Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Μαθήματα λογοτεχνίας από τον Χούλιο Κορτάσαρ

"Όσο πιο λογοτεχνική είναι η λογοτεχνία, τόσο πιο ιστορική και επιδραστική γίνεται".

Στα Μαθήματα Λογοτεχνίας του Χούλιο Κορτάσαρ περιλαμβάνονται οκτώ διαλέξεις που έδωσε ο συγγραφέας στους φοιτητές του τμήματος Νοτιαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μεγάλη κουβέντα που κάνει ο Κορτάσαρ με τους φοιτητές του και αφορά τα πάντα: τον ρεαλισμό και το φανταστικό, τη μουσική και το χιούμορ, τον ερωτισμό και τον χρόνο, το μοιραίο, τα βασικά χαρακτηριστικά της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, και όχι μόνο. 

Ακούγοντας ή διαβάζοντας τον Κορτάσαρ καταλαβαίνει κανείς πώς είναι δυνατόν να περάσεις από τη λατρεία της λογοτεχνίας χάριν της λογοτεχνίας στη λατρεία της λογοτεχνίας ως μελέτης της ανθρώπινης συνθήκης, αλλά και ως μορφής συμμετοχής στις ιστορικές διεργασίες που τελούνται σε αυτό που ο καθένας μας ονομάζει πατρίδα. 

Τα σημεία του βιβλίου που επέλεξα να σταχυολογήσω είναι όσα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αναφέρονται στη σχέση της λογοτεχνίας με την Ιστορία, στον κοινωνικό ρόλο που καλείται ή μπορεί να επιτελέσει και σε αυτό που πολλοί αποκαλούν "στράτευση" του καλλιτέχνη. Ο Κορτάσαρ παραδέχεται πως "σήμερα, το να γράφεις ή να διαβάζεις λογοτεχνία προϋποθέτει την αδιαμφισβήτητη παρουσία του ιστορικού και του γεωπολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο διενεργείται αυτή η ανάγνωση ή η γραφή", δίνοντας, όμως, στην έννοια της στράτευσης μια νέα, ευρύτερη σημασία. 

Αυτό που ήθελα να πω –εξ ου και η παρανόηση– και θα το επαναλάβω τώρα, ίσως πιο ξεκάθαρα, είναι πως, κυρίως αυτόν τον καιρό και κυρίως στη Λατινική Αμερική με αυτά που περνάει τώρα, δεν ανέχομαι αυτό το είδος μυθοπλασίας που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και μόνο, όπου αισθάνεσαι πως ο συγγραφέας δημιουργεί ένα έργο μυθοπλασίας ή φαντασίας και μόνο, αποφεύγοντας ηθελημένα μια πραγματικότητα που τον περιβάλλει, που ορθώνεται μπροστά του και του ζητάει ν’ ανοίξουν ένα διάλογο μες στα βιβλία που αυτός ο άνθρωπος θα γράψει. Το φανταστικό, που τόσο πολύ το αγαπώ και το ‘χω χρησιμοποιήσει για να κτίσω το έργο μου, είναι το μόνο που βοηθάει να προβληθεί πιο καθαρά και πιο δυνατά η πραγματικότητα που μας περιβάλλει. 


[...] αν υπάρχει κάτι που υπερασπίζομαι για τον εαυτό μου, για τη γραφή, για τη λογοτεχνία, για όλους τους συγγραφείς και όλους τους αναγνώστες, είναι το κυρίαρχο δικαίωμα του συγγραφέα να γράφει ό,τι του υπαγορεύουν η συνείδησή του και η προσωπική του αξιοπρέπεια. Αν αυτός ο συγγραφέας είναι στρατευμένος σε μια ιδεολογία και γράφει γι’ αυτήν, ως συγγραφέας εκπληρώνει το χρέος του, και αν, παράλληλα, εξακολουθεί να επιτελεί το λογοτεχνικό του έργο λόγου χάριν της ίδιας της λογοτεχνίας –αυτήν του πρώτου σταδίου–, είναι αποκλειστικό του δικαίωμα και κανείς δεν μπορεί να τον επικρίνει γι’ αυτό. 


Αν η λογοτεχνία περιέχει την πραγματικότητα, υπάρχουν πραγματικότητες που κάνουν ό,τι μπορούν για να διώξουν τη λογοτεχνία· και τότε είναι που η λογοτεχνία, η καλύτερη εκδοχή της, εκείνη που δεν είναι συνεργός ή απολογήτρια ή ευνοούμενη αυτής της κατάστασης των πραγμάτων, σηκώνει το γάντι, καταγγέλλει αυτή την πραγματικότητα περιγράφοντάς την, και το μήνυμά της φτάνει πάντα στον προορισμό του· οι μποτίλιες συλλέγονται και ανοίγονται από αναγνώστες που όχι μόνο καταλαβαίνουν αλλά και, πολλές φορές, παίρνουν θέση και μετατρέπουν αυτή τη λογοτεχνία σε κάτι περισσότερο από μια αισθητική απόλαυση ή μια ώρα ψυχαγωγίας. 


Δεν είναι επιτακτικό ή υποχρεωτικό αυτή η λογοτεχνία της εξορίας να έχει πολιτικό περιεχόμενο ή να παρουσιάζεται ως κατεξοχήν ιδεολογική δραστηριότητα. Όταν ένας υπεύθυνος συγγραφέας δημιουργεί δίνοντας όλο του τον εαυτό, ό,τι γράψει θα είναι ένα όπλο σ’ αυτή η δύσκολη διαμάχη που δίνουμε μέρα με τη μέρα. Ένα ερωτικό ποίημα, ένα αμιγώς φανταστικό διήγημα, είναι η ωραιότερη απόδειξη πως δεν υπάρχει δικτατορία ή καταπίεση που να μπορεί να διαρρήξει αυτόν τον βαθύ δεσμό ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς μας και την πραγματικότητα των λαών τους, αυτή την πραγματικότητα που χρειάζεται την ομορφιά όσο χρειάζεται και την αλήθεια και την καλοσύνη

Σε όλες τις εκδοχές, θετικές ή αρνητικές, της σχέσης μεταξύ πραγματικότητας και λογοτεχνίας, αυτό που κατά βάθος διακυβεύεται είναι η προσέγγιση της αλήθειας μέσω της φαντασίας, της διαίσθησης, των πνευματικών και αισθητικών σχέσεων που φέρνουν αποκαλύψεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν μέρος ενός μυθιστορήματος ή ενός διηγήματος ή ενός ποιήματος. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γνωρίζουν ότι το λογοτεχνικό είναι ένας ιστορικός παράγων, μια κοινωνική δύναμη, κι ότι το μεγάλο κι ωραίο παράδοξο είναι πως όσο πιο λογοτεχνική είναι η λογοτεχνία, αν μου επιτρέπεται η ταυτολογία, τόσο πιο ιστορική και επιδραστική γίνεται. 

