Τον Βασίλη Ρώτα τον θυμάμαι από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Κειμενάκια στα πρώτα αναγνωστικά, παιδικά ποιήματα στο ανθολόγιο και στο πλάι οι εικόνες του Φασιανού. Τον φανταζόμουν σαν έναν παππούλη που μας πειράζει, μας αφηγείται παραμύθια, μας λέει τραγουδάκια. Σαν εκείνο :
Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
Το σκαλίζει, το ποτίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς
κι ως να διπλοξεφυλλίσει,
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντίλι
κόκκινο, γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ο ανοιχτομάτης
και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευκή του,
μας φιλεύει και σταφύλια
σε καλάθια σε μαντίλια.
Μπορεί κάπως έτσι να ήταν, ποιος ξέρει. Μπορεί εγώ να τον είχα συνδέσει με τον δικό μου τον παππού. Κάτι μου είχε πει γι' αυτόν κάποτε. Μπορεί να γνωριζόντουσαν. Μπορεί να μου άρεσε απλά το επίθετό του, επειδή είναι δισύλλαβο και αρχίζει από ρ.
Κάποιες φορές δε συνειδητοποιείς ότι έχει παίξει ρόλο στη ζωή σου ένας άνθρωπος που γνώρισες κάποτε. Αργότερα, ένα τυχαίο γεγονός σου θυμίζει πρόσωπα, ξαφνικά όλα μετατρέπονται σε κομμάτια ενός παζλ. Τα
δένεις μεταξύ τους και η εικόνα που 'χεις μπροστά σου τελικά
είναι η δική σου.
Μετά από χρόνια, όταν άρχισα να διαβάζω κι άλλα πράγματα εκτός από τα τραγουδάκια των αναγνωστικών, συνάντησα το όνομά του στις μεταφράσεις του Σαίξπηρ και θαύμασα τον τρόπο με τον οποίο μετέφραζε ένα θεατρικό έργο σε ελληνικά τόσο μελωδικά και κελαριστά που θύμιζαν δημοτικό τραγούδι.
Στα μέσα του δημοτικού η μάνα μας φαγώθηκε να μάθουμε μουσική. Είχε ανοίξει τότε ο δήμος ένα ωδείο. Καλλιτεχνική διεύθυνση Νικηφόρος Ρώτας. Ένας ψηλός, αδύνατος, ευθυτενής κύριος με άσπρα μαλλιά. Ο γιος του παππούλη που λέγαμε. Ήταν μεγάλος πια, δεν άκουγε καλά. Τον θυμάμαι με το χέρι συνεχώς κολλημένο στ' αυτί του. Στις εξετάσεις τού τραγουδούσαμε το σολφέζ κι εκείνος ρωτούσε το δάσκαλο που καθόταν δίπλα του: "Είναι φάλτσο;" Όταν έδινα εγώ εξετάσεις στην πρώτη προκαταρκτική ο δάσκαλος του απάντησε: "Όλα φάλτσα είναι". Αλλά πήρα δέκα.
Κάθε φορά στις εξετάσεις μπαίναμε στην αίθουσα και αντικρύζαμε ένα τραπέζι γεμάτο μήλα, πορτοκάλια, γλυκίσματα, κέηκ, σοκολάτες. Μας κερνούσε του κόσμου τα καλά για να ξεπεράσουμε το άγχος. Στα ομαδικά μαθήματα ακούγαμε τους μαθητές της Ανωτέρας να παίζουν Σοπέν στο πιάνο και μέναμε μ' ανοιχτό το στόμα. Στην πρώτη μας συναυλιούλα θυμάμαι πώς εξηγούσε στα αγόρια την κίνηση της υπόκλισης και την οδηγία να κουμπώνουν το σακάκι τους τη στιγμή που υποκλίνονται.
Το ωδείο ήταν μεγάλο άγχος. Γύριζα από το σχολείο και έκανα τα μαθήματα με τα παπούτσια ακόμα φορεμένα και την τσάντα στην πλάτη, για να προλάβω πριν πάω στο ωδείο να ξαναπαίξω τις κλίμακες. Πριν από μια συναυλία θυμάμαι που ο Ρώτας είχε πάρει εμένα, την αδερφή μου και λίγα ακόμα παιδιά και, για να χαλαρώσουμε, μας αφηγήθηκε μια ιστορία για μια γριά που έμενε μόνη σ' ένα σπίτι και το βράδυ, τη στιγμή που ήταν σκυμμένη στο εργόχειρό της, άκουσε ένα θόρυβο στο τζάμι. Ένα πουλί χτυπούσε με το ράμφος του το παράθυρο. Θα της έφερνε ένα μήνυμα. Η ιστορία σταμάτησε εκεί. Εμείς είχαμε ζεσταθεί από την αγωνία και τα δάχτυλα κύλησαν στο πιάνο μια χαρά. Κάποτε με είχε συμβουλέψει να γραφτώ στο βόλεϊ για να γίνω ψηλή. Γράφτηκα κι εκεί, μόνο και μόνο γιατί μου το είχε πει ο "κύριος Ρώτας", αλλά δεν άντεξα άλλο ένα άγχος πάνω απ' το κεφάλι μου και έκατσα μόνο ενα χρόνο στις κορασίδες.
Το όραμα του Ρώτα γι' αυτό το ωδείο δε βρήκε σύμφωνο το δήμο και τελικά ο διευθυντής άλλαξε. Εμείς συνεχίσαμε τα μαθήματα κι εγώ νόμιζα ότι όλα αυτά τα είχα πια ξεχάσει. Πρόσφατα γνώρισα μια συγγενή του. Μου είπε για το Νικηφόρο Ρώτα και για τη σχέση τους. Κι εγώ άρχισα να θυμάμαι και να λέω, να λέω, να λέω. Τόσα πολλά είχα μέσα μου και ποτέ δεν τα είχα ανακαλέσει στη μνήμη μου. Και όταν κάποια στιγμή εκείνη μου είπε πως, ακόμη κι αν δεν το καταλάβαινα τότε, φαίνεται ότι αυτός ο άνθρωπος μάς έδωσε πολλά, τότε σκέφτηκα πως έχει δίκιο. Είχα μέσα μου μια τόσο γλυκιά, τρυφερή και έντονη τελικά ανάμνηση από έναν άνθρωπο που μας βοήθησε να πάρουμε μια μυρωδιά από το τι σημαίνει μουσική, τι σημαίνει τέχνη.
Έμαθα ότι ο δισέγγονος του Βασίλη Ρώτα, ο γιος της φίλης, είναι είκοσι χρονών, δευτεροετής φοιτητής στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Μακάρι να έχει το ταλέντο των παππούδων του. Και μακάρι να έχει καλούς δασκάλους.
