Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Αισθηματική αγωγή: Ιστορία ενός νέου


Όταν θα έχουμε για κάποιο διάστημα πραγματευτεί την ανθρώπινη ψυχή με την αμεροληψία που χρησιμοποιούμε στις φυσικές επιστήμες για να μελετήσουμε την ύλη, θα έχουμε κάνει ένα τεράστιο βήμα. Είναι το μόνο μέσον που διαθέτει η ανθρωπότητα για να τοποθετηθεί λίγο πάνω από τον εαυτό της. Θα κοιταχτεί τότε ειλικρινά, στον καθρέφτη των έργων της. Θα γίνει κάτι σαν θεός, θα κρίνει τον εαυτό της από ψηλά. Ε λοιπόν, πιστεύω πως αυτό μπορεί να γίνει. Το ζήτημα ίσως είναι, όπως συμβαίνει και στα μαθηματικά, απλούστατα να βρούμε τη μέθοδο. (Γ. Φλομπέρ)

Ό,τι ως τον Φλωμπέρ ήταν δράση γίνεται εντύπωση. 
Μαρσέλ Προυστ


André Dunoyer de Segonzac, L'Education sentimentale
Λίγες αναγνωστικές απολαύσεις είναι τόσο δυνατές όσο το να (ξανα)διαβάζει κανείς την Αισθηματική αγωγή του Γκιστάβ Φλομπέρ παρέα με τους Κανόνες της τέχνης του Πιερ Μπουρντιέ. Ας ξεκινήσουμε από τον δεύτερο. Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το λογοτεχνικό πεδίο -πάντοτε σε μια θέση κυριαρχούμενη σε σχέση με διάφορα πεδία εξουσίας-, ο Μπουρντιέ μεταφέρει τον αναγνώστη στα λογοτεχνικά σαλόνια της Γαλλίας του 19ου αιώνα. Συστήνει μια πρωτότυπη θεωρία και για την τεκμηρίωσή της παραπέμπει σε κορυφαία έργα της γαλλικής λογοτεχνίας, όπως η Αισθηματική αγωγή και η Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ, ή σε ιστορίες ασυναγώνιστης τεχνικής, όπως το Ένα ρόδο για την Έμιλι του Γουίλιαμ Φόκνερ.

Αυτός ο διαρκής παραλληλισμός ανάμεσα στη ζωή από τη μια μεριά και τη μυθοπλασία από την άλλη δημιουργεί μια μεθυστική, καλειδοσκοπική αίσθηση στον αναγνώστη, που χάνεται σ' έναν απολαυστικό λαβύρινθο ρόλων, υποθέσεων και πραγματικοτήτων. Για να βγει απ' αυτόν, θα χρειαστεί να κατανοήσει ένα σύνολο κανόνων και λειτουργιών που πλέκουν τον μίτο. 

Ο κ. Φρεντερίκ Μορώ, απόφοιτος του γυμνασίου, πριν από λίγο, ξαναγύριζε στο Νοζάν-συρ-Σεν, όπου έμελλε να ρεμπελέψει για δυο μήνες, πριν πάει να σπουδάσει νομικά. Η μητέρα του τον είχε στείλει με το απαραίτητο κομπόδεμα στη Χάβρη για να δει κάποιο θείο του, ελπίζοντας να του αφήσει την κληρονομιά. Ο νέος είχε γυρίσει από κει μόλις την προηγούμενη και, καθώς δεν μπορούσε να μείνει στην πρωτεύουσα, αποζημιωνόταν επιστρέφοντας στην επαρχία του από το μακρινότερο δρόμο. [1]

Phyllis Bramson, ‘Flaubert's Collection
Η Αισθηματική αγωγή είναι η ιστορία ενός νέου φοιτητή, του Φρεντερίκ, που ζει στο Παρίσι γύρω στα 1840, γεμίζει τη ζωή του φιλοδοξίες και ψευδαισθήσεις -ερωτικές, λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές, κοσμικές-  για να τις αδειάσει μια μέρα στο τίποτα. Πρώτα ερωτεύεται την κυρία Αρνού, υπόδειγμα αξιοπρέπειας και σύζυγο ενός εκδότη που διατηρεί κατάστημα χαρακτικών στη Μονμάρτρη. Αργότερα καταβάλλει προσπάθειες να εισαχθεί στο σαλόνι του κοσμικού τραπεζίτη Νταμπρέζ και ερωτοτροπεί με τη σύζυγό του. Αποκτά παιδί με την εταίρα Ροζανέτ, επιχειρεί να παντρευτεί τη μικρή Λουίζα, κληρονομεί, χρεοκοπεί και πάει λέγοντας. 

