Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη: Αναμνήσεις από την Τασκένδη ΙΙ

Τασκένδη, 1956


Έγινε το 20ό συνέδριο και ξαφνικά ο κήπος αυτός κι όλο το σπίτι μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Στο 20ό συνέδριο  του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης ο Στάλιν, που σαν πέθανε το 1953 τον έκλαψε όλη η Σοβιετική Ένωση, για να μην πω όλος ο προοδευτικός κόσμος πάνω στη γη, γκρεμίστηκε από το βάθρο του. Μάθαμε για εγκλήματα, για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βέβαια, στην  Τασκένδη τα νέα έφταναν πιο αργά και τμηματικά. 

Σε ένα μεγάλο θέατρο ετοίμαζαν μια γιορτή για τον Ζαχαριάδη και ξαφνικά θόρυβος και αναμπουμπούλα. Διαδίδεται πως ο Ζαχαριάδης έφυγε κρυφά. Ο κόσμος σκορπίζεται, τρέχει στις πολιτείες του και πολλοί στην 14η, που βρίσκεται η διοίκηση του Κ.Κ Τασκένδης, να μάθουν τι συμβαίνει. Η κεντρική επιτροπή έχει ταμπουρωθεί στο κτίριο που είναι τα γραφεία. Ο κόσμος που είναι μαζεμένος απ' έξω φωνάζει: "Να φύγετε, να φύγετε. Τώρα θα τα μάθουμε όλα, γιατί μας φέρατε ως εδώ". Οι ταμπουρωμένοι πετάνε από τα παράθυρα τούβλα και καρεκλοπόδαρα. Μα και οι κάτω αρχίζουν να δέρνονται μεταξύ τους. Άγριο ξύλο. "Πώς τολμάτε να βρίζετε τον αρχηγό!" Αμέσως χωρίζονται σε ζαχαριαδικούς και αντιζαχαριαδικούς. 

Η Άλκη Ζέη στην Πράγα
Ήρθε στο σπίτι μας ο Ιάκωβος που έμενε στο διπλανό μας δωμάτιο και μας έφερε τα νέα. "Σκοτώνονται στη δέκατη τέταρτη πολιτεία". Κι εκεί, στον ήρεμο κηπάκο μας, παραταχτήκαμε ξαφνικά σε δυο στρατόπεδα. Ζαχαριαδικοί και αντιζαχαριαδικοί, δηλαδή δογματικοί και αντιδογματικοί. Οι μισοί πιστέψαμε πως αρχίζει καινούργια ζωή και οι άλλοι θέλανε με πείσμα να κρατηθούν σε ό,τι και σε όποιον πιστέψανε ως τα τώρα. Ο Γιώργος πήγε στους φίλους μας, τους καθηγητές τους Σοβιετικούς, να μάθει τα νέα και τα έμαθε, για τον Στάλιν, τα στρατόπεδα, και τότε αυτοί ομολόγησαν πως ήταν εξορία στην Τασκένδη. 

Γύρισε γρήγορα γιατί ανησυχούσε. Στους δρόμους οι δικοί μας δέρνονται, η αστυνομία τα έχει χάσει και μαζεύει να περιθάλψει τους δαρμένους. Οι Ουζμπέκοι, αυτοί πια τα έχασαν εντελώς. Είχαν τους Έλληνες για φιλήσυχο λαό, με τα τραγούδια τους και τις γιορτές τους. Τι πάθανε ξαφνικά; Τι πάθαμε; 

Μεσάνυχτα. Στο σπίτι μας μπαινοβγαίνει κόσμος. Ο Ζαχαρίας, ο Γιαννίδης και όλο το θεατρικό τμήμα, που όλοι είναι αντιδογματικοί. Οι πόρτες όλων των δωματίων είναι ανοιχτές. Μπαινοβγαίνει ο ένας στο δωμάτιο του άλλου και βρίζονται. Στο δικό μας έρχονται και βρίζουν. Βρίζουν εμένα δηλαδή. Τον Γιώργο τον σέβονται όλοι. Ήρθε και η Κλάρα που θυμήθηκε πως, όταν ήρθα στην Τασκένδη, της πήρα το δωμάτιό της. Ποια νομίζω ότι είμαι. Αυτή πολέμησε στο βουνό και έχει και τραύμα. Εγώ που κατέφτασα σαν κυρία και ρώτησα πού είναι το μπάνιο; Έκανε να με αρπάξει από τα μαλλιά, μα τη σταμάτησαν οι άλλοι κι ο Γιώργος την έβγαλε από το δωμάτιο. Ξαφνικά η κόρη μου, τεσσάρων μηνών, άρχισε να κλαίει, ξέχασα να τη θηλάσω! Η νύχτα προχωράει, μα κανείς δε λέει να φύγει. 

