Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όλους τους ματαιόδοξους.
Σε όλους όσους σιχαίνονται την αντιγραφή.
Στους μαθητές που οχυρώνουν με κασετίνες το θρανίο τους για να μην αντιγράψει ο διπλανός τους.
Στους φοιτητές που έσκυβαν πάνω από τα γραπτά τους για να τα κρύψουν.
Σε εκείνους που αρνούνταν να κυκλοφορήσουν οι
σημειώσεις τους, μην τυχόν και σταθούν υπεύθυνες για την επιτυχία
κάποιου άλλου πέραν του εαυτού τους.
Σε όσους έχουν μανία με την ιδιοκτησία.
Σε εκείνους που υπογράφουν όλα τα χαρτιά τους.
Σε όσους αρνούνται να δανείσουν βιβλία.
Σε όλους τους ιδιοκτησιομανείς.
Σε όλους τους αντι-αντιγραφείς.
Και είναι γραμμένη με τη μέθοδο της αντιγραφής.
Η λογοτεχνία, όπως και η ιδιοκτησία, είναι κλοπή.
Υποκατάστατο της γραφής το διάβασμα. Μπορεί να σε γεμίσει όταν ο
τακτικός μόχθος σε έχει αδειάσει. Κάθε καλός συγγραφέας θα αναγνωρίσει -αν βέβαια είναι έντιμος και ειλικρινής - ότι διαβάζει ιδιοτελώς: αν δεν
διαβάζει για να κλέψει, διαβάζει πάντως για να διευρύνει το απόθεμά του
σε ιδέες και θέματα. Το πασίγνωστο "οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται, οι
ώριμοι κλέβουν" του Τ.Σ. Έλιοτ, στις μέρες μας συναντιέται με την
αποστροφή του γνωστού Νεοϋορκέζου Τζέιμς Άτλας: "Η λογοτεχνία, όπως και η
ιδιοκτησία, είναι κλοπή". (σελ. 55)
Αν ανατρέξουμε σε παλιότερες εποχές, πριν ακόμη από τον ρομαντισμό, τέτοιο αδίκημα δεν αναγνωριζόταν. Άλλες αμαρτίες βάραιναν τους συγγραφείς -στόμφος, γελοιότητα, απεραντολογία- όχι όμως ο δανεισμός. Όλοι τσιμπολογούσαν και οικειοποιούνταν λέξεις, φράσεις, παραγράφους, θέματα, ιδέες απ' όλους. Ολόκληρη η αγγλική λογοτεχνία είναι ένα συμπίλημα αναφορών, υπαινιγμών, λεκτικών παιγνίων. (σελ. 55)
Η Αναγέννηση δεν
γνώριζε τον όρο "πνευματική ιδιοκτησία". Οτιδήποτε τυπωμένο ή γραμμένο
ανήκε σε όλους και ο καθένας μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όνομα ή το
έργο του άλλου όπως επιθυμούσε. (σελ.210)
Γράφει για να συμπιλήσει έναν σωρό αντιγράφων σε έναν νέο εαυτό. Δεν προσπαθεί να πει κάτι για τον εαυτό του, αλλά μάλλον να κατασκευάσει έναν εαυτό με όσα έχουν ήδη ειπωθεί από άλλους. (σελ. 98)
Γιατί μπορεί να αρχίσει κανείς να διαβάζει τούτο το βιβλίο από μια τυχαία σελίδα, από ένα οποιοδήποτε θραύσμα. Κατά την ανάγνωση αυτή σίγουρα κάποια πρόσωπα, ή κάποια γεγονότα θα προσελκύσουν την προσοχή του. Διαλέγει τότε για ποιον ή για ποιο γεγονός θα ήθελε να μάθει περισσότερα. (σελ. 91)
Ο αντιγραφέας συγγραφέας
