"Αφήστε τον κόσμο σας εδώ"
Η αυτοβιογραφία της Μαρίνας Αμπράμοβιτς είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Όχι μόνο γιατί είναι συγκλονιστική η ζωή της, αλλά και γιατί την αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο. Η αφήγησή της ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Οι γονείς της υπήρξαν αντάρτες και ως μέλη της "κόκκινης μπουρζουαζίας" είχαν προνομιακή μεταχείριση από το καθεστώς. Η μητέρα της, διανοούμενη από πλούσια οικογένεια, συντάχτηκε με τους παρτιζάνους και παρέδωσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα κάθε περιουσιακό στοιχείο της οικογένειάς της. Στην οικογένεια του πατέρα της ήταν όλοι φτωχοί, αλλά ήρωες του πολέμου. Η Μαρίνα μεγάλωσε στο τεράστιο διαμέρισμα μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Σε έναν κόσμο λιτότητας ή στέρησης, εκείνη ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Ποτέ δεν έπλενε τα ρούχα της, ποτέ δε σιδέρωνε, ποτέ δε μαγείρευε. Τα είχε όλα έτοιμα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να διαβάζει τα μαθήματά της και να είναι σε όλα πρώτη. Παρόλα αυτά, μιλά με αποστροφή για την "κομμμουνιστική δικτατορία" της χώρας της: διαρκείς ελλείψεις σε όλα, παντού ανοστιά, μια αισθητική που βασιζόταν αμιγώς στην ασχήμια.
Πριν από τον πόλεμο, η γιαγιά μου, η πλούσια χήρα, φυλακίστηκε για τη φανερή κομμουνιστική δράση της μητέρας μου. Για να βγει από τη φυλακή, αναγκάστηκε να δωροδοκήσει με ό,τι χρυσό είχε βάλει στην άκρη. Μετά τον πόλεμο, όταν ήρθαν οι κομμουνιστές στην εξουσία, η μητέρα μου, προκειμένου να δείξει την αφοσίωσή της στο Κόμμα, έπρεπε να αποκηρύξει τα δικά της υλικά αγαθά, αλλά κι εκείνα της μητέρας της. Μάλιστα, ήταν τόσο πιστή κομμουνίστρια, που έφτιαξε μια λίστα με όλα τα περιουσιακά στοιχεία της γιαγιάς και την έδωσε στο Κόμμα. Ήταν για το καλό της χώρας. Έτσι, η γιαγιά μου έχασε τα μαγαζιά της, τη γη και το σπίτι της. Έχασε τα πάντα κι ένιωθε βαριά προδομένη από την ίδια της την κόρη.
Στα παιδικά της χρόνια η Μαρίνα υφίσταται καθημερινά την κακοποίηση από τη μητέρα της, παθαίνει τον πρώτο νευρικό κλονισμό όταν ο πατέρας της φεύγει από το σπίτι και μοναδικό της καταφύγιο αποτελούν το διάβασμα και η κουζίνα της γιαγιάς της. Αργότερα και η ζωγραφική. Περιγράφει με πίκρα το αίσθημα της εγκατάλειψης που βιώνει καθημερινά και αφηγείται με χιούμορ σκηνές από τη ζωή της γιαγιάς της, που καλύπτει τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματός της με βαριές μαύρες κουρτίνες για να μπορεί να γιορτάζει κρυφά τα Χριστούγεννα.
Το 1968, φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, η Μαρίνα συμμετέχει στις διαμαρτυρίες των φοιτητών ενάντια στο καθεστώς του Τίτο. Μια νέα αβάν γκάρντ αμφισβητεί όλα όσα γνωρίζαμε για την τέχνη: οι κονσεπτουαλιστές στην Αμερική, η Arte Povera στην Ιταλία, το κίνημα Fluxus στη Γερμανία επηρεάζουν τους νεαρούς καλλιτέχνες του Βελιγραδίου, που μετά από αγώνα αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό κέντρο. Στην πρώτη τους έκθεση η Μαρίνα συμμετέχει με το έργο Cloud with its shadow. Παίρνει ένα φιστίκι, το καρφώνει στον τοίχο με μια καρφίτσα ώστε να σχηματίζει μια μικροσκοπική σκιά, και η τέχνη των δύο διαστάσεων αποτελεί πια παρελθόν.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξεκινά την περφόρμανς και θα τη συνεχίσει αδιάκοπα καθόλη τη διάρκεια της μετέπειτα καριέρας της. Στο Rythm 10, εμπνευσμένη από το παιχνίδι των Ρώσων χωρικών, ακουμπά το χέρι της με ανοιχτά δάχτυλα πάνω σε μια ξύλινη πλάκα και χτυπά γρήγορα το κενό ανάμεσα στα δάχτυλα με ένα κοφτερό μαχαίρι. Κατά τη διάρκεια της πεφόρμανς αλλάζει δέκα μαχαίρια.
