Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοβιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοβιογραφία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

David Lynch: "Ο τσάρος του αλλόκοτου"


Οι γονείς του πατέρα μου ζούσαν σ' ένα αγρόκτημα στο Χάιγουντ της Μοντάνας, όπου παρήγαν σιτάρι. Ο παππούς μου ήταν σαν καουμπόι, και μ' άρεσε πολύ να τον χαζεύω να καπνίζει. 


Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι ένα αγόρι από το Μπόισι του Αϊντάχο. Ό,τι έχει αγαπήσει βαθιά στη ζωή του συνδέεται με τις αμερικανικές γειτονιές των παιδικών του χρόνων, της δεκαετίας του '50. "Ο πατέρας μου έτρεφε βαθιά αγάπη και για τους δυο γονείς του, όμως απεχθανόταν όλη αυτή την καλοσύνη, το κλασικό σπίτι με τον λευκό φράχτη, και όλα τα σχετικά. Πλέον αναπολεί με ρομαντική διάθεση εκείνα τα χρόνια, αν και τότε ένιωθε να ασφυκτιά, γιατί εκείνος ήθελε να καπνίζει και να ζει τη ζωή του καλλιτέχνη, ενώ οι δικοί του πήγαιναν στην εκκλησία και όλα ήταν τέλεια και ήσυχα και καλά", λέει γι' αυτόν η κόρη του, Τζένιφερ Λιντς. Παρ' όλα αυτά, ο Ντέιβιντ υπήρξε ενεργό μέλος των προσκόπων (όπως όλα τα αγόρια του τόπου του) και μάλιστα ως ενήλικας συχνά υπερηφανευόταν για τον βαθμό Eagle Scout, τον υψηλότερο που μπορούσε να κερδίσει ένας Αμερικανός πρόσκοπος. 

"Στην ουσία η δεκαετία του '50 δεν τελείωσε ποτέ για τον Λιντς. Μαμάδες με βαμβακερά μεσάτα φορέματα χαμογελούν βγάζοντας αχνιστές πίτες από τον φούρνο· ευρύστερνοι μπαμπάδες ψήνουν κρέας στο μπάρμπεκιου φορώντας άνετα μπλουζάκια ή πηγαίνουν κοστουμαρισμένοι στη δουλειά· τα πανταχού παρόντα τσιγάρα το '50 κάπνιζαν όλοι· το κλασικό ροκ εντ ρολ· σερβιτόρες με χαριτωμένα καπελάκια στο κεφάλι· κοπέλες με χαρακτηριστικά λευκά καλτσάκια και παπούτσια saddle, με πουλόβερ και πλισέ καρό φούστες· όλα αυτά συναποτελούν το αισθητικό λεξιλόγιο του Λιντς. Ωστόσο, το σημαντικότερο στοιχείο που τον σημάδεψε από εκείνη τη δεκαετία ήταν το πνεύμα της εποχής: το ιλουστρασιόν πέπλο αθωότητας και καλοσύνης που σκέπαζε τις σκοτεινές δυνάμεις που πάλλονταν από κάτω και η συγκαλυμμένη σεξουαλικότητα που διαπότιζε εκείνα τα χρόνια αποτελούν κάτι σαν θεμέλια λίθο της τέχνης του". 


"Ατίθαση καρδιά" (1990)

Η ατμόσφαιρα της αμερικανικής επαρχιακής πόλης του '50 είναι κάτι ιδιαίτερο, και πρέπει να την καταλάβει κανείς. Πώς να τη χαρακτηρίσω... Είναι ονειρική. Κι όμως, η ατμόσφαιρα του '50 δεν είχε μόνο θετική όψη
· ανέκαθεν ήμουν βέβαιος ότι κάτι συνέβαινε. Όταν τριγύριζα έξω με το ποδήλατό μου τα βράδια, μερικά σπίτια είχαν μέσα αναμμένα φώτα, που έδιναν μια αίσθηση θαλπωρής, ή ήξερα τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Σε άλλα σπίτια το φως ήταν αμυδρό, ενώ άλλα ήταν κατασκότεινα και δε γνώριζα ποιοι έμεναν. Αυτά τα σπίτια μού άφηναν την εντύπωση ότι έκρυβαν δυστυχία. Δε μου 'χε γίνει έμμονη ιδέα, αλλά ήμουν σίγουρος ότι εκείνες οι πόρτες και τα παράθυρα έκρυβαν διάφορα. 