Ο Σταύρος Κρητιώτης φαίνεται πως δεν είναι παρά ένας λογοκλόπος, ένας αντιγραφέας, χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, στον οποίο δεν αξίζει να αποδίδει κανείς ούτε καν τον τίτλο του σκεπτόμενου ανθρώπου. (σελ. 16)
Το μεταμοντέρνο παιχνίδι των διακειμενικών δανείων ή αναφορών, εκτεταμένη χρήση του οποίου κάνει ο κ. Κρητιώτης, δεν αποτελεί πραγματική λογοκλοπή. Ο Ζωρζ Περέκ στο Υστερόγραφο του έργου Ζωή, οδηγίες χρήσεως ομολογεί ότι το βιβλίο του βρίθει αυτούσιων παραθεμάτων από έργα άλλων. (σελ. 13)
Οποιοσδήποτε μπορεί να σκεφτεί μια ωραία ιδέα. Το ποιος το έκανε πρώτος δεν μετράει και πολύ. Στο κάτω κάτω της γραφής, οι περισσότερές μας ιδέες δεν οδηγούν σε σεισμούς γνώσης. Είναι λιθάρια που όλοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να χτίσουν. Τι διαφορά κάνει το ποιος έβαλε το λιθάρι στο μπάνιο και ποιος το τούβλο στο καθιστικό; [...] Πολλές φορές μάλιστα σκέφτομαι πως δεν θα έπρεπε να φέρουν ονόματα οι ανακοινώσεις μας, αλλά κωδικούς, ώστε να μην τίθενται ζητήματα ματαιοδοξίας. (σελ. 175)
Σημασία λοιπόν έχει η πρόοδος των ιδεών, κι όχι η αναγνώριση των δημιουργών τους. Αν ήμασταν όλοι ανώνυμοι, τέτοιο ζήτημα δε θα υπήρχε. (σελ. 181)
Ο μόνος ασφαλής τρόπος για να μη συναντήσεις ποτέ κάποιον είναι να τον παρακολουθείς. Αντίστοιχα, ίσως ο μόνος ασφαλής τρόπος για να μην αντιγράψεις ποτές το πνεύμα κάποιου είναι να αντιγράψεις κάποιες λέξεις του. (σελ. 206)
"Όλα έχουν ειπωθεί, κι εμείς δεν κάνουμε τίποτ' άλλο απ' το να τα επαναλαμβάνουμε, με παραλλαγές"[1]. (σελ. 206)
"Αυτό που είναι τώρα οικείο φτιάχτηκε για να ονομάσει αυτό που κάποτε ήταν ξένο, ώστε το ξένο να ξεχαστεί".
Δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι το μυθιστόρημα του Κρητιώτη εντυπωσιάζει με τις ασυνήθιστες, αν και όχι πρωτότυπες, τεχνικές του. (σελ. 253)
Θεωρούσε δηλαδή ο Σταύρος Κρητιώτης πως η δημιουργία είναι όπως η άμμος στη χούφτα μας. Γεμίζουμε τη χούφτα μας με άμμο από την παραλία όπου οι άλλοι απλώνουν τις ιδέες τους, και προσπαθούμε σφίγγοντας την παλάμη μας να διατηρήσουμε όση περισσότερη μπορούμε. Αυτή γλιστράει από παντού, αλλά τελικώς αυτό το κάτι που μένει στη χούφτα μας είναι το παν. Αυτό το λίγο είναι η απόδειξη της μέγιστης προσπάθειας που κάναμε για να αφομοιώσουμε τη φευγαλέα έμπνευση[2]. (σελ. 304)
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο:
Σταύρος Κρητιώτης, Το Μηνολόγιο ενός απόντος, ΠΟΛΙΣ 2005
[1] Ο "αφορισμός" ανήκει στον Χ.Λ.Μπόρχες.
[2] Χοσέ Καρέρας, συνέντευξη προς τον Θανάση Λάλα, Το Βήμα, 2. Ιουλίου 2005. σ. Γ.5