Πάντα σε αναζήτηση ενός τόπου, χωρίς να βρεθώ ποτέ εκεί που θα ήθελα να είμαι, πάντα καθυστερημένη, πάντοτε ανίκανη να απολαύσω όσα απολάμβαναν οι άλλοι.
Για τη μνήμη...[1]
Η αληθινή μνήμη είναι η λήθη, το κενό: αυτή που μας επιτρέπει να μην ενδίδουμε στην τυραννία της ανάμνησης, στους δυσβάσταχτους πόνους που ευτυχώς έχουμε ξεχάσει.
Τα γεγονότα της ζωή μας δεν είναι ποτέ μοναδικά και δεν διαδέχονται το ένα το άλλο με μονοσήμαντο τρόπο, όπως θα θέλαμε. Πολλαπλά, ακατανίκητα, αναμεταδίδονται αενάως στη συνείδηση, πηγαινοέρχονται από το παρελθόν μας στο μέλλον, καθώς διαχέονται σαν την ηχώ, σαν τους κύκλους στο νερό, και εναλλάσσονται κάθε φορά μεταξύ τους.
Για την πολιτική...
Είμαι ακόμη μια κομμουνίστρια που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της στον κομμουνισμό. Για να προσχωρήσεις σε ένα κόμμα πρέπει να είσαι αυτιστικός, νευρωτικός, κουφός, τυφλός, κατά κάποιον τρόπο. [...] Το να φύγω από το κόμμα ήταν τραυματικό, βέβαια. Και μόνο μετά το 1968 έπαψα να νιώθω, άθελά μου, θύμα της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Είχα βαρεθεί τη μαρξιστική δημαγωγία, η οποία, στην προσπάθειά της να εκμηδενίζει τις αντιφάσεις του ατόμου, το μόνο που κάνει είναι να το αλλοτριώνει περισσότερο. [...]
Όπως όλα τα καθεστώτα, ο μαρξισμός φοβάται ότι "ορισμένες ελεύθερες δυνάμεις" -το φαντασιακό, η ποίηση, ακόμα και ο έρωτας- αν δεν καθοδηγηθούν σωστά, μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να υποσκάψουν τα θεμέλιά του, και εφάρμοσε πάντα ένα είδος λογοκρισίας της εμπειρίας, της επιθυμίας.
[...] το να προτείνεις την ολοκληρωτική ακύρωση των ιδεολογιών δεν είναι εύκολο σε μια χώρα όπως η Γαλλία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν αρνητική σε κάθε ιστορική περίοδο που δεν εμπεριέχει έναν προσδιορισμό. Μας υποχρέωσαν, από τα παιδικά μας χρόνια, να βάλουμε σε τάξη τη ζωή μας, έτσι ώστε να εξοστρακίσουμε κάθε ακαταστασία.
Και πάνω σ' αυτόν το φόβο του κενού, στην επιθυμία καταστολής και του παραμικρού ρίσκου που θα προέκυπτε από αυτό, θεμελιώνεται η εξουσία.
Για τον έρωτα...
Ο έρωτας παραμένει το μόνο πράγμα που μετράει αληθινά. Είναι ηλίθιο να τον περιχαρακώνουμε σε ιστορίες ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα.
Την αμφυσημία που κρύβεται σε κάθε πάθος την ανακάλυψα όταν, φτωχή και εκκεντρική, συνάντησα τον Κινέζο εραστή. Τον έρωτα, ως επιθυμία να κατακτήσεις τον άλλο σε βαθμό να θέλεις να τον καταβροχθίσεις.
Δεν είναι το σεξ -όπου οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα είδος αισθησιακού αποχρωματισμού- που με ενδιαφέρει, αλλά εκείνο που βρίσκεται στη ρίζα του ερωτισμού, η επιθυμία. Αυτό που δε μπορούμε, ίσως και να μην πρέπει, να κατευνάσουμε με το σεξ. Η επιθυμία είναι μια λανθάνουσα δραστηριότητα και σ' αυτό μοιάζει με τη γραφή: επιθυμούμε όπως γράφουμε, πάντοτε.
