Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Marina Abramović: Περνώντας από τοίχους

"Αφήστε τον κόσμο σας εδώ"


Η αυτοβιογραφία της Μαρίνας Αμπράμοβιτς είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Όχι μόνο γιατί είναι συγκλονιστική η ζωή της, αλλά και γιατί την αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο. Η αφήγησή της ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Οι γονείς της υπήρξαν αντάρτες και ως μέλη της "κόκκινης μπουρζουαζίας" είχαν προνομιακή μεταχείριση από το καθεστώς. Η μητέρα της, διανοούμενη από πλούσια οικογένεια, συντάχτηκε με τους παρτιζάνους και παρέδωσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα κάθε περιουσιακό στοιχείο της οικογένειάς της. Στην οικογένεια του πατέρα της ήταν όλοι φτωχοί, αλλά ήρωες του πολέμου. Η Μαρίνα μεγάλωσε στο τεράστιο διαμέρισμα μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Σε έναν κόσμο λιτότητας ή στέρησης, εκείνη ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Ποτέ δεν έπλενε τα ρούχα της, ποτέ δε σιδέρωνε, ποτέ δε μαγείρευε. Τα είχε όλα έτοιμα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να διαβάζει τα μαθήματά της και να είναι σε όλα πρώτη. Παρόλα αυτά, μιλά με αποστροφή για την "κομμμουνιστική δικτατορία" της χώρας της: διαρκείς ελλείψεις σε όλα, παντού ανοστιά, μια αισθητική που βασιζόταν αμιγώς στην ασχήμια. 

Πριν από τον πόλεμο, η γιαγιά μου, η πλούσια χήρα, φυλακίστηκε για τη φανερή κομμουνιστική δράση της μητέρας μου. Για να βγει από τη φυλακή, αναγκάστηκε να δωροδοκήσει με ό,τι χρυσό είχε βάλει στην άκρη. Μετά τον πόλεμο, όταν ήρθαν οι κομμουνιστές στην εξουσία, η μητέρα μου, προκειμένου να δείξει την αφοσίωσή της στο Κόμμα, έπρεπε να αποκηρύξει τα δικά της υλικά αγαθά, αλλά κι εκείνα της μητέρας της. Μάλιστα, ήταν τόσο πιστή κομμουνίστρια, που έφτιαξε μια λίστα με όλα τα περιουσιακά στοιχεία της γιαγιάς και την έδωσε στο Κόμμα. Ήταν για το καλό της χώρας. Έτσι, η γιαγιά μου έχασε τα μαγαζιά της, τη γη και το σπίτι της. Έχασε τα πάντα κι ένιωθε βαριά προδομένη από την ίδια της την κόρη. 

Στα παιδικά της χρόνια η Μαρίνα υφίσταται καθημερινά την κακοποίηση από τη μητέρα της, παθαίνει τον πρώτο νευρικό κλονισμό όταν ο πατέρας της φεύγει από το σπίτι και μοναδικό της καταφύγιο αποτελούν το διάβασμα και η κουζίνα της γιαγιάς της. Αργότερα και η ζωγραφική. Περιγράφει με πίκρα το αίσθημα της εγκατάλειψης που βιώνει καθημερινά και αφηγείται με χιούμορ σκηνές από τη ζωή της γιαγιάς της, που καλύπτει τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματός της με βαριές μαύρες κουρτίνες για να μπορεί να γιορτάζει κρυφά τα Χριστούγεννα.  

Το 1968, φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, η Μαρίνα συμμετέχει στις διαμαρτυρίες των φοιτητών ενάντια στο καθεστώς του Τίτο. Μια νέα αβάν γκάρντ αμφισβητεί όλα όσα γνωρίζαμε για την τέχνη: οι κονσεπτουαλιστές στην Αμερική, η Arte Povera στην Ιταλία, το κίνημα Fluxus στη Γερμανία επηρεάζουν τους νεαρούς καλλιτέχνες του Βελιγραδίου, που μετά από αγώνα αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό κέντρο. Στην πρώτη τους έκθεση η Μαρίνα συμμετέχει με το έργο Cloud with its shadow. Παίρνει ένα φιστίκι, το καρφώνει στον τοίχο με μια καρφίτσα ώστε να σχηματίζει μια μικροσκοπική σκιά, και η τέχνη των δύο διαστάσεων αποτελεί πια παρελθόν. 


Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξεκινά την περφόρμανς και θα τη συνεχίσει αδιάκοπα καθόλη τη διάρκεια της μετέπειτα καριέρας της. Στο Rythm 10, εμπνευσμένη από το παιχνίδι των Ρώσων χωρικών, ακουμπά το χέρι της με ανοιχτά δάχτυλα πάνω σε μια ξύλινη πλάκα και χτυπά γρήγορα το κενό ανάμεσα στα δάχτυλα με ένα κοφτερό μαχαίρι. Κατά τη διάρκεια της πεφόρμανς αλλάζει δέκα μαχαίρια.

Ακριβώς όπως και η ρώσικη ρουλέτα, ήταν κι αυτό ένα σκοτεινό παιχνίδι θάρρους, βλακείας και απελπισίας, δηλαδή το τέλειο παιχνίδι για Σλάβους. [...] Λίγο πριν την περιφόρμανς ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά μόλις ξεκίνησα ο φόβος μου εξανεμίστηκε. Ήμουν ασφαλής στο χώρο μου. 