Όταν απ' τις υπέρτατες δυνάμεις το πρόσταγμα δοθεί, Ο Ποιητής φανερώνεται σε τούτη τη βαριεστημένη γη, Η μάνα του γεμάτη βλασφήμιες, πανικόβλητη Τις γροθιές της σφίγγει προς το Θεό, που τη συμπονεί: "Αχ! γιατί δε γέννησα ένα πλοκάμι οχιές, Παρά τούτον τον περίγελο να θρέψω! Καταραμμένη να 'ναι η νύχτα με τις εφήμερες ηδονές Όπου τον εξαγνισμό μου συνέλαβε η μήτρα!
Κ. Μπωντλαίρ, Ευλογία, από "Τα άνθη του κακού"
Γνωρίζουμε τον Μπωντλαίρ κυρίως από Τα άνθη του κακού. Τον γνωρίζουμε επίσης ως έναν από τους "καταραμένους ποιητές". Σήμερα θεωρείται κλασικός. Στην εποχή του ήταν μισητός από τη λογοτεχνική κριτική. Θεωρήθηκε εμμονικός και η πνευματική του διαύγεια αμφιβητήθηκε. Και ο ίδιος φαίνεται πως ένιωθε μια αποστροφή για τους ανθρώπους, τον όχλο, το "χυδαίο πλήθος", που δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει τι σημαίνει Ποίηση και Ομορφιά. Απεχθάνεται τον άνθρωπο, τη φύση, τον πολιτισμό. Φαίνεται πως το μόνο που αποδέχτηκε στη ζωή του ήταν η Τέχνη.
Τα μοτίβα της ποίησης του Μπωντλαίρ τα βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα στη Μελαγχολία του Παρισιού, συλλογή ποιημάτων σε πεζό. Μικρά πεζογραφήματα που δε μοιάζουν ούτε με ποίηματα ούτε με διηγήματα και συγκεντρώνουν όλο το λυρισμό και την ομορφιά της μπωντλαιρικής ποιητικής. Ποιος από μας δεν ονειρεύτηκε το θαύμα ενός ποιητικού πεζογραφήματος, μουσικού, χωρίς ρυθμό και χωρίς ρίμα, αρκετά εύκαμπτου και αρκετά απότομου για να προσαρμοστεί στις λυρικές κινήσεις της ψυχής, στους κυματισμούς της ονειροπόλησης, στα αναπηδήματα της συνείδησης γράφει ο ποιητής στην εισαγωγή του.
Ο καλλιτέχνης που δεν τον κατανοούν. Ο καλλιτέχνης που θυσιάζει το ταλέντο του για το χρήμα, για την επιβίωση. Ειρωνεία, σαρκασμός, μαύρο χιούμορ, μίσος για το πλήθος. Τα σοκάκια του Παρισιού. Ρακοσυλλέκτες, γριούλες, τυφλοί. Η μελαγχολία, ο χρόνος, η ομορφιά, η απόδραση μέσα από την τέχνη, το όνειρο ή τη μέθη. Η τρέλα. Αυτά είναι τα βασικότερα μοτίβα.
Στο πεζό Ο ξένος, ο αινιγματικός άνθρωπος - που δεν είναι άλλος από τον ποιητή - όταν τον ρωτούν τι αγαπά περισσότερο, τον πατέρα, τη μητέρα, τ' αδέρφια του, την πατρίδα, το Θεό ή το χρυσάφι απαντά "Αγαπώ τα σύννεφα... τα σύννεφα που περνούν... εκεί πέρα,... εκεί κάτω... τα θαυμάσια σύννεφα!" δηλώνοντας την προτίμησή του σ' αυτό το σύμβολο κίνησης και ελευθερίας. Το μόνο που θα δεχόταν να υπηρετήσει είναι η ομορφιά. Στο Ο τρελός και η Αφροδίτη φωνάζει κλαμένος: "Είμαι ο τελευταίος και ο πιο έρημος από τους ανθρώπους, στερημένος από έρωτα και φιλία, και σ' αυτό πολύ κατώτερος και από το πιο ατελές ζώο. Ωστόσο είμαι φτιαγμένος, και εγώ, για να αντιλαμβάνομαι και να αισθάνομαι την αθάνατη Ομορφιά! Ω! Θεά! Σπλαχνιστείτε τη θλίψη και το παραλήρημά μου!" Πού μπορεί να αναζητήσει κανείς την ομορφιά; Η φύση είναι φρικτή, ο άνθρωπος σιχαμένος. Μόνο η καλλιτεχνική ομορφιά υπάρχει. Αυτήν υμνεί ο ποιητής, αυτή θέλει να προφέρει στο κοινό του, αλλά κανείς δεν έχει την ωριμότητα να τη δεχτεί. Στο Ο σκύλος και το μπουκαλάκι ο ποιητής προφέρει στο σκύλο ένα μπουκαλάκι με εκλεκτό άρωμα και το ζώο φεύγει γαβγίζοντας αηδιασμένο. Εκείνος σε μια έκρηξη οργής φωνάζει απογοητεμένος: "'Αθλιε σκύλε, αν σου είχα προσφέρει ένα πακέτο με πριττώματα θα το μύριζες με απόλαυση και ίσως θα το καταβρόχθιζες. Έτσι, εσύ ο ίδιος, ανάξιε σύντροφε της ζωής μου, μοιάζεις με το κοινό, στο οποίο δεν πρέπει ποτέ να παρουσιάζουμε λεπτά αρώματα που το εξοργίζουν, αλλά σκουπίδια, επιμελώς διαλεγμένα". Το ίδιο ακριβώς θέμα έχει και Ο γέρος σαλτιμπάγκος. Τον γέρο πνευματικό άνθρωπο που επέζησε της γενιάς του, της οποίας υπήρξε λαμπρός διασκεδαστής. Ο γέρος ποιητής, δίχως φίλους, δίχως οικογένεια, δίχως παιδιά, που τον εξευτελίζει η αθλιότητά του και η αμηχανία του κοινού και που ο επιλήσμων λαός δε θέλει πια να μπει στην παράγκα του.
Ο καλλιτέχνης απεχθάνεται τη συναναστοφή με το πλήθος. Προτιμά τη μοναξιά. Κλεισμένος σ' ένα δωμάτιο λυπάται γι' αυτούς που, αδύναμοι να αντέξουν τον ίδιο τους τον εαυτό, ζητούν να ξεχαστούν μέσα στον όχλο. Ο κλειστός χώρος είναι ο μόνος στον οποίο μπορεί να αποδράσει κανείς (Στη μία η ώρα το πρωί). Εδώ η απόδραση γίνεται μέσα από την Ποίηση. Αλλού η απόδραση γίνεται μέσα από τη ρέμβη και την ονειροπόληση, το ταξίδι ή τη μέθη (Μεθύστε). Η τάση φυγής κάποτε γίνεται εντονότερη: Δεν είμαι καλά ποτέ και πουθενά, και νομίζω πάντα ότι θα ήμουν καλύτερα αλλού και όχι εκεί που είμαι.
