Διάβασα την παρουσίαση του Πανδοχείου για τα "Γουρούνια στον άνεμο" του Νίκου Νικολαΐδη και σκέφτομαι πόσο διαφορετικά παιδικά και εφηβικά χρόνια πέρασα από όλους εκείνους...
Στα νότια προάστια της Αθήνας -Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Ελληνικό, Γλυφάδα- έκανα βόλτες στο αεροδρόμιο και στη θάλασσα και παίζαμε με τις φιλεναδίτσες μου στα πεζούλια των πολυκατοικιών. Μετά τα παιδικά προγράμματα, βλέπαμε όλες τις παρακμιακές σειρές της ΕΡΤ, από το "Η αλεπού κι ο μπούφος" μέχρι τον "Ανδροκλή και τα λιονταράκια του".
Στα νότια προάστια της Αθήνας -Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Ελληνικό, Γλυφάδα- έκανα βόλτες στο αεροδρόμιο και στη θάλασσα και παίζαμε με τις φιλεναδίτσες μου στα πεζούλια των πολυκατοικιών. Μετά τα παιδικά προγράμματα, βλέπαμε όλες τις παρακμιακές σειρές της ΕΡΤ, από το "Η αλεπού κι ο μπούφος" μέχρι τον "Ανδροκλή και τα λιονταράκια του".
Ακούγαμε Πωλίνα και Αλέξια, ανταλλάζαμε αλληλογραφίες και στίκερς. Το πιο επαναστατικό είχε πάνω τη Σαμάνθα Φοξ με κόκκινο ολόσωμο μαγιό και τον Μποτζόβη με τζην σορτσάκι. Αν στη θέση του ήταν ο Σταμάτης Γαρδέλης, θα φορούσε και τσόκαρα. Διαβάζαμε τη "Μανίνα", κάναμε τα σιδερότυπα στα φανελάκια μας και ονειρευόμασταν να ζήσουμε το φωτορομάντζο της τελευταίας σελίδας. Κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι να τελειώσει το δημοτικό.
Το 1992 πήγα στο Γυμνάσιο. Άκουγα ένα ένα όλα τα ροκ βινύλλια των γονιών μου, έκανα τις πρώτες βόλτες στο Μοναστηράκι, αλλά τα δισκάδικα είχαν ήδη αρχίσει να κλείνουν. Μόνο ο "Ζαχαρίας" επέμενε και καμιά δεκαριά ακόμη από δω κι από κει. Το γκραντς κράτησε πολύ λίγο, οι νέοι πήγαιναν σε κλαμπ και άκουγαν τέκνο. Στο Λύκειο, οι μισοί συμμαθητές μου ήτανε σκυλάδες. Οι άλλοι μισοί αναζητούσαν ρέιβ πάρτι για το σαββατοκύριακο και φορούσαν κίτρινα ρούχα. Τα αθλητικά παπούτσια άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ογκώδη. Οι περισσότεροι προτιμούσαν την 4η δέσμη και ονειρεύονταν να γίνουν στελέχη πολυεθνικών εταιρειών ή τραπεζικοί υπάλληλοι.
Εγώ επέμενα στα κλασικά του '70. Μετά γνώρισα μια παρέα σε γειτονιά της Ηλιούπολης και άρχισα να φοράω μαύρα, γύρισα στους Cure που είχα να τους ακούσω από το Δημοτικό (μεταξύ Πωλίνας και Αλέξιας), έβαφα τα μάτια μου, και ξαφνικά μου άρεσε το μωβ. Πήγα κάνα δυο φορές στο "Ριμπάουντ" και τη δεύτερη, όταν πήρα ένα ταξί από την Πατησίων για να με γυρίσει στο σπίτι, ο ταξιτζής μού είπε: "Πώς βάφεστε έτσι όταν πάτε σ' αυτό το μαγαζί; Τι βλακείες είναι αυτές;" Και σκεφτόμουν μέσα μου: "Έχετε δίκιο. Τι βλακείες είναι αυτές;". Αλλά δεν είπα τίποτα.
Στη Φιλοσοφική παρακολουθούσα πού και πού τα μαθήματα και ένιωθα χαρά που υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο που μάζευε ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες από τους συμμαθητές μου. Έπιασα δουλειά σε βιβλιοπωλείο. Εκεί δούλευαν άνθρωποι που είχαν μυαλό, αλλά δεν είχανε πτυχίο. Άλλοι παρατούν τις σπουδές τους, άλλοι τα σπίτια τους, άλλοι τις γκόμενες. Άλλοι ταξιδεύουν στην Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ, άλλοι οδηγώντας τροχόσπιτα. Διαβάζω για μπίτνικς και χίππηδες, κοπέλες με μυτερά σουτιέν, κυλίσματα στο βούρκο, πάρτι. Θυμάμαι που δείλιασα να ζητήσω από τους γονείς μου να με ξεγράψουν από το ωδείο. Τώρα, πάντως, μου αρέσει να βλέπω μπαλέτα στο κανάλι της Βουλής.
Kι από το Pretty Woman είχα συγκινηθεί. Μετά κατάλαβα ότι επρόκειτο περί σάχλας. Κανείς δε σώζει κανέναν. Τότε άκουγα το "It must have been love" των Roxette και φαντασιωνόμουν του κόσμου τις συμβατικούρες. Όλα τα "σ' αγαπώ" και τα "για πάντα" που μας έμαθαν να λέμε και να πιστεύουμε.
Σκέφτομαι πάλι τις ταινίες του Νικολαΐδη. Ακόμη και τότε, μετά από χρόνια, όταν τις έβλεπα ξανά και ξανά, όταν άκουγα τη μουσική τους, ξανά και ξανά, στο διάλογο της Μαρίνας και του Αντρέα, τη στιγμή που εκείνη του έλεγε "Όχι μεγάλα λόγια, δεν είπαμε;" εγώ παρακαλούσα να κάνει τη διαφορά. Να του πει όλα τα μεγάλα λόγια, όλα τα γλυκόλογα, όλα τα ψέματα. Να του πει ότι τον αγαπάει, ότι δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά έτσι στη ζωή της, ότι εκείνος δεν είναι σαν τους άλλους, και να φύγουνε μαζί.
Τώρα χαράζει. Πίνω καφέ στη βεράντα και σκέφτομαι πως σήμερα θα σχολάσω αργά και πρέπει να πάρω μαζί μου ένα τοστ στη δουλειά. Αν η Μαρίνα είχε ξεστομίσει τις μεγάλες κουβέντες, θα παντρευόταν τον Αντρέα, θα είχαν παιδιά, θα έπιναν μαζί καφέ στη βεράντα τους και θα του έφτιαχνε το τοστ του. Αλλά δεν τις είπε.
Και θα μείνουν συμμορίτες για πάντα.
***
Στις φωτογραφίες: Νύχτα στην Πατησίων, το "Music Machine" (δισκάδικο στα Εξάρχεια), αφίσα των Cure, Μαρίνα κι Αντρέας (από την ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, "Γλυκιά Συμμορία").