φλερτ, οι μάρκες ρούχων, η μόδα.

    Ο πόλεμος, δίχως να του το ζητάμε, αναλαμβάνει πάντα να μας βρει εχθρό. Εγώ, που ήθελα να παραμείνω ουδέτερος, δεν μπόρεσα. Είχα γεννηθεί μαζί με την ιστορία αυτήν. Κυλούσε στο αίμα μου. Της ανήκα. 

    Στη Ρουάντα ο πόλεμος κράτησε τρεις μήνες και οι Τούτσι εξοντώθηκαν. Δεκάδες χιλιάδες ήταν τα θύματα της γενοκτονίας. Η Γαλλία πήρε την πλευρά των συμμάχων της, των Χούτου, και απ’ αυτή την άποψη φέρει μεγάλες ευθύνες για τη γενοκτονία. Η μητέρα του αφηγητή φεύγει αμέσως για την πατρίδα της να αναζητήσει τους συγγενείς της, αλλά τους βρίσκει αποτεφρωμένους. Ό,τι απέμεινε απ' τις σάρκες τους έχει κολλήσει στα πλακάκια του πατρικού της σπιτιού. Η Ρουάντα δεν υπήρχε πια. Ήταν ένας τάφος ανοιχτός κάτω απ’ τον ουρανό.


    Καθημερινά ο κατάλογος των νεκρών μεγάλωνε, η Ρουάντα είχε μετατραπεί σ’ ένα απέραντο κυνηγετικό πεδίο στο οποίο το θήραμα ήταν ο Τούτσι. Ένα ανθρώπινο ον που γεννήθηκε, ένοχο που ζούσε. Ένα ζωύφιο στα μάτια των δολοφόνων, μια κατσαρίδα που έπρεπε να τη λιώσουν.

    Η μητέρα του Γκαμπριέλ επέστρεψε στο Μπουρούντι πεζή, ρακένδυτη και μισότρελη. Κάθε βράδυ, με μια φωνή που ερχόταν από τα έγκατα της γης, ψιθύριζε στα παιδιά της το δράμα της οικογένειάς της, ενώ εκείνα προσπαθούσαν με νύχια και με δόντια να παραμείνουν παιδιά. "Το πρώτο που σου παίρνει ο πόλεμος είναι η παιδική σου ηλικία". Κι όμως, μέχρι το τέλος, ο αφηγητής προσπαθεί να κρατήσει μέσα του ζωντανό τον παράδεισό της. Τότε που καβάλα σε μια σχεδία κατηφόριζε με τους φίλους του τα γαλαζοπράσινα νερά της λίμνης Τανγκανίκα.

    Σ' αυτή τη Μικρή πατρίδα ο λυρισμός και η κομψότητα της φύσης αναμετριούνται με την πιο σκληρή ιστορική πραγματικότητα. 
    ***

    [1] Αμέσως μετά τη γενοκτονία ειδικοί στη Ρουάντα δημιούργησαν χιλιάδες δικαστήρια με σοφούς από κάθε κοινότητα, που στη γλώσσα τους λέγονταν “σοφοί που μισούν την ανεντιμότητα”, για να καταφέρουν  μια -έστω εύθραυστη- εθνική συμφιλίωση. 
    [2] Gael Faye, Μικρή πατρίδα (μτφρ: Γιάννης Στρίγκος), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2017.