Οίκτος και συμπόνια υπάρχει μόνο για τους φτωχούς, τις γριές, τις χήρες, αυτούς που ζουν στο περιθώριο. Ακόμα κι εκεί όμως ο άνθρωπος παρουσιάζεται σάπιος. Στο Σκοινί η μάνα που βρίσκει το γιο της κρεμασμένο ζητά επίμονα να κρατήσει το σκοινί με το οποίο εκείνος κρεμάστηκε. Όχι επειδή είναι το τελευταίο πράγμα που άγγιξε το λαιμό του παιδιού της, όχι γιατί ήθελε να το φυλάξει, αλλά γιατί θα μπορούσε να το πουλήσει.
Σε άλλα πεζά ο ποιητής υμνεί την ομορφιά, τη γυναικεία ομορφιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ωραία Δωροθέα. Εδώ τον καλλιτέχνη έχει σκλαβώσει η ομορφιά μιας εξωτικής νεαρής μιγάδας. Όταν το θέμα είναι ο έρωτας, τα πράγματα αλλάζουν. Η αίσθηση του ανικανοποίητου γίνεται βασανιστική. Στις Ερωμένες παρουσιάζονται διαφορετικοί τύποι γυναίκας: η φιλόδοξη, η δουλοπρεπής, η ηδονίστρια και, πιο ανυπόφορη απ' όλες τους, η γυναίκα χωρίς ελαττώματα.
Σ' αυτό το βρόμικο περιβάλλον, σ' αυτό τον κόσμο που βρομάει από τα περιττώματα της
μπουρζουαζίας ο χρόνος κυλά αργά και βασανιστικά. Θυμήσου ότι ο Χρόνος είναι αδηφάγος παίκτης που κερδίζει σε κάθε χτύπημα δίχως να κλέβει! Είναι ο νόμος, Η μέρα μικραίνει, η νύχτα μεγαλώνει. Θυμήσου Το βάραθρο νιώθει πάντα δίψα. Αδειάζει η κλεψύδρα.
Κ. Μπωντλαιρ, Το ρολόι, από "Τα άνθη του κακού"
Άλλοτε πάλι, τίποτα δεν μπορεί να σκοτώσει το Χρόνο, που δεν το βάζει κάτω. Τίποτα δεν μπορεί να επιταχύνει τη ζωή, που κυλάει τόσο αργά. Στην ερημιά της πολυάνθρωπης πολιτείας ο καλλιτέχνης είναι μόνος και σπρώχνει τη μέρα και τη νύχτα να περάσουν.
Επιτέλους, η ψυχή μου ξεσπάει, και σοφά μου φωνάζει: "Οπουδήποτε! Αρκεί να είναι έξω απ' αυτόν τον κόσμο!"
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Σαρλ Μπωντλαίρ, Η μελαγχολία του Παρισιού (μτφρ. Στέργιος Βαρβαρούσης), Εκδόσεις Ερατώ 1985
Ο δάσκαλός μας, Κώστας Μπαλάσκας, γράφει για τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη.
Ο Θεοτόκης «ανάμεσα»
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης βρέθηκε, έζησε, έγραψε «ανάμεσα». Ανήκει στην
κατηγορία του «μεταξύ». Μεταξύ του 19ου και του 20ού αιώνα.
Μεταξύ του τέλους της φεουδαρχίας (όπου ανήκε και η οικογένειά του), και της
αστικής μετεξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Στα όρια του τέλους της αγροτικής
κοινωνίας με τις παραδοσιακές δομές της και της χαραυγής της βιομηχανικής
κοινωνίας με το πρώτο προλεταριάτο της. Μεταξύ της αστικής διαμόρφωσης και της
ανάδυσης των σοσιαλιστικών ιδεών (που ασπάζεται), και των εργατικών κινημάτων.
Ακόμα: Μεταξύ του τέλους του ρομαντισμού, της αρχής του ρεαλισμού στην Ελλάδα,
με τη σχεδόν ταυτόχρονη νατουραλιστική εκδοχή του, αλλά και τη διαφαινόμενη ήδη
στην Ευρώπη υπέρβασή του. Ακόμη περισσότερο, μεταξύ του πραγματικού και του
ιδανικού, μεταξύ της εντοπιότηττας και της ουτοπίας· μεταξύ του Πάθους και της
Ανάγκης, μεταξύ του Νίτσε και του Μαρξ· μεταξύ
ατομικής λύτρωσης και συλλογικής δράσης.
Το αριστοκρατικό πρότυπο
Έτσι αναθρεμμένος ο Θεοτόκης, με τις αντιλήψεις της τάξης του και με τον
αέρα του Παρισιού, διαμορφώνει, κατά το βιογράφο αδερφό του, μια συνείδηση
μακριά από τις ελληνικές παραδόσεις, σχεδόν ανθελληνική. «[...] Ό, τι ήταν
ελληνικό» γράφει ο Κώστας Δαφνής, «κυβέρνηση, δικαιοσύνη, παιδεία, όλα ήταν γι’
αυτόν αντικείμενο χλευασμού. Ελληνικός πολιτισμός δεν υπήρχε, οι Έλληνες ήταν
Γραικύλοι ή Γρέγουλοι και το Ελληνικό βασίλειο το Γρεγουλιστάν [...]».
Το πατριωτικό ιδανικό
Ο Μαβίλης ασφαλώς επηρέασε τον Θεοτόκη. Όχι μόνο γιατί τον έστρεψε προς
της μελέτη της σανσκριτικής γλώσσας και της ινδικής λογοτεχνίας ή, ακόμα, στην
καλλιέργεια του σονέτου, αλλά κυρίως γιατί τον επηρέασε πολιτικά με την
αντίληψή του για την έννοια της πατρίδας-Ελλάδας και για τις αξίες που συνέχουν
τον Ελληνισμό. Η πατριδολατρία του Μαβίλη, οι ανώτερες ηθικές αρχές του, η
προσήλωσή του στο ιδανικό, η στράτευσή του στο εθνικό χρέος, καθάρισαν οριστικά
τον Θεοτόκη από τον επίκτητο σνομπισμό του και τον εισήγαγαν στις αξίες της
σολωμικής παράδοσης: στις ρίζες του λαού και του τόπου, απ’ όπου αντλεί το
νόημά της η ζωή και η τέχνη.
Η σοσιαλιστική ιδεολογία
Ο άτυχος πόλεμος του ’97 –και η συγκλονιστική απήχησή του βιώνεται
διαφορετικά από τον Μαβίλη και διαφορετικά από τον Θεοτόκη. Στον Μαβίλη ενισχύει
το πείσμα και την αγωνιστική διάθεση. Στον Θεοτόκη, που είναι από διαφορετικό
ψυχικό μέταλλο, προκαλεί μια στροφή προς την ενδοχώρα και προς την αναζήτηση άλλων
στηριγμάτων ζωής. Τότε στρέφεται προς το έργο του Καρλ Μαρξ, κατά τη συνήθως
καλά και από πρώτο χέρι πληροφορημένη Ειρήνη Δενδρινού «[...] Διαβάζει τα
βιβλία του Καρλ Μαρξ και πείθεται πως η κοινωνία έχει ανάγκη από μια πλατύτερη
δικαιοσύνη, από μια πραγματικότερη ισότητα, υλική και ηθική με την ίδια ευθύνη
στην οικονομικήν ύπαρξη και με τα ίδια δικαιώματα».