Στο Rythm 5, δημιουργεί με ροκανίδια το σχήμα ενός αστεριού, του βάζει φωτιά και ξαπλώνει στο εσωτερικό του. Στο Rythm 2, παίρνει μπροστά στο κοινό δύο χάπια: ένα που αναγκάζει τους κατατονικούς να κινηθούν και ένα που ηρεμεί τους σχιζοφρενείς. Το κοινό την παρακολουθεί σε κατάσταση συνειδητότητας και μη συνειδητότητας. Στο Rythm 4, κάθεται πάνω από έναν ανεμιστήρα και προσπαθεί να γεμίσει τα πνευμόνια της με όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Στο Rythm 0, στέκεται ανέκφραστη στην αίθουσα της γκαλερί, ενώ πάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι υπάρχουν 72 αντικείμενα που οι θεατές μπορούν να χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν: ένα σφυρί, ένα πριόνι, ένα φτερό, μερικές βελόνες, στιλό και πάει λέγοντας. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως το κοινό μπορεί να τη σκοτώσει. Ποτέ δεν ξέρει την κατάληξη. Κοινό και καλλιτέχνης δημιουργούν μαζί. 

Έζησα την απόλυτη ελευθερία, ένιωσα το κορμί μου απεριόριστο, χωρίς φραγμούς. Δεν είχε σημασία ο πόνος, τίποτα δεν είχε σημασία, κι αυτό με μάγευε. [...] Κανένας πίνακας, κανένα αντικείμενο που θα δημιουργούσα δε θα μπορούσαν να μου χαρίσουν αυτό το συναίσθημα. Συνειδητοποίησα πως αυτό το συναίσθημα έπρεπε να το αναζητώ ασταμάτητα, ξανά και ξανά. 

Η μοναξιά, ο πόνος, η υπέρβαση των ορίων είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης της.  Αυτομαστιγώνεται, χτενίζει τα μαλλιά της με μανία, ράβει τα χείλη της μπροστά στο κοινό, χαράσσει το σώμα της. Σπαράζει από τον πόνο, μέχρι που συνειδητοποιεί πως ο πόνος ένας τοίχος. Κι εκείνη περνά από μέσα του βγαίνοντας από την άλλη πλευρά.

Με τον πρώτο σύντροφο της  ζωής και της τέχνης της, τον Ουλάι, κάνουν περφόρμανς μαζί, ώσπου σταδιακά μετατρέπονται σε μια τρίτη οντότητα που ενέχει τόσο τη θηλυκή της όσο και την αρσενική του πλευρά. Στο Rest energy χρησιμοποιούν ένα μεγάλο τόξο για να πετύχουν την απόλυτη απεικόνιση της εμπιστοσύνης. Εκείνη κρατά το τόξο και ο Ουλάι το βέλος, τεντώνοντας τη χορδή. Στέκονται έτσι για ώρες. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτή την τέλεια άσκηση αντοχής και ισορροπίας, η Μαρίνα θα έβγαινε από την περφόρμανς νεκρή. Τα ενσωματωμένα μικρόφωνα βοηθούν το κοινό να ακούει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς τους. 

Μετά από δεκάδες κοινές εμφανίσεις, έξι μήνες κοινής ζωής στην έρημο της Αυστραλίας παρέα με τους Αβορίγινες, πολλά ταξίδια και δώδεκα περιπετειώδη χρόνια, η σχέση τους θα τελειώσει στο Σινικό τείχος, στη μέση του οποίου θα συναντηθούν μετά από τρεις μήνες καθημερινής δεκάωρης πορείας.


Συγκλονισμένη από τον πόλεμο στη Βοσνία και την καταστροφή της χώρας της, η Αμπράμοβιτς συλλαμβάνει το Balkan Baroque: Κάθεται πάνω σ' ένα τεράστιο σωρό αγελαδινών οστών. Πεντακόσια καθαρά οστά από κάτω, δύο χιλιάδες ματωμένα οστά με τις σάρκες των ζώων από πάνω. Επί τέσσερις μέρες, για εφτά ώρες την ημέρα, τρίβει και καθαρίζει τα κόκαλα κλαίγοντας και τραγουδώντας γιουγκοσλάβικα τραγούδια των παιδικών της χρόνων. Σε δ'υο μεγάλες οθόνες προβάλλονται συνεντεύξεις των γονιών της.  Μόνο ένα τόσο τρομακτικό μακελειό, μια τόσο ανατριχιαστικά αηδιαστική παράσταση, μια τέτοια δυσωδία θα βοηθούσε τον κόσμο να καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος. 

Στη συγκλονιστικότερη απ' όλες τις παραστάσεις της στο MoMA της Νέας Υόρκης, η Αμπράμοβιτς έμεινε ακίνητη επί 736 ώρες σε μια καρέκλα στο αίρθιο του μουσείου και δέχτηκε να καθίσουν απέναντί της συνολικά 1500 άνθρωποι, για όση ώρα ήθελε ο καθένας. Και απλά τους κοίταξε στα μάτια. Ήταν η μοναδική περφόρμανς που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης και έγινε ή ίδια ζωή. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι μοιράστηκαν τον πόνο με βλέμματα.

Η Αμπράμοβιτς είναι μια συναρπαστική γυναίκα, που αναζήτησε τα όρια της δύναμης, του φόβου και του εαυτού της παντού. Έζησε πλάι σε Αβορίγινες ιθαγενείς, Θιβετιανούς μοναχούς και Περουβιανούς Σαμάνους. Απέκτησε καρδιακούς φίλους -από την Σούζαν Σόνταγκ ως τον Δαλάι Λάμα. Άλλοι την θεωρούν επιδειξιομανή, ανώμαλη, μαζοχίστρια και άλλοι μια πραγματική ιέρεια της τέχνης, που σε κάθε της εμφάνιση προσπαθεί να υπηρετήσει ένα αίσθημα κοινότητας, να νιώσει τον πόνο τον δικό της και του άλλου, να πάρει και να δώσει αγάπη. 

