Ο Γιάννης φεύγει από τον πύργο και συνεχίζει το δρόμο του μόνος. Ο Μαριάμπας δολοφονείται. Ο Αντώνης καταλήγει στο φρενοκομείο. Οι αντισυμβατικοί ήρωες του Σκαρίμπα δεν έχουν καλό τέλος. Γελούν, αλλά οι σπασμοί του γέλιου τους πλησιάζουν περισσότερο στο κλάμα, στην κραυγή, στην απόγνωση. Ταπεινώνονται και γελοιοποιούνται, αλλά πίσω τους κρύβεται μια κόλαση. Τα τρανταχτά και ξέφρενα γέλια τους δείχνουν ανθρώπους διαταραγμένους ή μόνους. Δυστυχισμένους ή τραγικά διαφορετικούς.
Διακωμωδούν
τα πάντα αλλά δεν καταλαβαίνουμε αν αισθάνονται ανώτεροι ή κατώτεροι
από τους υπόλοιπους. Νιώθουν ότι υπερέχουν, αλλά δεν μπορούν τίποτα να
πετύχουν. Νιώθουν τις αρετές τους, μόνο που δεν είναι κοινωνικά
αξιοποιήσιμες. Παραμένουν γκροτέσκες φιγούρες που θυμίζουν τα
καραγκιοζάκια που έφταχνε ο Σκαρίμπας, τα αγαπημένα του "χαρτονόμουτρα".
"Το Θείο Τραγί"
Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι·
πήγαινε·
όλο πήγαινε, σαν μια ψυχή μεσ' στην ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι άνθρωποι· η σκόνη τον είχε κάμει κάτασπρο, κι ο δρόμος -θεέ μου ο δρόμος- ποτέ δε θα τέλειωνε.
[...]
Πάντα έτσι. Κοσμογυριστής, στρατοκόπος, αλήτης. Οι δημόσιοι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι απόστασες, ήσαν τα μεγάλα δρομολόγια της ζωής του. Οι γέφυρες, οι πολιτείες, τα τούνελ, οι φευγαλέοι σταθμοί της υδρόγειος·
έτσι ήταν. Η γη δεν τον χώραε·
τον τραβούσε η μαγγανεία της έρημος.
Στο "Θείο Τραγί" ο Γιάννης είναι ένας αστός που προτίμησε να ζήσει διακονιάρης. Απογοητευμένος από το μεγάλο του έρωτα με τη Μαρία, που τον αρνήθηκε διότι ήταν πένης, ξεκινά ένα οδοιπορικό στον κόσμο, τη φύση, τους ανθρώπους, αναζητώντας άλλοτε το μεγαλείο και άλλοτε το ζόφο. Πιάνει δουλειά ως σταβλάρχης σε έναν πύργο. Ιδιοκτήτες του πύργου είναι ένα αντρόγυνο που αδυνατεί να αποκτήσει παιδιά. Ο Γιάννης βιάζει την οικοδέσποινα, την γκαστρώνει και εγκαταλείπει τον πύργο συνεχίζοντας το δρόμο του προς την αιωνιότητα...
Στον ωμό ερωτισμό, τα κτηνώδη ένστικτά του, αλλά και στην αποστροφή που προκαλεί στους άλλους, ο Γιάννης θυμίζει τον Καραβέλα του Θεοτόκη. Θύμα της κοινωνίας ή συνειδητοποιημένα δοσμένος στην υπηρεσία του Διαβόλου, ο Γιάννης είναι ένας αντι-ήρωας, ένας παρίας, ένα περιθωριακός που φτάνει τους ανθρώπους στα άκρα, που τον ενοχλεί όσο τίποτα να κερδίζει τη συμπάθεια και την εκτίμηση. Επιθυμεί διακαώς την ταπείνωση, προκαλεί τους ανθρώπους να τον μισήσουν, να τον βρίσουν, να τον ξυλοφορτώσουν. Και αναρωτιέται
Τι τους ήθελε αυτούς του νομοταγείς και φιλόνομους ο Πανάγαθος; Δεν τους έκανε παλαμίδες τουλάιστο, που στη σκάρα λεμονόλαδο είναι κανενός να μη δίνεις;
"Μαριάμπας"
Ο Ιωάννης Μαριάμπας διορίζεται δημόσιος υπάλληλος στη Χαλκίδα και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατορθώνει να αναποδογυρίσει τις τακτοποιημένες ζωές των αστών της πόλης. Μπαινοβγαίνει σε σουαρέ και σε σαλόνια, μιλάει ένα μείγμα δημοτικής, καθαρεύουσας και γαλλικών του λιμανιού. Δημιούργημα του Σκαρίμπα, ή alter ego του, λαχταρά το γυναικείο φύλο, είναι ελαφρώς φετιχιστής, σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός και είρων, σάτυρος και "σάτιρος", χωρατατζής, λάτρης του λογοπαίγνιου, αλλά και εξαίσια λυρικός στις λεπτομερείς περιγραφές των γυναικών.
Να ντύνεται τάχα με γούστο καθώς πρέπει ανθρώπου, να χαιρετάει με ευγένεια. Έκανε κάτι τσιριμόνιες -φρίκη. Τάχας πώς: ναι μεν... πλην εκτός και μερσί, δήθεν πως τώρα φεύγει και αντίο. Και μ΄ένα θάρρος που κανείς δεν του τόδωνε νάσου και παρβουφρανσίζει μαζί μας.