[...]
Πρόκειται για έναν σοσιαλισμό, κινούμενο –στον Θεοτόκη- από
συναισθηματισμό, ανθρωπιστικά ιδεώδη, αγάπη για το λαό, πίστη στη δημοτική
γλώσσα, αλτρουισμό.
Ρεαλισμός και Νατουραλισμός
Η μετάβαση από το ρομαντικό στο ρεαλιστικό τρόπο αφήγησης συνίσταται
βασικά στην εγκατάλειψη ή πάντως στη μείωση του ρόλου της φαντασίας και του
πάθους, και την αντικατάστασή του με την ακριβή παρατήρηση και περιγραφή του
συγκεκριμένου και του πραγματικού. Παράλληλα βαίνει η εγκατάλειψη του
παρελθόντος (χωρίς να αποκλείεται η –τεκμηριωμένη όμως- αναπαράστασή του) και η
έμφαση στο παρόν, η εγκατάλειψη του υποκειμενικού και του προσωπικού ρόλου και
η επιμονή στην, επιστημονικού τύπου, αντικειμενική έκθεση των πραγμάτων (χωρίς,
βέβαια,να αποκλείεται η χρήση προσωπικών
η αυτοβιογραφικών στοιχείων ή συγκινήσεων, αρκεί αυτή να ουδετεροποιείται και
να μη φαίνεται στη γραφή) και, τέλος, η επίμονη επεξεργασία της γλωσσικής
μορφής, ώστε να αποδίδει ακριβώς το περιεχόμενό της και να αναπαρασταίνει, όσο
γίνεται πιο πιστά, την πραγματικότητα, κυρίως στην αλληλουχία αιτίας και
αποτελέσματος, ώστε να είναι πειστική.
Η νέα αφηγηματική
αντίληψη συστοιχεί στα νέα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα (και ζητούμενα) της
Ευρώπης και ανταποκρίνεται στο εν γένει
θετικοκρατούμενο πνεύμα του 19ου αιώνα, κυρίως κατά το δεύτερο μισό
του. Τόσο ο Φλωμπέρ όσο και ο Ζολά στην αφήγηση, όσο και ο Κοντ και ο Τάιν στη
φιλοσοφία της κοινωνίας και της τέχνης αντίστοιχα, θέλουν να υιοθετήσουν και να
εφαρμόσουν στους τομείς τους τους τρόπους επιστημονικής έρευνας του Κλοντ
Μπερνάρ ή του Δαρβίνου. Προς αυτή την κατεύθυνση περισσότερο προχώρησε, ως
θεωρητικός και ως πεζογράφος, ο Εμίλ Ζολά, ο εισηγητής του νατουραλισμού.
Αν ο ρεαλισμός είναι
ένας μάλλον γενικός όρος που δηλώνει τη σχέση που πρέπει να έχει η αφήγηση με
την πραγματικότητα, ο νατουραλισμός, επεκτείνοντας τις αρχές του ρεαλισμού ως
τις ακραίες συνέπειές τους, φτάνει στην υπερβολή. Νατουραλισμός σημαίνει
φυσιοκρατία και νατουραλιστής είναι γενικά αυτός που μελετάει τα φυσικά
φαινόμενο ή που εφαρμόζει στην έρευνά του μεθόδους φυσικών επιστημών. Ο ίδιος ο
Κοντ είχε ονομάσει τη μελέτη της κοινωνίας, την κοινωνιολογία, «κοινωνική
φυσική» και ο Τάιν υποστήριζε ότι τα ανθρώπινα συναισθήματα εξαρτώνται από
συγκεκριμένες αιτίες: την κληρονομικότητα, το περιβάλλον και την παρούσα
στιγμή·και οι αιτίες αυτές έπρεπε να
βρεθούν και να αναλυθούν στην αφήγηση. Η κακία και η αρετή, έλεγε, είναι
προϊόντα, όπως το βιτριόλι και η ζάχαρη. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η αιτία
και η ανάλυση της παραγωγής τους. Αυτές είναι και οι θέσεις του Ζολά.
Από τη λογοτεχνία ο Ζολά
ζητάει να μελετήσει τη σύγχρονη πραγματικότητα με την ακρίβεια των πειραματικών
επιστημών, εντοπίζοντας την έρευνα κυρίως στα λαϊκά στρώματα και αναζητώντας
την εξήγηση της περιγραφόμενης συμπεριφοράς στον βιολογικό (κληρονομικότητα) ή
στον κοινωνικό (περιβάλλον) ντετερμινισμό. Μέτριοι ή κακοί χαρακτήρες,
ενστικτώδεις συμπεριφορές, ωμές πραγματικότητες και οι περιγραφές τους, περνούν
τώρα στη λογοτεχνία και παίρνουν τη θέση του ρομαντικού ιδανικού και του λυρικού
εξωραϊσμού. Ο ρομαντισμός και ο λυρισμός, υποστηρίζει ο Ζολά, είναι φουσκωμένες
λέξεις που λυγίζουν κάτω από το ασήκωτο βάρος του παραστολισμένου ύφους, είναι
ένα λεκτικό κατασκεύασμα, χτισμένο στο κενό. Και προτρέπει τους νέους: «Φτάνει
πια ο λυρισμός, φτάνουν τα μεγάλα λόγια, θέλουμε πράξεις, αποδείξεις [...] να
πιστεύετε μονάχα στα γεγονότα [...]».
