Τρίτη 22 Μαΐου 2018

Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Χρήστος Κούρτογλου


Ο Χρήστος Κούρτογλου  έχει ασχοληθεί με την τέχνη του εξωφύλλου και της αφίσας, έχει αναλάβει στο παρελθόν τα εικαστικά του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου, αλλά έγινε ευρύτερα γνωστός με τα εξώφυλλα που φιλοτέχνησε για τη σειρά σύγχρονης πεζογραφίας των εκδόσεων Ίκαρος. Ευτυχώς που δεν έγινε κοινωνιολόγος και σήμερα κρατάμε στα χέρια μας μερικά από τα πιο καλαίσθητα βιβλία των τελευταίων ετών.
 
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου. Πότε ξεκίνησες να ζωγραφίζεις, πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το σχέδιο;

Μικρός ζωγράφιζα μεν αλλά δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πιο πολύ μου άρεσε το ποδόσφαιρο. Μεγαλύτερος άρχισα να ανακαλύπτω ότι έχω μια κλίση. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, στο τμήμα Κοινωνιολογίας, και με τον ελεύθερο χρόνο που είχα ως φοιτητής, ασχολήθηκα πολύ περισσότερο με το σχέδιο, τόσο ώστε να πάρω την απόφαση πως κάτι τέτοιο πρέπει να κάνω στη ζωή μου. Έτσι ξεκίνησα με τη γραφιστική, ως πιο άμεσο επαγγελματικά, πήγα σε μια δημόσια σχολή και άρχισα να δουλεύω. Η εικονογράφηση προέκυψε στην πορεία, δεν τη σπούδασα, πειραματίστηκα με τα στυλ και τα υλικά και άρχισα να ανεβάζω διάφορες εικόνες, στο flickr τότε. Σιγά σιγά ήρθαν τα πρώτα commissions.

Στη χώρα μας υπάρχει δυνατότητα βιοπορισμού από την εικονογράφηση; 

Δεν ξέρω πώς ήταν παλιότερα, εγώ δουλεύω ως αυτοαπασχολούμενος εδώ και πέντε-έξι χρόνια περίπου. Είναι δύσκολα γιατί οι ελληνικές παραγωγές που αφορούν την εικονογράφηση είναι λίγες. Για παράδειγμα, λείπει σε μεγάλο βαθμό το κομμάτι του editorial illustration που έξω είναι αρκετά διαδεδομένο. Αν προσθέσεις τους φόρους και την ασφάλιση, τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ.

Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας μια ξεχωριστή εμπειρία στον σχεδιασμό ενός εξωφύλλου;

Το πρώτο βιβλίο που κάναμε στον Ίκαρο ήταν η "Ιδιοπάθεια" και θυμάμαι πως είχα αγχωθεί πολύ γιατί γινόταν πραγματικότητα κάτι που ήθελα καιρό. Είχα κάνει 5-6 διαφορετικά εξώφυλλα, αλλά δεν τους τα έδειχνα γιατί δε μου άρεσε κανένα. Ήταν όλα χάλια. Αποφάσισα να το αφήσω μερικές μέρες και μετά απλώς έκατσα και το έφτιαξα. Τη διαδικασία αυτή την ακολουθώ ακόμα, ήταν ένα μάθημα. Όταν κολλάς, καλό είναι να αφήνεις μια απόσταση και να το ξαναβλέπεις με άλλο μάτι, αν υπάρχει και η χρονική δυνατότητα φυσικά.

Ετοιμάζεις κάτι αυτόν τον καιρό;

Δουλεύω σε παιδικά βιβλία το τελευταίο διάστημα. Ήθελα καιρό να ασχοληθώ πιο εκτεταμένα με το παιδικό γιατί πιστεύω πως μου ταιριάζει. Έχω ήδη κάνει δύο για τις εκδόσεις Πατάκη και τώρα δουλεύω και ένα τρίτο. Θα βγουν σύντομα πιστεύω.