Η λογοτεχνία επιτελεί μια κοινωνική και ιστορική αποστολή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οφείλει να μένει πιστή στην πραγματικότητα με τον τρόπο που το έκαναν οι ρεαλιστές. Ο Κορτάσαρ μιλά γι’ αυτόν τον κάποτε απροσδιόριστο αλλά πάντα αδιαμφισβήτητο δεσμό μεταξύ μιας λογοτεχνίας που δεν κρύβει κάτω από το χαλί την πραγματικότητα, και αυτών που αναγνωρίζουν μέσα της τον εαυτό τους, ενώ εκείνη, την ίδια στιγμή, τους μεταφέρει σε επίπεδα αυτεπίγνωσης, πολιτικής και αισθητικής πέρα από τον εαυτό που γνώριζαν.

***

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης), Εκδόσεις Opera, Αθήνα 2021


Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Βήματα χαμένα στη ζούγκλα



Κάποια μέρα οι άνθρωποι θ' ανακαλύψουν ένα αλφάβητο στα στίγματα του χαλκηδόνιου, στη σκούρα βελούδινη υφή των λεπιδόπτερων και τότε θα μάθουν με κατάπληξη ότι κάθε πιτσιλωτό σαλιγκάρι ήταν ανέκαθεν ένα ποίημα.

Στα Χαμένα βήματα του Αλέχο Καρπεντιέ, ένας μουσικολόγος αποφασίζει να εγκαταλείψει προσωρινά τη γυναίκα του, επιτυχημένη ηθοποιό, και να πραγματοποιήσει με την επίσης ανεπιθύμητη σε κείνον ερωμένη του ένα ταξίδι στη ζούγκλα της Βενεζουέλας. Απεσταλμένος του πανεπιστημίου και υποστηρικτής της θεωρίας ότι η μουσική γεννήθηκε ως μίμηση των ήχων της φύσης, θα αναζητήσει στους πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής πρωτόγονα μουσικά όργανα που χάθηκαν στον χρόνο. 

Τα σπάνια μουσικά αντικείμενα που γυρεύει χρησιμοποιούνται σε πρωτόγονες ιεροτελεστίες και μυστήρια πανάρχαιων φυλών που ζουν σε χωριά χωμένα στη ζούγκλα. Σταμνιά ζωντανεμένα από το αγουαρδιέντε, ταμπούρλα από κορμούς, κοκάλινες φλογέρες, σάλπιγγες από κέρατα παράγουν πένθιμους ήχους που η ιστορία δεν μπόρεσε να μνημειώσει. Η διείσδυση στη σέλβα μετατρέπεται σε πορεία εσωτερικής αναζήτησης που θα αποκαλύψει στον πρωταγωνιστή τη χαμένη ταυτότητα του ανθρώπου· ένα χαμένο πρόσωπο του κόσμου.

Μπροστά στο μεγαλείο μιας φύσης αγνής και αμόλυντης, ο δυτικός άνθρωπος μοιάζει με ον βουβό, ανήμπορο, ασήμαντο, χωρίς γνώση. Μπροστά στην απλότητα και τη σοφία του πρωτόγονου, τα λόγια του δεν είναι παρά εγκωμιαστικές κοινοτοπίες. Κάτοικος ενός κόσμου δίχως κρησφύγετα, μιας φύσης δαμασμένης από αιώνες, ο ήρωας αποφασίζει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να επιστρέψει στο παρελθόν των παιδικών του χρόνων, κάνοντας ένα ταξίδι στον τόπο που συνάμα είναι και ταξίδι σε χρόνο. 

Η ζωή στην αγκαλιά της ζούγκλας μοιάζει με παρτιτούρα που διαβάζεται ανάποδα, "αντίθετα απ' το κλειδί του Σολ, επιστρέφοντας στα μέτρα της Γένεσης". Η ώρα παύει να απασχολεί τον φιλοξενούμενο που, έκθαμβος μπροστά σε ό,τι χωράει στους ρυθμούς αυτής της συμφωνίας, αντιλαμβάνεται τις νέες αξίες των διαστημάτων, τη διαστολή του πρωινού, την αργή και λιτή εξέλιξη του ηλιοβασιλέματος.

Σαν τον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο, που είναι γυμνοί χωρίς να το ξέρουν, ο αφηγητής σκέφτεται τους ανθρώπους που βρέθηκαν στις απαρχές του χρόνου. Εκείνους που δεν είχαν σκεφτεί ακόμη να χρησιμοποιήσουν τον σπόρο, που η φουσκονεριά τούς απομόνωνε σε κάποιο δέλτα. Νιώθει σκοτοδίνη όταν σκέφτεται την πιθανότητα των πολλαπλών παλινδρομήσεων που του χαρίζει η ζούγκλα, λες και δεν θα φτάσει ποτέ στο έσχατο. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος ταυτίζει το πεπρωμένο του με αυτό του Σίσυφου. Δεν θα πάψει ποτέ να βασανίζεται σε μια ατέρμονη και αδιέξοδη δοκιμασία που οδηγεί κατ' επανάληψη στο πουθενά. Λες κι ο Προμηθέας έκανε το μεγαλύτερο σφάλμα χαρίζοντας φωτιά, πολιτισμό και γνώση στον άνθρωπο, και το γένος θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένο αν εξακολουθούσε να ορίζεται από τους μεταφυσικούς του φόβους. 