Η ζωή του χωριού
Ο παράνομος (εκτός γάμου) έρωτας, η τιμή της
γυναίκας και οι φυλακές της, η ντροπή, το προξενιό, η πρόληψη, το πάθος της
εκδίκησης, η κακία, η σπιουνιά, η ρουφιανιά συνθέτουν εδώ μια πινακοθήκη
των«αγνών ηθών» του χωριού. Σπάζοντας
το φαινομενικά «ειδυλλιακό» κέλυφος, ο Θεοτόκης βάζει το νυστέρι του στα
ενδότερα της κλειστής κοινωνίας και της ανθρώπινης ψυχής και κάνει να φανεί όλη
η μιζέρια και η μικρότητά τους με την αποπνικτική δυσωδία τους.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του Κώστα Μπαλάσκα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Επικαιρότητα, Αθήνα 1987
Υπάρχει άραγε στα
νεοελληνικά γράμματα άλλος λογοτέχνης που να έχει σπουδάσει στα καλύτερα
ιδιωτικά εκπαιδευτήρια της Ευρώπης, να έχει μελετήσει φυσικομαθηματικές
επιστήμες αλλά και κλασική φιλολογία, κοινωνιολογία, φιλοσοφία, να
γνωρίζει, να γράφει και να μιλά συνολικά δέκα γλώσσες -πέντε νεκρές και πέντε
ζωντανές-, να ασπάζεται με το ίδιο πάθος τόσο τη φιλοσοφία του γερμανικού
ιδεαλισμού του Νίτσε, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, όσο και τον Μαρξ αργότερα, να μετατρέπεται από αριστοκράτη με ανθελληνικές ιδέες
-χαρακτήριζε υποτιμητικά το ελληνικό βασίλειο Γρεγουλιστάν όταν ήταν νέος- σε
αγνό πατριώτη, που πολέμησε στην Κρητική Επανάσταση και στον πόλεμο του 1897,
και κατόπιν σε υπέρμαχο του σοσιαλισμού; Και όλα αυτά να συνδυάζονται με
απαράμιλλο ήθος και αναμφίβολη καλλιτεχνική αξία. Μάλλον δεν υπάρχει άλλος
σαν τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Είναι μια περίπτωση μοναδική στην ιστορία της
νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Θεοτόκης με
το έργο του υπηρέτησε την ηθογραφία και το νατουραλισμό στα πρώτα διηγήματά του
(αυτό φαίνεται ίσως και από τους τίτλους ορισμένων όπως: "Τίμιος
κόσμος","Υπόληψη", Η παντρειά της Σταλαχτής", "Η ζωή
του χωριού", "Αγάπη παράνομη", "Αμάρτησε;"), τον
κοινωνικό ρεαλισμό (Η τιμή και το χρήμα, Σκλάβοι στα δεσμά τους), αλλά
και το ψυχογράφημα (Ο κατάδικος, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα).
Το πρώτο
εκτενές αφηγηματικό του έργο είναι Η τιμή και το χρήμα. Σε ένα παραλιακό προάστιο της Κέρκυρας, ο Αντρέας Ξης, νέος από
καλή οικογένεια αλλά ξεπεσμένος πια, είναι ερωτευμένος με τη Ρήνη, κόρη της
σιόρας Επιστήμης. Ζητά για να την πάρει προίκα εξακόσια τάλαρα και η σιόρα
Επιστήμη αρνείται να του τα δώσει. Ο Αντρέας κλέβει τη Ρήνη. Ζουν αστεφάνωτοι, αλλά η μάνα της αρνείται πεισματικά να του δώσει αυτό που ζητάει και εκείνος
υποχωρεί στις συμβουλές του μπάρμπα του να παρατήσει τη Ρήνη, και να πάρει
πλούσια νύφη. Η σιόρα Επιστήμη τελικά θα δώσει τα χρήματα στον Αντρέα, μόλις μάθει ότι η κόρη της είναι έγκυος, αλλά η
Ρήνη δεν του επιτρέπει να την αγοράσει και αποφασίζει να δουλέψει.
«Όχι!» του αποκρίθηκε «όχι! Για
λίγα χρήματα είσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’
έπαιρνες·πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το
πουλί!»
«Θα ξανάρθει» τής απολογήθηκε
λυπημένος, «στη ζεστή φωλιά του. Η ζωή μας θά ‘ναι παράδεισος!»
«Όχι!» τού ’πε·«έπειτα απ’ ό, τι έκαμες όχι! κι α σ’αγαπούσα
δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι δουλεύτρα· ποιόνε έχω ανάγκη;» Και σε μία
στιγμήξακολούθησε: «Γιατί ν’ αδικηθούν
τα αδέρφια μου;»
«Σ’ εδυστύχεψε!» είπε πάλι πικρά
ο πατέρας, που τώρα είταν ξενέρωτος. «Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως
τση τό ’πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!»
«Πάμε!» είπε ο Αντρέας.
«Όχι!» τού ’πε μ’απόφαση·«εδώ είναι ο χωρισμός μας. Θα πάω σε ξένα
μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους· θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω
το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για νά ’βρω αλλού
εργασία· θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα·
ποιόνε έχω ανάγκη;» Κ’ έπειτα από μία στιγμή σα ν’απαντούσε σε κάποια της
σκέψη, εξαναφώναξε: «Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!»
Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά
κ’ εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θά ’ταν χαμένα.
«Ανάθεμά τα τα τάλαρα!» εφώναξε
πάλι απελπισμένος. «Πάει η ευτυχία μου!»
Κ’ εβγήκε στο δρόμο.
Όπως σημειώνει
ο Απόστολος Σαχίνης, "η ζωή στην ελληνική επαρχία δεν είναι για το Θεοτόκη μήτε
ειδυλλιακή μήτε αγνή· οι άνθρωποί της δεν είναι μήτε αγνοί μήτε απονήρευτοι· Ο
Θεοτόκης ζωγράφισε την ελληνική επαρχία όπως την είδε, απαλλαγμένος από
αυταπάτες, με γνώση και αλήθεια." [1]
Ο Θεοτόκης αποτυπώνει μ' ένα ρεαλισμό πρωτόγνωρο τον εκούσιο εγκλεισμό της νεαρής Ρήνης στο σπίτι του Αντρέα. Αστεφάνωτη και παράφορα ερωτευμένη μοιράζεται το κρεβάτι και το κορμί της με έναν άντρα που αρνείται να την παντρευτεί. Το δωμάτιο που μοιάζει παράδεισος όταν παραδίνεται στον Αντρέα γίνεται μια φυλακή που την απομονώνει από την κοινωνία του χωριού και καταντά η ντροπή της.
Σ’ αυτή τη νουβέλα είναι εμφανής τόσο ο
ανθρωπισμός του Θεοτόκη όσο και η επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών στον τρόπο
σκέψης του. Δεν κατηγορεί κανέναν από τους ήρωες για ανηθικότητα ή πλεονεξία.
Αντίθετα, παρουσιάζονται όλοι δέσμιοι των κοινωνικών συνθηκών. Η παντοδυναμία του
χρήματος είναι αυτή που τους καταστρέφει και τους απομακρύνει από την ευτυχία. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ρήνη διαρκώς επαναλαμβάνει στον
Αντρέα πως είναι δουλεύτρα. "Είμαστε νέοι κι οι δυο [...] θα δουλεύω κι εγώ
στο πλευρό σου [...] κ’ ενωμένοι και οι δυο θ’ αγωνιστούμε."
Ακόμη πιο
σκλαβωμένοι παρουσιάζονται οι ήρωες στο μυθιστόρημα Σκλάβοι στα δεσμά τους. Αυτή
τη φορά δεν είναι το χρήμα που τους αλυσοδένει· είναι το παρελθόν τους. Είναι
ένας ολόκληρος κόσμος που χάνεται και εκείνοι παρουσιάζονται ανίκανοι να
ακολουθήσουν τις εξελίξεις. "Παρακολουθούμε την τραγωδία της φεουδαρχικής τάξης
που ξέπεσε, που μένει ανίκανη να προσαρμοστεί στον καινούργιο κοινωνικό
περίγυρο, το ιστορικό ανέβασμα του αστισμού, και το θαμποχάραμα της
σοσιαλιστικής αναμόρφωσης" σημειώνει στην εισαγωγή του έργου ο Άγγελος
Τερζάκης.