Ο Φρεντερίκ μαθαίνει να ζει και αντιλαμβάνεται τη σημασία της ύπαρξης αποκτώντας την εμπειρία του έρωτα. Πολλοί κριτικοί υποστήριξαν πως πρόκειται για το αρσενικό ισοδύναμο της Έμμας Μποβαρί, ενώ η καθεμιά από τις γυναίκες που ερωτεύεται -η κυρία Αρνού, η εταίρα Ροζανέτ, η κυρία Νταμπρέζ- αποτελεί ένα σύμβολο: της ομορφιάς, της  φύσης, του πολιτισμού. 

Οι δρόμοι ήταν έρημοι. Κάπου κάπου ένα βαρύ κάρο περνώντας δονούσε το πλακόστρωτο. Τα σπίτια έρχονταν το ένα μετά το άλλο, με τις προσόψεις τους γκρίζες, τα παράθυρα κλειστά. Κι αυτός σκεφτόταν με περιφρόνηση όλους τους ανθρώπους που πλάγιαζαν πίσω απ' τους τοίχους τούτους, που ζούσαν χωρίς να την βλέπουν, που κανείς τους δεν υποπτευόταν την ύπαρξή της! Δεν είχε πια συνείδηση του περιβάλλοντος, του χώρου, τίποτε. Και, βροντώντας στο έδαφος τα τακούνια του, χτυπώντας με το μπαστούνι του τα ρολά των μαγαζιών, βάδιζε ολοένα μπροστά, στην τύχη, χαμένος, αλλοπαρμένος.

Takahiro Kimura, Madame Bovary 
Στη γεωγραφία της Αισθηματικής αγωγής το Σεν-Ζερμέν της παλιάς αριστοκρατίας αντικαθίσταται από το Καρτιέ Λατέν, συνοικία όπου κατοικούν φοιτητές και μοδιστρούλες, η κοινωνική εικόνα των οποίων έχει μόλις αρχίσει να συγκροτείται. Πρόκειται για έναν τόπο γιορτής και μποέμικης ζωής που αντιπαρατίθεται διαρκώς στον αριστοκρατικό ασκητισμό του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Μπουρντιέ, ολόκληρο το σύμπαν του μυθιστορήματος οργανώνεται γύρω από δύο πόλους: από τη μία πλευρά "η τέχνη και η πολιτική" και από την άλλη "η πολιτική και οι επιχειρήσεις".  

Οι ήρωες λειτουργούν λιγότερο ως χαρακτήρες και περισσότερο ως σύμβολα που εκπροσωπούν καίριες θέσεις του κοινωνικού χώρου και που σηματοδοτούνται από την εμφάνισή τους, τους τρόπους τους, τα ποτά που προτιμούν, τις δεξιώσεις και τις εσπερίδες στις οποίες παρευρίσκονται. Έτσι, ο Νταμπρέζ, άνθρωπος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, υποδέχεται στο σαλόνι του επιχειρηματίες, ουδέποτε όμως καλλιτέχνες ή δημοσιογράφους. Αντίθετα ο Αρνού, έμπορος έργων τέχνης, εκπροσωπεί το χρήμα μέσα στο καλλιτεχνικό σύμπαν και επομένως υποδέχεται στις δεξιώσεις που παραθέτει καλλιτέχνες με πιο απλούς τρόπους. Οι συζητήσεις που γίνονται στο σαλόνι του είναι ελεύθερες, συχνά πρόστυχες, και οι θαμώνες -αριστεροί, σοσιαλιστές, οπωσδήποτε δημοκρατικοί- ενθουσιάζονται με διάφορες πολιτικές και αισθητικές θεωρίες. Τέλος, στο σαλόνι της Ροζανέτ συγκεντρώνεται ένας άλλος κόσμος, τοποθετημένος ανάμεσα στους μποέμ και την καλή κοινωνία: Κορίτσια των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, ελεύθερα ή λαϊκής καταγωγής, χορεύτριες και θεατρίνες συντηρούμενες από τους εραστές τους, γεμίζουν το χώρο με τα καλαμπούρια και τους κομπασμούς τους, επιτρέποντας συμπεριφορές που θα ήταν αδιανόητες οπουδήποτε αλλού. 

