Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Εξώφυλλα #1: Virginia Woolf

 Μια γυναίκα για να γράψει πρέπει να έχει χρήματα και ένα δικό της δωμάτιο.
Virginia Woolf

Τα βλέμματα των άλλων είναι οι φυλακές μας. Οι σκέψεις τους τα κελιά μας. 
Virginia Woolf

Εξώφυλλα για τις πρώτες εκδόσεις των έργων της Virginia Woolf, φιλοτεχνημένα από την αδερφή της, Vanessa Bell:

Virginia Woolf, Monday or Tuesday, Hogarth Press, Λονδίνο 1921

Virginia Woolf, Mrs Dalloway, Hogarth Press, Λονδίνο 1925



     
Virginia Woolf, The Waves, Hogarth Press, Λονδίνο 1931


Virginia Woolf, The years, Hogarth Press, Λονδίνο 1937


Virginia Woolf, Three Guineas, Hogarth Press, Λονδίνο 1938

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015

Για τα εξώφυλλα των βιβλίων


Τα εξώφυλλα των βιβλίων, όπως και τα εξώφυλλα των δίσκων, αποτελούν από μόνα τους μια ενδιαφέρουσα κατηγορία στην ιστορία των εικαστικών τεχνών. Κάποιοι εκδοτικοί οίκοι τα φροντίζουν ιδιαίτερα, δίνοντας μεγάλη βαρύτητα στην επιμελημένη εμφάνιση του βιβλίου. Άλλοι ενδιαφέρονται για κείνα λιγότερο, ελάχιστα, ή καθόλου, θεωρώντας την αισθητική δευτερεύουσα. Και είναι δευτερεύουσα, αν συγκριθεί με το περιεχόμενο του βιβλίου. 

Ωστόσο, ο σχεδιασμός των εξωφύλλων έχει αναδείξει αρκετούς καλλιτέχνες -γραφίστες, σκιτσογράφους, ζωγράφους. Ο Ε.Χ. Γονατάς ενδιαφερόταν πολύ για την όψη των βιβλίων του. Τα βιβλία για κείνον δεν ήταν μόνο βιβλία. Ήταν 

σαν μικρά αντικείμενα, στα οποία συγκεντρώνονται σε μικρογραφία ή υπαινικτικά διάφορες τέχνες, της γλώσσας και του ματιού: η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η ίδια η τέχνη της τυπογραφίας [...] κι επειδή είναι φιλοτεχνημένα με ασύγκριτη λεπταισθησία, μοιάζουν πολύ με κοσμήματα[1].

Σε εποχές που το βιβλίο προοριζόταν για λίγους, τυπωνόταν σε ελάχιστα αντίτυπα και αποτελούσε είδος πολυτελείας, η περίτεχνη μορφή του ήταν βασικό χαρακτηριστικό του.  

Ο Γιάροσλαβ Χάσεκ στο διήγημά του "Ανάμεσα στους βιβλιόφιλους" αφηγείται πως είπε κάποτε στ' αστεία σ' έναν φίλο του ότι έχει ένα πρωτότυπο αντίτυπο της περσικής έκδοσης των ποιημάτων του Χαφίζ, δεμένο με ανθρώπινο δέρμα! Ο φίλος του τον πίστεψε, διέδωσε το νέο σ' όλο τον κόσμο και η φήμη  στοίχισε στον Χάσεκ μια πρόσκληση σε φιλολογική βραδιά, όπου πέρασε των παθών του τoν τάραχο ανάμεσα σε αντιπαθείς και βαρετούς βιβλιόφιλους[2].

Δεν υπάρχει κάτι φοβερότερο σ' αυτόν τον κόσμο απ' το να πέσεις στα χέρια μιας θιασώτριας της λογοτεχνίας, η οποία καλεί στο πολυτελέστατο σαλόνι της τους βιβλιόφιλους...

Tα εξώφυλλα, είτε πλαισιώνουν έργα "σοβαρής" λογοτεχνίας είτε ελαφρά αισθηματικά αναγνώσματα, έχουν αξία γιατί μαρτυρούν την αισθητική μιας εποχής. Tο παράξενο είναι πως τα δερματόδετα χρυσοκέντητα εξώφυλλα περασμένων αιώνων και εποχών, που ψηλαφούμε με δέος στις βιβλιοθήκες, δε μας συγκινούν απαραίτητα περισσότερο από τα ηδονισμένα βλέμματα των ζευγαριών που αγκαλιάζονται στο ηλιοβασίλεμα, κοσμώντας ένα βίπερ της δεκαετίας του '80. 