"Twin Peaks" (1992)
Παρά την οικουμενική διάσταση των θεματικών του Λιντς, οι ιστορίες διαδραματίζονται πάντοτε στην Αμερική. Εκεί εντυπώθηκαν οι παιδικές αναμνήσεις του, κι εκεί έζησε την έκσταση των ερωτικών σχέσεων της νιότης του, που διαπότισαν τις μεταγενέστερες απεικονίσεις της αγάπης στο έργο του. Η επαρχιακή ζωή, τα θεόρατα δέντρα της βορειοδυτικής ακτής των ΗΠΑ, τα προάστια στις μεσοδυτικές πολιτείες, το μεθυστικό βουητό των εντόμων τα καλοκαιρινά βράδια, η κινηματογραφική βιομηχανία του Λος Άντζελες και η Φιλαδέλφεια της δεκαετίας του '60 σφυρηλάτησαν την κινηματογραφική του αισθητική. 

Στην τρίτη γυμνασίου γνωρίζω τον Τόμπι Κίλερ, εκείνος μού λέει πως ο πατέρας του είναι ζωγράφος –αληθινός ζωγράφος, όχι μπογιατζής– και κυριολεκτικά έσκασε μια βόμβα στο κεφάλι μου. Ήταν λες και τα κομμάτια του παζλ ταίριαξαν ξαφνικά το ένα με το άλλο, κι αυτό ήταν. Αυτό ήθελα να κάνω τη ζωή μου. Έπρεπε όμως να πηγαίνω στο σχολείο, και το σχολείο το μισούσα.

Τα αλλόκοτα, σουρεαλιστικά πορτρέτα του Λιντς –ένας άντρας με ματωμένη μύτη, άλλος που κάνει εμετό, άλλος με λιωμένο κρανίο, οι "μηχανικές γυναίκες" και τα έντονα σεξουαλικά ηλεκτρισμένα σκίτσα του θυμίζουν το έργο του Χανς Μπέλμερ.




Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το The Bride: Η δαντέλα του νυφικού της κοπέλας έπεφτε αέρινα μπροστά από το σκούρο φόντο, ενώ εκείνη φαινόταν να τείνει το σκελετωμένο χέρι της κάτω από το φόρεμα για να κάνει μόνη της έκτρωση. Η αναφορά στο έμβρυο ήταν πολύ έμμεση, διακριτική, χωρίς αίματα. 

"Eraserhead" (1977)
Πολύ νέος ακόμη, και ενώ ζούσε στη Φιλαδέλφεια, ο Λιντς αποφασίζει να εγκαταλείψει τη ζωγραφική για τον κινηματογράφο. "Η Φιλαδέλφεια άφησε το στίγμα της, του φανέρωσε πολλά που πρωτύτερα του ήταν άγνωστα: την αναίτια βία, τις φυλετικές προκαταλήψεις, την αλλόκοτη συμπεριφορά στην οποία μπορεί να οδηγήσει η ανέχεια· όλα αυτά που ο Λιντς είδε με τα μάτια του στους δρόμους της πόλης κλόνισαν συθέμελα την εικόνα του για τη ζωή. Το χάος στη Φιλαδέλφεια ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με την αφθονία και την αισιοδοξία του κόσμου στον οποίο μεγάλωσε, και η χρυσή τομή ανάμεσα σ'αυτά τα δύο άκρα θα γινόταν στο μέλλον ένα από τα κυρίαρχα μοτίβα της τέχνης του.

