Φοράει το μπλε σακάκι του, άσπρο πουκάμισο και λευκό παντελόνι, το καπέλο του, που του σκιάζει το πρόσωπο, και στον ώμο έχει περασμένη μια υφασμάτινη τσάντα. Στο αριστερό χέρι του κρατάει το καβαλέτο εξοχής, και στο δεξί έναν λευκό καμβά. Σταματάει λίγο πιο κάτω από το σημείο όπου βρίσκομαι. Ατενίζει τον κάμπο, ξεδιπλώνει το καβαλέτο του και το στήνει στην άκρη του χωραφιού, στερεώνει καλά τα πόδια του στο χώμα και βάζει επάνω τον καμβά. Βγάζει από την τσάντα του μερικά πινέλα, παλέτα, σωληνάρια με χρώματα. Από εκεί που βρίσκομαι, δεν μπορώ να δω πώς προετοιμάζει την παλέτα του, ούτε τι αρχίζει να ζωγραφίζει. Με μεγάλη δυσκολία διακρίνω τον καμβά που σιγά σιγά γεμίζει, καθώς εκείνος ζωγραφίζει κολλημένος πάνω του, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα για να κοιτάξει τον κάμπο, λες κι έχει απομνημονεύσει τα πάντα ή ξέρει από πριν τι θα ζωγραφίσει. Με το που σταματάει να ζωγραφίζει, δεν γυρίζει καν να κοιτάξει τι έφτιαξε, ό,τι και να κάνει το βλέμμα του δεν στρέφεται ούτε για μια στιγμή προς τον πίνακα. Μου κάνει εντύπωση πόσο απότομες είναι οι κινήσεις του. Δε χρωματίζει με λεπτές, προσεκτικές κινήσεις, όπως συνηθίζεται, αλλά με βίαιο τρόπο, σαν να κρατάει καμτσίκι στο χέρι και να μαστιγώνει τον καμβά με θυμό, με κοφτές, ακανόνιστες κινήσεις. Στέκεται εκεί, κάτω από τον ήλιο, θα πρέπει να βράζει, το καπέλο δεν μου φαίνεται να κάνει και πολύ σκιά, κι όμως δεν μοιάζει καταβεβλημένος από τη ζέστη. Κάθε τόσο σκουπίζει μηχανικά το μέτωπό του με την ανάστροφη του χεριού του. Πού και πού, παίρνει κάποια απόσταση για να εξετάσει καλύτερα το έργο του, στέκεται εντελώς ακίνητος, μα ούτε για μία στιγμή δεν κοιτάζει τον κάμπο. Ίσως, τελικά, να ζωγραφίζει αυτά που έχει μέσα στο μυαλό του και όχι εκείνα που βλέπουν τα μάτια του. Έπειτα ρίχνεται στη μάχη στήθος με στήθος, χτυπώντας τον καμβά με μικρές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Δεν έχω δει ποτέ κανέναν να ζωγραφίζει με αυτόν τον τρόπο. Βγάζει το καπέλο του, σκουπίζει το κούτελό του και, έτσι όπως τον βλέπω προφίλ, δεν μου θυμίζει ζωγράφο αλλά αρπακτικό πουλί που αντικρίζει τη λεία του.
***
[1] Jean-Michel Guenassia, Το βαλς των δέντρων και του ουρανού (μτφρ. Ειρήνη Αποστολάκη), ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2017