Στα έργα σου μπορεί να διακρίνει κανείς επιδράσεις μοντερνιστών που ασχολήθηκαν με το ντιζάιν και τη γραφιστική τέχνη, όπως ο Paul Rand ή ο Alvin Lustig. Από ποιους καλλιτέχνες έχεις εμπνευστεί; Υπάρχει κάποια τάση ή κίνημα στην τέχνη που σε έχει επηρεάσει περισσότερο;  

Όταν ξεκινούσα, το νταντά ήταν η βασική επιρροή μου. Στην πορεία, μελέτησα όλα τα κινήματα του μοντερνισμού και τους ζωγράφους τους, όπως και τους σχεδιαστές που αναφέρεις. Επίσης όλοι οι σύγχρονοι εικονογράφοι που μου αρέσουν και παρακολουθώ είναι κι αυτοί ξεκάθαρα επηρεασμένοι απ’ αυτά τα κινήματα. Πιστεύω πως ο 20ός αιώνας θα μείνει στην ιστορία της ανθρωπότητας ως μια ανεπανάληπτη περίοδος σε όλες τις τέχνες, εφαρμοσμένες και μη.

Έχεις εκφράσει σε συνεντεύξεις σου την εκτίμησή σου για τους Πολωνούς καλλιτέχνες. Πιστεύεις ότι υπάρχει κάτι που τους κάνει να ξεχωρίζουν στην τέχνη της αφίσας; 

Ναι, τους μελέτησα αρκετά στην αρχή. Στο εξώφυλλο βιβλίου επίσης, όχι μόνο στην αφίσα. Ξεχώριζαν για τη δυναμικότητα των συνθέσεων και τη δυνατή ιδέα. Αυτό που προσπάθησα ουσιαστικά να κάνω ήταν να χρησιμοποιήσω τη λογική τους στην εικονογράφηση σε συνδυασμό με πιο σύγχρονα στησίματα και τη χειροποίητη τυπογραφία που βλέπεις πολύ στους σύγχρονους Αμερικανούς σχεδιαστές, για παράδειγμα.

Πρόσφατα εικονογράφησες τα “Καράβια”, μια σειρά των εκδόσεων Ίκαρος σε κείμενα της Μαρίας Αγγελίδου και του Αντώνη Παπαθεοδούλου. Τι σχέση έχει ένας εικονογράφος με την παιδικότητα; Πόσο καθορίζουν τη δουλειά του οι παιδικές του αναμνήσεις;

Τα δύο πρώτα βγήκαν το 2014 και ήταν τα πρώτα μου παιδικά βιβλία. Δεν ήξερα ακριβώς πως να τα αντιμετωπίσω, οπότε αποφάσισα να αφεθώ εντελώς ελεύθερος. Είναι πολύ δύσκολο να επιστρέψεις με κάποιο τρόπο στην παιδική σου ηλικία για να δεις πώς θα έβλεπες τις εικόνες αυτές. Ακολούθησα το ένστικτό μου. Τα παιδιά δεν είναι δύσκολοι δέκτες, ερεθίσματα θέλουν. Αν τους δείχνεις πιο συχνά κάτι πιο περίεργο απ’ αυτό που έχουν συνηθίσει, θα το δεχτούν. Οι μεγάλοι δυσκολεύονται. Όσον αφορά την παιδικότητα, είναι μάλλον θέμα προσωπικότητας και χαρακτήρα, και είναι σίγουρα καλό να την έχεις αν κάνεις αυτή τη δουλειά, γιατί “βλέπεις” τη μαγική εικόνα πιο εύκολα.


Η εικόνα διαμορφώνει τη φαντασία. Όταν ζωγραφίζεις, σκέφτεσαι ότι οι εικόνες θα ζωντανέψουν στη φαντασία των παιδιών;

Μ' αυτό ξεκινάω, γι’ αυτό και δε θέλω να είναι τόσο ρεαλιστικές οι εικόνες. Τα βιβλία είναι ένας μαγικός τόπος για τα παιδιά, αλλά και για όλους μας. Έχουν και έχουμε την ανάγκη να ζωντανεύει. Μίλησα σ' ένα δημοτικό σχολείο πρόσφατα για τα Καράβια και ένα κοριτσάκι μού είπε πως διαβάζοντας το πρώτο βιβλίο δεν καταλάβαινε ακριβώς τι έδειχναν οι εικόνες, αλλά της άρεσαν πολύ. Φτάνοντας στο δεύτερο άρχισε να τις καταλαβαίνει. Μου φάνηκε πολύ όμορφο. Της είπα πως παρόμοιες εικόνες έχουν και τα δύο, συνήθισε απλώς να τις βλέπει και ζωντάνεψε η φαντασία της.