Η μαγική του ευαισθησία φάνηκε ήδη στο The Grandmother, μια ταινία 34 λεπτών για ένα μοναχικό αγόρι που τιμωρείται επανειλημμένα από τους γονείς του επειδή κατουριέται στον ύπνο του. Το φιλμ αφηγείται την επιτυχημένη προσπάθεια του μικρού να αποκτήσει μια στοργική γιαγιά, φυτεύοντας έναν σπόρο στον κήπο του. 
"Eraserhead" (1977)

Μετά τα πρώτα εγχειρήματα ήρθε το Eraserhead: Ο νεαρός Χένρι Σπένσερ ζει σε μια ζοφερή μεταβιομηχανική δυστοπία. Γνωρίζει τη Μέρι, εκείνη μένει έγκυος και, όταν γεννιέται το δύσμορφο μωρό τους, ο Χένρι θέλει να απελευθερωθεί από τη φρίκη. Ζει ένα ερωτικό μυστήριο με τη Μέρι και έπειτα τον θάνατο του παιδιού τους. Πρόκειται για μια ταινία σκοτεινή, κυριολεκτικά και μεταφορικά: Γυρίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου νύχτα και ο φωτισμός διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημιουργία της ατμόσφαιρας. Οι πρωταγωνιστές φαίνεται πως δεν έκαναν και πολλά, ωστόσο χρειάστηκε τεράστια προσπάθεια για να επιτευχθεί το τελικό αποτέλεσμα, όπως σε όλες τις ταινίες του Λιντς. 

Η ηχητική επένδυση της ταινίας έχει μια σχεδόν αβάσταχτη ένταση και οι στρώσεις του ήχου –το απειλητικό γάβγισμα ενός σκύλου, ο μακρινός ήχος της σφυρίχτρας ενός τρένου, το βουητό του άδειου δωματίου που δίνει σάρκα και οστά στη μοναξιά των χαρακτήρων– είναι τόσο περίπλοκες και πλούσιες, που μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να βιώσεις την ταινία μόνο ακούγοντάς τη. 

Αργότερα, στο Ronnie Rocket συνυφαίνονται δυο εξίσου πολύπλοκες ιστορίες. Η μία παρακολουθεί έναν ντετέκτιβ που ταξιδεύει στην απαγορευμένη ζώνη ενός γκέτο καταδιώκοντας έναν κακοποιό που έκλεψε όλη την ηλεκτρική ενέργεια και ανέστρεψε τη λειτουργία της ώστε να παράγει σκοτάδι αντί για φως. Η δεύτερη σχετίζεται με τον θάνατο ενός δεκαεξάχρονου αγοριού από σπασμούς που του προκάλεσε ο ηλεκτρισμός. Μέσα σε όλα αυτά εντοπίζει κανείς μοτίβα που επανέρχονται στα έργα του Λιντς: αλλόκοτες σεξουαλικές συνευρέσεις, δυσλειτουργικές οικογένειες, έντονες εκρήξεις βίας. 

"Ο άνθρωπος ελέφαντας" (1980)
Αυτό που ο μέσος άνθρωπος βλέπει ως γκροτέσκο δε μοιάζει γκροτέσκο στα δικά μου μάτια. Έχω εμμονή με την υφή των πραγμάτων. Είμαστε σε τέτοιο βαθμό περικυκλωμένοι από το πλαστικό, που βρίσκομαι σε συνεχή αναζήτηση υφών. 

Λίγα χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε για την Brooksfilms τον Άνθρωπο Ελέφαντα, μια ταινία που δεν ήταν δική του και την οποία οφείλει στην απόλυτη υποστήριξη του καλού του φίλου Μελ Μπρουκς. Η ταινία ήταν υποψήφια για πολλά Όσκαρ και έκανε τον Λιντς ευρύτερα γνωστό, παρόλο που ακολούθησε η παταγώδης αποτυχία του Ντιουν. "Ο Ντέιβιντ είναι ιδιοφυία, δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό. Αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη ψυχή, τα ανθρώπινα συναισθήματα και την ανθρώπινη καρδιά. Βέβαια, είναι θεοπάλαβος και προβάλλει τον δικό του συναισθηματικό και σεξουαλικό αναβρασμό στη δουλειά του, κατακλύζοντάς μας με συναισθήματα που κατακλύζουν τον ίδιο. Αυτό το κάνει αριστουργηματικά σε κάθε ταινία του", λέει για εκείνον σε συνέντευξή του ο Μελ Μπρουκς.

