Σελίδες

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Μια ζωή σε 600 λέξεις


Διάβασα την παρουσίαση του Πανδοχείου για τα  "Γουρούνια στον άνεμο" του Νίκου Νικολαΐδη και σκέφτομαι πόσο διαφορετικά παιδικά και εφηβικά χρόνια πέρασα από όλους εκείνους...

Στα νότια προάστια της Αθήνας -Ηλιούπολη, Αργυρούπολη, Ελληνικό, Γλυφάδα- έκανα βόλτες στο αεροδρόμιο και στη θάλασσα και παίζαμε με τις φιλεναδίτσες μου στα πεζούλια των πολυκατοικιών. Μετά τα παιδικά προγράμματα, βλέπαμε όλες τις παρακμιακές σειρές της ΕΡΤ, από το "Η αλεπού κι ο μπούφος" μέχρι τον "Ανδροκλή και τα λιονταράκια του". 

Ακούγαμε Πωλίνα και Αλέξια, ανταλλάζαμε αλληλογραφίες και στίκερς. Το πιο επαναστατικό είχε πάνω τη Σαμάνθα Φοξ με κόκκινο ολόσωμο μαγιό και τον Μποτζόβη με τζην σορτσάκι. Αν στη θέση του ήταν ο Σταμάτης Γαρδέλης, θα φορούσε και τσόκαρα. Διαβάζαμε τη "Μανίνα", κάναμε τα σιδερότυπα στα φανελάκια μας και ονειρευόμασταν να ζήσουμε το φωτορομάντζο της τελευταίας σελίδας. Κάπως έτσι κύλησαν τα χρόνια μέχρι να τελειώσει το δημοτικό. 

Το 1992 πήγα στο Γυμνάσιο. Άκουγα ένα ένα όλα τα ροκ βινύλλια των γονιών μου, έκανα τις πρώτες βόλτες στο Μοναστηράκι, αλλά τα δισκάδικα είχαν ήδη αρχίσει να κλείνουν. Μόνο ο "Ζαχαρίας" επέμενε και καμιά δεκαριά ακόμη από δω κι από κει. Το γκραντς κράτησε πολύ λίγο, οι νέοι πήγαιναν σε κλαμπ και άκουγαν τέκνο. Στο Λύκειο, οι μισοί συμμαθητές μου ήτανε σκυλάδες. Οι άλλοι μισοί αναζητούσαν ρέιβ πάρτι για το σαββατοκύριακο και φορούσαν κίτρινα ρούχα. Τα αθλητικά παπούτσια άρχισαν να γίνονται όλο και πιο ογκώδη. Οι περισσότεροι προτιμούσαν την 4η δέσμη και ονειρεύονταν να γίνουν στελέχη πολυεθνικών εταιρειών ή τραπεζικοί υπάλληλοι. 

Εγώ επέμενα στα κλασικά του '70. Μετά γνώρισα μια παρέα σε γειτονιά της Ηλιούπολης και άρχισα να φοράω μαύρα, γύρισα στους Cure που είχα να τους ακούσω από το Δημοτικό (μεταξύ Πωλίνας και Αλέξιας), έβαφα τα μάτια μου,  και ξαφνικά μου άρεσε το μωβ. Πήγα κάνα δυο φορές στο "Ριμπάουντ" και τη δεύτερη, όταν πήρα ένα ταξί από την Πατησίων για να με γυρίσει στο σπίτι, ο  ταξιτζής μού είπε: "Πώς βάφεστε έτσι όταν πάτε σ' αυτό το μαγαζί; Τι βλακείες είναι αυτές;" Και σκεφτόμουν μέσα μου: "Έχετε δίκιο. Τι βλακείες είναι αυτές;". Αλλά δεν είπα τίποτα.

Στη Φιλοσοφική παρακολουθούσα πού και πού τα μαθήματα και ένιωθα χαρά που υπήρχε ένα μέρος στον κόσμο που μάζευε ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες από τους συμμαθητές μου. Έπιασα δουλειά σε βιβλιοπωλείο. Εκεί δούλευαν άνθρωποι που είχαν μυαλό, αλλά δεν είχανε πτυχίο. Άλλοι παρατούν τις σπουδές τους, άλλοι τα σπίτια τους, άλλοι τις γκόμενες. Άλλοι ταξιδεύουν στην Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ, άλλοι οδηγώντας τροχόσπιτα. Διαβάζω για μπίτνικς και χίππηδες, κοπέλες με μυτερά σουτιέν, κυλίσματα στο βούρκο, πάρτι. Θυμάμαι που δείλιασα να ζητήσω από τους γονείς μου να με ξεγράψουν από το ωδείο.  Τώρα, πάντως, μου αρέσει να βλέπω μπαλέτα στο κανάλι της Βουλής.