Εξάλλου, όταν είμαι έτοιμη να γράψω, νιώθω να με πλημμυρίζει η γραφή περισσότερο από όσο όταν το κάνω στ' αλήθεια. [...]
Το χάος είναι στην επιθυμία. Η απόλαυση δεν είναι άλλο από το ελάχιστο μέρος εκείνου στο οποίο κατορθώσαμε να φτάσουμε. Τα υπόλοιπα, το τεράστιο μέρος των επιθυμιών, μένουν εκεί χαμένα δια παντός.
Για τη λογοτεχνία...
[Έργο της λογοτεχνίας είναι] να αναπαραστήσει το απαγορευμένο. Να πει αυτά που δεν λέγονται κανονικά. Η λογοτεχνία οφείλει να δημιουργεί σκάνδαλο: όλες οι πνευματικές δραστηριότητες σήμερα πρέπει να σχετίζονται με τον κίνδυνο, την περιπέτεια. Ακόμα και ο ποιητής έχει μέσα του τον κίνδυνο, είναι κάποιος που, αντίθετα με εμάς, δεν προστατεύεται από τη ζωή.
Η ιδέα και μόνο ότι μπορείς κανείς να δει τη λογοτεχνία σαν μέσο για να υποστηρίξει μια θεωρία με τρελαίνει.
Δεν ξέρω πού πάω
Φοβάμαι
Ας βγούμε μαζί στο δρόμο
Έλα γρήγορα
Θα σου στέλνω γράμματα
Αυτό θα 'ναι όλο.
Με φοβίζει το γράψιμο
Υπάρχουν κάτι τέτοια μικροπράγματα
που με φοβίζουν.
(M.Duras, C' est tout) [2]
Για το γράψιμο και τη μοναξιά του συγγραφέα...[3]
Τα βιβλία βγαίνουν ύστερα από μεγάλες, ατέλειωτες σιωπές.
Η μοναξιά της γραφής είναι μια μοναξιά που χωρίς αυτή το γραπτό δεν συντελείται. Αλλιώς θρυμματίζεται, χάνει το αίμα του, δεν αναγνωρίζεται πια από το συγγραφέα.
Φτάνει στη ζωή κάποια στιγμή, και πιστεύω ότι είναι μοιραία, που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, όπου βάζουμε τα πάντα σε αμφισβήτηση: το γάμο, τους φίλους του ζευγαριού προπαντός. Το παιδί όχι. Το παιδί δεν το βάζουμε ποτέ σε αμφισβήτηση. Κι αυτή η αμφισβήτηση τρανώνει γύρω μας. Τούτη η αμφισβήτηση είναι μόνη, είναι η αμφισβήτηση της μοναξιάς. Γεννιέται από τη μοναξιά. Μπορούμε ήδη να πούμε τη λέξη με τ' όνομά της. Νομίζω πολλοί άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν αυτό που λέω εδώ, θα τρέπονταν σε φυγή. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που κάθε άνθρωπος δεν είναι συγγραφέας.
Υπάρχει κάτι σαν αυτοκτονία στη μοναξιά του συγγραφέα. Είσαι μόνος ως και στην ίδια σου την μοναξιά.
Το γραπτό έρχεται σαν τον άνεμο, είναι γυμνό, είναι μελάνι, και παρέρχεται όπως δεν παρέρχεται τίποτε άλλο στη ζωή. Τίποτε περισσότερο εκτός από κείνη, εκτός από τη ζωή.
***
[1] Μαρκερίτ Ντυράς, Μετέωρο πάθος (μτφρ. Βάσω Μέντζου), Ολκός, Αθήνα 2014.
[2] Μαργκερίτ Ντυράς, Τελεία και παύλα (μτφρ. Ευριδίκη Τρισόν-Μιλσανή), Εξάντας, Αθήνα 1996.
[3] Μαργκερίτ Ντυράς, Γράφοντας (μτφρ. Χρύσα Τσαμαδού), Εξάντας, Αθήνα 1996.