***

[1] Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής των ΕλλήνωνΑθήνα 2011.

Άλκη Ζέη: Αναμνήσεις από την Τασκένδη Ι


Κόσμος παράξενος κυκλοφορεί, σαν να βγήκαν από παραμύθια της Χαλιμάς. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με καφτάνια πολύχρωμα. Κοπέλες με τα μαλλιά πλεγμένα σε αμέτρητες κοτσίδες. Όλοι με λοξά μάτια και εξογκωμένα μήλα. Οι Ουζμπέκοι. Ανάμεσά τους άλλος κόσμος, ξανθοί και γαλανομάτηδες με παλιομοδίτικα ρούχα και οι περισσότερες γυναίκες, φορούν παπούτσια χοντροτάκουνα κι αυτά που φορούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο. Είναι Ρώσοι. 

Εκτός από την κεντρική λεωφόρο και λιγοστούς δρόμους ακόμα που είναι ασφαλτοστρωμένοι, οι υπόλοιποι είναι χωματόδρομοι. Μεγάλα άχαρα κτίρια που μοιάζουν περισσότερο με στρατώνες. Στην κεντρική πλατεία, όμως, ένα τεράστιο δαντελωτό κτίριο, η Όπερα. Πιο πέρα η παλιά πόλη με μικρά σπίτια από πλίνθες, τριγυρισμένα όμως από κηπάκια γεμάτα λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα και λαχανικά. Ακόμα σε μικρές πλατείες υπάρχουν κάτι ξύλινα περίπτερα με σκεπή και κολόνες. Οι ταϊχανάδες, όπως τους λένε, που αντιστοιχούν με τα δικά μας καφενεία. Κατάχαμα κάθονται άντρες με μακριές γενειάδες, φορούν καφτάνια σφιγμένα στη μέση, ανοιχτά μπροστά, αφήνοντας το στήθος γυμνό, χειμώνα καλοκαίρι. Στο χέρι κρατούν μια κούπα με αχνιστό τσάι και με το άλλο διώχνουν νωχελικά τις μύγες. 

Ένα πρωί, ξύπνησαν οι Ουζμπέκοι και είδαν ξαφνικά έναν περίεργο λαό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, πολλοί άντρες, λιγότερες γυναίκες, όλοι ντυμένοι στρατιωτικά να μιλούν μια παράξενη γλώσσα που σε τίποτα δεν θύμιζε όλες όσες είχαν ακούσει, που δεν ήταν και λίγες. 

Η Άλκη Ζέη στη Ρώμη (1952-1954)
Περίπου δεκαπέντε χιλιάδες υπολογίζουν τους Έλληνες που έφτασαν στην Τασκένδη. Τους μοίρασαν σε 14 πολιτείες όπως τις έλεγαν. Κάθε πολιτεία περιμαντρωμένη σαν στρατόπεδο και μέσα είχε ομοιόμορφα τσιμεντένια κτίρια. Τα είχαν παλιά για Γιαπωνέζους αιχμαλώτους. Τα περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν για να δεχτούν δεκαπέντε χιλιάδες κόσμο. Βέβαια έμεναν πολλοί σε κάθε δωμάτιο, μα βρήκαν κρεβάτια με καθαρά σεντόνια. Τα αντρόγυνα έμεναν τρία τρία και χώριζαν τα κρεβάτια και λίγο χώρο ακόμα ίσα ίσα να χωρά μια καρέκλα, με κρεμασμένες κουβέρτες. 