Ήταν ένα σημαντικό ταξίδι. Ξέρω πως αυτό δεν είναι το τέλος του έργου αλλά η αρχή για κάτι νέο και διαφορετικό που έχει να κάνει με τον ανθρωπισμό, την ταπεινότητα και τη συλλογικότητα. Είναι πολύ απλό. Ίσως μαζί μπορούμε να μεταβάλουμε τη συνειδητότητα και να αλλάξουμε τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε οπουδήποτε. 

***

Marina Abramović, Περνώντας από τοίχους (μτφρ. Αφροδίτη Γεωργαλιού), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.



 


Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Poznań 1982

 
Chris Niedenthal, Poznań 1982

Δύο σκουλήκια, πατέρας και γιος, ζουν μέσα στα σκατά. Λέει ο πατέρας στον γιο του: "Κοίτα πόσο τέλεια είναι η ζωή μας. Έχουμε πολύ φαΐ και νερό, και είμαστε προστατευμένοι απ' τους εξωτερικούς εχθρούς. Δεν έχουμε ν' ανησυχούμε για τίποτα". Ο γιος απαντάει: "Ναι, πατέρα, αλλά έχω έναν φίλο που ζει μέσα σ΄ένα μήλο. Κι εκείνος έχει πολύ φαΐ και νερό, και είναι προστατευμένος απ΄τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά μυρίζει και ωραία. Να ζήσουμε κι εμείς σ΄ένα μήλο;" 
"Όχι, δεν μπορούμε".
"Γιατί;" ρώτησε ο γιος.
"Επειδή, γιε μου, τα σκατά είναι η πατρίδα μας". 

***

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Hotel Savoy: Mετά τον πόλεμο


 "Πόσο πιο ψηλά μπορεί να ξεπέσει κανείς;"

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις τελείωσε. Χιλιάδες άνθρωποι αναζητούν καταφύγιο. Ο αφηγητής, Εβραίος με ρωσική καταγωγή και στρατιώτης του αυστριακού στρατού, μετά από πέντε χρόνια αιχμαλωσίας σε στρατόπεδο της Σιβηρίας φτάνει στο Hotel Savoy, που δέχεται να φιλοξενήσει ανθρώπους συντετριμμένους ή ανήμπορους. Γοητευτικά και παράξενα πλάσματα κάνουν εκεί μια στάση, προτού συνεχίσουν την πορεία τους στο άγνωστο. 

Όλα συνθέτουν ένα παράξενο μεταπολεμικό σκηνικό: εφτά πατώματα, ένας χρυσός θυρεός και ο ατσαλάκωτος πορτιέρης στην είσοδο, καθαρά αποχωρητήρια με ζεστό νερό και εγγλέζικα σαπουνάκια, καμαριέρες με λευκά σκουφιά, ευρύχωρα ασανσέρ, μεγάλες ηλεκτρικές λάμπες και πράσινα διακριτικά αμπαζούρ, λουλούδια, πουπουλένια παπλώματα... 

Είμαι ευγνώμων που αφήνω γι' άλλη μια φορά τα πάντα κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή -όπως έχω κάνει ξανά και ξανά τα τελευταία χρόνια. Αν κοιτάξω πίσω μου, βλέπω έναν στρατιώτη, έναν δολοφόνο, έναν παρά τρίχα δολοφονημένο, έναν αναστημένο, έναν φυλακισμένο, έναν περιπλανώμενο.

Το Hotel Savoy, όμως, δεν είναι ίδιο για όλους. Όσο ανεβαίνει κανείς στα ψηλότερα πατώματα, τόσο αυξάνεται η φτώχεια και η εξαθλίωση των ενοίκων. Δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να γευτούν τα βουτυρωμένα μπριός και τη ζεστή σοκολάτα που σερβίβρει το εστιατόριο του ισογείου.  Και το πιο παράξενο, κανένας δεν ξέρει πόσα είναι τα πατώματα συνολικά. Οι ένοικοι των τελευταίων ορόφων ελπίζουν να "πέσουν" χαμηλότερα, να ζήσουν κάτι από τη χλιδή και την πολυτέλεια εκείνων που μένουν κάτω, ενώ ταυτόχρονα εύχονται να μην υπάρχουν από πάνω τους άλλοι όροφοι, όπου τα πράγματα θα είναι ακόμη πιο εφιαλτικά. 