Ο πρωταγωνιστής, άντρας, διανοούμενος, με βαθιά πνευματική καλλιέργεια, ερωτεύεται μια γυναίκα της σέλβας. Αδιαφορεί για τις προσαρμογές του νου, τη θέσπιση μιας ολοκαίνουργιας κλίμακας αξιών από μέρους του, που είναι απαραίτητη για την συνύπαρξή τους. Όλα τούτα ωχριούν μπροστά σε μια γυναίκα που ήταν όλη γυναίκα και τίποτε άλλο. 

"Μανιχαϊστής με τον τρόπο του έβλεπε τον κόσμο σαν πεδίο μάχης ανάμεσα στο φως της τυπογραφίας και τα μαύρα σκοτάδια της πρωτόγονης αμάθειας -πρόξενου κάθε ωμότητας- μέσα στα οποία ζούσαν όσοι αγνοούσαν έδρες, μουσικές και εργαστήρια". Τώρα ανακαλύπτει ξανά την παρορμητικότητα του ζευγαρώματος κι εκείνο το αρχέγονο στοιχείο του ερωτικού παιχνιδιού, το χαρακτηριστικό της ορμής των ζώων, των πρωτόπλαστων και των παιδιών, που αφήνονται χαρούμενα στις ηδονικές τους πράξεις χωρίς να έχουν ανάγκη την απομόνωση πίσω απ' τον σύρτη, την έλλειψη μαρτύρων ή τη συνενοχή στην αναζήτηση της σωματικής απόλαυσης.  

Η νεαρή Ινδιάνα τον κάνει περήφανο που είναι άντρας. Υπηρετεί τον αρσενικό με την πιο ευγενική έννοια του όρου: "δημιουργώντας σπιτικό με κάθε της κίνηση". Γιατί, παρόλο που δεν έχουν τη δική τους στέγη, τα χέρια της είναι κιόλας στο τραπέζι του κι η κανάτα με το νερό που φέρνει στο στόμα του είναι σκεύος με χαραγμένα τα αρχικά του.

Και αφού είχε κατορθώσει να απλοποιήσει τόσο τη ζωή του, αφού αρνήθηκε γεύσεις, συνήθειες, ανέσεις και απολαύσεις φτάνοντας να απολαμβάνει τον ύπνο στην αιώρα, το πλύσιμο του κορμιού με στάχτη και το ροκάνισμα καλαμποκιών ψημένων στη θράκα, ο ήρωας συνειδητοποιεί πως του είναι μάλλον αδύνατο να ζήσει χωρίς χαρτί και μελάνι. Από αμφιβολία, επαγγελματική διαστροφή ή συνέπεια, αποφασίζει να γυρίσει μόνο για να μεταλαμπαδεύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα τα πορίσματα της έρευνάς του και λίγους μήνες αργότερα να επιστρέψει στον επίγειο παράδεισο που ανακάλυψε. Μόνο που η επιστροφή του ανθρώπου στη χαμένη Αρκαδία δεν είναι ποτέ μια επιστροφή στο Ίδιο. 

***

Alejo Carpentier, Τα χαμένα βήματα (εισαγωγή-μετάφραση: Μελίνα Παναγιωτίδου), Εξάντας, Αθήνα 1993.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Βήματα χαμένα στη ζούγκλα


Θα είναι ο χρόνος που θα βγει στους δρόμους,
που θα αποχωριστεί το πρόσωπό του και 
θα μιλάει και θα εμέσσει
ό,τι κατάπιε και θα αποβάλλει το επιπλέον 
βάρος του.
Από το βιβλίο του Τσιλάμ-Μπαλάμ

Στα Χαμένα βήματα του Αλέχο Καρπεντιέ, ένας μουσικολόγος αποφασίζει να εγκαταλείψει προσωρινά τη γυναίκα του, επιτυχημένη ηθοποιό, και να πραγματοποιήσει με την επίσης ανεπιθύμητη σε κείνον ερωμένη του ένα ταξίδι στη ζούγκλα της Βενεζουέλας. Απεσταλμένος του πανεπιστημίου και υποστηρικτής της θεωρίας ότι η μουσική γεννήθηκε ως μίμηση των ήχων της φύσης, θα αναζητήσει στους πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής πρωτόγονα μουσικά όργανα που χάθηκαν στον χρόνο. 

Έτσι βήμα βήμα, έφτασα στις βιτρίνες των θραυσμάτων, των τσεκουριών, των μαχαιριών από πυρόλιθο, σταματώντας εκστασιασμένος μπροστά στο σκοτάδι της μαγδαληναίας, της σολουτραίας και της προ-σαντελάντιου περιόδου, νιώθοντας ότι είχα φτάσει στα σύνορα του ανθρώπινου γένους, σ' αυτό το όριο του πιθανού, που σύμφωνα με μερικούς πρωτόγονους κοσμογράφους θα μπορούσε να είναι η άκρη της επίπεδης γης, εκεί όπου σκύβοντας το κεφάλι στον αστρικό ίλιγγο του απείρου μπορούσε κανείς να δει τον ουρανό από κάτω. 

Τα σπάνια μουσικά αντικείμενα που γυρεύει χρησιμοποιούνται σε πρωτόγονες ιεροτελεστίες και μυστήρια πανάρχαιων φυλών που ζουν σε χωριά χωμένα στη ζούγκλα. Σταμνιά ζωντανεμένα από το αγουαρδιέντε, ταμπούρλα από κορμούς, κοκάλινες φλογέρες, σάλπιγγες από κέρατα παράγουν πένθιμους ήχους που η ιστορία δεν μπόρεσε να μνημειώσει. Η διείσδυση στη σέλβα μετατρέπεται σε πορεία εσωτερικής αναζήτησης που θα αποκαλύψει στον πρωταγωνιστή τη χαμένη ταυτότητα του ανθρώπου· ένα χαμένο πρόσωπο του κόσμου. 

