Εὐχαριστῶ ὅσους ἀγόρασαν αὐτό τό βιβλίο, συνεισφέροντας ἔτσι στό εἰσόδημα ἑνός χαμηλοσυνταξιούχου τοῦ ΤΕΒΕ, καί, βεβαίως, εὐχαριστῶ ἀκόμη περισσότερο (ἐκ βάθους, θα ἔλεγα, καρδίας) ὅσους τό διάβασαν ὁλόκληρο. Τώρα, ἄν δέν τούς ἄρεσε, λυπᾶμαι, ἀλλά, ὡς γνωστόν, μετά τήν ἀπομάκρυνσιν ἐκ τοῦ ταμείου, οὐδέν λάθος ἀναγνωρίζεται.
Μ' αυτή τη σημείωση τελειώνει το "Οριζόντιο ύψος", η τελευταία συλλογή με ιστορίες του Αργύρη Χιόνη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη το 2008. Βιοπαλαιστής από μικρή ηλικία, ο Χιόνης εργάστηκε πολύ σκληρά για το βιοπορισμό του και τελείωσε το νυχτερινό γυμνάσιο στην Αθήνα. Μετά την επιβολή της δικτατορίας έφυγε για το Παρίσι και αργότερα για την Ολλανδία. Εργάστηκε για δέκα χρόνια ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις Βρυξέλλες, αλλά το μεταφραστικό του έργο δεν περιορίστηκε εκεί. Το 1992 αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου πέρασε τα 19 τελευταία χρόνια της ζωής του "καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση", στην οποία έτσι κι αλλιώς είχε διακριθεί από πολύ νεαρή ηλικία.
Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά
Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού
Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω
Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά
Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει
Κάποιοι ίσως να τον γνώρισαν από το "Ωραίο Καλοκαίρι", ένα ποίημά του που μελοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 από τους αδερφούς Κατσιμίχα. Μια
τουρίστρια τα φτιάχνει με τον ήλιο, ένας παππούς εξαφανίζεται κάτω απ' τη
ζεστή άμμο, ένα παιδί μεταμορφώνεται σε αχινό και οι γονείς του του
τρώνε την καρδιά.
Τόσο στην ποίηση όσο και στα πεζογραφήματά του ο Αργύρης Χιόνης φλερτάρει με το αφύσικο, που όμως παρουσιάζεται τόσο φυσικά, με το υπερ-πραγματικό, που αποτελεί κι αυτό μέρος της πραγματικότητας, "ἐνώνοντας ἔτσι τό θάνατο μέ τή ζωή, τό ὑποθετικό τέλος μέ τήν ὑποθετική διάρκεια, αὐτά τά, φαινομενικά, δύο ἄκρα ἀντίθετα που εἶναι, στήν οὐσία, τό ἴδιο ἀκριβώς πράγμα, δηλαδή ἕνα ὄνειρο".
Ένας ανδριάντας, μια αγριάδα, ένα κυπαρίσσι, μια πέτρα, μια παπαρούνα, ο ποταμός Αλφειός είναι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές των αφύσικων ιστοριών του Χιόνη, που είναι σχεδόν όλες εμπνευσμένες από τη φύση. Η φύση δίνει δύναμη στον αφηγητή, που ως άλλος Ανταίος γίνεται ισχυρός όταν έρχεται σε επαφή με τη "μάνα" του, δηλαδή με τις ρίζες του, με τη γιαγιά του που διάβαζε τη Βίβλο στην αυλή της, για να ξέρει να του λέει ιστορίες όποτε την επισκεπτόταν.
Ο Χιόνης αφηγείται σαν παλιός παραμυθάς. Η λιτότητα και κάποιες φορές η συντομία της αφήγησης θυμίζουν παραβολές, μύθους και παραδόσεις, που στοχεύουν στην παραμυθία, δηλαδή στην παρηγοριά. Παρηγοριά στον άνθρωπο που νιώθει έντονη την υπαρξιακή αγωνία που του γεννά η μάχη με το χρόνο.
Το "Οριζόντιο ύψος" θα ήταν ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο αν τις ιστορίες δεν ολοκλήρωναν
α) τα επιμύθια που τοποθετούνται στο τέλος τους. Και, για όσους αντιπαθούν τον Αίσωπο, να πούμε πως τα επιμύθια του Χιόνη κάθε άλλο παρά ηθικοπλαστικά θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς. Το ύφος είναι περισσότερο εξομολογητικό παρά παραινετικό και τα περισσότερα έχουν χιουμοριστικό χαρακτήρα.
Πατᾶτε μέ σεβασμό τήν ἄσφαλτο. Ἀπό κάτω της ὑπάρχουν πέτρες πού ὀνειρεύονται κήπους.
β) οι εκτεταμένες - μπορχεσικού τύπου - σημειώσεις, που παρατείνουν τη ζωή της κάθε ιστορίας και μετά το τέλος της. Μ' αυτή την έννοια το "τέλος" εδώ δεν έχει τη σημασία του εκπληρωμένου σκοπού, αλλά της προσωρινής διακοπής, της μετάβασης από το κειμενικό σε ένα εξω-κειμενικό ή μετα-κειμενικό περιβάλλον, που παρουσιάζει κι αυτό μεγάλο ενδιαφέρον. Άλλωστε, το έχουν αυτό οι ιστορίες. Εξακολουθούν το ταξίδι τους πολύ μετά το πέρας της αφήγησης.
Κι αφού ξεκινήσαμε από το τέλος, ας τελειώσουμε με την αρχή:
"Κι α σου
μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν
κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει̇" (Γ. Σεφέρη, Τελευταίος σταθμός, στ. 83-86). Αυτοί οι
στίχοι ήταν το έναυσμα για τη γραφή του Οριζόντιου ύψους, όπου η αμίλητη φρίκη
αντιμετωπίζεται με τα μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος: το
όνειρο και το χιούμορ, σύμφωνα με τον Αργύρη Χιόνη.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2011
Τα σκίτσα είναι της Εύης Τσακνιά που έχει εικονογραφήσει την έκδοση.