Οι περισσότεροι ήταν από χωριά της Ελλάδας, λίγοι από πιο μεγάλες πόλεις και μετρημένοι στα δάχτυλα Αθηναίοι. Τον πρώτο καιρό κυκλοφορούσαν με στρατιωτικά. Τους έδωσαν ρούχα, μα ίσως ένιωθαν πως ντυμένοι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να φύγουν με το πρώτο πρόσταγμα, να γυρίσουν στην Ελλάδα. Δεν είχαν παραδεχθεί πως είχαν νικηθεί. Οι γυναίκες, μάλιστα, δεν ήθελαν καθόλου να βγάλουν τα στρατιωτικά και αναγκάστηκαν οι Σοβιετικοί να πούνε στην καθοδήγηση των Ελλήνων της Τασκένδης να δώσει εντολή να φορέσουν το φόρεμα και το πανωφόρι που πρόσφεραν σε κάθε γυναίκα. "Μ' αυτό το φόρεμα γεννήθηκε η γυναίκα μέσα μας", μου διηγήθηκε η Έλλη, μια γυναίκα από τη Νάουσα. "Όσες ήξεραν να ράβουν διόρθωναν πάνω μας τα φουστάνια που μας έδωσαν. Πολλές ήταν στο βουνό δύο και τρία χρόνια. Τα μαλλιά κοτσίδες, πού καιρός για χτένισμα. Αρχίσαμε να κόβουμε τα μαλλιά μας, να τα τυλίγουμε σε ρολά, να περιποιόμαστε". 

Η Τασκένδη είχε πολλά εργοστάσια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή και επεξεργασία βαμβακιού. Υπήρχε εργοστάσιο, εκκοκκιστήριο, υφαντουργείο, κλωστοϋφαντουργείο, αλλά και εργοστάσιο για ράδιο, λάμπες αεροπλάνων, υποβρυχίων. Εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας, εργοστάσιο παραγωγής μπύρας, σαμπάνιας και άλλα πολλά. Το Ουζμπεκιστάν είναι πλούσιο σε πρώτες ύλες, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πλούσιο σε γεωργικά προϊόντα. 

Εγώ έφτασα στην Τασκένδη τον Απρίλη του 1954. Ύστερα από δύο χρόνια που έμεινα στη Ρώμη περιμένοντας τη σοβιετική βίζα. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως αν ήθελε ο Ζαχαριάδης θα μιλούσε στους Σοβιετικούς και θα την έπαιρνα σε λίγες μέρες. Αλλά δεν μίλησε γιατί ο Γιώργος δεν ήτανε από τους κολλητούς του. 

Μια φορά τον συνάντησα στη ζωή μου τον Ζαχαριάδη, λίγο αφού έφτασα στην Τασκένδη. Ήρθε για ένα συνέδριο. Καθόμουνα κοντά στον διάδρομο, στην αίθουσα του συνεδρίου. Ο Ζαχαριάδης πέρασε από δίπλα μου. Κάποιος φαίνεται τον πληροφόρησε ποια είμαι. Κοντοστάθηκε, με κοίταξε και είπε: "Σου ψήσαμε το ψάρι στα χείλι για να σε φέρουμε". 

***

[1] Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2011.

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2020

Αυστηρά ακατάλληλα Ι - Ο κόσμος της Hazel Mead


Ο κόσμος θα γίνει καλύτερος αν μιλήσουμε ελεύθερα για το σεξ. 



Η Hazel Mead είναι μια ταλαντούχα καλλιτέχνιδα. Μοιράζεται τα έργα της στον λογαριασμό της στο ίνσταγκραμ και προσπαθεί να απενοχοποιήσει τον κόσμο -και ιδιαίτερα τις γυναίκες- γύρω από τα θέματα που αφορούν το σεξ. 

Εκατομμύρια νέοι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο έχουν απορίες που αφορούν το σεξ και κανείς δεν θα έχει το θάρρος να τους μιλήσει γι' αυτές ανοιχτά. Ούτε στο σπίτι, ούτε και στο σχολείο. Η αναζήτηση πορνογραφικού υλικού στο διαδίκτυο θα διαμορφώσει στο μυαλό τους μια εικόνα για τον έρωτα που θα αποδειχθεί ψεύτικη, αν όχι επικίνδυνη. 


Η ομορφιά της πραγματικότητας δεν έχει θέση στο πορνό. Εκεί κανείς δεν κλαίει, κανείς δεν παθιάζεται, κανείς δεν γαργαλιέται, κανείς δεν ιδρώνει. Κανείς δεν ντρέπεται, κανείς δεν επικοινωνεί, κανείς δεν οργιάζει. Όλοι, όμως, υποκρίνονται. Μια εσφαλμένη εικόνα για το πόσο παράξενος, αστείος, πρωτότυπος, απογειωτικός και όμορφος μπορεί να είναι ο έρωτας σε κάθε μορφή του. 