Τη στιγμή εκείνη που η νύχτα γινόταν μοναδικά απτή, μερικά "νεωτεριστικά" θέματα μου ήταν ανυπόφορα. Θα ήθελα να κάνω τις φωνές που μιλούσαν πίσω μου να πάψουν, για να πιάσω το διαπασών των βατράχων, τον οξύ τόνο των γρύλων, το ρυθμό της ρόδας μιας χειράμαξας με άξονες που έτριζαν εκεί ψηλά, στον Κρανίου Τόπο της ομίχλης. 

Μπροστά στο μεγαλείο μιας φύσης αγνής και αμόλυντης, ο δυτικός άνθρωπος μοιάζει με ον βουβό, ανήμπορο, ασήμαντο, χωρίς γνώση. Μπροστά στην απλότητα και τη σοφία του πρωτόγονου, τα λόγια του δεν είναι παρά εγκωμιαστικές κοινοτοπίες. Κάτοικος ενός κόσμου δίχως κρησφύγετα, μιας φύσης δαμασμένης από αιώνες, ο ήρωας αποφασίζει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να επιστρέψει στο παρελθόν των παιδικών του χρόνων, κάνοντας ένα ταξίδι στον τόπο που συνάμα είναι και ταξίδι σε χρόνο. 

Έμεναν ακόμη στον κόσμο τεράστιες εκτάσεις που οι κάτοικοί τους δεν ήξεραν τι σημαίνει καθημερινό άγχος και εδώ, παρ' ό,τι πάμπολλα άτομα αρκούνταν σε μια χορτάρινη σκεπή, ένα σταμνί, μια πήλινη γάστρα, μια αιώρα και μια κιθάρα, υπήρχε μέσα τους κάποια ψυχολατρεία, μια συνείδηση παμπάλαιων παραδόσεων, μια ζωντανή ανάμνηση μύθων που αποτελούσαν τελικά μια παρουσία πολιτισμού πιθανώς πιο έντιμου και έγκυρου απ' αυτόν που μας είχε απομείνει εκεί. Για ένα λαό ήταν πιο ενδιαφέρον να διατηρήσει τη μνήμη του Έπους του Ρολάνδου απ' το να έχει ζεστό νερό στο σπίτι του. Ήμουν ευχαριστημένος που υπήρχαν ακόμη άνθρωποι ελάχιστα διατεθειμένοι να ξεπουλήσουν την ψυχή τους για κάποιο αυτόματο μηχάνημα που καταργώντας τις κινήσεις της πλύστρας έπαιρνε μαζί του και τα τραγούδια της, ξεπαστρεύοντας μονομιάς μια χιλιόχρονη λαογραφία. 


Η ζωή στην αγκαλιά της ζούγκλας μοιάζει με παρτιτούρα που διαβάζεται ανάποδα, "αντίθετα απ' το κλειδί του Σολ, επιστρέφοντας στα μέτρα της Γένεσης". Η ώρα παύει να απασχολεί τον φιλοξενούμενο που, έκθαμβος μπροστά σε ό,τι χωράει στους ρυθμούς αυτής της συμφωνίας, αντιλαμβάνεται τις νέες αξίες των διαστημάτων, τη διαστολή του πρωινού, την αργή και λιτή εξέλιξη του ηλιοβασιλέματος. 

Και καθώς επαναλαμβάνω μέσα μου ότι μένω, ότι τώρα πια φώτα μου θα είναι αυτά του ήλιου και της παραστιάς, ότι κάθε πρωί θα βυθίζω το κορμί μου στο νερό αυτού του καταρράκτη κι ότι μια γυναίκα σωστή κι ολοκληρωμένη, χωρίς περιπλοκές, θα βρίσκεται πάντα στην ακτίνα του πόθου μου, με κυριεύει ανείπωτη χαρά. 

Σαν τον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο, που είναι γυμνοί χωρίς να το ξέρουν, ο αφηγητής σκέφτεται τους ανθρώπους που βρέθηκαν στις απαρχές του χρόνου. Εκείνους που δεν είχαν σκεφτεί ακόμη να χρησιμοποιήσουν τον σπόρο, που η φουσκονεριά τούς απομόνωνε σε κάποιο δέλτα. Νιώθει σκοτοδίνη όταν σκέφτεται την πιθανότητα των πολλαπλών παλινδρομήσεων που του χαρίζει η ζούγκλα, λες και δεν θα φτάσει ποτέ στο έσχατο. 

Θα απολυτρωθώ από τη μοίρα του Σίσυφου, που μου επέβαλλε ο κόσμος απ' όπου ερχόμουν, ξεφεύγοντας απ' τα κενά επαγγέλματα, το στριφογύρισμα σκίουρου αιχμάλωτου σε συρμάτινο κλουβί, τον μετρημένο χρόνο και τις δοσοληψίες του σκοταδιού. Προτιμάω ν' αδράξω το πριόνι και το τσεκούρι, παρά να εξακολουθήσω να εκπορνεύω τη μουσική σαν μισθωμένος τελάλης. 



Ο σύγχρονος άνθρωπος ταυτίζει το πεπρωμένο του με αυτό του Σίσυφου. Δεν θα πάψει ποτέ να βασανίζεται σε μια ατέρμονη και αδιέξοδη δοκιμασία που οδηγεί κατ' επανάληψη στο πουθενά. Λες κι ο Προμηθέας έκανε το μεγαλύτερο σφάλμα χαρίζοντας φωτιά, πολιτισμό και γνώση στον άνθρωπο, και το γένος θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένο αν εξακολουθούσε να ορίζεται από τους μεταφυσικούς του φόβους. 


Τώρα όμως μια παράξενη ηδυπάθεια αποκοιμίζει τους ενδοιασμούς μου. Και μια δύναμη διαπερνάει αργά τ' αυτιά μου: η γλώσσα. Να λοιπόν η γλώσσα που μίλησα στα παιδικά μου χρόνια, η γλώσσα στην οποία έμαθα να διαβάζω και να τραγουδάω το σολφέζ, η γλώσσα που είχε μουχλιάσει στο μυαλό μου από την αχρησία, που αφέθηκε παράμερα σαν άχρηστο εργαλείο σε μια χώρα όπου λίγο θα μπορούσε να μου χρησιμέψει. 