Στο Μπλε Βελούδο συναρμολόγησε δύο βασικά υλικά: την εικόνα ενός κομμένου αυτιού σ' ένα χωράφι και το Bue Velvet του Μπόμπι Βίντον. Οι χαρακτήρες της ταινίας είναι γεμάτοι αντιφάσεις· ταλαντεύονται ανάμεσα στην αγνότητα ενός μικρού γαλάζιου πουλιού που συμβολίζει την ευτυχία και στον απόλυτο εξευτελισμό. Ο Φρανκ Μπουθ είναι ένα κτήνος. Κι όμως, κλαίει στο άκουσμα ενός ερωτικού τραγουδιού και ριγεί χαϊδεύοντας ένα απαλό ύφασμα. Ο Τζέφρι είναι γλυκός και καλοσυνάτος, αλλά παραμένει ο ηδονοβλεψίας που κλέβει τη γυναίκα ενός άλλου. Και η Ντόροθι είναι μια εύθραυστη και πονεμένη μητέρα που ηδονίζεται, όμως, όταν την χτυπούν. 

"Μπλε Βελούδο" (1986)
"Μπλε Βελούδο" (1986)


























Πέρα απ' όλα τα άλλα, η ταινία είναι ενδεικτική για τη σχέση του Λιντς με τη μουσική. Μέσα από το "In dreams" του Ρόι Όρμπισον, ένα τραγούδι για τη λαχτάρα και την επιθυμία, αποκαλύπτεται στον θεατή το διαταραγμένο υποσυνείδητο του κακού Φρανκ, ενώ το "Mysteries of love" του Μπανταλαμέντι ταιριάζει απόλυτα στην ευάλωτη Ντόροθι. Το μυστήριο και η παραφροσύνη που κυριαρχούν στο Μπλε Βελούδο έκαναν το κοινό να το αγαπήσει και η επιτυχία έβγαλε τον Λιντς από την κόλαση του Ντιουν

"Μπλε Βελούδο"

Δεν ξέρω πώς τα κατάφερα να μη μ' ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, αλλά είναι κάτι πολύ καλό. Όταν ερωτεύεσαι μια ιδέα, είναι σαν να ερωτεύεσαι ένα κορίτσι. Ακόμα κι αν είναι ένα κορίτσι που θα ντρεπόσουν να το συστήσεις στους γονείς σου, δε σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι, γιατί είσαι ερωτευμένος και νιώθεις υπέροχα. Αυτά είναι πράγματα στα οποία μένουμε πιστοί. 

"Twin Peaks" (1992)

Μετά ήρθε το Twin Peaks ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για τον Λιντς, που δουλεύτηκε σε τρεις εντελώς διαφορετικές περιόδους της ζωής του και λίγο αργότερα η Ατίθαση Καρδιά· ένας ύμνος στην απεραντοσύνη και τον παραλογισμό του νεανικού έρωτα, ένα βίαιο road movie που απογειώνει την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα του Σέιλορ (Νίκολας Κέιτζ) και της Λούλα (Λόρα Ντερν). Οι χαρακτήρες στο έργο είναι ακραίοι και πολλές φορές φλερτάρουν με το κωμικό.

Ωστόσο, η πλειοψηφία των κριτικών θεωρεί ως σημαντικότερη ταινία του Λιντς την Οδό Μαλχόλαντ. Το στόρι είναι περίπλοκο και δεν ξετυλίγεται γραμμικά. Οι ήρωες μπαινοβγαίνουν σε αναμνήσεις, φαντασιώσεις, επιθυμίες και όνειρα, ενώ παράλληλα ζουν όσα τους συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Ποικίλα θέματα, πολλαπλά επίπεδα και ζώνες συνείδησης μεταγγίζουν η μία στην άλλη το υλικό τους και κάπως έτσι γεννιέται το καλειδοσκοπικό σύμπαν της Οδού Μαλχόλαντ