* * * 

Η εικόνα αποτελεί οπισθόφυλλο ανθολογίας ποιημάτων του Άλφρεντ Τέννυσον. Έκδοση του 1899, φιλοτεχνημένη από την Ντόροθι Κάρλτον Σμιθ.  

[1] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "Ε.Χ. Γονατάς: μια εξαιρετική περίπτωση στα γράμματά μας", Διαβάζω, 444, Αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά, 2010.
[2] Γιάροσλαβ Χάσεκ, Όμορφος κόσμος ηθικός - Διηγήματα, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα χ.χ

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ταξίδια με τον Πεσσόα - Μέρος 2ο






Σ' αυτές τις ασύνδετες εντυπώσεις, χωρίς την πρόθεση να συνδέονται μεταξύ τους, διηγούμαι την αυτοβιογραφία μου χωρίς γεγονότα, την ιστορία μου χωρίς ζωή. Είναι η Εξομολόγησή μου, κι αν δεν λέω τίποτα, είναι που δεν έχω τίποτα να πω. 
Τι μπορεί δηλαδή να εξομολογηθεί κανείς που να αξίζει τον κόπο ή που να είναι χρήσιμο; Αυτό που μας έχει συμβεί, είτε συνέβη σ' όλον τον κόσμο είτε μόνο σ' εμάς. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχουμε τίποτα καινούργιο να πούμε, στη δεύτερη κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. [...]
Η ηλικιωμένη θεία μου έριχνε πασιέντζες στην ατέλειωτη νύχτα. Αυτή η εξομολόγηση των αισθήσεών μου είναι η δική μου πασιέντζα. Δεν την ερμηνεύω σαν κι αυτούς που ρίχνουν τα χαρτιά για να γνωρίσουν το μέλλον, ούτε την αναλύω γιατί στις πασιέντζες τα χαρτιά από μόνα τους δεν έχουν καμία αξία. Ξετυλίγομαι σαν ένα πολύχρωμο κουβάρι ή παίζω μόνος μου πλέκοντας σχήματα με το σκοινί, όπως αυτά που φτιάχνουν τα παιδιά με τα δάχτυλα τεντωμένα κι ύστερα τα περνούν από τον ένα στον άλλο. Προσέχω όμως να μην μου ξεφύγει από τον αντίχειρα ο κόμπος που του αντιστοιχεί. Μετά γυρίζω τα χέρια μου κι ένα νέο σχήμα εμφανίζεται. Και ξαναρχίζω απ΄την αρχή. 
Ζωή είναι να πλέκεις με το βελονάκι τις προθέσεις των άλλων. Μερικές φορές, κι ενώ το πλεκτό προχωρεί, η σκέψη μας μένει ελεύθερη, κι όλοι οι πρίγκιπες των παραμυθιών μπορούν να περπατούν στους μαγεμένους κήπους τους ανάμεσα σε δυο περάσματα του φιλντισένιου βελονιού με τη γαμψή του άκρη. Κροσέ των πραγμάτων... διαλείμματα... τίποτα.
Κι ύστερα, πώς μπορώ να με ιστορήσω; 
* * * 

Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο τη ανησυχίας (μτφρ. Άννυ Σπυράκου), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997

Στη φωτογραφία το έργο της Mila Preslova "Wrapped Up"

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015

Ταξίδια με τον Πεσσόα


Είναι άνθρωποι που αποστρέφονται τα ταξίδια. Στο "Βιβλίο της ανησυχίας" ο Πεσσόα, κλασικός αταξίδευτος λογοτέχνης, υποστηρίζει πως υπάρχουν στον καθέναν μας η καλλιέργεια της γνώσης, η καλλιέργεια της κατανόησης και η καλλιέργεια της ευαισθησίας. Για να αποκτηθεί η τελευταία, που είναι και η πολυτιμότερη, ο άνθρωπος οφείλει να ελαχιστοποιήσει την επαφή του με την πραγματικότητα και να αφοσιωθεί στη μελέτη της, στην ανάλυσή της. Μόνο έτσι πλαταίνει και βαθαίνει η ευαισθησία του. Ετσι κι αλλιώς, μέσα μας υπάρχουν όλα.