Έχεις αναλάβει τα τελευταία χρόνια τον σχεδιασμό των εξωφύλλων της σειράς σύγχρονης πεζογραφίας των Εκδόσεων Ίκαρος. Πρόκειται για μια δουλειά που σε μεγάλο βαθμό ανανέωσε τη φυσιογνωμία ενός κλασικού εκδοτικού οίκου. Για σένα το εξώφυλλο ενός βιβλίου αποτελεί κριτήριο για την επιλογή του; Υπάρχει κάποιο βιβλίο, λογοτεχνικό ή μη, του οποίου θα ήθελες να είχες σχεδιάσει το εξώφυλλο;

Δε λειτουργεί ακριβώς σαν κριτήριο για να το αγοράσεις –αν και αρκετοί μου έχουν πει πως το κάνουν και είναι κάτι που με τιμά ιδιαίτερα, είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Η λειτουργία του, ωστόσο, θα σε προκαλέσει να το πιάσεις στα χέρια σου ανάμεσα σε τόσα άλλα που βλέπεις. Εκτός αυτού, υπάρχουν ευτυχώς και κάποιοι εκδοτικοί που καταλαβαίνουν πως μια έκδοση αποτελεί μια εμπειρία που πρέπει να είναι στο σύνολό της προσεγμένη. Θα ήθελα να σχεδιάσω κάτι του Μπόρχες, αφενός γιατί μου αρέσει και αφετέρου γιατί θεωρώ πρόκληση την απόδοσή του σε εικόνα.

Η εικόνα ασκεί σίγουρα μιας μορφής διαπαιδαγώγηση. Μπορεί μέσα από το έργο ενός εικονογράφου να καλλιεργηθεί στο παιδί η ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου; 

Έχουμε αυτή τη δύναμη στα χέρια μας, αλλά προφανώς δεν αρκεί αν δεν την υποστηρίζει όλο το εκδοτικό σύστημα. Πρέπει να υπάρχουν αντίστοιχα κείμενα και οι εκδοτικοί να θέλουν να τα εκδώσουν. Η εικόνα στο ίντερνετ ή στον δρόμο λειτουργεί επίσης με τέτοιο τρόπο, αλλά δεν αρκεί γιατί είναι στιγμιαία. Κατά τη γνώμη μου, βέβαια, τέτοια κείμενα θα πρέπει να διδάσκονται και στα σχολεία. Δεν έχουν όλα τα παιδιά τη δυνατότητα να αγοράζουν βιβλία.

Ποια είναι η θέση του βιβλίου στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο; Πώς βλέπεις το μέλλον του;

Το ψηφιακό έχει πολλές και εντυπωσιακές δυνατότητες που δεν τις έχουμε εκμεταλλευτεί ακόμα. Ένα απλό κείμενο σε e-book δε λέει και τίποτα, εκτός από το ότι είναι βολικό. Δε θεωρώ πάντως πως αποτελεί απειλή για το παραδοσιακό βιβλίο, γιατί πρόκειται για διαφορετικές εμπειρίες και νομίζω θα πορευτούν μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τώρα, σε πολύ βάθος χρόνου κανείς δεν μπορεί να ξέρει.