Ο πρωταγωνιστής, άντρας, διανοούμενος, με βαθιά πνευματική καλλιέργεια, ερωτεύεται μια γυναίκα της σέλβας. Αδιαφορεί για τις προσαρμογές του νου, τη θέσπιση μιας ολοκαίνουργιας κλίμακας αξιών από μέρους του, που είναι απαραίτητη για την συνύπαρξή τους. Όλα τούτα ωχριούν μπροστά σε μια γυναίκα που ήταν όλη γυναίκα και τίποτε άλλο. 

"Μανιχαϊστής με τον τρόπο του έβλεπε τον κόσμο σαν πεδίο μάχης ανάμεσα στο φως της τυπογραφίας και τα μαύρα σκοτάδια της πρωτόγονης αμάθειας -πρόξενου κάθε ωμότητας- μέσα στα οποία ζούσαν όσοι αγνοούσαν έδρες, μουσικές και εργαστήρια". Τώρα ανακαλύπτει ξανά την παρορμητικότητα του ζευγαρώματος κι εκείνο το αρχέγονο στοιχείο του ερωτικού παιχνιδιού, το χαρακτηριστικό της ορμής των ζώων, των πρωτόπλαστων και των παιδιών, που αφήνονται χαρούμενα στις ηδονικές τους πράξεις χωρίς να έχουν ανάγκη την απομόνωση πίσω απ' τον σύρτη, την έλλειψη μαρτύρων ή τη συνενοχή στην αναζήτηση της σωματικής απόλαυσης.  

Η νεαρή Ινδιάνα τον κάνει περήφανο που είναι άντρας. Υπηρετεί τον αρσενικό με την πιο ευγενική έννοια του όρου: "δημιουργώντας σπιτικό με κάθε της κίνηση". Γιατί, παρόλο που δεν έχουν τη δική τους στέγη, τα χέρια της είναι κιόλας στο τραπέζι του κι η κανάτα με το νερό που φέρνει στο στόμα του είναι σκεύος με χαραγμένα τα αρχικά του.

Γι' αυτήν, που διάβηκε σύνορα συνεχίζοντας να μιλάει την ίδια γλώσσα και δεν της πέρασε ποτέ απ' το μυαλό να διασχίσει τον Ωκεανό, το κέντρο του κόσμου βρίσκεται εκεί όπου το καταμεσήμερο ο ήλιος τη λούζει από ψηλά με φως. Είναι γυναίκα της γης κι όσο περπατάει πάνω στη γη κι είναι γερή κι έχει άντρα να τον φροντίζει καταπώς πρέπει μ' ανταμοιβή αυτό που ονομάζει "χαρά του κορμιού", εκπληρώνει ένα ριζικό που καλύτερα να μην αρχίζει κανείς να το πολυσκαλίζει, γιατί διέπεται από "μεγάλα πράγματα", που ο μηχανισμός τους είναι τόσο σκοτεινός και που, εν πάση περιπτώσει, ξεπερνούν την ερμηνευτική ικανότητα του ανθρώπου. 

Και αφού είχε κατορθώσει να απλοποιήσει τόσο τη ζωή του, αφού αρνήθηκε γεύσεις, συνήθειες, ανέσεις και απολαύσεις φτάνοντας να απολαμβάνει τον ύπνο στην αιώρα, το πλύσιμο του κορμιού με στάχτη και το ροκάνισμα καλαμποκιών ψημένων στη θράκα, ο ήρωας συνειδητοποιεί πως του είναι μάλλον αδύνατο να ζήσει χωρίς χαρτί και μελάνι. Από αμφιβολία, επαγγελματική διαστροφή ή συνέπεια, αποφασίζει να γυρίσει μόνο για να μεταλαμπαδεύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα τα πορίσματα της έρευνάς του και λίγους μήνες αργότερα να επιστρέψει στον επίγειο παράδεισο που ανακάλυψε. Μόνο που η επιστροφή του ανθρώπου στη χαμένη Αρκαδία δεν είναι ποτέ μια επιστροφή στο Ίδιο. 

Κάποια μέρα οι άνθρωποι θ' ανακαλύψουν ένα αλφάβητο στα στίγματα του χαλκηδόνιου, στη σκούρα βελούδινη υφή των λεπιδόπτερων και τότε θα μάθουν με κατάπληξη ότι κάθε πιτσιλωτό σαλιγκάρι ήταν ανέκαθεν ένα ποίημα.


***

Alejo Carpentier, Τα χαμένα βήματα (εισαγωγή-μετάφραση: Μελίνα Παναγιωτίδου), Εξάντας, Αθήνα 1993.

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2020

Ο αποχαιρετισμός ενός Τραμπ Στήμερ


Παίρνω ένα χαρτί και γράφω στην αρραβωνιαστικιά μου, που είναι από την άλλη μεριά της θάλασσας και σκουπίζει το μισό ρολογάδικο όπου εργάζεται κι απ' όπου μου στέλνει καμιά φορά ένα ελατήριο, σαν πένθιμη σκέψη. Θα αγαπήσουμε αληθινά ο ένας τον άλλον, όταν δεν θα υπάρχει πια η θάλασσα ανάμεσά μας. Και τότε, με τα κορμιά ενωμένα σαν αχηβάδες, γυμνοί και αρχαιοπρεπείς, θα ανταλλάξουμε αυτό το στερνό χαμόγελο που στέλνει κανείς από τις αποβάθρες των αναχωρήσεων, προτού κλειστεί στην καμπίνα του για να κλάψει. [1]

Τα τραμπ στήμερ είναι φορτηγά μικρού ωφέλιμου φορτίου, που δεν ανήκουν σε καμιά από τις μεγάλες ναυτικές εταιρείες και που ταξιδεύουν από λιμάνι σε λιμάνι αναζητώντας ευκαιριακά φορτία για να τα μεταφέρουν όπου τους πουν. Πολλές φορές σέρνουν τη θλιβερή σιλουέτα τους πολύ περισσότερο καιρό απ' αυτόν που επιτρέπει η επισφαλής κατάστασή τους. 