Τι είναι το ταξίδι και σε τι χρησιμεύει; Όλα τα ηλιοβασιλέματα είναι ηλιοβασιλέματα, δεν υπάρχει λόγος να πάει να το διαπιστώσει κανείς στην Κωνσταντινούπολη. Η αίσθηση της ελευθερίας που γεννούν τα ταξίδια; Μπορώ να τη γευτώ πηγαίνοντας από τη Λισαβώνα στη Μπενφίκα, και μάλιστα πολύ πιο έντονα από αυτόν που έχει πάει από τη Λισαβώνα στην Κίνα, γιατί αν η ελευθερία δεν υπάρχει μέσα μου, δεν υπάρχει, για μένα, σε κανένα μέρος του κόσμου. [...]
Όποιος διέσχισε όλες τις θάλασσες, δεν διέσχισε τελικά παρά την μονοτονία του εαυτού του. Έχω κιόλας διασχίσει περισσότερες θάλασσες απ' όλους. Έχω κιόλας δει περισσότερα βουνά απ' όσα υπάρχουν στη γη. Έχω κιόλας περάσει από πολιτείες περισσότερο υπαρκτές και τα μεγάλα ποτάμια του πουθενά κυλούσαν, απόλυτα, κάτω από το ρεμβαστικό μου βλέμμα. Αν ταξίδευα δε θα αντίκριζα παρά τη θαμπή απομίμηση αυτών που είδα χωρίς να ταξιδέψω. [...]
Τα αληθινά τοπία είναι αυτά που μόνοι μας φτιάχνουμε. [...]

Τοπία, σπίτια, όλα τα είδα, γιατί όλα ήμουν, εν Θεώ ποιημένα από την ουσία της ίδιας μου της φαντασίας.

Ταξιδεύουμε καθημερινά. Σε όνειρα, σε ανθρώπους, σε τοπία και σώματα. Τα εξερευνούμε ως αυτό που επιθυμούμε να ήμασταν. Εκείνοι που τα αφεντεύουν ή οι υπηρέτες τους. Υποτελείς τους ή βασιλιάδες. 

Βλέπω καθημερινά φωτογραφίες από τα μέρη που θα ήθελα να επισκεφτώ και διαπιστώνω ότι τα γκρουπ των τουριστών που τα επισκέφτηκαν δεν τα είδαν όσο εγώ. Φεύγεις για να φύγεις. Φεύγεις και για να ξεφύγεις από τη μονοτονία σου, αλλά εκείνη σε ακολουθεί σαν ανίατη νόσος. Δε θεραπεύεται παρά μέσα στους τοίχους του αποπνικτικού σπιτιού σου. Αν δεν θεραπευτεί εκεί μέσα, δε θα θεραπευτεί πουθενά. 

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου - σαν νεκρός - θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
 
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού - μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.
Κ.Π.Καβάφης, Η πόλις

Από τις ορδές των τουριστών που γυρίζουν σε διάσημους προορισμούς της Ευρώπης, εκτιμώ περισσότερο τον τουρισμό της ενορίας, του ΚΑΠΗ ή του δήμου. Γερασμένοι άνθρωποι που έμειναν μόνοι επιθυμούν διακαώς να συνυπάρξουν. Σε λουτροπόλεις, σε σαλόνια πλοίων, σε φτηνά κρουαζιερόπλοια που γυρίζουν τον Σαρωνικό. Μοιράζονται το φόβο του γήρατος και της ασθένειας, τρώνε στο εστιατόριο του πλοίου, κάνουν γνωριμίες στο σελφ-σέρβις, χωρίς να αναζητούν νέες γεύσεις. Είναι ευχαριστημένοι με τον καφέ του καραβόνερου. Γιατί τον πίνουν με παρέα. Μια παρέα που δεν έχει παρελθόν και πιθανότατα δε θα έχει και μέλλον

Ταξιδεύουν  μαζί, συνοδοιπόροι για όσο διαρκεί μια ημερήσια εκδρομή, το προσκύνημα μιας εικόνας, ένα γεύμα. Ο περιορισμός του χρόνου και η απουσία κοινών εμπειριών τούς απελευθερώνει. Χορεύουν, χτυπούν παλαμάκια ρυθμικά στο χορό των άλλων, αγκαλιάζονται, ανταλλάζουν συνταγές και κάτι από το παρελθόν τους. 

Να ταξιδέψω; Για να ταξιδέψω φτάνει να υπάρχω: πηγαίνω από μέρα σε μέρα, σαν από σταθμό σε σταθμό στο σιδηρόδρομο του κορμιού μου, ή του πεπρωμένου μου, σκυμμένος πάνω από τα πρόσωπα και τις χειρονομίες, πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά, όπως, τελικά, είναι και τα τοπία. [...] 

Γιατί να ταξιδέψω; Πού αλλού θα βρισκόμουνα παρά μέσα σε μένα τον ίδιο; 



Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας (μτφρ. Άννυ Σπυράκου), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.