Παρατηρείς τα τελευταία χρόνια πως η εικονογράφηση στρέφεται προς νέες κατευθύνσεις, π.χ. κολάζ, ναΐφ, νέα υλικά κλπ.; Πώς εξηγείς τη δική σου προτίμηση για το κολάζ;

Νέες κατευθύνσεις φαινομενικά, γιατί στη σύγχρονη εικονογράφηση βλέπεις παντού τον Ματίς ή τον Σαγκάλ, για παράδειγμα. Αυτό καλό είναι φυσικά, γιατί όντως τα τελευταία χρόνια ξεφύγαμε κάπως από την κλασική εμπορική εικονογράφηση. Ειδικά στα παιδικά, βλέπεις φανταστικά πράγματα. Για μένα είναι απλώς ο τρόπος που με βολεύει να δουλεύω, γιατί μου αρέσει να παίζω με τις συνθέσεις και τις υφές κι αυτό το προσφέρει το κολάζ. Ποτέ δεν ακολουθώ αυστηρά το αρχικό σκίτσο μου. Παρόλα αυτά, επειδή μου αρέσει και να εξελίσσομαι, αρχίζω να εντάσσω περισσότερο το σχέδιο τελευταία, συνδυαστικά με το κολάζ . Θα δούμε πώς θα πάει.

***

[1] Για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τον Χρήστο Κούρτογλου, ρίξτε μια ματιά εδώ

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

Ο επαναστατημένος άνθρωπος

 "Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε".
  
Επαναστατημένος είναι ο άνθρωπος που λέει "όχι", υποστηρίζει ο Καμύ. Αρνείται, αλλά δεν παραιτείται. Το "όχι" του σημαίνει πως συνειδητοποιεί το δικαίωμα να μην καταπιέζεται. Μέχρι να αποκτήσει επίγνωση αυτού του δικαιώματος, βρισκόταν σε απελπισία. Με την επανάσταση ο εξεγερμένος ξεπερνά το παράλογο  και ταυτίζεται με ένα αγαθό, ένα όλον, μια αξία που δεν αφορά μόνο τη δική του μοίρα, αλλά και των άλλων. Επαναστατώ σημαίνει λέω "όχι" στην καταπίεση και τη μοναξιά, και εδώ έγκειται η διαφορά μεταξύ εξέγερσης και μνησικακίας. Στην εξέγερση ο πόνος του ενός γίνεται συλλογικός. Ο επαναστάτης δεν επαναστατεί ενάντια στον αφέντη του, αλλά ενάντια στους αφέντες όλων των σκλάβων: “Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε”. 
[Τ]ο επαναστατικό πνεύμα εκφράζεται δύσκολα σε κοινωνίες όπου οι ανισότητες είναι πολύ μεγάλες (καθεστώτα με ινδικές κάστες) ή, αντίθετα, σ' εκείνες όπου η ισότητα είναι απόλυτη (κάποιες πρωτόγονες κοινωνίες). Στο κοινωνικό σύνολο, το επαναστατικό πνεύμα μπορεί να υπάρξει μόνο σε ομάδες στις οποίες η θεωρητική ισότητα καλύπτει μεγάλες πραγματικές ανισότητες.

Η μεταφυσική εξέγερση διαφέρει από την ιστορική. Είναι καθολικότερη, με την έννοια ότι αμφισβητεί τους σκοπούς του ανθρώπου και της δημιουργίας. Ο μεταφυσικός επαναστάτης πιστεύει ότι η έμφυτη δικαιοσύνη που τον χαρακτηρίζει έρχεται σε αντίθεση με την αδικία που κυβερνά τον κόσμο. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει ο Προμηθέας πρώτα, κι ύστερα ο Χριστός, γιατί θέλησε να νικήσει το κακό και τον θάνατο. Εδώ όμως ο Καμύ εντάσσει και τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, του οποίου η εξέγερση είναι διπλή: ενάντια στη φυσική τάξη του κόσμου και ενάντια στον εαυτό του. Ο ντε Σαντ αρνείται τον άνθρωπο και την ηθική του στο όνομα ενός σεξουαλικού ενστίκτου που κυβερνά και ορίζει τα πάντα. Ονειρεύεται μια δημοκρατία όπου θα δικαιολογείται κάθε έκλυση ηθών, κάθε κλοπή, κάθε συκοφαντία, κάθε δολοφονία, και κυβερνήτης του σύμπαντος θα είναι ο πόθος. Η ακολασία είναι η πιο αχαλίνωτη εξέγερση.