Εδώ είναι
χαρακτηριστική και η επιλογή των ονομάτων. Ο ξεπεσμένος αριστοκράτης είναι ο
Οφιομάχος Φιλάρετος. Η κόρη του Ευλαλία είναι ερωτευμένη μ' ένα φιλάσθενο
ρομαντικό επαναστάτη και υπέρμαχο του σοσιαλισμού, τον Άλκη Σωζόμενο, αλλά ο πατέρας
της για να ξεχρεώσει θέλει να την παντρέψει μ’ ένα γιατρό, εκπρόσωπο της
ανερχόμενης αστικής τάξης,τον Αριστείδη
Στεργιώτη, που βλέπει το γάμο με την Ευλαλία σαν μια δυνατότητα για κοινωνική
άνοδο.
Η γραφή του Θεοτόκη προχωρά από τη νουβέλα στο μυθιστόρημα και μάλιστα το κοινωνικό.
Δεν υπάρχει στο έργο ένας πρωταγωνιστής. Όλα τα πρόσωπα έχουν φωνή, όλα
συμμετέχουν εξίσου. "Στη σκοπιά και στη διήγηση του παντογνώστη αφηγητή
παρεμβάλλονται εδώ άλλες φωνές και οπτικές, όπως είναι οι πλάγιοι μονόλογοι των
ίδιων των ηρώων (λ.χ. του Άλκη ή της Αιμιλίας Βαλσάμη), έτσι που να
σχηματίζεται η εντύπωση –και επίτευξη- ενός πολυφωνικού σχεδόν κειμένου. Δηλαδή
ενός κειμένου του οποίου η σκυτάλη της αφήγησης παραδίδεται από τον αφηγητή
στους ήρωες. Και αυτοί τότε εκφράζονται μέσα από αφηγηματοποιημένους
μονόλογους." [2]
Αν και αποτέλεσε φιλόδοξη προσπάθεια, πολλοί υποστηρίζουν πως Οι σκλάβοι στα δεσμά τους παρουσιάζουν
αδυναμίες στην τεχνική. Σύμφωνα με τον Άγγελο Τερζάκη, κεντρικό πρόσωπο καθαυτό
δεν υπάρχει και αυτό κάνει το έργο χαλαρό. Η τεχνική του πολυφωνικού
μυθιστορήματος απαιτεί τη δύναμη να οικοδομηθούν πολλοί και άρτιοι εξίσου
χαρακτήρες. Εδώ τα πρόσωπα παρουσιάζονται αχνά, με μοναδική ίσως εξαίρεση τον
άρχοντα Οφιομάχο. Η ροή του χρόνου δε γίνεται αισθητή.
Το καλλιτεχνικό μέγεθος του Θεοτόκη φαίνεται στα ψυχογραφήματά του, στα έργα Ο κατάδικος και Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα. Στον Κατάδικο πρωταγωνιστής είναι ο Τουρκόγιαννος, που δουλεύει στο χωράφι του Γιώργου Αράθυμου και της Μαργαρίτας, με την οποία είναι ερωτευμένος. Ο γείτονας και εραστής της Μαργαρίτας, Πέτρος Πέπονας, σκοτώνει τον Αράθυμο και φροντίζει να κατηγορηθεί για το φόνο ο Τουρκόγιαννος. Αργότερα, θα συναντηθούν στη φυλακή, όπου οδηγείται κι εκείνος για χρέη. Η φυσιογνωμία του Τουρκόγιαννου είναι μοναδική. Ένα άνθρωπος φτωχός, αγνός, ένα κλωτσοσκούφι της τύχης που ποτέ δεν απόκτησε τίποτα. Δουλεύει με αυταπάρνηση για τους κυρίους του. Αγαπά τη γη τους σαν μάνα του και τα παιδιά τους σαν δικά του. Ολιγαρκής, ταπεινός, με μια αγαθότητα που προμηνύει την καταστροφή του. Δέχεται μια τιμωρία που δεν του αξίζει, δεν αντιδρά, δε διεκδικεί, διδάσκει στη φυλακή τη συγχώρεση και την ταπεινοσύνη και, όταν ο Πέπονας παραδέχεται το φονικό, ο Τουρκόγιαννος σκέφτεται τη Μαργαρίτα και απαντά "Λέει ψέματα! Εγώ σκότωσα κι ετιμωρήθηκα." Σπάνια στην πεζογραφία πλάθεται ένας τέτοιος απόστολος του καλού και της αγάπης.
Στον αντίποδα του Τουρκόγιαννου βρίσκεται ο Καραβέλας, ένα πρόσωπο γεμάτο κακία και πάθη, που άλλοτε παρουσιάζεται φαιδρό και άλλοτε τραγικό. Σ' αυτή την ηθογραφία ο Θεοτόκης φτάνει τη νατουραλιστική γραφή στα όριά της. Η χαρακτήρες ζωγραφίζονται με λεπτομέρειες, χωρίς να ψυχαναλύονται από τον αφηγητή, χωρίς κανένα σχόλιο να παρεμβάλλεται. Παρουσιάζονται μόνο μέσα από τα λόγια τους και τις πράξεις τους. Η περιγραφή είναι ωμή: σκηνές μιζέριας, ασχήμιας, εξαθλίωσης, ανεκπλήρωτου πάθους και λαγνείας, άνθρωποι αρρωστημένοι και κερδοσκόποι.
Κεντρικό πρόσωπο ο Καραβέλας, ένας άνθρωπος άσχημος, αντιπαθής στο χωριό, που δύο πράγματα πόθησε στη ζωή του: τη Μαρία και να μην τον φωνάζουν Καραβέλα (= μπόγιας). Δεν πέτυχε τίποτα από τα δύο. Η Μαρία τον κορόιδεψε, τον έπαιξε κατά το συμφέρον της και το συμφέρον της οικογένειάς της. Ο Καραβέλας κρεμάστηκε. Στην κηδεία του, η Μαρία γελά πάνω από το πτώμα του και τα παιδιά τον κοροϊδεύουν φωνάζοντας δυνατά το παρατσούκλι του, για να το ακούει και στη μετά θάνατον ζωή του. Το χρήμα δρα και εδώ διαβρωτικά. Οι κάτοικοι του χωριού υποκινούνται πάντοτε από το συμφέρον και το κλίμα της συναλλαγής και του ανταγωνισμού γίνεται αποπνικτικό.
Ο Θεοτόκης ξεκινά την πορεία του στη νεοελληνική πεζογραφία από την ηθογραφία και καταλήγει στην ηθογραφία. Μια ηθογραφία όμως, πολύ καλύτερα δουλεμένη, πολύ πιο άρτια, πολύ πιο ώριμη από αυτήν που αποτέλεσε αφετηρία του.