Οι εικόνες της Hazel μας θυμίζουν πόση ομορφιά κρύβεται στην αδεξιότητα. 


Ενώ μέσα από το έργο της συχνά επιχειρεί να μιλήσει για θέματα ταμπού. 


Σήμερα που γίνεται τόσος λόγος για τη σεξουαλική αγωγή και διαπαιδαγώγηση, την έκτρωση, το δικαίωμα του ανθρώπου να ορίζει το σώμα του και να επιλέγει το φύλο του, η εικόνα μπορεί να φανεί χρήσιμη για να μιλήσουμε επιτέλους ανοιχτά για όσα οι μελλοντικοί εραστές ντρέπονται να ρωτήσουν. 

***

Δείτε το έργο της Hazel εδώ

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Ο αποχαιρετισμός ενός Τραμπ Στήμερ


Παίρνω ένα χαρτί και γράφω στην αρραβωνιαστικιά μου, που είναι από την άλλη μεριά της θάλασσας και σκουπίζει το μισό ρολογάδικο όπου εργάζεται κι απ' όπου μου στέλνει καμιά φορά ένα ελατήριο, σαν πένθιμη σκέψη. Θα αγαπήσουμε αληθινά ο ένας τον άλλον, όταν δεν θα υπάρχει πια η θάλασσα ανάμεσά μας. Και τότε, με τα κορμιά ενωμένα σαν αχηβάδες, γυμνοί και αρχαιοπρεπείς, θα ανταλλάξουμε αυτό το στερνό χαμόγελο που στέλνει κανείς από τις αποβάθρες των αναχωρήσεων, προτού κλειστεί στην καμπίνα του για να κλάψει. [1]

Τα τραμπ στήμερ είναι φορτηγά μικρού ωφέλιμου φορτίου, που δεν ανήκουν σε καμιά από τις μεγάλες ναυτικές εταιρείες και που ταξιδεύουν από λιμάνι σε λιμάνι αναζητώντας ευκαιριακά φορτία για να τα μεταφέρουν όπου τους πουν. Πολλές φορές σέρνουν τη θλιβερή σιλουέτα τους πολύ περισσότερο καιρό απ' αυτόν που επιτρέπει η επισφαλής κατάστασή τους. 

Στο μυθιστόρημα του Μούτις ένας ληξιπρόθεσμος έρωτας, ένα περιπλανώμενο Τραμπ Στήμερ και ένας καπετάνιος είναι πρωταγωνιστές μιας ιστορίας όπου το τυχαίο, οι συμπτώσεις και το πεπρωμένο συνεργούν για να προδιαγράψουν μια κοινή μοίρα. Το γέρικο φορτηγό επιμένει να ταξιδεύει από την Αρκτική μέχρι την Καραϊβική, ενώ ο αδιέξοδος έρωτας που γεννιέται στο σκαρί του χαίρεται μέρα με τη μέρα την προδιαγεγραμμένη διάρκειά του και κατακτά το απόλυτο. Λίγο πριν από το χαμό του καραβιού, ο έρωτας φτάνει στο τέλος του. Όσο διαρκεί, η απόλαυση και η οδύνη που γεννά στον αναγνώστη διατηρούν κάτι από τη γοητεία πανάρχαιων θρύλων.

Συχνά η ζωή κανονίζει η ίδια κάποιους εκκρεμείς λογαριασμούς που δεν θα ήταν συνετό να τους αγνοήσουμε. Είναι σαν ένα είδος ισολογισμών που μας προσφέρει για να μη χαθούμε στα βάθη του κόσμου της φαντασίας και των ονείρων, και για να γνωρίζουμε να επιστρέφουμε στη θερμή και καθημερινή ακολουθία του χρόνου όπου πραγματοποιείται στο παρόν το πεπρωμένο μας. 

Ο Δάντης λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το να αναθυμάται κανείς ευτυχισμένους καιρούς σε χρόνια αθλιότητας. Ο Βάσκος καπετάνιος Τζον Ιτούρι θυμάται μια ερωτική ιστορία που γι' αυτόν ανήκει σ' ένα παρελθόν ενταφιασμένο οριστικά και για πάντα, αν όχι στη λήθη, σίγουρα στα αμετάκλητα σκοτάδια μιας ζωής που ποτέ πια δεν πρόκειται να αναστηθεί. 