Μεταφυσικοί επαναστάτες χαρακτηρίζονται και οι ρομαντικοί ήρωες, καθότι μοιραίοι: "ο ρομαντικός ήρωας, για να πολεμήσει το κακό, μια και κρίνει τον εαυτό του αθώο, απορρίπτει το καλό και γεννά πάλι το κακό". Μπορεί, δηλαδή, να νοσταλγεί το καλό, αλλά αισθάνεται υποχρεωμένος να διαπράξει το κακό. Χαρακτηρίζεται, έτσι, από ένα είδος μηδενισμού και δικαιολογεί το έγκλημα. Στους μεταφυσικούς επαναστάτες προβάλλει η φιγούρα του Ιβάν Καραμαζόφ.

Ο Ιβάν μάς προσφέρει μόνο το αλλοιωμένο μες στην απελπισία πρόσωπο του επαναστάτη, ανίκανου για δράση, διχασμένου ανάμεσα στην ιδέα της αθωότητάς του και τη θέληση του εγκλήματος. Μισεί τη θανατική ποινή, γιατί είναι η απεικόνιση της ανθρώπινης μοίρας, και συνάμα βαδίζει προς το έγκλημα. Παίρνοντας το μέρος των ανθρώπων, συμμερίζεται τη μοναξιά τους. Με αυτόν, η εξέγερση της λογικής καταλήγει στην τρέλα.

Ο μηδενισμός οδηγεί τον αναγνώστη στον Νίτσε και τον θάνατο του Θεού. Η ηθική είναι η τελευταία όψη του Θεού και πρέπει να καταστραφεί. Για να (ξανα)υπάρξει Θεός, πρέπει ο άνθρωπος να αποφασίσει να δράσει και, προτού δράσει, να αναγάγει τη μη πίστη σε μέθοδο εξέγερσης. Ο Νίτσε πιστεύει ότι ο Θεός πέθανε γιατί ο χριστιανισμός τον εκκοσμίκευσε και ο σοσιαλισμός είναι ένας εκφυλισμένος χριστιανισμός όπου η ισότητα των ψυχών αντικαθίσταται από την ισότητα των ανθρώπων. Ο άνθρωπος καλείται να γκρεμίσει αξίες και να χτίσει νέες, να δημιουργήσει έναν νέο Θεό. 
 
Το κεφάλαιο των μεταφυσικών επαναστατών τελειώνει με τους ποιητές: απ' τη μια τους ρομαντικούς και απ' την άλλη τους υπερρεαλιστές. Ο υπερρεαλισμός, παιδί του ντανταϊσμού στις αρχές του, έχει ρομαντικές καταβολές και χαρακτηρίζεται από έναν "αναιμικό δανδισμό": χιούμορ, παράλογο, σαμποτάζ, ανυποταξία, είναι μερικές από τις αγάπες αυτών των "μηδενιστών του σαλονιού" που, όπως και οι ρομαντικοί, αναζητούν έναν κανόνα δομής στην παραφροσύνη. Ωστόσο, η επανάσταση για τους υπερρεαλιστές δεν είναι  δράση. Είναι παρηγοριά. Επανάσταση εδώ σημαίνει αγάπη για τον άνθρωπο που δεν έχει υπάρξει ακόμη. 
 
Ο μεταφυσικός επαναστάτης είναι ένας "αντίζηλος του πλάστη", που θέλει να γκρεμιστούν όλα και στη θέση τους να χτιστεί το βασίλειο τη δικαιοσύνης. Ώσπου η απόλυτη ελευθερία μετατρέπεται σε μια φυλακή καθηκόντων. "Επαναστατώ, άρα υπάρχουμε. Και υπάρχουμε μόνοι".


Στην ιστορική εξέγερση συναντάμε τριών ειδών επαναστάτες: τους βασιλοκτόνους, τους θεοκτόνους και τους τρομοκράτες. Ιστορική εξέγερση σημαίνει αγάπη για την ελευθερία -απαραίτητη προϋπόθεση της δικαιοσύνης. Έρχεται καιρός, όμως, που η δικαιοσύνη απαιτεί την αναστολή της ελευθερίας κάποιων και η τρομοκρατία ανανοηματοδοτεί την επανάσταση.
 