Μια κοινωνία που αλλάζει και μέσα σ' αυτήν το άτομο που πάσχει, και τα πάθη του συνιστούν την προβληματική του Θεοτόκη, όχι μόνο ως λογοτέχνη αλλά και ως ανθρώπου που δε δίστασε να ξεριζώσει από μέσα του την ιδεολογία της οικογένειάς του, για να υπηρετήσει αυτό που εκείνος θεωρούσε δίκιο.
Τα έργα του πολλές φορές μεταφέρθηκαν στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο με μεγάλη επιτυχία. "Η τιμή της αγάπης" της Τώνιας Μαρκετάκη υπήρξε μια από τις καλύτερες απόπειρες μεταφοράς λογοτεχνικού έργου στη μεγάλη οθόνη και μια από τις καλύτερες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου γενικώς.
[1] Απόστολος Σαχίνης, Το
νεοελληνικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1975
[2]MassimoPeri, «Ένας γαλλισμός στην ελληνική
αφηγηματογραφία», Πόρφυρας, 57-58, Κέρκυρα 1991, σσ. 353-362.
[3]O τίτλος της ανάρτησης αποτελεί τίτλο του βιβλίου του Κώστα Μπαλάσκα, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, ο τραγικός του έρωτα και της ουτοπίας. "Ειρμός", Αθήνα 1993.
Στις ιστορίες του Γιάννη Παλαβού συμβαίνουν πολλά. Αστεία και σοβαρά. Ευτράπελα και τραγικά.
Πηγαίνει στο χωριό του το καλοκαίρι. Είναι μακριά από τους φίλους της Αθήνας. Κλείνεται για δύο μήνες στο δωμάτιο και κατεβάζει μουσική κλέβοντας δίκτυο απ' το γείτονα. Ακόμα κι όταν εκείνος είναι πια νεκρός. Κοιμάται μέχρι αργά το μεσημέρι. Κλειδώνεται στο δωμάτιο με νοικιασμένες ταινίες. Διαβάζει τη χτεσινή εφημερίδα κουλουριασμένος στο κρεβάτι.
Η ζωή στην επαρχία δεν είναι και τόσο ειδυλλιακή. Αδέσποτα σκυλιά, δουλειά στο συνεταιρισμό, πυλώνες της ΔΕΗ μέσα στις ροδακινιές. Τα καλώδια κάνουν τον πυλώνα να μοιάζει με κατάρτι και το χωράφι με καράβι. Κέδροι, πεύκα, ο κάμπος στον ορίζοντα.
Το εβδομήντα εννιά και το ογδόντα γεννήθηκαν τα ξαδέρφια μου. Η οικογένεια χρειαζόταν χώρο. Τα ζώα σφάχτηκαν, ο στάβλος καθαρίστηκε κι εκείνη υποβιβάστηκε εκεί. Θυμάμαι ακόμα ένα παχουλό γουρουνάκι να γουργουρίζει στο σημείο που τώρα βρίσκεται το ντιβάνι.
Η γιαγιά είναι άρρωστη. Έχουν αλλάξει πολλά. Γέροι άνθρωποι, νέοι άνθρωποι. Θέλει να τους πει ότι τους αγαπά. Δεν πρόλαβε. Νιώθει τύψεις. Φαντάζεται το παρελθόν τους. Η μάνα μου φρόντιζε τη γιαγιά, της άλλαζε εσώρουχα, την τάιζε, της έστρωνε τα μαλλιά. Μισό αιώνα πριν γινόταν το αντίστροφο. Πώς ήταν η γιαγιά πριν γίνει η ζωή της ένα παράθυρο πλάι στο κρεβάτι;
Πώς ήταν ο πατέρας του πριν γίνει πατέρας; Λουστρίνια και Καζαντζίδης, το πρωί στα
φλιπεράκια, το βράδυ στις ταβέρνες. Επιβίωνε κάνοντας θελήματα, κάνα μεροκάματο εδώ, καμιά ψευτοδουλειά εκεί. Τώρα παίρνει σύνταξη. Πίνει ρετσίνα με τους φίλους του. Άνθρωποι με τσακισμένες μέσες και πλάτες έπειτ' από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία.
Στο νοσοκομείο. Ο πατέρας γερμένος, κοιτάζει τον τοίχο. Η μητέρα αργεί να ξυπνήσει από τη νάρκωση και ο Σαράντος έχει δει μόλις τους γονείς του νέους, να κάνουν έρωτα. Έχει δει τη στιγμή της σύλληψής του.
Στη βόλτα με τη Μαρία, τη γουρουνίτσα σκέφτεται και το δικό της "παρελθόν". Αιώνες πριν, χιλιετίες, πρόγονοί της, αγριογούρουνα με αρκουδίσιο τρίχωμα, κυνηγούσαν τις νύχτες, σκότωναν ερημίτες και ταξιδευτές σε βουνά σαν κι αυτό.
Σε άλλες ιστορίες η αναπόληση γίνεται τόσο βαθιά που μ' ένα παφ εξαφανίζεται. Παρόν, παρελθόν, μέλλον. 'Ολα συγχέονται αρμονικά σ' αυτή την υπέροχη συλλογή.
Η ζωή στην πόλη. Τα φοιτητικά χρόνια, η δουλειά, ο μονόλογος του εφοριακού, οι ιστορίες των ανθρώπων της. Μια ώριμη σύντροφος που ξέρει να συγχωρεί και να καταλαβαίνει.
Χιούμορ αλλού μακάβριο και αλλού όχι. Άνθρωποι με μειωμένη αυτοεκτίμηση, μια γουρουνίτσα που δε θέλει να υπακούσει, ένας φοβισμένος σκύλος, ένα παιδί που πετάει ψηλά με το ποδήλατο και η ζωή μετά το θάνατο. Ούτε στον παράδεισο ούτε στην κόλαση. Σε μια αποθήκη με αναλώσιμα γραφείου όπου τα τυποποιημένα σημειώματα ήταν μάλλον πληκτικοί διαιτητές γκολφ ή λέκτορες σε επαρχιακά πανεπιστήμια, τα φθαρμένα ντοσιέ οι ροκάδες των δυτικών συνοικιών και ο αφηγητής έχει μετατραπεί σε ένα γυαλιστερό και κομψό συρραπτικό. Ένα περηφρονημένο φαξ, που δεν το χρησιμοποιούν πια, θυμίζει το Νίκο από διήγημα της συλλογής "Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες", που γίνεται δημοφιλής στο σχολείο γράφοντας στους συμμαθητές του κασέτες και μόλις κυκλοφορούν τα αντιγραμμένα CD, όλοι τον εγκαταλείπουν. Βαθιά ευαισθησία που αποτυπώνεται με εκφραστική λιτότητα και μια γλώσσα απλή, πολύ απλή. Τόσο που σε κάποια σημεία θυμίζει κάτι από Ιωάννου, Χάκκα, ίσως και Βαλτινό.
