Διαπιστώσαμε πως ανεξίτηλοι στη μνήμη μας είχαν μείνει η κυρία Γιώτα και ο κύριος Αρσένης. Η πρώτη και ο τελευταίος. Ο Αρσένης παράξενη περίπτωση. Μετανάστης στη Γερμανία για χρόνια, έφυγε από την Ήπειρο και πήγε να δουλέψει στη φάμπρικα. Προτού φύγει, έβγαλε την Ακαδημία και αμέσως μετά τη βάρδια, που λέει ο λόγος, μπήκε σε μια τάξη όπου δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δάσκαλος δεν ήταν. Αλλά μας έμεινε αξέχαστος.
Για την κυρία Γιώτα, όμως, δεν ξέραμε τι να πούμε. Εγώ είπα πως μας αγαπούσε. Ο Ανδρέας, λέει, ήταν πιο “προχώ” από όσο μπορούσαμε με το μικρό μας το μυαλό ν' αντιληφθούμε. Συμφώνησα, χωρίς να ξέρω γιατί.
Έμοιαζε παραδοσιακή, αλλά είμαι σίγουρη πως δεν ήταν. Κράταγε τη βέργα της. Αλλά τη χρησιμοποιούσε λελογισμένα, “μεταπολιτευτικά”, όπως ψέλλισα για να πω την εξυπνάδα μου, αν και λελογισμένη χρήση βέργας δεν υπάρχει. “Είναι λάθος” μού είπε ο Ανδρέας και είχε δίκιο.
Η κυρία Γιώτα μού είχε δείρει το χεράκι. Με σήκωσε στον χάρτη να της δείξω τη Θεσσαλονίκη και έδειξα κάπου πολύ χαμηλά γιατί χάζευα. Τώρα Πύργος ήταν, Αμαλιάδα, θα σας γελάσω. Ντρεπόμουν τόσο για το ατόπημα της αφηρημάδας, που μπορεί να έδειξα και το Λιβυκό. Η κυρία με ρώτησε με ποιο χεράκι της έδειξα τον χάρτη κι εγώ, χαρούμενη που αρχίζαμε ένα ολοκαίνουργιο παιχνίδι, σήκωσα με θάρρος το δεξί. Το πήρε και μου έριξε μια με τη βέργα κι ύστερα κάθισα στη θέση μου καταντροπιασμένη.
Την άλλη φορά, όμως, που κατούρησα στο θρανίο και είπα αηδιασμένη πως το είχε κάνει ο Σπύρος, διέκοψε το μάθημα και με πήρε να κάνουμε μια βόλτα ως τις τουαλέτες. Θυμάμαι πως χάιδευε το χέρι μου στη διάρκεια της διαδρομής και όταν φτάσαμε επιτέλους και έλεγα ας ανοίξει η γη να με καταπιεί να τελειώνουμε, γονάτισε, μου χάιδεψε τα μαλλιά και μου είπε πως, τώρα που ξέρω πού είναι οι τουαλέτες, δεν θα χρειαστεί να ξαναπώ ψέματα. Με εκείνο το χάδι τής συγχώρησα τη βέργα.
Ο Ανδρέας μού αποκάλυψε πως του έδενε τα κορδόνια και του είχε δώσει λεφτά να πάρει τυρόπιτα από το κυλικείο, χωρίς να ξέρουν τίποτα οι δικοί του. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο από κείνη, δεν θυμάμαι τα μαθήματά της. Αλλά όποτε τη σκέφτομαι μού έρχεται στο νου η φράση του Παπαδιαμάντη. "Χωρίς να το ηξεύρω ήμην ευτυχής".
Η κυρία Γιώτα κέρδισε σήμερα το βραβείο της καλύτερης δασκάλας. Ο Ανδρέας κέρδισε το βραβείο του καλύτερου εκπαιδευτή ιατρού από τους φοιτητές του. Κι εγώ κέρδισα ένα χρόνο άδεια για να μείνω μακριά από την τάξη και να ξαναθυμηθώ τις χαρές της δουλειάς μου.
Για την κυρία Γιώτα ήμασταν οι τελευταίοι μαθητές. Μετά από εμάς πήρε σύνταξη. Και ήταν μόλις πενήντα χρονών. Λίγο μεγαλύτερή μας.
***
Φωτογραφία: Η μαμά μου στο Δημοτικό. Πρώτη από αριστερά με το λουλούδι στα μαλλιά.