Το ξενοδοχείο δεν του άρεσε πια: ούτε το πλυσταριό, με τους αποπνικτικούς ατμούς του, ούτε το φριχτό καλόκαρδο παιδί του ασανσέρ, ούτε τα τρία πατώματα των φυλακισμένων.  [...] Είμαι κι εγώ απ' αυτούς που είναι θαμμένοι ψηλά. Δεν μένω στον έκτο όροφο; Δεν θα με αναγκάσει η μοίρα να ανέβω στον έβδομο; Υπάρχουν μόνο εφτά πατώματα; Κι αν είναι οχτώ; Δέκα; Είκοσι; Πόσο πιο ψηλά μπορεί να ξεπέσει κανείς; Ως πού μπορεί να φτάσει; Ως τον ουρανό; Ως την ευλογημένη αιωνιότητα;  

Το ξενοδοχείο μετατρέπεται σ' ένα σύμβολο της μεταπολεμικής Ευρώπης: απέξω  αστραφτερή κι αξιοζήλευτη, μέσα γεμάτη φέρετρα και στοιβαγμένα πτώματα, ζωντανούς-νεκρούς, τρελούς και κυνηγημένους που οι ήσυχοι και καλοζωισμένοι συνάνθρωποί τους σχεδόν αγνοούν την ύπαρξή τους. "Το 748 αρρώστησε ξαφνικά" λένε οι καμαριέρηδες. Στα τρία τελευταία πατώματα δεν υπάρχουν ονόματα. Φωνάζουν τους ανθρώπους με τα νούμερα των δωματίων τους, όπως στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου κάθε κρατούμενος είχε τον αριθμό του. Άλλοι ζουν κι άλλοι πεθαίνουν, μα όλοι τους γυρίζουν στο δωμάτιό τους, λες και επιστρέφουν σε μια από καιρό χαμένη πατρίδα.

Ήρθε πάλι η ώρα γι' αυτούς που γυρίζουν απ' το μέτωπο. Έρχονται ομάδες ομάδες, πολλοί μαζί. Σαν να τους ξεβράζει το κύμα, όπως συμβαίνει σε ορισμένα ψάρια κάποιες εποχές του χρόνου. Η μοίρα τούς σπρώχνει προς τα δυτικά αυτούς που γυρίζουν απ' το μέτωπο. Δυο μήνες τώρα δεν είχαμε δει ούτε έναν. Μετά, άρχισαν τη μια βδομάδα μετά την άλλη να καταφθάνουν απ' τη Ρωσία και τη Σιβηρία κι όλες τις χώρες της μεθορίου. Σκόνη ολόκληρων χρόνων περιπλάνησης σκεπάζει τις αρβύλες τους, τα πρόσωπά τους. Τα ρούχα τους είναι κουρέλια, τα ραβδιά τους κοντά και κουρασμένα. Έρχονται από τον ίδιο δρόμο πάντα, δεν ταξιδεύουν με το τρένο, ταξιδεύουν περπατώντας. Έχουν περπατήσει χρόνια πριν φτάσουν εδώ.

Το λόμπι γεμίζει με κόσμο. Κανείς δεν γνωρίζει κανέναν, όλα τα πρόσωπα είναι ίδια,  παρόλο που οι περισσότεροι έχουν πεινάσει ο ένας πλάι στον άλλο.

Είναι φοβερό που περνάει από δίπλα μου κάποιος και δεν τον αναγνωρίζω, παρόλο που μαζί του μοιράστηκα ώρες θανάσιμου κινδύνου. Ζήσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον φριχτές στιγμές της ζωής μας, ενωμένοι στον απόλυτο φόβο -και τώρα να που δεν γνωριζόμαστε. Θυμάμαι ότι την ίδια θλίψη ένιωσα και κάποια άλλη φορά, όταν συνάντησα σ' ένα τρένο μια κοπέλα και δεν μπορούσα να θυμηθώ αν είχα κοιμηθεί μαζί της ή αν απλώς της είχα δώσει τα ρούχα μου να μου τα μπαλώσει. 
 
Το Σαβόι καίγεται και η εικόνα του θυμίζει μια Ευρώπη γεμάτη από ανθρώπους που γυρεύουν να γλιτώσουν, σπαρταρώντας παγιδευμένοι σ' έναν περιχαρακωμένο φλεγόμενο χώρο. Γύρω τους όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί. "Μόνοι τους έγραψαν το πεπρωμένο τους και θαρρούσαν πως τους το ΄γραψε ο Θεός. Ξεστρατίζουν και υποφέρουν, πεθαίνουν και κληροδοτούν τη δυστυχία τους στα παιδιά τους".



***  

Joseph Roth, Hotel Savoy (μτφρ. Μαρία Αγγελίδου), ΑΓΡΑ, Αθήνα 2009.  

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Αφαίρεση και εμπειρία

  Μια φορμαλιστική προσέγγιση του ιδεολογικού φαινομένου

Το βιβλίο του Παντελή Λέκκα «Αφαίρεση και εμπειρία: Μια φορμαλιστική προσέγγιση του ιδεολογικού φαινομένου» ξεκινά με μια παραδοχή. Όσοι έχουμε βρεθεί στη σύγχρονη μορφή της αγοράς των κλασικών χρόνων, δηλαδή στο παραδοσιακό καφενείο, έχουμε έρθει αντιμέτωποι αφενός με τη δυσφορία που μας προκαλούν οι ιδεολογικές εμμονές των άλλων, αφετέρου με τη δυσφορία που προκαλεί στους άλλους η διάσταση λόγων και έργων στην πολιτική. Πόσες φορές, αλήθεια, δεν έχουμε καταδικάσει πολιτικές και κυβερνητικά σχήματα για πολιτική ασυνέπεια και υποκρισία; Τα πολιτικά προγράμματα συχνά εξαγγέλλουν αλλαγές που δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστούν στην κοινωνική πραγματικότητα, και το ανεφάρμοστο των αφαιρέσεών τους δεν οφείλεται απαραίτητα σε κακές προθέσεις. Τι προσφέρει επομένως η περιπτωσιολογική πρόσληψη της πολιτικής ως προδοσίας, πέρα από μια εκτόνωση συναισθημάτων αγανάκτησης; Πόσο μπορεί να προχωρήσει ο συλλογισμός μας πέρα από την παραδοχή της ατέλειας του ανθρώπου και των κοινωνιών που δημιουργεί; 
   
Τέτοιου είδους εμπειρικές παρατηρήσεις δεν είναι παρά «εκδηλώσεις της συνείδησης που έχουμε για την απόσταση που χωρίζει την αφαίρεση από την εμπειρία στην πολιτική» και οι τρόποι να άρουμε το χάσμα μεταξύ αυτών είναι δύο: είτε το γεφυρώνουμε ασπαζόμενοι μια ιδεολογική ουτοπία και ζώντας στον μικρόκοσμό της είτε αποδεχόμαστε πως είναι από τη φύση του αγεφύρωτο. 