[Η] επανάσταση είναι μια προσπάθεια προσαρμογής της πράξης σε μια ιδέα για τη διαμόρφωση του κόσμου, σ' ένα θεωρητικό πλαίσιο. Γι' αυτό η εξέγερση σκοτώνει ανθρώπους, ενώ η επανάσταση καταστρέφει και ανθρώπους και αρχές. 
 
Στους βασιλοκτόνους ανήκουν οι επαναστάτες του 1789. Δε θέλουν απλώς να σκοτώσουν τον βασιλιά, αλλά μια ελέω Θεού βασιλεία, που αποτελούσε προσφυγή για εκείνους που υπέφεραν από την αδικία. Και όσο ο κόσμος προσφεύγει στον βασιλιά, δεν του εναντιώνεται. Τώρα στο όνομα του Κοινωνικού Συμβολαίου τον βασιλιά πρέπει να αντικαταστήσει ο λαός, που εξαναγκάζεται στην ελευθερία. Η ιδεολογία είναι μια νέα θρησκεία που οι Γάλλοι Επαναστάτες προσπαθούν να ταυτίσουν με την Αρετή. Όποιος δεν υποστηρίζει το επαναστατικό δίκαιο είναι προδότης ή ύποπτος. Αφού λοιπόν οι άνθρωποι δεν κατορθώνουν να θεμελιώσουν μια ενότητα, θα το κάνει η λαιμητόμος. Η αστική τάξη νικά, κυβερνά και τρομοκρατεί βάσει αφηρημένων αρχών που πολλές φορές, για να επιβληθούν, αντικαθίστανται από αξίες αντίθετές τους. Τους βασιλοκτόνους του 19ου αιώνα θα διαδεχθούν οι θεοκτόνοι του 20ού, και αποτέλεσμα της θεοκτονίας που επιχειρούν είναι η αντικατάσταση της Εκκλησίας από τη Λογική και του Θεού από το Κράτος. Σ' αυτόν τον κόσμο της απόλυτης κυριαρχίας της λογικής ο Χέγκελ βλέπει τη δυστυχία να αντικαθιστά την κόλαση και την εργασία να αντικαθιστά την προσευχή. Οι ιδεολόγοι προσπαθούν με διάφορους τρόπους να διαπαιδαγωγήσουν τους σκλάβους που δεν είναι ικανοί να διεκδικήσουν την ελευθερία τους. Βέβαια, σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο σκλάβος απελευθερώνεται μόνο αφού κι αυτός με τη σειρά του υποδουλώσει.

Όταν μιλά για τρομοκράτες, ο Καμύ διαχωρίζει την ατομική τρομοκρατία από την κρατική. Στην πρώτη περίπτωση αναφέρεται στους Δεκεμβριστές, στον αγώνα τον ναρόντνικων για την απελευθέρωση των μουζίκων, στους επαναστάτες-τρομοκράτες του 1905 που συναντάμε στους Δίκαιους, στη ρωσική ιντελιγκέντσια, στον Ρασκόλνικοφ, στους τρεις Δαιμονισμένους (Πισάρεφ, Μπακούνιν, Νετσάγεφ), που αρχικά επηρεάζονται από τη γερμανική ιδεολογία μέχρι που ο Μπακούνιν ανακαλύπτει τον γαλλικό σοσιαλισμό και τις αρχές του αναρχισμού, ταυτίζει το Κράτος με το έγκλημα και την επανάσταση με το καλό και αντιδρά σφοδρά σε μια “κυβέρνηση διανοουμένων”.

Η κληρονομιά του Νετσάγεφ και του Μαρξ θα γεννήσει την ολοκληρωτική επανάσταση του 20ού αιώνα και η τρομοκρατία του Κράτους θα καταστρέψει οριστικά το δίκαιο. Ο τρόμος του κράτους είναι άλλοτε παράλογος -τέτοια ήταν η τρομοκρατία που άσκησαν ο ναζισμός και ο φασισμός- και άλλοτε ορθολογικός. 
 
Η προφητεία του Μαρξ είναι επαναστατική γιατί ολοκληρώνει τη διαδικασία άρνησης που άρχισε με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού. Οι Ιακωβίνοι καταστρέφουν την υπερβατικότητα ενός θεού με πρόσωπο, αλλά την αντικαθιστούν με την υπερβατικότητα των αρχών. Ο Μαρξ εδραιώνει το σύγχρονο αθεϊσμό καταστρέφοντας και την υπερβατικότητα των αρχών. 
 