Η Βάρντα ήταν μια οπτασία απόλυτης ομορφιάς. Ψηλή, με αρμονικό πρόσωπο, με χαρακτηριστικά της ανατολικής Μεσογείου, τόσο εκλεπτυσμένα που έλεγες ότι ήταν ελληνικά. Τα μεγάλα μαύρα μάτια εξέπεμπαν ένα νωχελικό όμως ευφυές βλέμμα, στο οποίο η βιασύνη ή η υπερτονισμένη συναισθηματικότητα θα αποτελούσαν απαράδεκτη αταξία. ... "Ήταν μια Ανατολίτισσα εκατό τοις εκατό και η θέλησή της να υιοθετήσει τους τρόπους και τη ζωή της Δύσης δεν άλλαζε σε τίποτα τα σαφή και ουσιαστικά χαρακτηριστικά της φυλής της. Και επιπλέον, όσο πιο πολύ τη γνώριζε κανείς, αντιλαμβανόταν ότι ήταν όχι μόνο ικανοποιημένη αλλά και περήφανη για το αραβικό αίμα της".

Τόση σοφία στο σώμα μιας Αφροδίτης... Είναι κάτι υπερβολικά πολύ για τη ζωή ενός φτωχού ανθρώπου, εξομολογείται ο καπετάνιος.





Ένιωθε ότι γι'αυτόν ο κόσμος είχε αλλάξει. Αν ο κόσμος έκρυβε ένα πλάσμα σαν κι αυτό που ποτέ του μέχρι τώρα δεν είχε γνωρίσει, αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν ο κόσμος που πίστευε μέχρι σήμερα. Σε μερικές μέρες θα συμπλήρωνε τα πενήντα και, εντελώς ξαφνικά, όλα γύρω του είχαν αποκτήσει μια απόλυτα νέα και συνταρακτική θωριά. Το ν' αποδώσει με τη λέξη του έρωτα ένα τόσο ολοκληρωμένο φαινόμενο θα αποτελούσε απλοποίηση και αφελή επιπολαιότητα. Διότι, χρησιμοποιώντας τη λέξη έρωτας, οι άνθρωποι παίζουν σχεδόν πάντα με σημαδεμένα χαρτιά. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο καπετάνιος επέμενε στην ομορφιά της Βάρντα Μπασούρ έχει κάτι από ψαλμωδία ή μοιρολόι. Η αναμονή μιας ευτυχίας που δεν μπορεί να περιμένει και που όσο περνάνε οι μέρες γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιη μετατρέπεται σε μια μικρή κόλαση που του κόβει τον ύπνο και τον εμποδίζει να εργαστεί με καθαρό το μυαλό.


Επί τρεις μέρες μείναμε στο Ξενοδοχείο Λισσαβώνα χωρίς να βγούμε από το δωμάτιο, που το είχαμε μετατρέψει σε ένα είδος δικού μας σύμπαντος κι όπου διαδέχονταν το ένα το άλλο τα επεισόδια ενός ερωτισμού με μόνα λόγια τις αμοιβαίες εξομολογήσεις μας για τα παιδικά μας χρόνια και για το πώς ανακαλύψαμε τον κόσμο.

Στη δεύτερη συνάντηση ήταν σαν να είχε δουλέψει ο καθένας τους  στη μνήμη του την εικόνα του άλλου, και αυτό είχε δημιουργήσει ένα κοινό έδαφος, μη ομολογούμενο αλλά πανταχού παρόν.

Κάναμε πολλές φορές έρωτα, με την αργή και σχολαστική ένταση εκείνων που δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το αύριο. Η εμμονή της Βάρντα να γεμίσει με νόημα το παρόν πήγαζε από τη βεβαιότητα και τη διορατικότητά της για τις ελάχιστες δυνατότητες και τα αξεπέραστα εμπόδια της σχέσης μας. Μα ούτε κι εγώ, όπως της το είχα πει και στο μπαρ, δεν έβλεπα πού μπορούσε να καταλήξει αυτή η ιστορία.