Η Κατερίνα Κωστίου, που έχει επημεληθεί το σύνολο του έργου του Γιάννη Σκαρίμπα, σημειώνει πως στον ήρωά του βρίσκουμε κάτι από τον "Πιερότο" του Ρώμου Φιλύρα[1]:
Άλλοτε είχε αυθάδεια
μεγάλη
κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση
πικρή
περιφρονούσε τις κυρίες
όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν
μικροί!
Είχε χολή σε υπόσταση
πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση
ρητή,
κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη
γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο
κουτί.
"Το σόλο του Φίγκαρω"
Αν στα δύο προηγούμενα πεζογραφήματά του ο Σκαρίμπας δοκίμαζε μια νέα ιδέα για το πώς πρέπει να είναι γραμμένο ένα μυθιστόρημα, στο "Σόλο του Φίγκαρω" αυτή την ιδέα τη φτάνει στα άκρα, την ξεχειλώνει, την τεντώνει όσο πάει. Ο χρόνος και ο τόπος παραμένουν ρευστοί, οι ήρωες περίπου ίδιοι, ή φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, λες και συναντάμε παντού τον ίδιο θίασο, το ίδιο μπουλούκι.
Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Αντώνης Σουρούπης, ένας διαταραγμένος άνθρωπος που καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ερωτεύεται τη Νίνα Δολόξα. Μπορεί όμως και να μην ερωτεύεται αυτήν, αλλά την αδερφή της, τη Λουίζα. Είναι πιθανό όμως και η Λουίζα να μην υπάρχει. Ή να υπάρχει, αλλά να μην είναι άνθρωπος. να είναι ένα ρομπότ, μια κούκλα ή μια βιόλα. Η γυναίκα δίνει στον Αντώνη ένα κλειδί, για να την κουρδίσει. Το κλειδί έχει σχήμα στιλέτου. Εκείνος το ακουμπά στο στήθος της και τη σκοτώνει. Ή μήπως ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να αυτοκτονήσει η ηρωίδα; Ο Αντώνης κλείνεται στο τρελάδικο και καταφεύγει στην ποίηση.
Ο Σκαρίμπας φτάνει την ειρωνεία του στα άκρα, ειδικά στα σημεία όπου αναφέρεται στη συγγραφή, τα λογοτεχνικά ρεύματα, την παράδοση στην ποίηση, την υποκρισία των διανοουμένων. Ο λόγος του όμως αποκτά εντυπωσιακή λυρικότητα όταν απευθύνεται στη γυναίκα:
Λουίζα κοιμάσαι... Σταύρωσες των ματιών σου τα τσίνουρα και μοιάζουν σαν δυο μισά στεφάνια απ' αγκάθια. Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές κι ελατήρια είσαι καμωμένη από μέσα... Εκείνο το μυστικό της ζωής τι να γίνεται; Εκείνο το μυστήριο της ύλης; Η κλίνη σου θα ΄ναι μια θήκη βιολιού κι ο ύπνος σου δυο τρία συρτάρια ανοιγμένα. Τι είδος αβρό κι ισχνό τρωκτικό εντός σου να γκριτσανάει τη σιγή σου;
Η υπερρεαλιστική γραφή δεν έχει όμοιο προηγούμενο σε άλλο πεζογράφημα του Σκαρίμπα. Ο Γιάννης Χατζίνης στην κριτική του δικαιολογημένα μιλά για "σκαριμπικό σουρεαλισμό". 'Ενας άνθρωπος σκέφτεται καρέκλες, ένας κόκορας πηγαίνει στο ρολογά να τον κουρδίσει, άνθρωποι-ρομπότ και γυναίκες-βιόλες, μια ομάδα ανθρωποφάγων, όλοι κάτοικοι αυτού του κωμικοτραγικού μυθιστορήματος.
***
***
Το έργο του
Γιάννη Σκαρίμπα περιλαμβάνει πολλά: ποίηση, διήγημα, νουβέλα,
μυθιστόρημα, δοκίμιο. Πολλά είδη συμπεριλαμβάνονται και σε κάθε έργο
χωριστά. Χαρακτηρισμοί και κατηγοριοποιήσεις γίνονται δύσκολα στην
περίπτωσή του. Ποικιλία υπάρχει και στα λογοτεχνικά ρεύματα που
υπηρέτησε -αν δεχτούμε ότι τα υπηρέτησε. Ξεκινά από την ηθογραφία με
τους "Καϋμούς στο Γριπονήσι", για να καταλήξει στο υπερρεαλιστικό
μυθιστόρημα ή το αντι-μυθιστόρημα με το "Σόλο του Φίγκαρω", ένα κείμενο
σε μεγάλο βαθμό αυτοαναφορικό, που ωστόσο το βάρος της νοηματοδότησής
του αναλαμβάνει ο ίδιος ο αναγνώστης. Ο συγγραφέας, "ευθυνόφοβος" όπως
και οι ήρωές του, αποσείει από τους ώμους του το βάρος του νοήματος, του
μηνύματος ή του "διδάγματος" και απλώς αποκαλύπτει στον αναγνώστη τους
μηχανισμούς σύνθεσης του μυθιστορήματος, αφήνοντάς τον ελεύθερο να το
χειριστεί κατά βούληση.
[1] Κατερίνα Κωστίου, «Ο "μαιτρ του φάλτσου" και η clownerie του Μεσοπολέμου», Χρόνος, 9, Ιανουάριος 2014
Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993
Γιάννη Σκαρίμπα, Μαριάμπας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977
Γιάννη Σκαρίμπα, Το σόλο του Φίγκαρω, Νεφέλη, Αθήνα 1992