Kι από το Pretty Woman είχα συγκινηθεί. Μετά κατάλαβα ότι επρόκειτο περί σάχλας. Κανείς δε σώζει κανέναν. Τότε άκουγα το "It must have been love" των Roxette και φαντασιωνόμουν του κόσμου τις συμβατικούρες. Όλα τα "σ' αγαπώ" και τα "για πάντα" που μας έμαθαν να λέμε και να πιστεύουμε. 



Σκέφτομαι πάλι τις ταινίες του Νικολαΐδη. Ακόμη και τότε, μετά από χρόνια, όταν τις έβλεπα ξανά και ξανά, όταν άκουγα τη μουσική τους, ξανά και ξανά, στο διάλογο της Μαρίνας και του Αντρέα, τη στιγμή που εκείνη του έλεγε "Όχι μεγάλα λόγια, δεν είπαμε;" εγώ παρακαλούσα να κάνει τη διαφορά. Να του πει όλα τα μεγάλα λόγια, όλα τα γλυκόλογα, όλα τα ψέματα. Να του πει ότι τον αγαπάει, ότι δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά έτσι στη ζωή της, ότι εκείνος δεν είναι σαν τους άλλους, και να φύγουνε μαζί.

Τώρα χαράζει. Πίνω καφέ στη βεράντα και σκέφτομαι πως σήμερα θα σχολάσω αργά και πρέπει να πάρω μαζί μου ένα τοστ στη δουλειά. Αν η Μαρίνα είχε ξεστομίσει τις μεγάλες κουβέντες, θα παντρευόταν τον Αντρέα, θα είχαν παιδιά, θα έπιναν μαζί καφέ στη βεράντα τους και θα του έφτιαχνε το τοστ του. Αλλά δεν τις είπε.  

Και θα μείνουν συμμορίτες για πάντα. 

***

Στις φωτογραφίες:  Νύχτα στην Πατησίων, το "Music Machine" (δισκάδικο στα Εξάρχεια), αφίσα των Cure, Μαρίνα κι Αντρέας (από την ταινία του Νίκου Νικολαΐδη, "Γλυκιά Συμμορία").



Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Εξώφυλλα #3: Jules Verne

Eξώφυλλα σχεδιασμένα για να κοσμήσουν τις περιπέτειες του Ιούλιου Βερν. Τα τέσσερα πρώτα σχέδια είναι του Jim Tierney και δεν τυπώθηκαν ποτέ, καθώς σχεδιάστηκαν στα πλαίσια ενός πρότζεκτ. Το τελευταίο είναι του Carlo Giovanni, για βραζιλιάνικη έκδοση:


Jim Tierney, book cover for a college project, for Jules Verne's "Journey to the center of the earth".

Jim Tierney, book cover for a college project, for Jules Verne's "From the earth to the moon".

Jim Tierney, book cover for a college project, for Jules Verne's, "20000 leagues under the sea".
Jim Tierney, book cover for a college project, for Jules Verne's "In 80 days around the world".

Carlo Giovanni, book cover for the new Brazilian edition of Jules Verne’s "Journey to the center of the earth".

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

Ματίλντα


Κοιμήσου για πάντα
φτωχή, κουρασμένη καρδιά.
Όχι μόνον η ελπίδα αλλά
και η επιθυμία έχει σβήσει.
Κοιμήσου για πάντα. Αρκετά χτύπησες.
Τίποτε δεν αξίζει για να 
σπαρταράς κι η γη είναι ανάξια των
αναστεναγμών.
Πίκρα και πλήξη είναι η ζωή
και τίποτε άλλο
κι ο κόσμος μονάχα λάσπη.

Τζιάκομο Λεοπάρντι, Εις εαυτόν

Η Ματίλντα, ρομαντική νουβέλα που γράφτηκε το 1820, υπήρξε το δεύτερο έργο της Mary Shelley, μετά τον Φρανκενστάιν. Το βιβλίο συνάντησε μεγάλες αντιδράσεις για το προκλητικό θέμα του, και τελικά κυκλοφόρησε το 1959, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά τη συγγραφή του.