Όταν το σκαρί του Τραμπ Στήμερ άρχισε να εξασθενεί και να εμφανίζει προφανή σημάδια κόπωσης, στην ψυχή της Βάρντα άρχισε να αναδεύεται η νοσταλγία για τη χώρα της και τους ανθρώπους της, που γινόταν ολοένα πιο μεγάλη όσο περισσότερο εξοικειωνόταν με τις χάρες της Καραϊβικής.

Ο Βάσκος καπετάνιος αντιστάθηκε στον πειρασμό να της κάνει την ερώτηση που, από τότε που υπάρχουν ερωτευμένοι, έρχεται αναπόφευκτα στα χείλια: "Μα, αυτό σημαίνει ότι δε θα ιδωθούμε ποτέ πια;" Εκείνο το σκουριασμένο και σχεδόν ερειπιώδες καράβι στην αποβάθρα του Κίνγκστον είναι το πιο πιστό πορτρέτο του τι και πώς αισθανόταν ο καπετάνιος του. Ούτε ο καπετάνιος ούτε το καράβι δεν μπορούσαν πια να σωθούν.

Δεν ήταν δυνατόν να ήταν ο αποχαιρετισμός μας στο Κίνγκστον ο τελευταίος. Στο μυαλό μου τώρα μαζεύονταν όλα όσα δεν είχα προλάβει να της πω στη διάρκεια της κοινής μας ζωής. Εκείνη την εποχή δεν μου φαίνονταν σημαντικά κι ούτε αναγκαία. Οι χειρονομίες μας, η ερωτική σχέση μας, οι κοινές μας φοβίες και συμπάθειες κάνανε περιττά τα λόγια. Όμως τώρα αποκτούσαν και πάλι την αξία τους και απαιτούσαν να ειπωθούν.

Χρόνια αργότερα θα πει στον σύντροφό του στην κουβέρτα: "Το μόνο που με συγκράτησε πολλές φορές από την επιθυμία να πεθάνω ήταν ότι θα πέθαινε μαζί μου κι εκείνη η εικόνα".


Απόμεναν τα συναισθήματα που την ένωναν μαζί μου. Ήταν ανέπαφα, όμως τίποτε δεν μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω τους, τίποτα που να περιμένουμε εξαιτίας τους, αφού δε θα ήταν παρά μια απογοητευτική στο τέλος εμπειρία που θα έκανε τη σχέση μας να καταντήσει ένα κουβάρι από ανομολόγητες αλληλοκατηγορίες, ενοχές και μασκαρεμένες ματαιώσεις.

Ποτέ μου δεν υπήρξα ο άντρας με τις μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες. Κι έχω επίγνωση ότι τις κάνω λιγάκι να βαριούνται. Αυτό που ίσως βρήκε η Βάρντα σε μένα ήταν μια κάποια τάξη στη ζωή μου, η απόσταση που επιβάλλω στον εαυτό μου για να προστατευτώ από τους ανθρώπους και τη βλακεία τους και που τη βοήθησαν πολύ για να διαλύσει της ευρωπαΐζουσες αυταπάτες της.


Η Βάρντα είχε κάτι από οπτασία, αδιανόητη και ασύλληπτη, που δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια και που μόνο γνωρίζοντάς τη θα μπορούσες να καταλάβεις τη φοβερή τύχη που είχα να βρεθώ κοντά της και το τρομερό βασανιστήριο να τη χάσω.


"Οι άνθρωποι -σκέφτηκα- αλλάζουν τόσο λίγο, συνεχίζουν να είναι τόσο πολύ οι ίδιοι, που υπάρχει μία και μόνο ιστορία έρωτα από αμνημονεύτων χρόνων, η οποία επαναλαμβάνεται επ' άπειρον, δίχως να χάνει τη φοβερή απλότητά της που είναι μαζί και η αγιάτρευτη κακοτυχία της".


***



[1] Αποσπάσματα από τα βιβλία:

- Πιερ Μπεττενκούρ,  Τα πλοία βγήκαν σεργιάνι (μτφρ. Ε.Χ. Γονατάς), στιγμή, Αθήνα 2001.

- Alvaro Mutis, Η τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ (μτφρ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης), Άγρα, Αθήνα 1999. 

[2] Στην εικονογράφηση της ανάρτησης έργα του Nick Bantock