Το δίλημμα –οπαδοί μιας ιδεολογίας ή κυνικοί απολιτίκ– μοιάζει να οδηγεί σε αδιέξοδο. Αυτό που ενδιαφέρει τον συγγραφέα στο πόνημά του είναι να ορίσει τις δύο έννοιες –αφαίρεση και εμπειρία– αλλά και να ιχνηλατήσει τους ιστορικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς του δίπολου στο πέρασμα από την παράδοση στη νεοτερικότητα και τη μετανεοτερική κοινωνία. Αν, δηλαδή, το μίγμα αφαίρεσης και εμπειρίας αποτελεί μια «ανθρωπολογική και κοινωνιακή σταθερά», έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς άλλαξε η δοσολογία των συστατικών του στο πέρασμα από τον «πολιτικό εμπειρισμό των παραδοσιακών κοινωνιών στην ιδεολογική πολιτική των νεοτερικών κοινωνιών».

Στην παραδοσιακή κοινωνία οι αφαιρέσεις έρχονται εκ των υστέρων να εκλογικεύσουν την εμπειρία και είναι μεταφυσικές. Δεν υπόσχονται αλλαγές και εγκόσμιες ουτοπίες. Στη νεοτερικότητα, αντίθετα, οι αφαιρέσεις έχουν έναν ενεργόφιλο χαρακτήρα. Δεν ερμηνεύουν απλώς τον κόσμο, αλλά υπόσχονται σε εκείνους που τις ασπάζονται πως θα τους απαλλάξουν από τα δεινά του. Βασικό τους χαρακτηριστικό αποτελεί ακριβώς αυτή η υπόσχεση αλλαγής προς το καλύτερο και δικαιότερο, η υπόσχεση συνολικής αναμόρφωσης του κόσμου βάσει αφηρημένων αρχών. Με αυτή την έννοια, γίνεται πιο κατανοητή η φράση του Αϊζάια Μπερλίν που αποθησαυρίζει ο Λέκκας, σύμφωνα με την οποία «η πραγματική αξία των ιδεολογιών είναι ότι έχουν διευρύνει με τόσο θαυμαστό τρόπο τους ορίζοντες της φαντασίας μας για τις ανθρώπινες δυνατότητες». Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η πίστη στις ιδεολογίες δοκιμάζεται, αλλά ο άνθρωπος εξακολουθεί να βλέπει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα τους.
 

Με τον όρο «αφαίρεση», λοιπόν, εννοούμε κατά κύριο λόγο τις ιδεολογίες, ενώ με τον όρο «εμπειρία» την πολιτική πρακτική. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, λέει ο Λέκκας, οι αφαιρέσεις σχετίζονται με δοξασίες μεταφυσικού χαρακτήρα και αποτυπώνονται σε μυθολογίες και δόγματα. 

Μέσα στην φτώχεια, τις αρρώστιες, την ανισότητα, την ανελευθερία, τις προκαταλήψεις, την μοιρολατρία και τους περατούς ορίζοντες της κοινωνίας του, ο παραδοσιακός άνθρωπος νιώθει παρά ταύτα ριζωμένος στον περιορισμένο μικρόκοσμό του και ζει με την σιγουριά ότι έχει ο ίδιος βαθιές και απρόσβλητες ρίζες. 

Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι αφαιρέσεις είναι σαφώς εκκοσμικευμένες. Η τεχνολογία και η ορθολογικότητα δεσπόζουν, διατρέχουν κάθε πεδίο ανθρώπινης δράσης. Η μεγαλύτερη διαφορά, ωστόσο, ανάμεσα στην παράδοση και τη νεοτερικότητα συνίσταται στο γεγονός ότι στη μεν πρώτη το νόημα είναι ενιαίο, στη δε δεύτερη θρυμματίζεται. Η απαλλαγή από την παράδοση έχει βαθύ υπαρξιακό κόστος για τον σύγχρονο άνθρωπο, καθώς οδηγεί σε κατάρρευση όλων των βεβαιοτήτων του. Στην παράδοση, επομένως, οι αφαιρέσεις ισορροπούν με την εμπειρία, ενώ στη νεοτερικότητα της επιβάλλονται. Την πολιτική στην παραδοσιακή κοινωνία την καθοδηγεί η πρακτική εμπειρία, με τη μοιρολατρία που τη χαρακτηρίζει, και όχι οι αφηρημένες αρχές. 
 