Στα παιδικά της χρόνια η Μαρίνα υφίσταται καθημερινά την κακοποίηση από τη μητέρα της, παθαίνει τον πρώτο νευρικό κλονισμό όταν ο πατέρας της φεύγει από το σπίτι και μοναδικό της καταφύγιο αποτελούν το διάβασμα και η κουζίνα της γιαγιάς της. Αργότερα και η ζωγραφική. Περιγράφει με πίκρα το αίσθημα της εγκατάλειψης που βιώνει καθημερινά και αφηγείται με χιούμορ σκηνές από τη ζωή της γιαγιάς της, που καλύπτει τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματός της με βαριές μαύρες κουρτίνες για να μπορεί να γιορτάζει κρυφά τα Χριστούγεννα.
Το 1968, φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, η Μαρίνα συμμετέχει στις διαμαρτυρίες των φοιτητών ενάντια στο καθεστώς του Τίτο. Μια νέα αβάν γκάρντ αμφισβητεί όλα όσα γνωρίζαμε για την τέχνη: οι κονσεπτουαλιστές στην Αμερική, η Arte Povera στην Ιταλία, το κίνημα Fluxus στη Γερμανία επηρεάζουν τους νεαρούς καλλιτέχνες του Βελιγραδίου, που μετά από αγώνα αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό κέντρο. Στην πρώτη τους έκθεση η Μαρίνα συμμετέχει με το έργο Cloud with its shadow. Παίρνει ένα φιστίκι, το καρφώνει στον τοίχο με μια καρφίτσα ώστε να σχηματίζει μια μικροσκοπική σκιά, και η τέχνη των δύο διαστάσεων αποτελεί πια παρελθόν.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξεκινά την περφόρμανς και θα τη συνεχίσει αδιάκοπα καθόλη τη διάρκεια της μετέπειτα καριέρας της. Στο Rythm 10, εμπνευσμένη από το παιχνίδι των Ρώσων χωρικών, ακουμπά το χέρι της με ανοιχτά δάχτυλα πάνω σε μια ξύλινη πλάκα και χτυπά γρήγορα το κενό ανάμεσα στα δάχτυλα με ένα κοφτερό μαχαίρι. Κατά τη διάρκεια της πεφόρμανς αλλάζει δέκα μαχαίρια.
Ακριβώς όπως και η ρώσικη ρουλέτα, ήταν κι αυτό ένα σκοτεινό παιχνίδι θάρρους, βλακείας και απελπισίας, δηλαδή το τέλειο παιχνίδι για Σλάβους. [...] Λίγο πριν την περιφόρμανς ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά μόλις ξεκίνησα ο φόβος μου εξανεμίστηκε. Ήμουν ασφαλής στο χώρο μου.
Στο Rythm 5, δημιουργεί με ροκανίδια το σχήμα ενός αστεριού, του βάζει φωτιά και ξαπλώνει στο εσωτερικό του. Στο Rythm 2, παίρνει μπροστά στο κοινό δύο χάπια: ένα που αναγκάζει τους κατατονικούς να κινηθούν και ένα που ηρεμεί τους σχιζοφρενείς. Το κοινό την παρακολουθεί σε κατάσταση συνειδητότητας και μη συνειδητότητας. Στο Rythm 4, κάθεται πάνω από έναν ανεμιστήρα και προσπαθεί να γεμίσει τα πνευμόνια της με όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Στο Rythm 0, στέκεται ανέκφραστη στην αίθουσα της γκαλερί, ενώ πάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι υπάρχουν 72 αντικείμενα που οι θεατές μπορούν να χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν: ένα σφυρί, ένα πριόνι, ένα φτερό, μερικές βελόνες, στιλό και πάει λέγοντας. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως το κοινό μπορεί να τη σκοτώσει. Ποτέ δεν ξέρει την κατάληξη. Κοινό και καλλιτέχνης δημιουργούν μαζί.
Έζησα την απόλυτη ελευθερία, ένιωσα το κορμί μου απεριόριστο, χωρίς φραγμούς. Δεν είχε σημασία ο πόνος, τίποτα δεν είχε σημασία, κι αυτό με μάγευε. [...] Κανένας πίνακας, κανένα αντικείμενο που θα δημιουργούσα δε θα μπορούσαν να μου χαρίσουν αυτό το συναίσθημα. Συνειδητοποίησα πως αυτό το συναίσθημα έπρεπε να το αναζητώ ασταμάτητα, ξανά και ξανά.