Ο αθεϊσμός καταργεί τον Θεό, ο κομμουνισμός καταργεί την ιδιοκτησία, αλλά οι κοινωνικές ανισότητες εξακολουθούν να υπάρχουν. Το προλεταριάτο υποτίθεται πως έχει στα χέρια του τα μέσα παραγωγής, αλλά δεν ξέρει να τα χρησιμοποιεί για το καλό του, κι έτσι αναδύονται νέοι ιεραρχικοί διαχωρισμοί. Η εργασία ταυτίστηκε με την αθλιότητα και η ποιότητα που θέλησε να εξασφαλίσει ο Μαρξ για τον άνθρωπο δεν κατοχυρώθηκε ποτέ. Η διεκδίκηση της δικαιοσύνης κατέληξε στην αδικία και το έγκλημα έγινε καθήκον. Το προλεταριάτο προδόθηκε, σε άλλες περιπτώσεις από στρατιωτικούς και σε άλλες από διανοούμενους, ο Λένιν αρνήθηκε τον αυθορμητισμό της λαϊκής μάζας και ισχυρίστηκε πως η σοσιαλιστική ιδεολογία έχει ανάγκη από μια επιστημονική βάση που μόνο οι διανοούμενοι μπορούν να προσφέρουν. Τα συμφέροντα του προλεταριάτου, άλλωστε, τα γνωρίζουν καλύτερα αυτοί που δεν είναι προλετάριοι. Το Κράτος, λοιπόν, δεν αφανίστηκε, και μετά την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής νομιμοποιήθηκε μια νέας μορφής δικτατορία. 
 

Τελικά η επανάσταση είναι μια υπόσχεση που δεν εκπληρώνεται ποτέ; Το μέλλον της ταυτίζεται με την τραγωδία του μηδενισμού και τον ακρωτηριασμό του ανθρώπου; Είχε δίκιο ο Καμύ όταν με τον Επαναστατημένο άνθρωπο συμβούλευε τον αναγνώστη να πιστέψει με άλλους τρόπους στο αγαθό της ζωής;

Αντί να πεθαίνουμε για να δημιουργήσουμε τον άνθρωπο που δεν είμαστε, μπορούμε να ζήσουμε και να δίνουμε ζωή για να δημιουργήσουμε αυτό που είμαστε. 

Ο Επαναστατημένος άνθρωπος προκάλεσε τεράστιες αντιδράσεις σε κομμουνιστές, υπαρξιστές, χριστιανούς και στάθηκε μια από τις αφορμές για να διαφωνήσει ο Σαρτρ με τον "αντίζηλό" του. Το κείμενο παραμένει επίκαιρο, διατυπώνει σκέψεις που στην εποχή της κυκλοφορίας του δεν ήταν καθόλου δεδομένες και, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα σπουδαίο μανιφέστο ανθρωπισμού. 


***

[1] Αλμπέρ Καμύ, Ο επαναστατημένος άνθρωπος (μτφρ. Νίκη Καρακίτσου-Douge, Μαρία Κασαμπάλογλου-Roblin), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2013.

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Αλμοδοβαρικές κουζίνες


Κάτι φορές που τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά, θέλω να κλειστώ στην κουζίνα και να ξεχαστώ εκεί μέσα χώνοντας τα χέρια μου σε αλεύρια και ζυμάρια. Στα τόσα σπίτια που άλλαξα, σκέφτομαι πού και πού τις κουζίνες μου. Στην Ικαρία, έβλεπα από το παραθυράκι του νεροχύτη μια μικρή ρεματιά. Στο Λαύριο, ένα μεγάλο πευκόδασος.  Ο ήλιος έδυε κι έκανε τα φαγητά στο τραπέζι του δείπνου να χρυσίζουν. Στο Χαλάνδρι, έναν μικρό πορτοκαλεώνα. Εδώ, τον φωταγωγό.