Πεδίο πιθανών δυνάμεων οι οποίες ασκούνται σε όλα τα σώματα που μπορούν να εισέλθουν σ'αυτό, το πεδίο της εξουσίας είναι συνάμα και πεδίο αγώνων, και μ' αυτή του την ιδιότητα μπορεί να συγκριθεί μ' ένα παιχνίδι: οι διαθέσεις, δηλαδή το σύνολο των ενσωματωμένων ιδιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της κομψότητας, της άνεσης, καθώς και της ομορφιάς, και το κεφάλαιο στις ποικίλες μορφές του -οικονομικό, πολιτισμικό, κοινωνικό- συνιστούν τα "χαρτιά" που θα καθορίσουν τόσο τον τρόπο με τον οποίο θα παίξουν όσο και την επιτυχία στο παιχνίδι, με δυο λόγια όλη την πορεία της κοινωνικής γήρανσης την οποία ο Φλομπέρ ονομάζει "αισθηματική αγωγή". [2]

Σ' αυτό το περιβάλλον σκιαγραφείται λίγο λίγο η προσωπικότητα του Φρεντερίκ, ενός νέου που "θέλει να κληρονομήσει, αλλά αρνείται να κληρονομηθεί", που δεν πληροί τις προδιαγραφές για τίποτα και αρνείται να προσφέρει στον εαυτό του μια θέση, ή έστω μια σύζυγο με εισοδήματα. Του λείπει η σοβαρότητα και καταφεύγει σε μια εκτεταμένη εφηβεία ακριβώς επειδή δεν αποδέχεται ή δεν δρομολογεί την είσοδό του σ' ένα από τα αναγνωρισμένα κοινωνικά πεδία της εποχής του. "Η αισθηματική αγωγή του Φρεντερίκ είναι η προοδευτική μαθητεία στην ασυμβατότητα μεταξύ δύο κόσμων, μεταξύ της τέχνης και του χρήματος, του αγνού έρωτα και του πληρωμένου έρωτα". Αυτό το σχήμα αντιπαλότητας εισάγει ο Φλομπέρ στην Αισθηματική αγωγή, ενώ ο Μπουρντιέ στους Κανόνες της τέχνης μ' έναν τρόπο το επαναδιαπραγματεύεται για να δείξει πως στο καλλιτεχνικό πεδίο αυτοί οι δύο κόσμοι, της αγοράς και της τέχνης, τελικά συνυπάρχουν και επιβάλλονται με διάφορους τρόπους ο ένας στον άλλον. 

Η κυρία Νταμπρέζ τούς δεχόταν όλους με χάρη. Μόλις κανείς μιλούσε για έναν άρρωστο, σούφρωνε τα φρύδια της με οδύνη, κι έπαιρνε ύφος χαρούμενο αν γινόταν λόγος για χορούς και εσπερίδες. Σε λίγο θα ήταν αναγκασμένη να τα στερηθεί όλα αυτά, γιατί θα παραλάβαινε απ' το οικοτροφείο μιαν ανεψιά του άντρα της ορφανή. Κάποιος παίνεψε την αυταπάρνησή της. Αυτό θα πει συμπεριφορά πραγματικής οικοδέσποινας. 

Caterina Baldi, Madame Bovary
Σ' ένα γράμμα του στην Κολέτ, ο Φλομπέρ εκμυστηρεύτηκε πως σ' αυτό το έργο προσπάθησε να συνθέσει δύο διαφορετικές τάσεις του: τη γοητεία για τον λυρισμό και τις υψηλές ιδέες με την αγάπη για την αλήθεια και το ασήμαντο γεγονός. Ο ίδιος θεωρούσε ότι απέτυχε. Ωστόσο, η Αισθηματική αγωγή αποτελεί αναμφισβήτητα ένα προοίμιο για τη σύγχρονη λογοτεχνία.  Εισάγει τον πανταχού παρόντα μα πουθενά ορατό αφηγητή,  την απάθεια, την αντικειμενικότητα στην αφήγηση, την πρόταξη του ύφους έναντι του περιεχομένου. Πριν από το "νέο μυθιστόρημα", ο Φλομπέρ υπήρξε ο πρώτος που θέλησε να γράψει υπέροχα το μέτριο, να συνθέσει ένα μυθιστόρημα για το τίποτα. "Σχετικά με τη λογοτεχνία θα αποδείξω, πράγμα εύκολο, πως η μετριότητα, προσιτή σε όλους, είναι η μόνη νόμιμη και πως πρέπει επομένως να καταπολεμούμε κάθε είδους πρωτοτυπία ως επικίνδυνη, ανόητη κλπ." γράφει στην Κολέτ. Έτσι, πρώτος ο Φλομπέρ υπογραμμίζει πως η λογοτεχνία δεν έχει τίποτα να πει και δεν λέει τίποτα πέρα από τα λόγια των άλλων. Αηδιασμένος από την ανάδυση των αστών, θεσμοθετεί την αδράνεια στο μυθιστόρημα και παραλύει κάθε εξέλιξη στην υπόθεσή του. Ο Ζενέ θαύμαζε σ' εκείνον την απομυθιστοριοποίηση του μυθιστορήματος με την οποία ξεκινά το κεφάλαιο του μοντερνισμού στη λογοτεχνία. Άλλωστε, όπως σωστά προειδοποιούσε ο συγγραφέας", η μωρία έγκειται στο να θέλει κανείς να συμπεραίνει". 