Η Ματίλντα, σε μια επιστολή που απευθύνει σε αγαπημένο της φίλο, ξεκινά να αφηγείται τα νεανικά χρόνια του πατέρα της, τη φοίτησή του στο Ήτον, τις εμπειρίες του στο Λονδίνο, τη σταδιακή διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, τη γνωριμία και τον έρωτά του για τη μητέρα της, που πέθανε λίγο μετά τη γέννησή της, και την ανάθεση της ανατροφής της στη θεία της.

Η παραμάνα μου με άφηνε να τρέχω ελεύθερη στο πάρκο και στους γειτονικούς αγρούς και το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μέσα μου από πολύ νωρίς μεγάλη ευαισθησία. Είναι αδύνατον να περιγράψω το πάθος με το οποίο αγάπησα ακόμα και τα άψυχα που με περιτριγύριζαν. Πιστεύω πως ένιωθα ιδιαίτερη αγάπη για κάθε δέντρο, στο πάρκο μας, ξεχωριστά· κάθε ζώο που ζούσε εκεί και με γνώριζε, εγώ τ' αγαπούσα.

Μεγαλώνοντας πλάι σε μια ψυχρή καρδιά, η Ματίλντα βρίσκει παρηγοριά στη φύση και στην άρπα της, που της κρατά συντροφιά τα βροχερά βράδια. Όταν κλείνει τα δεκάξι της χρόνια, η θεία της λαμβάνει ένα γράμμα από τον πατέρα της νεαρής Ματίλντας, που τους ανακοινώνει ότι ύστερα από μακρόχρονη περιπλάνηση αποφάσισε να επιστρέψει. Το κορίτσι αδημονεί για την άφιξη του πατέρα κι αισθάνεται μια πρωτόφαντη ευδαιμονία. Το γράμμα του ανοίγει την πόρτα της προσμονής και μαζί μ' αυτήν έναν επίγειο παράδεισο, που επισκιάζεται όμως από τις προδρομικές νύξεις της αφηγήτριας στην κόλαση που θα τον ακολουθούσε. 

Το μυστικό του το έμαθα και αυτό στάθηκε ο οριστικός χαμός μας.

Ο πατέρας αντικρίζει την κόρη του ως μετενσάρκωση της μητέρας της. Είναι σίγουρος ότι το νεανικό της σώμα κατοικείται από το πνεύμα της γυναίκας που αγάπησε, και την ερωτεύεται παράφορα. Η αιμομιξία δεν τελείται παρά μόνο νοερά, αλλά ακόμη κι αυτό ωθεί τον πατέρα στην εγκατάλειψη της κόρης του και την αυτοχειρία. Η νεαρή κοπέλα καταδικάζει τον εαυτό της σε ισόβιο μαρασμό και άρνηση του έρωτα.

"Με κάθε προσπάθεια ν' αποτινάξω από πάνω μου την αγάπη, εκείνη κολλούσε, θαρρείς, περισσότερο, αυτή η ένοχη αγάπη, πιο αφύσικη κι από το μίσος, που αφάνισε τις ελπίδες σου και με κατέστρεψε οριστικά".


Ο πατέρας υποφέρει από ενοχές. Ο έρωτάς του δε γεννά στη Ματίλντα αποστροφή, αν και αισθάνεται εκτεθειμένη στα μάτια μιας κοινωνίας που δε θα την αποδεχόταν. Σαν να φέρει κι εκείνη στον κόρφο της το άλικο γράμμα της Έστερ Πρυν.

Πίστευα πως η άνομη αγάπη που του είχα εμπνεύσει με είχε μολύνει, πως ήμουν ένα καταραμένο πλάσμα, αποκομμένο από ό,τι είναι φυσικό. Νόμιζα πως είχα, σαν άλλος Κάιν, ένα σημάδι στο μέτωπο, που φανέρωνε στον κόσμο ότι υπάρχει ανάμεσά μας κάτι που μας χωρίζει.

Εγωτισμός, υπερβολική αισθαντικότητα, μελαγχολική ή απελπισμένη ανθρώπινη φύση, σκότος, το πένθιμο ως αποτέλεσμα πνευματικού ανικανοποίητου. Η φύση εγκαταλείπει το διακοσμητικό της ρόλο. Η Ματίλντα αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα μιας ρομαντικής ψυχής που καταδυναστεύεται από ένα παρά φύσιν πάθος. Στον κυκεώνα των διλημματικών αντιθέσεων που κυριαρχούν στο έργο (φυσικό-αφύσικο, εξωτερικός χώρος-εσωτερικός χώρος, λογική-πάθος, πραγματικότητα-όνειρο, ζωή-θάνατος), μοναδική λύση αποτελεί η ολίσθηση προς το δαιμονικό, το μεταφυσικό ή προς το θάνατο.