Στο μυθιστόρημα του Μούτις ένας ληξιπρόθεσμος έρωτας, ένα περιπλανώμενο Τραμπ Στήμερ και ένας καπετάνιος είναι πρωταγωνιστές μιας ιστορίας όπου το τυχαίο, οι συμπτώσεις και το πεπρωμένο συνεργούν για να προδιαγράψουν μια κοινή μοίρα. Το γέρικο φορτηγό επιμένει να ταξιδεύει από την Αρκτική μέχρι την Καραϊβική, ενώ ο αδιέξοδος έρωτας που γεννιέται στο σκαρί του χαίρεται μέρα με τη μέρα την προδιαγεγραμμένη διάρκειά του και κατακτά το απόλυτο. Λίγο πριν από το χαμό του καραβιού, ο έρωτας φτάνει στο τέλος του. Όσο διαρκεί, η απόλαυση και η οδύνη που γεννά στον αναγνώστη διατηρούν κάτι από τη γοητεία πανάρχαιων θρύλων.

Συχνά η ζωή κανονίζει η ίδια κάποιους εκκρεμείς λογαριασμούς που δεν θα ήταν συνετό να τους αγνοήσουμε. Είναι σαν ένα είδος ισολογισμών που μας προσφέρει για να μη χαθούμε στα βάθη του κόσμου της φαντασίας και των ονείρων, και για να γνωρίζουμε να επιστρέφουμε στη θερμή και καθημερινή ακολουθία του χρόνου όπου πραγματοποιείται στο παρόν το πεπρωμένο μας. 

Ο Δάντης λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το να αναθυμάται κανείς ευτυχισμένους καιρούς σε χρόνια αθλιότητας. Ο Βάσκος καπετάνιος Τζον Ιτούρι θυμάται μια ερωτική ιστορία που γι' αυτόν ανήκει σ' ένα παρελθόν ενταφιασμένο οριστικά και για πάντα, αν όχι στη λήθη, σίγουρα στα αμετάκλητα σκοτάδια μιας ζωής που ποτέ πια δεν πρόκειται να αναστηθεί. 

Η Βάρντα ήταν μια οπτασία απόλυτης ομορφιάς. Ψηλή, με αρμονικό πρόσωπο, με χαρακτηριστικά της ανατολικής Μεσογείου, τόσο εκλεπτυσμένα που έλεγες ότι ήταν ελληνικά. Τα μεγάλα μαύρα μάτια εξέπεμπαν ένα νωχελικό όμως ευφυές βλέμμα, στο οποίο η βιασύνη ή η υπερτονισμένη συναισθηματικότητα θα αποτελούσαν απαράδεκτη αταξία. ... "Ήταν μια Ανατολίτισσα εκατό τοις εκατό και η θέλησή της να υιοθετήσει τους τρόπους και τη ζωή της Δύσης δεν άλλαζε σε τίποτα τα σαφή και ουσιαστικά χαρακτηριστικά της φυλής της. Και επιπλέον, όσο πιο πολύ τη γνώριζε κανείς, αντιλαμβανόταν ότι ήταν όχι μόνο ικανοποιημένη αλλά και περήφανη για το αραβικό αίμα της".

Τόση σοφία στο σώμα μιας Αφροδίτης... Είναι κάτι υπερβολικά πολύ για τη ζωή ενός φτωχού ανθρώπου, εξομολογείται ο καπετάνιος.





Ένιωθε ότι γι'αυτόν ο κόσμος είχε αλλάξει. Αν ο κόσμος έκρυβε ένα πλάσμα σαν κι αυτό που ποτέ του μέχρι τώρα δεν είχε γνωρίσει, αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν ο κόσμος που πίστευε μέχρι σήμερα. Σε μερικές μέρες θα συμπλήρωνε τα πενήντα και, εντελώς ξαφνικά, όλα γύρω του είχαν αποκτήσει μια απόλυτα νέα και συνταρακτική θωριά. Το ν' αποδώσει με τη λέξη του έρωτα ένα τόσο ολοκληρωμένο φαινόμενο θα αποτελούσε απλοποίηση και αφελή επιπολαιότητα. Διότι, χρησιμοποιώντας τη λέξη έρωτας, οι άνθρωποι παίζουν σχεδόν πάντα με σημαδεμένα χαρτιά. 

Ο τρόπος με τον οποίο ο καπετάνιος επέμενε στην ομορφιά της Βάρντα Μπασούρ έχει κάτι από ψαλμωδία ή μοιρολόι. Η αναμονή μιας ευτυχίας που δεν μπορεί να περιμένει και που όσο περνάνε οι μέρες γίνεται ολοένα και πιο αβέβαιη μετατρέπεται σε μια μικρή κόλαση που του κόβει τον ύπνο και τον εμποδίζει να εργαστεί με καθαρό το μυαλό.


Επί τρεις μέρες μείναμε στο Ξενοδοχείο Λισσαβώνα χωρίς να βγούμε από το δωμάτιο, που το είχαμε μετατρέψει σε ένα είδος δικού μας σύμπαντος κι όπου διαδέχονταν το ένα το άλλο τα επεισόδια ενός ερωτισμού με μόνα λόγια τις αμοιβαίες εξομολογήσεις μας για τα παιδικά μας χρόνια και για το πώς ανακαλύψαμε τον κόσμο.

Στη δεύτερη συνάντηση ήταν σαν να είχε δουλέψει ο καθένας τους  στη μνήμη του την εικόνα του άλλου, και αυτό είχε δημιουργήσει ένα κοινό έδαφος, μη ομολογούμενο αλλά πανταχού παρόν.