Στην «Υπόθεση Τουλάγιεφ» του Βίκτορ Σερζ, μια σειρά ιδεολόγων που στις δίκες της Μόσχας βρέθηκαν να κατηγορούνται για ρεφορμισμό, οπορτουνισμό, προδοσία, αποδέχονται κατηγορίες και ομολογούν εγκλήματα που δεν είχαν διαπράξει, για να μη ρίξουν νερό στο μύλο του εχθρού –τις καπιταλιστικές κοινωνίες της Δύσης– με τη μη ομολογία τους. Θυσιάζονται, και η θυσία τους θυμίζει τη θυσία μαρτύρων που δίνουν τη ζωή τους στο όνομα της θρησκείας τους, αφού βασικά χαρακτηριστικά τους αποτελούν η προσωπική αυταπάρνηση και ο ιδεολογικός ασκητισμός. Δικαίως ο Παντελής Λέκκας μάς θυμίζει την άποψη του Νίτσε, σύμφωνα με την οποία «ο μηδενισμός του τύπου της Αγίας Πετρούπολης, δηλαδή η πίστη στην μη πίστη μέχρι σημείου μαρτυρικού θανάτου δηλώνει, πάντοτε και πάνω από όλα, την ίδια την ανάγκη της πίστης». Το ίδιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα «Το μηδέν και το άπειρο» του Άρθουρ Κέσλερ, που φέρνει ως παράδειγμα ο συγγραφέας. Η φορμαλιστική θεώρηση του φαινομένου των ιδεολογιών μπορεί εδώ να επιτρέψει να διακρίνουμε ομοιότητες μεταξύ αυτών και των θρησκειών. 
 
Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με συστήματα που ορίζουν τη σκέψη και δράση του ανθρώπου και προσπαθούν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν τον κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις, πιστοί και ιδεολόγοι προσπαθούν να εξηγήσουν το φυσικό κακό, λέει ο Λέκκας. Κοιτούν στο παρελθόν, επισημαίνοντας αμαρτήματα και λάθη, και προσβλέπουν στο μέλλον, για μια λυτρωτική λύση. Φαίνεται πως ο μόνος χρόνος για τον οποίο αδιαφορούν είναι ο παρών. Αυτό που υπόσχεται η θρησκεία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε τούτη τη ζωή. Αντίθετα, αυτό που υπόσχεται η ιδεολογία είναι μια εγκόσμια αλλαγή με αμιγώς πολιτικό περιεχόμενο, στόχους και μεθοδολογία. Ο μέλλων χρόνος είναι αυτός που ευαγγελίζεται μια λυτρωτική λύση, η νοηματοδότησή του όμως είναι διαφορετική σε κάθε περίπτωση.

Μετά την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού οι μεγάλες αφηγήσεις επλήγησαν και αποδείχτηκε περίτρανα πως πράγματι «όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά μερικά ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Φαίνεται πως με ατελή εργαλεία –δηλαδή ανθρώπινα κατασκευάσματα– δεν μπορεί να προκύψει μια τέλεια κοινωνία. Η ουτοπία στην πραγματικότητα, όπως και στη λογοτεχνία, μετατρέπεται σε δυστοπία. Ο σύγχρονος άνθρωπος, λοιπόν, στέκεται πιο επιφυλακτικός απέναντι στις ιδεολογίες. Ωστόσο, εξακολουθεί να ασπάζεται αφηρημένες αρχές και να θεάται τη ζωή του μέσα από αφαιρέσεις.
 

Και τι συνέβη στις περιπτώσεις εκείνες όπου οι ιδεολογίες του δυτικού κόσμου επιβλήθηκαν ως πανάκεια σε κράτη της Ανατολής που είχαν συνηθίσει να λειτουργούν εμπειρικά; Κυριάρχησαν οι αφαιρέσεις σε κοινωνίες όπου ο ρόλος της πολιτικής ήταν υποβαθμισμένος και αντιμετωπιζόταν σαν απωθητική αναγκαιότητα, με αποτέλεσμα την επιβολή καθεστώτων καταδικασμένων στην αστάθεια.
Αν υποθέσουμε ότι οι ιδεολογίες αποβλέπουν στην ανάληψη της εξουσίας, πρέπει να δούμε πώς ορίζεται αυτή. Οι σύγχρονες ιδεολογίες αναφέρονται στην εξουσία που, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στις νεοτερικές κοινωνίες λειτουργεί πολύ πιο συγκεντρωτικά απ' ό,τι στις αυταρχικότερες παραδοσιακές. Ο πολίτης και του δημοκρατικότερου έθνους-κράτους εξαρτάται απόλυτα από αυτό: στο κράτος πληρώνει τους φόρους του, στο κράτος εμπιστεύεται τη μόρφωση των παιδιών του, εναποθέτει την ασφάλεια και την περίθαλψή του. Το κράτος υπάρχει σε κάθε πτυχή της ζωής του. Εύστοχη είναι η παρατήρηση του Παντελή Λέκκα ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, το κράτος στις νεοτερικές κοινωνίες διαδραματίζει τον ρόλο που παίζει ο Θεός στις παραδοσιακές· «δίκης ὀφθαλμός ὅς τά πάνθ' ὁρᾷ».

Πώς εξηγείται, όμως, το γεγονός ότι οι ιδεολογίες, ενώ είναι όλες τους λογικές, βρίσκονται σε λογική σύγκρουση μεταξύ τους; Ο ιδεολογικός τρόπος σκέπτεσθαι και πράττειν είναι πράγματι απόλυτα λογικός, όπως απόλυτα λογική είναι και η επιχειρηματολογία της κάθε ιδεολογίας. Η εμπιστοσύνη στην εργαλειακότητα της λογικής από τη μια και η πίστη στην ηθική ανωτερότητα των ιδεολογικών μας αφαιρέσεων μπορούν να ερμηνεύσουν τον δογματισμό και του πιο ευγενούς ιδεολόγου, όπως και τη δυσφορία που μας προκαλούν οι ιδεολογικές εμμονές των άλλων, για να επιστρέψουμε στην αφετηρία μας; Είχε δίκιο βεβαίως ο Αριστοτέλης όταν έλεγε πως ο άνθρωπος είναι «ἔλλογο ὄν». Εκτός όμως από έλλογο, είναι και άλογο (ὄν), με ένστικτα και πάθη. Η απολυτότητα της λογικής δεν αποτελεί κλειδί του παραδείσου.