Ταξίδεψε. Γνώρισε τη μελαγχολία των καραβιών, τα κρύα ξυπνήματα κάτω απ' την τέντα, τον ίλιγγο των τοπίων και των ερειπίων, την πίκρα των εφήμερων δεσμών. Ξαναγύρισε. Έκανε κοσμική ζωή, είχε και άλλους έρωτες ακόμη. Μα η αδιάκοπη θύμηση του πρώτου τούς επισκίαζε όλους. Κι έπειτα, η ορμή του πόθου, το άνθισμα των αισθήσεων είχε χαθεί. Οι πνευματικές του φιλοδοξίες επίσης τον είχαν εγκαταλείψει. Πέρασαν τα χρόνια, κι αυτός έσερνε παθητικά τη στειρότητα της σκέψης του και την αδράνεια της καρδιάς του. 


***

[1] Γκυστάβ Φλωμπέρ, Η αισθηματική αγωγή: ιστορία ενός νέου (Χρονολόγια, προλεγόμενα, βιβλιογραφία, μετάφραση, σημειώσεις: Παναγιώτης Μουλάς), Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1992. 

[2] Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης: Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου (μετάφραση Έφη Γιαννοπούλου, πρόλογος Νίκος Παναγιωτόπουλος), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2006. 



Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Τι αγαπάτε; - Κι άλλος δωδεκάλογος


1. Το χιόνι. 



2. Να κρυφοκοιτάζω άλλους κόσμους.


3. Να πετάω.



4. Να χαζεύω τα φύλλα που πέφτουν.



5. Να παίζω μουσική.



6. Να χορεύω.



7. Να μουλιάζω στην μπανιέρα.


8. Να ταξιδεύω με το τρένο.



9. Να τεντώνομαι στο κρεβάτι.



10. Να υποδέχομαι φίλους.



11. Να αποκοιμιέμαι με ένα βιβλίο κι ένα βελανίδι.



12. Να ανθίζω.



[1] Δωδεκάλογος: Ελένη Πούλου.
    Εικονογράφηση: Marco Somà. 

[2] Ένας πορτογαλέζικος δωδεκάλογος εδώ και ένας δωδεκάλογος με το κορίτσι του δάσους εδώ

[3] Για οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τον Marco Somà, ρίξτε μια ματιά εδώ

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

Α = - Α


Το εικονιστόρημα του Δημήτρη Αναστασίου Α=-Α δεν μοιάζει με κανένα από τα graphic novels που έχουμε διαβάσει μέχρι τώρα. Πρόκειται για ένα σύνολο από ιστορημένες εικόνες που επιχειρούν να αφηγηθούν με κινηματογραφικό τρόπο την ιστορία ενός ανθρώπου που αναρωτιέται ποιος είναι και πού βρίσκεται. Ενός ανθρώπου πολύ σίγουρου για το παρελθόν και πολύ αβέβαιου για τον υπόλοιπο χρόνο - άχρονο. 


Η αμφιβολία οδηγεί τον Άλφα σ' ένα ταξίδι που ξεκινά με τη συνειδητοποίηση, συνεχίζει με μια περιπλάνηση στον κόσμο του ονείρου, της παιδικότητας και της τέχνης, και καταλήγει στην αφύπνιση. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού καταρρέουν μία μία όλες οι βεβαιότητες του πρωταγωνιστή, ενώ γύρω του το τοπίο μεταλλάσσεται και εναλλάσσεται, όπως εναλλάσσονται οι εικόνες στα όνειρά μας ή τα καρέ στον κινηματογράφο. 