Κάναμε πολλές φορές έρωτα, με την αργή και σχολαστική ένταση εκείνων που δεν ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το αύριο. Η εμμονή της Βάρντα να γεμίσει με νόημα το παρόν πήγαζε από τη βεβαιότητα και τη διορατικότητά της για τις ελάχιστες δυνατότητες και τα αξεπέραστα εμπόδια της σχέσης μας. Μα ούτε κι εγώ, όπως της το είχα πει και στο μπαρ, δεν έβλεπα πού μπορούσε να καταλήξει αυτή η ιστορία.

Όταν το σκαρί του Τραμπ Στήμερ άρχισε να εξασθενεί και να εμφανίζει προφανή σημάδια κόπωσης, στην ψυχή της Βάρντα άρχισε να αναδεύεται η νοσταλγία για τη χώρα της και τους ανθρώπους της, που γινόταν ολοένα πιο μεγάλη όσο περισσότερο εξοικειωνόταν με τις χάρες της Καραϊβικής.

Ο Βάσκος καπετάνιος αντιστάθηκε στον πειρασμό να της κάνει την ερώτηση που, από τότε που υπάρχουν ερωτευμένοι, έρχεται αναπόφευκτα στα χείλια: "Μα, αυτό σημαίνει ότι δε θα ιδωθούμε ποτέ πια;" Εκείνο το σκουριασμένο και σχεδόν ερειπιώδες καράβι στην αποβάθρα του Κίνγκστον είναι το πιο πιστό πορτρέτο του τι και πώς αισθανόταν ο καπετάνιος του. Ούτε ο καπετάνιος ούτε το καράβι δεν μπορούσαν πια να σωθούν.

Δεν ήταν δυνατόν να ήταν ο αποχαιρετισμός μας στο Κίνγκστον ο τελευταίος. Στο μυαλό μου τώρα μαζεύονταν όλα όσα δεν είχα προλάβει να της πω στη διάρκεια της κοινής μας ζωής. Εκείνη την εποχή δεν μου φαίνονταν σημαντικά κι ούτε αναγκαία. Οι χειρονομίες μας, η ερωτική σχέση μας, οι κοινές μας φοβίες και συμπάθειες κάνανε περιττά τα λόγια. Όμως τώρα αποκτούσαν και πάλι την αξία τους και απαιτούσαν να ειπωθούν.

Χρόνια αργότερα θα πει στον σύντροφό του στην κουβέρτα: "Το μόνο που με συγκράτησε πολλές φορές από την επιθυμία να πεθάνω ήταν ότι θα πέθαινε μαζί μου κι εκείνη η εικόνα".


Απόμεναν τα συναισθήματα που την ένωναν μαζί μου. Ήταν ανέπαφα, όμως τίποτε δεν μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω τους, τίποτα που να περιμένουμε εξαιτίας τους, αφού δε θα ήταν παρά μια απογοητευτική στο τέλος εμπειρία που θα έκανε τη σχέση μας να καταντήσει ένα κουβάρι από ανομολόγητες αλληλοκατηγορίες, ενοχές και μασκαρεμένες ματαιώσεις.

Ποτέ μου δεν υπήρξα ο άντρας με τις μεγάλες επιτυχίες στις γυναίκες. Κι έχω επίγνωση ότι τις κάνω λιγάκι να βαριούνται. Αυτό που ίσως βρήκε η Βάρντα σε μένα ήταν μια κάποια τάξη στη ζωή μου, η απόσταση που επιβάλλω στον εαυτό μου για να προστατευτώ από τους ανθρώπους και τη βλακεία τους και που τη βοήθησαν πολύ για να διαλύσει της ευρωπαΐζουσες αυταπάτες της.


Η Βάρντα είχε κάτι από οπτασία, αδιανόητη και ασύλληπτη, που δεν μπορεί να περιγραφτεί με λόγια και που μόνο γνωρίζοντάς τη θα μπορούσες να καταλάβεις τη φοβερή τύχη που είχα να βρεθώ κοντά της και το τρομερό βασανιστήριο να τη χάσω.


"Οι άνθρωποι -σκέφτηκα- αλλάζουν τόσο λίγο, συνεχίζουν να είναι τόσο πολύ οι ίδιοι, που υπάρχει μία και μόνο ιστορία έρωτα από αμνημονεύτων χρόνων, η οποία επαναλαμβάνεται επ' άπειρον, δίχως να χάνει τη φοβερή απλότητά της που είναι μαζί και η αγιάτρευτη κακοτυχία της".


***



[1] Αποσπάσματα από τα βιβλία:

- Πιερ Μπεττενκούρ,  Τα πλοία βγήκαν σεργιάνι (μτφρ. Ε.Χ. Γονατάς), στιγμή, Αθήνα 2001.

- Alvaro Mutis, Η τελευταία σκάλα του Τραμπ Στήμερ (μτφρ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης), Άγρα, Αθήνα 1999. 

[2] Στην εικονογράφηση της ανάρτησης έργα του Nick Bantock

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Τερπινοήσεις


Ιστορίες φαντασίας και ουτοπίας

Kevin Sloan
Χρόνος  

Στους κύκλους του χρόνου, κάποιες στιγμές δεν ήταν ίδιες με τις άλλες. Ήταν στιγμές συναντήσεων. Λίγο πριν από τις τρεις και τέταρτο, τις έξι και μισή, τις τέσσερις και είκοσι, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ή στην έναρξη του μεσημεριού, η αγωνία του παρατηρητή της ώρας μεγάλωνε. Ανυπομονούσε για εκείνο το λεπτό που μικρός και μεγάλος δείκτης θα συνέπιπταν. Ήταν μια συνεύρεση της κομψότητας του λεπτοδείκτη με το κύρος του δείκτη των ωρών. 

Η εκκωφαντική απουσία καντράν, δεικτών και τροχίσκων μετέτρεψε την αναλογική μορφή του χρόνου σε ψηφιακή και έδωσε στην πραγματικότητα τον φρενήρη ρυθμό της. Ο χρόνος κάποτε γύριζε. Τώρα περνά. Μεμονωμένοι αριθμοί αναδύονται για να βυθιστούν ξανά στο πουθενά μιας παντοτινής λήθης.