Οι απελπισμένοι είναι οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ποια ευτυχία κρύβεται πίσω από την απελπισία; Τι γεύση έχει; Ποια είναι η ομορφιά της; Είναι εκείνη που θα σώσει τον κόσμο; Είναι οι σκέψεις που γεννιούνται; Είναι πως, αν είσαι τυχερός και την αντέξεις, μετουσιώνεται σε κάτι πολύ δυνατό; Σε τέχνη; Απελπισία: απαραίτητο συστατικό της δημιουργίας.
Η απελπισία τρυπώνει στο δωμάτιο του συγγραφέα και τον βοηθά να βάλει τις λέξεις στη σειρά. Τις βγάζει από το ντουλάπι και του τις δίνει. Ακόμα και τις πιο ξεχασμένες, και τις πιο σκονισμένες. Θα τις βρει. Η απελπισία γεμίζει τον καμβά του ζωγράφου. Κατευθύνει το χέρι του με δύναμη, τον πονάει, τον σπρώχνει. Η απελπισία σμιλεύει ένα ανθρώπινο σώμα στα χέρια του γλύπτη. Η απελπισία παντρεύει τις νότες, τις βάζει και κυνηγιούνται στο χαρτί της παρτιτούρας. Μπαίνει στο δωμάτιο του καλλιτέχνη, κρύβεται πίσω από την κουρτίνα, κρυφοκοιτάει. Είναι πάντα εκεί. Κάποιες φορές αποκαλύπτεται.
Τώρα που ξέρω πως δεν κερδίζονται οι άνθρωποι ή έστω κι ένα κορίτσι με σκέτες λέξεις, παρά μόνο με αίμα. Τώρα που καταλαβαίνω πως δε γίνεται να φτάσεις στο ποίημα από διαβάσματα και μόνο, σ' ένα κάποιο επίτευγμα με χαμομήλια.
Αν δεν περάσεις απ' την κόλαση το ποίημα θα βγει νερόβραστο.
Σε τάιζε η μαμά σου αυγουλάκι και μάλιστα φρέσκο; Καθόσουνα στα πρώτα θρανία, ήσουνα σπαζοδιαβάστρα, καλό παιδί, έκανες ό,τι σου έλεγε ο δάσκαλος; Είχες την Κυριακή χαρτζιλίκι, πήρες γυναίκα με προίκα και όμορφη; (Μερικές από τις ερωτήσεις για τη σύνταξη βιογραφικού σημειώματος μπροστά στο ποιητοδικείο.) Άντε παιδάκι μου, μην ταλαιπωρείς τα γραφτά. Δε σε θέλει το ποίημα. Οι λέξεις σου είναι κούφιες. Ναι. Ξέρω, πέρασες κι έναν κοκίτη και τώρα έχεις στριφνό προϊστάμενο που σε επιπλήττει άμα κάνεις κανένα λαθάκι. Καλά. Καλά. Κάνε μια εντριβή με οινόπνευμα και το πρωί θα είσαι περδίκι. Κοίταξε, μην κρατάς τα αέρια μέσα σου, άσε να φεύγουν προβληματισμοί και ανησυχίες.
Οι λέξεις είναι κούφιες. Μπορούν να γεμίσουν μόνο με πόνο. Η τέχνη ξεκινά απ' τη ζωή. Υπάρχει ζωή χωρίς πόνο;
Το νεφρό του συγγραφέα έσκασε σαν καρπούζι στον ήλιο. Πέρασε απ΄την κόλαση στη δημιουργία. Θέλει να φτάσει τους δασκάλους του. Μα δεν είναι αρκετό. Πρέπει να τους ξεπεράσει. Ό,τι είπαν εκείνοι σε ένα βιβλίο να το γράψει σε μια σελίδα, σε μια αράδα. Πρέπει να δώσει και τ' άλλο νεφρό. Να πάει παραπέρα.
Να πάρω πηλό και να πλάσω απ' την αρχή έναν άνθρωπο κι αυτό το παγερό πράγμα που φέρνει σβούρα από πάνω μας τυχαία και άσκοπα να το μετατρέψω σ' ένα απέραντο λούνα-παρκ. Να στήσω πυγολαμπίδες πάνω στην άσφαλτο. Να κάνω τους ανθρώπους να δουν τη μεταμεσονύκτια ομορφιά των ηλεκτρικών στύλων καθώς υποκλίνονται ευγενικά πάνω στις λεωφόρους.
Πρέπει το έργο να αποκτήσει και μια τρίτη διάσταση. Τις αλλές δύο τις βρήκανε κι άλλοι. Χρειάζεται κι ένα τρίτο νεφρό. Το δίνει. Το ανταλλάσσει με απελπισία. Λίγη ακόμα απελπισία, λίγη ακόμα αιμοκάθαρση, ένα μπουκάλι γεμάτο, ένα βιβλίο από αίμα.
Μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο δυο τρεις φορές την εβδομάδα. Για ένα οχτάωρο μένει καλωδιωμένος. Σωληνάκια και μηχανήματα για λίγη ζωή ακόμα. Λίγο ακόμα. Πολύ λίγο. Μετά από 41 χρόνια αγώνα ο θάνατος νίκησε τη νιότη. Ο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, ο Μπιντές, το Κοινόβιο, μονόπρακτα, διηγήματα σκόρπια, λίγα ποιήματα.
Για να φτάσουμε στην καρδιά των πραγμάτων
έπρεπε να μπούμε από τους υπονόμους
ή τους εξαεριστήρες σα διαρρήχτες
με μάσκες και τα ανάλογα σύνεργα.
Εμείς ξέραμε
ότι το κτίριο ήτανε κούφιο
ότι οι διάδρομοι οδηγούσαν σε άλλους διάδρομους
πως οι εσωτερικοί τοίχοι είχαν τη διαφάνεια σελοτέι
πως το αντικλείδι ταίριαζε σ' όλες τις κάμαρες.
Εμείς ξέραμε
πως οι ωραίοι κίονες στην πρόσοψη
με τα ψηφιδωτά και τα καλλίγραμα σχήματα
που εντυπωσιάζουν τους περαστικούς
θα κατέρρεαν σύντομα
και κανείς δε θα νοιαζόταν
για το παιδί που χάθηκε στα ερείπια.
*** Κι αν πεθάνουν τα ψάρια επιζούν τα αμφίβια ίσως ίσως κι οι θαλάσσιες χελώνες κι αν χαθούν οι αντιλόπες σώζονται οι χαμαιλέοντες. Καμιά στεναχώρια για τη ζωή. Τι σημασία έχει πώς θα υπάρξεις;
Τα αποσπάσματα ήταν από το διήγημα του Μάριου Χάκκα, Το τρίτο νεφρό που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ο Μπιντές. Τα ποιήματα του ίδιου, από την έκδοση Μάριου Χάκκα, Άπαντα, Κέδρος 1986.