Όλοι έχουμε συνείδηση του γεγονότος ότι κάποια στιγμή η ανθρώπινη ιστορία υπέστη μια ριζική τομή. Άλλοι τοποθετούν την αλλαγή στην εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο, άλλοι στην Αναγέννηση, τη Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, τον Διαφωτισμό, τη Γαλλική ή τη Βιομηχανική Επανάσταση. Το ενδιαφέρον και οι αναζητήσεις του ερευνητή τοποθετούν το ορόσημο κάθε φορά σε άλλο σταθμό. Οι στοχαστές μπορεί να ερίζουν, αλλά μοιάζει αρκετά πειστική η άποψη πως ο Καλβίνος ήταν ο πρώτος ιδεολόγος. Ανεξάρτητα, πάντως, από το πού τοποθετείται η τομή, αναμφισβήτητα συνιστά ιστορική αλλαγή. Είναι η μετατροπή του παλιού σε νέο, ή αλλιώς η μετατροπή της «κοινότητας» σε «κοινωνία». Η κοινότητα είναι ατελής, λειτουργεί εμπειρικά και χαρακτηρίζεται από ανισότητες στο εσωτερικό της, αφού στη λειτουργία της κυριαρχούν οι οικονομικές, πολιτικές και πνευματικές ελίτ, οι λογιών λογιών συντεχνίες.

Με λίγα λόγια, θα λέγαμε πως στην παράδοση όλα είναι μυστηριώδη και συνάμα οικεία. Η καθημερινότητα είναι επενδεδυμένη με δεδομένα και σταθερά νοήματα, και μάλιστα κληροδοτημένα. Στην παραδοσιακή κοινωνία η πολιτική καθοδηγείται από την πρακτική εμπειρία και όχι τις αφηρημένες αρχές, ενώ τόσο η κοινωνική θέση των μελών της όσο και ο κοινωνικός ρόλος τους έχουν προκαθοριστεί με σαφήνεια. Στη νεοτερική κοινωνία, από την άλλη, όλα είναι θαμπά και αβέβαια. Όταν εξετάζουμε τις κοινότητες του παρελθόντος μέσα από τον φακό του παρόντος, τότε οπωσδήποτε μοιάζουν ανελεύθερες και σκοταδιστικές.

Στις παραδοσιακές κοινωνίες, επισημαίνει ο Παντελής Λέκκας, τα μέλη της κοινότητας μοιάζουν μεταξύ τους παρά τις επιμέρους διαφορές. Και μοιάζουν γιατί μοιράζονται τις ίδιες απόψεις για τη ζωή και τον θάνατο, διαποτισμένες με το στοιχείο της θρησκευτικότητας, που αποτελεί στοιχείο συνεκτικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να υποστηρίζει ή και να εχθρεύεται ένα καθεστώς. Στις σύγχρονες κοινωνίες η θρησκεία είναι ένα πολιτισμικό προϊόν και αποτελεί πια επιλογή. Αποδεσμευμένος από το πεπρωμένο του, ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται ανασφαλής και μόνος. Εκκοσμίκευση και εξατομίκευση είναι έννοιες αλληλένδετες και εξηγούν την υπαρξιακή μας αγωνία.

Η χειραφέτηση του ανθρώπου τον καταδικάζει στην αυτογνωσία «είτε τη βιώνει ως συναρπαστική ευκαιρία ή ως εφιαλτικό όνειρο».

Σ' αυτό το εξατομικευμένο περιβάλλον οι ιδεολογίες έχουν ρόλο παραμυθιακό, αποτελούν «νάρκης του άλγους δοκιμές», για να θυμηθούμε τον καβαφικό στίχο. Γι' αυτό το λόγο, άλλωστε, αναφέρονται και ως κοσμικές ή εγκόσμιες θρησκείες.

Υπάρχουν πολλοί σταθμοί στην ιστορία που αποτέλεσαν ορόσημα στη μετάβαση από τη νεοτερική στη μετανεοτερική κοινωνία. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η επικράτηση του καπιταλισμού, η εκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η σύγχρονη ηλεκτρονική επικοινωνία και κοινωνική δικτύωση, το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Βασικό χαρακτηριστικό του μετανεοτερικού κόσμου είναι η αποϊδεολογικοποίησή του. Η μοναδική από τις ιδεολογίες που φαίνεται να επιμένει και να επανέρχεται είναι ο εθνικισμός. Κατά τ' άλλα, η εμπειρία φαίνεται μάλλον να κερδίζει έδαφος σήμερα και ο σύγχρονος άνθρωπος επιζητά να επιστρέψει στην παράδοση με πολλούς τρόπους. Χθόνιες μετακουλτούρες, οικολογισμοί, θρησκείες, ισλαμικοί και προτεσταντικοί φονταμενταλισμοί, επιστροφή σε μορφές κοινοτισμού, όλα δείχνουν την αγωνία του μεταμοντέρνου υποκειμένου να επιχειρήσει νέες «νάρκης του άλγους δοκιμές». 
 