***

Mary Shelley, Ματίλντα (μτφρ. Ισμήνη Καπάνταη), Νεφέλη, Αθήνα 2014.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Ελληνικά στρατά


Τα πιο πολλά, απ' τα παιδιά αυτά, είχαν τελειώσει το Πανεπιστήμιο, κι αυτό ο λοχίας το 'ξερε, αλλά δε γινόταν ν' αλλάξει τίποτα πάνω σ' αυτό. Σκέφτονταν πάντως, πως εκεί, μες στο στρατόπεδο -και όσο κράταγε η εκπαίδευση- αυτός ήταν ανώτερός τους από το νόμο∙ κι αφού έτσι ένιωθε, σταμάτησε απότομα να τους μιλάει για τα όπλα, έβαλε τα χέρια του στη μέση και τους κοίταξε. Με περιφρόνηση τους κοίταξε, για λίγο, κι αμέσως ύστερα, έβαλε τις φωνές: "Κοθώνια...", είπε, "Τίποτα δεν ξέρετε!.. Έχετε βγάλει το Πανεπιστήμιο, αλλά τίποτα δεν έχετε μάθει!.. Σας το λέω εγώ!.. Νομίζετε πως τα ξέρετε όλα... ε; Τίποτα δεν ξέρετε, στραβάδια!".
Τα παιδιά κάθονταν και τον άκουγαν, αλλά κανένα δε μίλησε, γι' αυτό και ο λοχίας συνέχισε: "Για να δούμε, πουλάκια μου..." τους είπε. "Αφού τα ξέρετε όλα, για πέστε μου, ντε, αν μπορείτε;.. Πώς αντιλαμβανόμαστε πότε έρχεται ο εχθρός; Από τι το αντιλαμβανόμαστε;.. Πέστε μου, ντε!..".


Οι φαντάροι τον κοίταγαν αποσβολωμένοι και κανένας δεν έλεγε κουβέντα.
"Δεν ξέρετε, ε;.. Θα σας το πω εγώ... μαλακισμένα! Θα σας το πω, για να το μάθετε!.. Εκ του κονιορτού!", είπε, ο λοχίας, όλο καμάρι, και κοίταξε τους φαντάρους από το ύψος του βαθμού του, αλλά και της περίστασης, που του 'δινε κιόλας την ευκαιρία να τους κατατροπώσει.
"Μάλιστα!", ξανάπε, με σιγουριά, "Εκ του κονιορτού, το αντιλαμβανόμαστε, στραβάδια!".
Εκείνη τη στιγμή, όμως, πετάχτηκε ένας φαντάρος από μιαν άκρη. Ένας γυαλάκιας ήταν, κι είπε σιγανά:
"Κι αν έχει βρέξει;".
"Αν έχει βρέξει;.. Μη μου λες εμένα... αν έχει βρέξει! Τι θα πει, αν έχει βρέξει;..", έκανε ο λοχίας, άγρια, για να κερδίσει χρόνο και να σκεφτεί καλύτερα το πράμα.
Ο φαντάρος, όμως, δεν τον άφησε καθόλου. "Ερώτηση κάνω..." του 'πε, αμέσως, ήσυχα. "Ρωτάω... Αν έχει βρέξει πιο πριν -και δεν υπάρχει σκόνη, για να σηκωθεί- τι γίνεται;".
"Τι γίνεται;..", έκανε, πάλι, ο λοχίας στριμωγμένος. Σταμάτησε λίγο για να το σκεφτεί, κι αμέσως ύστερα, θυμωμένος, αλλά μαζί κι αποφασισμένος, γύρισε απότομα προς το γυαλάκια και τον αποστόμωσε: "Ε, κι εγώ, σου λέω..", του 'πε, "ότι δε θα 'χει βρέξει, ρε! Αν βρέξει... εμένα να μου κλάσεις τ' αρχίδια!".


*** 

 Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Το κουτί της Πανδώρας

Η Πανδώρα:
Πρώτη θνητή,
αιτία όλων των δεινών,
μητέρα του καταστροφικού γένους των γυναικών,
Εύα. 
(Κατά το "Αναρχικό λεξικό", η πρώτη αναρχική[1])
Η ιστορία:
Eλεύθερη βούληση,
αυτοέλεγχος,
ζήλεια,
κακοπροαίρετα δώρα.
Το πιθάρι:
Κρυψώνα 
ή φυλακή;



Εικονογράφηση: Arthur Rackham
***

[1] Γιάννης Φούντας, Αναρχικό λεξικό, Εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2014.