Κάθε κεφάλαιο αυτής της αλλόκοτης βόλτας είναι φιλοτεχνημένο ακολουθώντας διαφορετική ζωγραφική τεχνική και η αλλαγή στο ζωγραφικό στιλ απομακρύνει σταδιακά τον αναγνώστη από κάθε έννοια κανονικότητας. Σ' αυτό τον κόσμο, που μπορεί να μην είναι αληθινός, είναι σίγουρα όμως πραγματικός, κάθε τι μπορεί να ισοδυναμεί με το αντίθετό του.


Στην πορεία της ανάγνωσης οι χρονικοί αρμοί γίνονται όλο και λιγότερο συμπαγείς και ο Άλφα αλλάζει ταυτότητες και σταδιακά συμβολοποιείται. Και ενώ το πρώτο γράμμα του αλφαβήτου υποδηλώνει πάντοτε την αρχή και την αισιοδοξία, σταδιακά ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως ο Άλφα δεν είναι Άλλος. Είναι ο Αλλοτριωμένος, ο Απεγνωσμένος, ο Ανασφαλής, ο Ασθενής, Αυτός, ο Άνθρωπος. 


Κάθε αλλοτινή ενιαιότητα στο νόημα της ζωής του Ἀλφα είναι πια κατακερματισμένη, καθώς ο ίδιος μετατρέπεται σ' ένα συλλογικό υποκείμενο απομακρυσμένο από κάθε παράδοση και κάθε παραμυθία και περιφέρεται μόνος από καρέ σε καρέ σ' έναν κόσμο όπου ακόμη και ο ίδιος μπορεί να ισοδυναμεί με κάθε διάφορό του. 

Μια ανεπανάληπτη περιπέτεια συνειδητοποίησης οδηγεί τον άνθρωπο στην ανάγκη να επιστρέψει στο παραμύθι, στην αρχή του κόσμου, στο "Μια φορά κι έναν καιρό", στην αγκάλη μιας μεγάλης μητέρας. 

Δεν ξέρω τι να πω γι' αυτό το ευφυέστατο, συγκλονιστικό βιβλίο που αφηγείται τη ζωή και το όνειρο σε 110 εικονογραφημένες σελίδες. Στον κόσμο που πλάθει με μελάνια, μολύβια και ελαιοχρώματα, ο Δημήτρης Αναστασίου  κάνει τα πάντα ασπρόμαυρα, για να καταλήξει να χρωματίσει αυτό που όλοι φανταζόμαστε γκρίζο: το τέλος. Το εικονοστόρημά του μας υπενθυμίζει σε κάθε σελίδα πως "ο μοντέρνος άνθρωπος είναι καταδικασμένος στην αυτογνωσία. Είτε τη βιώνει ως συναρπαστικἠ εμπειρία είτε ως εφιαλτικό όνειρο". 


***



[1] Δημήτρης Αναστασίου, Α=- Α, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2018. 

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Puffin Post και καλή χρονιά!


Μάλλον λίγοι από σας θα έχουν ακουστά τα Puffins, αλλά οι περισσότεροι σίγουρα γνωρίζουν τον εκδοτικό οίκο Penguin, αυτά τα φοβερά πιγκουινάκια που γεμίζουν τις βιβλιοθήκες όσων από μας διαβάζουμε βιβλία στα αγγλικά. Η Penguin είναι σπουδαίος εκδοτικός γιατί κατάφερε να κάνει το βιβλίο προσιτό σε όλους, χωρίς ιδιαίτερες εκπτώσεις στην αισθητική του. Το χαρτί βέβαια μοιάζει κάπως ευτελές και θυμίζει φύλλο εφημερίδας, αλλά υπάρχει μεγάλο κέρδος στην τιμή, για να μη μιλήσω για το βάρος -μεγάλο πρόβλημα για όσους κουβαλάμε βιβλία καθημερινά. 

























Τα Puffins, λοιπόν, εκτός από συμπαθητικά πουλάκια που ζουν σε περιοχές του Ατλαντικού και Βόρειου Ειρηνικού Ωκεανού, ήταν και εξακολουθούν να είναι η παιδική σειρά της Penguin. 

























Εκτός από την σειρά των παιδικών βιβλίων, η Penguin εξέδιδε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα το παιδικό περιοδικό Puffin Post, που είναι μάλλον το μακροβιότερο περιοδικό που κυκλοφόρησε ποτέ και απευθυνόταν αποκλειστικά και μόνο σε παιδιά. 