Το μέλλον είναι μια έρημος λευκή και παγωμένη. Το παρελθόν σβήνει και χάνεται. Είναι μια άβυσσος, λευκή κι αυτή, που ανοίγει και καταρρέει πίσω απ' τις φτέρνες μας σε κάθε βήμα που κάνουμε. Δεν ξέρω αν θα δουν κι άλλοι αυτό που βλέπω εγώ εκεί: Μια ατέρμονη μοναξιά. Εγκατάλειψη. Παντελή έλλειψη προστασίας. Αυτά τα ρολόγια έχουν έρθει για να μας δείξουν την ορφάνια μας. Το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι που ένωνε τόσα πράγματα δεν υπάρχει πλέον. 

Το μέλλον


Catrin Welz-Stein
Μοναδική ελπίδα ανατροπής αποτελεί η "Γκρίζα Επανάσταση", σύλληψη του Άλμπερτ Λέντερ, οξυδερκούς και εύγλωττου νέου.

Η Γκρίζα Επανάσταση, η οποία σύμφωνα με τον εμπνευστή της θα είναι αναπόφευκτη, βασίζεται σε μια αυστηρή αρχή: η εξουσία και οι ένοπλες δυνάμεις θα πρέπει να παραδοθούν στους ηλικιωμένους. Όχι βέβαια για να επιλυθεί μια και καλή το πρόβλημα της λεγόμενης τρίτης ηλικίας -το οποίο, παρεμπιπτόντως θα έβρισκε τη λύση του-, αλλά κυρίως γιατί έτσι όλο το σφρίγος, το πάθος, η ενεργητικότητα της νεότητας και της ωριμότητας θα διοχετεύονταν στην έκσταση και τη χαρά της ζωής, στις απολαύσεις της σάρκας, στα τραγούδια και τα παιχνίδια του έρωτα και της ηδονής, χωρίς να ξοδεύονται ανώφελα. 

Η ηγεσία των ηλικιωμένων θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κρατικός μηχανισμός, και τα όργανα της τάξης αντί για επιτακτικές διαταγές δεν θα απηύθυναν παρά στοργικές νουθεσίες. Η ζωή θα αποκτούσε συλλογικότητα και ζεστασιά. Θα βλέπαμε γέρους στρατιώτες να ξεχνούν για ποιον τόπο και ποιους ηγέτες πολεμούν, να χάνονται στα χρυσίζοντα σπάρτα, μακριά από τα πεδία μαχών.

Το παρελθόν

Kevin Sloan
Τι είδους πατρίδα θα ήταν για μας οι αναμνήσεις; Το παρελθόν καλό είναι να μην το ξυπνούμε και πολύ. Μπορεί να γίνει παντελώς απρόβλεπτο. Ποτέ δεν ξέρεις με ποια μορφή θα επιστρέψει. Αν ζωντανέψει, μπορεί να μετατραπεί σε αδυσώπητο εχθρό του παρόντος, της μοναδικής διάστασης του χρόνου που ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε. Θυμόμαστε τα παρελθόντα, φαντασιωνόμαστε τα μελλούμενα και ξεχνάμε πως εν τω μεταξύ ζούμε.

Όταν εισβάλει ανάμεσα σε δύο εραστές ένα μηχάνημα πιστής καταγραφής αναμνήσεων,  τα πάντα θα χαθούν. Το αγόρι τοποθετεί στο κεφάλι του ένα καύκαλο για να θυμηθεί τη θαλπωρή της σχέσης με τη γιαγιά του. Εν τω μεταξύ, παραμελεί ένα κορίτσι που ανοίγει μπροστά του σαν τριαντάφυλλο. Οι αναμνήσεις κακοφρομίζουν μέσα τους, η μνησικακία τούς αρρωσταίνει. 

Στις ιστορίες του Ουμπίδια λίγη σημασία έχει η ύπαρξή μας. Ο θάνατός μας δεν θα αλλάξει τίποτα στο είδος μας. Ο άνθρωπος θα συνεχίσει να εποικίζει τη γη, να λεηλατεί, να εξαπλώνεται και να εξαλείφει άλλα είδη.

Ctarin Welz-Stein
Αν τα όρια ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα είναι δυσδιάκριτα και αυτό που ονομάζουμε αλήθεια εμφανίζει πολλές διαφορετικές εκδοχές, τότε οι ιστορίες του Ουμπίδια είναι τόσο φανταστικές που σε σημεία τους μοιάζουν πραγματικές. Μπολιασμένες με στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας και της λογοτεχνίας του φανταστικού, προβάλλουν στο μέλλον την υφιστάμενη επιστημονική γνώση με τρόπο που μάλλον τέρπει παρά ωφελεί. 

Διότι σε τι θα ωφελούσε ένας καθρέφτης που ακινητοποιεί τις εικόνες και διατηρεί τους αντικατοπτρισμούς τους για πάντα; Αν έσπαγε, αυτό που κανένας δεν πρέπει να δει θα πολλαπλασιαζόταν σε χιλιάδες κομμάτια. Σε τι θα ωφελούσε μια μουσική χωρίς ήχους; Μια εταιρεία κατασκευής αληθειών; Μια μηχανή επαναφοράς αναμνήσεων; Ένα κουμπί που δημιουργεί το τίποτα δεν θα το πατούσε κανείς.

Ο Ουμπίδια, όπως πολλοί συγγραφείς που "τερπινόησαν" παράλογα για να ερμηνεύσουν τα λογικά, αντιμετωπίζει άλλοτε με τρυφερότητα και άλλοτε με ειρωνεία την πραγματικότητα. Πότε απάνθρωπα κυνικές και πότε συγκινητικά φιλάνθρωπες, οι "τερπινοήσεις" του είναι μία κάποια λύσις στα αδιέξοδά της.

***

 
Αμπδόν Ουμπίδια, Τερπινοήσεις (επιμέλεια μετάφρασης: Νίκος Πρατσίνης), Ροές, Αθήνα 2015.