Αν ο σύγχρονος άνθρωπος παραμένει ένας τραυματισμένος νοσταλγός της παράδοσης και η ιδεολογία δεν προσφέρει παρηγοριά πια, σε τι απομένει να πιστέψουμε; 

***

[1] Παντελής Λέκκας, Αφαίρεση και εμπειρία: Μια φορμαλιστική προσέγγιση του ιδεολογικού φαινομένου, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2012.
[2] Στην εικονογράφηση έργα του Ralph Steadman.

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Οδοιπορικό στη Θράκη: Ψέματα κι αλήθειες για εθνικώς εορτάζοντες


Το οδοιπορικό μας στην Θράκη ξεκίνησε τις παραμονές της εθνικής γιορτής. Για την ακρίβεια, η 25η Μαρτίου έπεφτε Κυριακή, οπότε στα σχολεία της χώρας η μέρα γιορτάστηκε από την Παρασκευή. Σε ένα δημοτικό σχολείο της Ορεστιάδας, οι δάσκαλοι είχαν ετοιμαστεί, μαθητές και μαθήτριες φόρεσαν παραδοσιακές φορεσιές, φέσια και φουστανέλες, χωρίστηκαν σε Έλληνες και Τούρκους και ήταν έτοιμοι για την αναπαράσταση. 

Η περιοχή της Θράκης, βέβαια, μικρή σχέση έχει με την Eπανάσταση του 1821, αλλά η ακριτική τοποθεσία, η γειτνίασή της με την Τουρκία, τα γεγονότα της επικαιρότητας εμπνέουν στους κατοίκους της πατριωτικό αίσθημα και ζήλο. Οι πανηγυρικοί λόγοι -πράγμα που δε συνηθίζεται και τόσο στα σχολεία της Αθήνας- θυμίζουν άλλες εποχές, το περιεχόμενό τους επίσης. Τα χειροκροτήματα είναι κατά τι δυνατότερα, η συγκίνηση των θεατών κατά τι εντονότερη. 

Η γιορτή του σχολείου τελείωσε με τις μικρές μαθήτριες να χορεύουν το Ζάλογγο, μεταμφιεσμένες σε Σουλιώτισσες. Αποφασισμένες να πεθάνουν παρά να πέσουν στα χέρια του Τούρκου, κρατούσαν στην αγκαλιά τους πλαστικές κουκλίτσες-μωρά και στο τέλος έπεφταν από μια εξέδρα που στήθηκε ειδικά για να παίξει το ρόλο του γκρεμού. Ιστορίες που επιβιώνουν και δύσκολα ξεριζώνονται, συχνά αναπαράγονται και σφυρηλατούν συνειδήσεις στην παραμεθόριο χώρα. Λειτουργούν ως συνεκτικοί αρμοί και παραμένουν σε ετοιμότητα για κάθε παρόμοια περίπτωση και χρήση. 

Κατά τα άλλα, η Εγνατία έχει φορέσει κι αυτή τα γιορτινά της. Σημαίες παντού, δίνουν μια άλλη όψη στο υγρό της τοπίο. Κάθε χωριό είναι σημαιοστολισμένο, στο Σουφλί οι σημαίες φαίνονται αρκετά πριν από την είσοδο του επισκέπτη στην πόλη. Στις όχθες του Άρδα, στον Έβρο, στον Ερυθροπόταμο, σε κάθε κιόσκι ανεμίζει μια γαλανόλευκη.

Ανήμερα γίνονται οι παρελάσεις. Αλλού στρατιωτικές, αλλού μαθητικές. Στεφάνια, λόγοι με αναφορές σε κινδύνους που ελλοχεύουν, στα σύνορα, σε απειλές, σε γείτονες που μας εχθρεύονται. Και κοντά σ' αυτά, σημαίες μικρές, σημαίες μεγάλες,  σημαίες πλαστικές και υφασμάτινες. Ο κόσμος τις αγοράζει μαζί με παιδικά παιχνίδια-ρόδες, μπαλόνια με τον Μπομπ Σφουγγαράκη και την Ντόρα την εξερευνήτρια. Τις βλέπεις στα αυτοκίνητα, στα μπαλκόνια, στα χέρια του κόσμου, στα καρότσια. Συχνά ακούς τις παραινέσεις των γονιών, που διδάσκουν στα παιδιά πώς να τις κρατούν, να έχουν τα χέρια ψηλά, να τις ανεμίζουν περήφανα. Όταν το κάνουν σωστά, τα ανταμείβουν με μαλλί της γριάς, γλειφιτζούρι κοκκοράκι, ποπ-κορν ή αυτά τα λούτρινα σκυλάκια που κουνούν το κεφάλι τους στο παρμπρίζ των αυτοκινήτων. 

Αυτή είναι η εθνική γιορτή. Κι εσύ, επισκέπτης από την Αθήνα την περιφρονείς, σου φαίνεται υπερβολική, αναρωτιέσαι για το νόημα των παρελάσεων, αμφιβάλλεις, προσβάλλεται η αισθητική σου -η καλαισθησία δηλαδή που οπωσδήποτε σε διακρίνει-, μέσα σου ειρωνεύεσαι, ανταλλάσσεις σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με φίλους που μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα. Και επιστρέφεις θέλοντας να γράψεις ένα κείμενο κι ανήμερα Πρωταπριλιά αναρωτιέσαι για ψέματα κι αλήθειες. Και καταλήγεις σε μια μόνο σιγουριά: Αυτά τα 700 χιλιόμετρα που χωρίζουν την Αθήνα από τον Έβρο δεν είναι σκέτος δρόμος. 

***