Με σήμα κατατεθέν ένα χαριτωμένο puffin, το  πρώτο τεύχος του Puffin Post κυκλοφόρησε το 1967 από τον Kaye Webb, εκδότη της Puffin Books,  και παρέμεινε ενεργό μέχρι το 2013, με εξαίρεση μια μεγάλης διάρκειας διακοπή τη δεκαετία του 1980. Το περιοδικό ήταν κυρίως συνδρομητικό. Μάλιστα, ξεκίνησε με 16.000 συνδρομητές που έφτασαν την εποχή της μεγάλης ακμής του τους 200.000!


 























Όσοι αγαπήσαμε ως παιδιά ένα νεανικό περιοδικό ποικίλης ύλης, θυμόμαστε με πόσο ενθουσιασμό παραλαμβάναμε το νέο τεύχος, είτε από το περίπτερο της γειτονιάς είτε από το ταχυδρομείο. Η αγωνία, η περιέργεια για το τι θα περιλαμβάνει το επόμενο ήταν ένα απερίγραπτο συναίσθημα που δεν μπορούν να φανταστούν τα παιδιά σήμερα, μιας και όλα είναι διαθέσιμα και εύκολα προσβάσιμα στο διαδίκτυο. (Ευτυχώς, δηλαδή, γιατί παλιότερα για οτιδήποτε κι αν θέλαμε να αποκτήσουμε έπρεπε να προηγηθεί πειθαρχημένη οικονομία για το γέμισμα του κουμπαρά.) 


























Πέρα από υπέροχα εξώφυλλα και τα εκπληκτικά για την εποχή τους γραφικά, τα Puffin Post είχαν και πολύ πλούσια ύλη -διηγήματα, παραμύθια, αστείες ιστορίες, διαγωνισμούς, επιτραπέζια παιχνίδια και κουίζ-, και εξαιρετικούς συνεργάτες μεταξύ των οποίων ο εικονογράφος Quentin Blake και ο αγαπημένος μας συγγραφέας Roald Dahl. 


Το φανταστικότερο ήταν πως σε μια εποχή που το διαδίκτυο δεν υπήρχε -ή και αργότερα που υπήρχε, αλλά τα παιδιά δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένα μ' αυτό- το Puffin Post είχε αναπτύξει μια διαδραστική σχέση με τους μικρούς του αναγνώστες. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά συμμετείχαν στη διαμόρφωση της ύλης με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: γράφοντας το τέλος μιας μισοτελειωμένης ιστορίας, στέλνοντας ζωγραφιές, γράμματα και σκίτσα, ανέκδοτα, αυτοσχέδια αινίγματα κι αστεία. Έτσι, το περιοδικό ήταν πραγματικά μέρος της καθημερινότητάς τους, όπως ήταν για μας οι παλιές παιδικές εκπομπές της ΕΡΤ. 





















Το Puffin Post εξέδιδε κάθε χρόνο και ένα πολύ χαριτωμένο Reder's diary, όπου τα παιδιά μπορούσαν να σημειώνουν πόσα και ποια βιβλία διάβαζαν κάθε χρόνο, συμμετέχοντας σε  μαραθωνίους. Ερχόντουσαν, λοιπόν, σε επαφή με το βιβλίο και η ανάγνωσή του φαινόταν καθημερινή διασκέδαση, και όχι σχολική  υποχρέωση. Νομίζω ότι τα Puffins αποδεικνύουν περίτρανα πως τα παιδιά μπορούν εύκολα να αγαπήσουν το διάβασμα, αρκεί αυτό να αποσυνδεθεί από τον διδακτισμό, τον συντηρητισμό και τον κηρυγματικό λόγο γονιών και δασκάλων. Σ' αυτή τη διαδικασία η εικόνα μπορεί να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο, γι' αυτό και τα Puffin έδιναν τόση βαρύτητα στην αισθητική και εικονογράφησή τους. 

Θα ήταν πολύ όμορφο, ακόμη και σήμερα, στην εποχή του διαδικτύου, να κυκλοφορήσει ένα τέτοιο περιοδικό. Θα ήταν φυσικά διαδικτυακό, είναι τεράστιο το κόστος για ένα τέτοιο έντυπο και οι συνδρομές θα έπρεπε να είναι εκατομμύρια για να μπορέσει να επιβιώσει στην αγορά. Άλλωστε, το διαδίκτυο μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξει με το έντυπο ή να οδηγήσει το παιδί να το αναζητήσει, να το επιθυμήσει και τελικά να το κάνει μέρος της ζωής του. 

***