Η μοναδική ταινία που στάθηκε πολύ μακριά απ' αυτή τη λογική είναι το The Straιght Story. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του 73χρονου Άλβιν Στρέιτ, που, για να επισκεφτεί τον άρρωστο αδερφό του, διέσχισε εκατοντάδες χιλιόμετρα από την Αϊόβα ως το Γουισκόνσιν επάνω σε μια μηχανή του γκαζόν, μιας και η κακή του όραση δεν του επέτρεπε να ανανεώσει το δίπλωμα οδήγησης. Η ξεθωριασμένη κόκκινη μπογιά στους τοίχους ενός επαρχιακού μπαρ, τα αδέσποτα σκυλιά που τρέχουν στον μεγάλο άδειο δρόμο και τα εναέρια πλάνα του νωχελικού Μισισιπή δίνουν γλυκόπικρη γεύση σε μια ταινία με εξαιρετικό ρυθμό, ενώ μεγάλες σιωπές συνυπάρχουν με τις μελαγχολικές πινελιές του Μπανταλαμέντι στην αμερικανική φολκλορική μουσική.


"The Straight Story" (1999)

Ο Άλβιν Στρέιτ ήταν σαν τον Τζέιμς Ντιν, ένας επαναστάτης, απλώς πιο μεγάλος, που τα έκανε όλα με τον δικό του τρόπο, και ο Ρίτσαρντ ήταν κι εκείνος έτσι. Οι άνθρωποι στην ουσία δεν έχουν ηλικία, επειδή ο εαυτός με τον οποίο συνομιλούμε δε μεγαλώνει, είναι αγέραστος.
[...] 
Η αγαπημένη μου σκηνή στην ταινία είναι το τέλος. Αυτό που κατάφεραν μαζί ο Ρίτσαρντ και ο Χάρι Ντιν είναι απίστευτο. Ο Ρίτσαρντ κατεβαίνει λοιπόν την πλαγιά με τη βαριά καρότσα που έσερνε πίσω του, στρίβει στο σπίτι του Λάιλ και η μηχανή σταματάει. Ο Ρίτσαρντ κατεβαίνει και περπατάει τον υπόλοιπο δρόμο και φωνάζει τον Λάιλ. Το φως ήταν πανέμορφο και οι ακτίνες του ήλιου έπεφταν ακριβώς πάνω στο πρόσωπό του όταν φωνάζει τον Λάιλ, και αμέσως μόλις γυρίσαμε το πλάνο ο ήλιος κρύφτηκε πίσω απ' το βουνό. 


"Mulholland Drive" (2001)
Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι απλός άνθρωπος και σπουδαίος καλλιτέχνης. Ασχολήθηκε με τη σκηνοθεσία, την υποκριτική, τη ζωγραφική και τη μουσική. Στον "Χώρο Ονείρων", το βιβλίο για το οποίο συνεργάστηκε με την Κρίστιν ΜακΚένα, δεν παρακολουθούμε απλώς ένα χρονικό γεγονότων, αλλά τη συνομιλία ενός μεγάλου καλλιτέχνη με τη βιογραφία του. Ο Λιντς αποκαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του, την καλλιτεχνική του ευαισθησία, την αγάπη του για τον κινηματογράφο, τη φύση, τον διαλογισμό, και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο την αγάπη του για τη δουλειά και τους ανθρώπους. 

Υπάρχουν σχέσεις αρμονίας ανάμεσα στα πράγματα και όταν είσαι πιστός, όσο πιο πιστός γίνεται, σε μια ιδέα, οι αρμονίες αυτές θα εξακολουθήσουν να υφίστανται και θα περιέχουν την αλήθεια τους, ακόμα κι αν είναι αφηρημένες. 

Κατάλαβα απ' τη μια στιγμή στην άλλη ότι το ταξίδι που κάνουμε ως ανθρώπινα όντα είναι πανέμορφο κι έχει το πιο ευτυχισμένο τέλος. Όλα πάνε καλά. Δε χρειάζεται να ανησυχούμε για τίποτα. Όλα είναι πανέμορφα. 

***

Ντέιβιντ Λιντς και Κρίστιν ΜακΚένα, Χώρος ονείρων (μετάφραση Αφροδίτη Γεωργαλιού), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2019.

Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Marina Abramović: Περνώντας από τοίχους

"Αφήστε τον κόσμο σας εδώ"


Η αυτοβιογραφία της Μαρίνας Αμπράμοβιτς είναι ένα συγκλονιστικό βιβλίο. Όχι μόνο γιατί είναι συγκλονιστική η ζωή της, αλλά και γιατί την αφηγείται με συγκλονιστικό τρόπο. Η αφήγησή της ξεκινά από τα παιδικά της χρόνια στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Οι γονείς της υπήρξαν αντάρτες και ως μέλη της "κόκκινης μπουρζουαζίας" είχαν προνομιακή μεταχείριση από το καθεστώς. Η μητέρα της, διανοούμενη από πλούσια οικογένεια, συντάχτηκε με τους παρτιζάνους και παρέδωσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα κάθε περιουσιακό στοιχείο της οικογένειάς της. Στην οικογένεια του πατέρα της ήταν όλοι φτωχοί, αλλά ήρωες του πολέμου. Η Μαρίνα μεγάλωσε στο τεράστιο διαμέρισμα μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας. Σε έναν κόσμο λιτότητας ή στέρησης, εκείνη ζούσε μέσα στην πολυτέλεια. Ποτέ δεν έπλενε τα ρούχα της, ποτέ δε σιδέρωνε, ποτέ δε μαγείρευε. Τα είχε όλα έτοιμα. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να διαβάζει τα μαθήματά της και να είναι σε όλα πρώτη. Παρόλα αυτά, μιλά με αποστροφή για την "κομμμουνιστική δικτατορία" της χώρας της: διαρκείς ελλείψεις σε όλα, παντού ανοστιά, μια αισθητική που βασιζόταν αμιγώς στην ασχήμια. 

Πριν από τον πόλεμο, η γιαγιά μου, η πλούσια χήρα, φυλακίστηκε για τη φανερή κομμουνιστική δράση της μητέρας μου. Για να βγει από τη φυλακή, αναγκάστηκε να δωροδοκήσει με ό,τι χρυσό είχε βάλει στην άκρη. Μετά τον πόλεμο, όταν ήρθαν οι κομμουνιστές στην εξουσία, η μητέρα μου, προκειμένου να δείξει την αφοσίωσή της στο Κόμμα, έπρεπε να αποκηρύξει τα δικά της υλικά αγαθά, αλλά κι εκείνα της μητέρας της. Μάλιστα, ήταν τόσο πιστή κομμουνίστρια, που έφτιαξε μια λίστα με όλα τα περιουσιακά στοιχεία της γιαγιάς και την έδωσε στο Κόμμα. Ήταν για το καλό της χώρας. Έτσι, η γιαγιά μου έχασε τα μαγαζιά της, τη γη και το σπίτι της. Έχασε τα πάντα κι ένιωθε βαριά προδομένη από την ίδια της την κόρη. 

Στα παιδικά της χρόνια η Μαρίνα υφίσταται καθημερινά την κακοποίηση από τη μητέρα της, παθαίνει τον πρώτο νευρικό κλονισμό όταν ο πατέρας της φεύγει από το σπίτι και μοναδικό της καταφύγιο αποτελούν το διάβασμα και η κουζίνα της γιαγιάς της. Αργότερα και η ζωγραφική. Περιγράφει με πίκρα το αίσθημα της εγκατάλειψης που βιώνει καθημερινά και αφηγείται με χιούμορ σκηνές από τη ζωή της γιαγιάς της, που καλύπτει τα παράθυρα του μικρού διαμερίσματός της με βαριές μαύρες κουρτίνες για να μπορεί να γιορτάζει κρυφά τα Χριστούγεννα.  

Το 1968, φοιτήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών, η Μαρίνα συμμετέχει στις διαμαρτυρίες των φοιτητών ενάντια στο καθεστώς του Τίτο. Μια νέα αβάν γκάρντ αμφισβητεί όλα όσα γνωρίζαμε για την τέχνη: οι κονσεπτουαλιστές στην Αμερική, η Arte Povera στην Ιταλία, το κίνημα Fluxus στη Γερμανία επηρεάζουν τους νεαρούς καλλιτέχνες του Βελιγραδίου, που μετά από αγώνα αποκτούν το δικό τους πολιτιστικό κέντρο. Στην πρώτη τους έκθεση η Μαρίνα συμμετέχει με το έργο Cloud with its shadow. Παίρνει ένα φιστίκι, το καρφώνει στον τοίχο με μια καρφίτσα ώστε να σχηματίζει μια μικροσκοπική σκιά, και η τέχνη των δύο διαστάσεων αποτελεί πια παρελθόν. 


Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ξεκινά την περφόρμανς και θα τη συνεχίσει αδιάκοπα καθόλη τη διάρκεια της μετέπειτα καριέρας της. Στο Rythm 10, εμπνευσμένη από το παιχνίδι των Ρώσων χωρικών, ακουμπά το χέρι της με ανοιχτά δάχτυλα πάνω σε μια ξύλινη πλάκα και χτυπά γρήγορα το κενό ανάμεσα στα δάχτυλα με ένα κοφτερό μαχαίρι. Κατά τη διάρκεια της πεφόρμανς αλλάζει δέκα μαχαίρια.

Ακριβώς όπως και η ρώσικη ρουλέτα, ήταν κι αυτό ένα σκοτεινό παιχνίδι θάρρους, βλακείας και απελπισίας, δηλαδή το τέλειο παιχνίδι για Σλάβους. [...] Λίγο πριν την περιφόρμανς ήμουν τρομοκρατημένη, αλλά μόλις ξεκίνησα ο φόβος μου εξανεμίστηκε. Ήμουν ασφαλής στο χώρο μου. 

Στο Rythm 5, δημιουργεί με ροκανίδια το σχήμα ενός αστεριού, του βάζει φωτιά και ξαπλώνει στο εσωτερικό του. Στο Rythm 2, παίρνει μπροστά στο κοινό δύο χάπια: ένα που αναγκάζει τους κατατονικούς να κινηθούν και ένα που ηρεμεί τους σχιζοφρενείς. Το κοινό την παρακολουθεί σε κατάσταση συνειδητότητας και μη συνειδητότητας. Στο Rythm 4, κάθεται πάνω από έναν ανεμιστήρα και προσπαθεί να γεμίσει τα πνευμόνια της με όσο το δυνατόν περισσότερο αέρα, μέχρι να χάσει τις αισθήσεις της. Στο Rythm 0, στέκεται ανέκφραστη στην αίθουσα της γκαλερί, ενώ πάνω σ' ένα ξύλινο τραπέζι υπάρχουν 72 αντικείμενα που οι θεατές μπορούν να χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν: ένα σφυρί, ένα πριόνι, ένα φτερό, μερικές βελόνες, στιλό και πάει λέγοντας. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως το κοινό μπορεί να τη σκοτώσει. Ποτέ δεν ξέρει την κατάληξη. Κοινό και καλλιτέχνης δημιουργούν μαζί. 

Έζησα την απόλυτη ελευθερία, ένιωσα το κορμί μου απεριόριστο, χωρίς φραγμούς. Δεν είχε σημασία ο πόνος, τίποτα δεν είχε σημασία, κι αυτό με μάγευε. [...] Κανένας πίνακας, κανένα αντικείμενο που θα δημιουργούσα δε θα μπορούσαν να μου χαρίσουν αυτό το συναίσθημα. Συνειδητοποίησα πως αυτό το συναίσθημα έπρεπε να το αναζητώ ασταμάτητα, ξανά και ξανά. 

Η μοναξιά, ο πόνος, η υπέρβαση των ορίων είναι τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης της.  Αυτομαστιγώνεται, χτενίζει τα μαλλιά της με μανία, ράβει τα χείλη της μπροστά στο κοινό, χαράσσει το σώμα της. Σπαράζει από τον πόνο, μέχρι που συνειδητοποιεί πως ο πόνος ένας τοίχος. Κι εκείνη περνά από μέσα του βγαίνοντας από την άλλη πλευρά.

Με τον πρώτο σύντροφο της  ζωής και της τέχνης της, τον Ουλάι, κάνουν περφόρμανς μαζί, ώσπου σταδιακά μετατρέπονται σε μια τρίτη οντότητα που ενέχει τόσο τη θηλυκή της όσο και την αρσενική του πλευρά. Στο Rest energy χρησιμοποιούν ένα μεγάλο τόξο για να πετύχουν την απόλυτη απεικόνιση της εμπιστοσύνης. Εκείνη κρατά το τόξο και ο Ουλάι το βέλος, τεντώνοντας τη χορδή. Στέκονται έτσι για ώρες. Αν κάτι δεν πήγαινε καλά σ' αυτή την τέλεια άσκηση αντοχής και ισορροπίας, η Μαρίνα θα έβγαινε από την περφόρμανς νεκρή. Τα ενσωματωμένα μικρόφωνα βοηθούν το κοινό να ακούει τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς τους. 