Μου κόπηκε η ανάσα όταν είδα την κουζίνα στη "Julieta" του Αλμοδοβάρ: τα ψαράκια και τα χτένια στα πλακάκια, το τεράστιο παράθυρο να κοιτάζει τα καϊκάκια στη θάλασσα, η ψωμιέρα, τα φρούτα στο τραπέζι, η αλλόκοτη τσαγιέρα, το ραδιόφωνο. Και μόνο που τη βλέπεις φαντάζεσαι τον εαυτό σου να βάζει έναν σταθμό στο τρανζιστοράκι και να περνά την ημέρα του εκεί μέσα μαγειρεύοντας. 



Στις ταινίες του Αλμοδοβάρ πολύ συχνά σημαντικές αποκαλύψεις γίνονται στις κουζίνες. Και δεν ξέρεις τι να πρωτοκάμεις. Να προσέξεις περισσότερο τους υπότιτλους ή το ονειρικό σκηνικό: τα έπιπλα, τα χρώματα, τα τραπεζομάντιλα, τα κουρτινάκια. 

 
Θυμάμαι και τη γαλάζια κουζίνα στο "Όλα για τη μητέρα μου", αλλά νομίζω πως η ταινία που αποτελούσε πραγματικό ύμνο στην κουζίνα ήταν το "Γύρνα πίσω". Η Πενέλοπε Κρουζ έπλενε πιάτα φορώντας ολόστενες φούστες, μάλλινες ζακέτες και ορθάνοιχτα ντεκολτέ, ικανοποιώντας στερεότυπα και φαντασιώσεις των κινηματογραφόφιλων που αγαπούν τον Αλμοδοβάρ.


Σε μια σκηνή κρατούσε το χασαπομάχαιρο και σκεφτόταν με το βλέμμα της καρφωμένο στο αίμα της ντομάτας...



Από μικρή θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσα να μαζεύεται κόσμος στην κουζίνα του σπιτιού μας. Μου άρεσε γιατί στην κουζίνα ήμασταν κυρίως γυναίκες και μάλιστα όλων των ηλικιών: η μαμά μου, οι αδερφές μου, η γιαγιά. Επίσης, στην κουζίνα δεν ανησυχείς ότι κάποιος ανεπιθύμητος θα μπει και λες μυστικά ευκολότερα. Αν δουλεύει και ο απορροφητήρας και τα κατσαρόλια σου, κανείς δεν πρόκειται ν' ακούσει. Δεν ανησυχείς και μη λερωθείς, γιατί φοράς πρόχειρα ρούχα ή την ποδιά σου.


Στην κουζίνα υπάρχει συνενοχή και αλληλεγγύη. Όλοι βοηθούν, όλα μοιράζονται και είναι πάντα για καλό σκοπό: για να φάμε. Έπειτα, μάζωξη στην κουζίνα σημαίνει ότι οι δουλειές είναι πολλές, απαιτητικές ή εθιμοτυπικές. Που πάει να πει πως έρχεται γιορτή. 


Κι όταν είσαι μόνος ένα βραδάκι στο σπίτι και βλέπεις μια ταινία του Αλμοδοβάρ, νιώθεις λες και γέμισε η κουζίνα σου, αυτός ο τόσο ζεστός και φωτεινός χώρος, που όλοι μιλάνε μαζί, που κουβεντιάζεις και μασουλάς, που ανοιγοκλείνεις διαρκώς το ψυγείο.  


Και τώρα που το σκέφτομαι, αυτή είναι η πιο αλμοδοβαρική κουζίνα που είχα ποτέ...


Και πάντα ονειρεύομαι εκείνη τη μικρή μονοκατοικία με την πόρτα της κουζίνας να βγαίνει στον κήπο, την κουρτίνα με τις ξύλινες χάντρες να την προστατεύει από τα έντομα και να κουδουνίζει όταν βγαίνουμε στην αυλή για να σερβίρουμε δροσερές λεμονάδες και γλυκά του κουταλιού.
Από την πόρτα της κουζίνας μπαίνουν μόνο φίλοι. Δεν έχει ποτέ κουδούνι και πάντα αναγνωρίζεις το χτύπημα. 

***