Η μοναξιά, ο πόνος, η υπέρβαση των ορίων είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης της. Αυτομαστιγώνεται, χτενίζει τα μαλλιά της με μανία, ράβει τα χείλη της μπροστά στο κοινό, χαράσσει το σώμα της. Σπαράζει από τον πόνο, μέχρι που συνειδητοποιεί πως ο πόνος ένας τοίχος. Κι εκείνη περνά από μέσα του βγαίνοντας από την άλλη πλευρά.
Με τον πρώτο σύντροφο της ζωής και της τέχνης της, τον Ουλάι, κάνουν περφόρμανς μαζί, ώσπου σταδιακά μετατρέπονται σε μια τρίτη οντότητα που ενέχει τόσο τη θηλυκή της όσο και την αρσενική του πλευρά. Στο Rest energy χρησιμοποιούν ένα μεγάλο τόξο για να πετύχουν την απόλυτη απεικόνιση της εμπιστοσύνης. Εκείνη κρατά το τόξο και ο Ουλάι το βέλος, τεντώνοντας τη χορδή. Στέκονται έτσι για ώρες. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτή την τέλεια άσκηση αντοχής και ισορροπίας, η Μαρίνα θα έβγαινε από την περφόρμανς νεκρή. Τα ενσωματωμένα μικρόφωνα βοηθούν το κοινό να ακούει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς τους.
Μετά από δεκάδες κοινές εμφανίσεις, έξι μήνες κοινής ζωής στην έρημο της Αυστραλίας παρέα με τους Αβορίγινες, πολλά ταξίδια και δώδεκα περιπετειώδη χρόνια, η σχέση τους θα τελειώσει στο Σινικό τείχος, στη μέση του οποίου θα συναντηθούν μετά από τρεις μήνες καθημερινής δεκάωρης πορείας.
Συγκλονισμένη από τον πόλεμο στη Βοσνία και την καταστροφή της χώρας της, η Αμπράμοβιτς συλλαμβάνει το Balkan Baroque: Κάθεται πάνω σ' ένα τεράστιο σωρό αγελαδινών οστών. Πεντακόσια καθαρά οστά από κάτω, δύο χιλιάδες ματωμένα οστά με τις σάρκες των ζώων από πάνω. Επί τέσσερις μέρες, για εφτά ώρες την ημέρα, τρίβει και καθαρίζει τα κόκαλα κλαίγοντας και τραγουδώντας γιουγκοσλάβικα τραγούδια των παιδικών της χρόνων. Σε δ'υο μεγάλες οθόνες προβάλλονται συνεντεύξεις των γονιών της. Μόνο ένα τόσο τρομακτικό μακελειό, μια τόσο ανατριχιαστικά αηδιαστική παράσταση, μια τέτοια δυσωδία θα βοηθούσε τον κόσμο να καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος.
Στη συγκλονιστικότερη απ' όλες τις παραστάσεις της στο MoMA της Νέας Υόρκης, η Αμπράμοβιτς έμεινε ακίνητη επί 736 ώρες σε μια καρέκλα στο αίρθιο του μουσείου και δέχτηκε να καθίσουν απέναντί της συνολικά 1500 άνθρωποι, για όση ώρα ήθελε ο καθένας. Και απλά τους κοίταξε στα μάτια. Ήταν η μοναδική περφόρμανς που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης και έγινε ή ίδια ζωή. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι μοιράστηκαν τον πόνο με βλέμματα.
Η Αμπράμοβιτς είναι μια συναρπαστική γυναίκα, που αναζήτησε τα όρια της δύναμης, του φόβου και του εαυτού της παντού. Έζησε πλάι σε Αβορίγινες ιθαγενείς, Θιβετιανούς μοναχούς και Περουβιανούς Σαμάνους. Απέκτησε καρδιακούς φίλους -από την Σούζαν Σόνταγκ ως τον Δαλάι Λάμα. Άλλοι την θεωρούν επιδειξιομανή, ανώμαλη, μαζοχίστρια και άλλοι μια πραγματική ιέρεια της τέχνης, που σε κάθε της εμφάνιση προσπαθεί να υπηρετήσει ένα αίσθημα κοινότητας, να νιώσει τον πόνο τον δικό της και του άλλου, να πάρει και να δώσει αγάπη.
Ήταν ένα σημαντικό ταξίδι. Ξέρω πως αυτό δεν είναι το τέλος του έργου αλλά η αρχή για κάτι νέο και διαφορετικό που έχει να κάνει με τον ανθρωπισμό, την ταπεινότητα και τη συλλογικότητα. Είναι πολύ απλό. Ίσως μαζί μπορούμε να μεταβάλουμε τη συνειδητότητα και να αλλάξουμε τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε οπουδήποτε.
***
Marina Abramović, Περνώντας από τοίχους (μτφρ. Αφροδίτη Γεωργαλιού), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.