Τις προάλλες αναρωτιόμουν: Υπάρχει συνταγή για ένα όμορφο Σαββατοκύριακο; Τώρα που τα συστατικά που έχουμε στη διάθεσή μας ολοένα λιγοστεύουν, οι χιλιομετρικές αποστάσεις που επιτρέπεται να διανύσουμε ελέγχονται, οι αποδράσεις στη φύση σχεδόν απαγορεύονται και η συναναστροφή συνδέεται φρικτά με την ατομική ευθύνη, τι μας απομένει;
Ας πούμε πως απο-αρωματίζουμε ένα καλομαγειρεμένο φαγητό. Τι πρέπει να κρατήσουμε για να μην πεθάνουμε από την ανοστιά; Όσο κι αν ασφυκτιούμε (και πράγματι ασφυκτιούμε), μπορούμε να ευτυχίσουμε με λίγα; Με μια συνταγή, μια αγκαλιά, ένα καλό βιβλίο, ένα ζεστό σπίτι;
Λίγο λίγο άρχισα να οργανώνω στο μυαλό μου θεματικά Σαββατοκύριακα: να ακούω κουβανέζους μουσικούς ξαναδιαβάζοντας τον Αλέχο Καρπεντιέ, να ετοιμάζω τσίλι κον κάρνε ακούγοντας μεξικάνους κιθαρίστες, να μαγειρεύω ινδικό κάρι αναζητώντας τις ανατρεπτικότερες εικονογραφήσεις του Κάμα Σούτρα.
Και κάπως έτσι μου ήρθε στο μυαλό ο Ximo Abadia. Ο Abadia είναι νεαρός ισπανός εικονογράφος που ζει και εργάζεται στη Μαδρίτη. Τα έργα του ξεχωρίζουν για την παιδικότητα, τη φρεσκάδα, την κοινωνική ευαισθησία, το εκτυφλωτικό τους χρώμα.
Στις περισσότερες εικόνες του, δεν υπάρχει καθόλου ελεύθερος χώρος. Το λευκό απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά, ενώ το κίτρινο το πράσινο, το κόκκινο καταλαμβάνουν ολόκληρες σελίδες, λες κι έδωσες σ' ένα θυμωμένο παιδί τρεις ξυλομπογιές και δεν άφησε τίποτα να μην το μουντζουρώσει.
Πριν από μερικά χρόνια o Abadia φιλοτέχνησε ένα διαφορετικό Κάμα Σούτρα. Έναν οδηγό για απαιτητικούς αναγνώστες, για χαρακτήρες που ζευγαρώνουν με αντισυμβατικούς τρόπους.
Με απλά εργαλεία (ένα τιρμπουσόν, δυο ρακέτες, ένα ρολόι, ένα εκκρεμές, ένα βιβλίο), ο άντρας και η γυναίκα ανοίγονται ο ένας στον άλλον και μοιράζονται πρωτότυπα κι αστεία την παρτίδα της ζωής.
Η διχρωμία του βιβλίου μάς υπενθυμίζει πως δυο χρώματα αρκούν για να ζωγραφίσουμε μια ισορροπημένη καθημερινότητα. Όπως λέει κι ο Ζυλιέν στο Κόκκινο και το μαύρο, το μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης που τον περιφέρουν σε έναν μεγάλο δρόμο. Άλλοτε αντανακλά στα μάτια μας το γαλάζιο τ' ουρανού, άλλοτε το βούρκο απ' τις λασπολακκούβες του δρόμου[1]. Δεν ξέρω πώς μπορούμε να το καταφέρουμε, αλλά όσο οι λασπολακκούβες στο δρόμο μας αυξάνονται, τόσο μεγαλύτερη μοιάζει η ανάγκη να καθρεφτίζουμε τον ουρανό.
***
[1] Σταντάλ, Το κόκκινο και το μαύρο (μετάφραση: Πέτρος Χάρης), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
[2] Για τον Ximo Abadia ρίξτε μια ματιά εδώ.