Μετά από δεκάδες κοινές εμφανίσεις, έξι μήνες κοινής ζωής στην έρημο της Αυστραλίας παρέα με τους Αβορίγινες, πολλά ταξίδια και δώδεκα περιπετειώδη χρόνια, η σχέση τους θα τελειώσει στο Σινικό τείχος, στη μέση του οποίου θα συναντηθούν μετά από τρεις μήνες καθημερινής δεκάωρης πορείας.


Συγκλονισμένη από τον πόλεμο στη Βοσνία και την καταστροφή της χώρας της, η Αμπράμοβιτς συλλαμβάνει το Balkan Baroque: Κάθεται πάνω σ' ένα τεράστιο σωρό αγελαδινών οστών. Πεντακόσια καθαρά οστά από κάτω, δύο χιλιάδες ματωμένα οστά με τις σάρκες των ζώων από πάνω. Επί τέσσερις μέρες, για εφτά ώρες την ημέρα, τρίβει και καθαρίζει τα κόκαλα κλαίγοντας και τραγουδώντας γιουγκοσλάβικα τραγούδια των παιδικών της χρόνων. Σε δ'υο μεγάλες οθόνες προβάλλονται συνεντεύξεις των γονιών της.  Μόνο ένα τόσο τρομακτικό μακελειό, μια τόσο ανατριχιαστικά αηδιαστική παράσταση, μια τέτοια δυσωδία θα βοηθούσε τον κόσμο να καταλάβει τι σημαίνει πόλεμος. 

Στη συγκλονιστικότερη απ' όλες τις παραστάσεις της στο MoMA της Νέας Υόρκης, η Αμπράμοβιτς έμεινε ακίνητη επί 736 ώρες σε μια καρέκλα στο αίρθιο του μουσείου και δέχτηκε να καθίσουν απέναντί της συνολικά 1500 άνθρωποι, για όση ώρα ήθελε ο καθένας. Και απλά τους κοίταξε στα μάτια. Ήταν η μοναδική περφόρμανς που ξεπέρασε τα όρια της τέχνης και έγινε ή ίδια ζωή. Πάνω από χίλιοι άνθρωποι μοιράστηκαν τον πόνο με βλέμματα.

Η Αμπράμοβιτς είναι μια συναρπαστική γυναίκα, που αναζήτησε τα όρια της δύναμης, του φόβου και του εαυτού της παντού. Έζησε πλάι σε Αβορίγινες ιθαγενείς, Θιβετιανούς μοναχούς και Περουβιανούς Σαμάνους. Απέκτησε καρδιακούς φίλους -από την Σούζαν Σόνταγκ ως τον Δαλάι Λάμα. Άλλοι την θεωρούν επιδειξιομανή, ανώμαλη, μαζοχίστρια και άλλοι μια πραγματική ιέρεια της τέχνης, που σε κάθε της εμφάνιση προσπαθεί να υπηρετήσει ένα αίσθημα κοινότητας, να νιώσει τον πόνο τον δικό της και του άλλου, να πάρει και να δώσει αγάπη. 

Ήταν ένα σημαντικό ταξίδι. Ξέρω πως αυτό δεν είναι το τέλος του έργου αλλά η αρχή για κάτι νέο και διαφορετικό που έχει να κάνει με τον ανθρωπισμό, την ταπεινότητα και τη συλλογικότητα. Είναι πολύ απλό. Ίσως μαζί μπορούμε να μεταβάλουμε τη συνειδητότητα και να αλλάξουμε τον κόσμο. Αυτό είναι κάτι που μπορούμε να ξεκινήσουμε να κάνουμε οπουδήποτε. 

***

Marina Abramović, Περνώντας από τοίχους (μτφρ. Αφροδίτη Γεωργαλιού), Εκδόσεις Ροπή, Θεσσαλονίκη 2016.