Οι φετινές ήταν όμορφες διακοπές. Βέβαια, όσο ομορφότερα κυλά το καλοκαίρι, τόσο πιο μακρινό φαίνεται όταν οι φθινοπωρινές υποχρεώσεις ξεκινούν. Τώρα λες κι έχουν περάσει χρόνια από το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στο Παλιό Τρίκερι, το κολύμπι στα γαλαζοπράσινα νερά των Λειψών και τις βόλτες στα βράχια της Ικαρίας. Τα πράγματα δεν έχουν πάρει ακόμη τη φθινοπωρινή μορφή τους, το λέμε και αποκαλόκαιρο, αλλά το άγχος επανέρχεται και μόνο κάτι κλεφτά απογεύματα στη θάλασσα θυμίζουν καλοκαίρι.
Να μην τα πολυλογούμε, ανάμεσα στα άλλα τον Σεπτέμβρη κάνουμε και τους απολογισμούς μας. Πόσα μέρη επισκεφτήκαμε, πόσους ανθρώπους αγαπήσαμε, πόσες θάλασσες κολυμπήσαμε, πόσα βιβλία διαβάσαμε. Φέτος, λοιπόν, οι διακοπές ξεκίνησαν με ένα μικρό "αφιέρωμα" σε έλληνες πεζογράφους. Μετά το εκπληκτικό Μαύρο Νερό, διάβασα και τη Θάλασσα του Μιχάλη Μακρόπουλου, που μου άρεσε εξίσου, αν και δεν με εξέπληξε τόσο όσο το προηγούμενο βιβλίο του. Λιωμένοι πάγοι, ερημωμένη γη, σεληνιακά τοπία και μνήμες ζωής. Μια λυρική απεικόνιση του τέλους.
Το διήγημα είναι ένα είδος στο οποίο διαπρέπουν νέοι λογοτέχνες και μεταξύ άλλων ξεχώρισα τη Μοναξιά των σκύλων του Πάνου Τσίρου και το Πρώτα ο Θεός του Κώστα Βραχνού. Ελάχιστος χρόνος για να διαβάσεις μια ιστορία, αρκετός για να τη σκεφτείς. Κρατάς το βιβλίο πολύ ώρα στα χέρια σου, την περισσότερη αφαιρείσαι ή επιστρέφεις σε σκέψεις, πολύ λιγότερη διατρέχεις με το βλέμμα σου τις αράδες. Μπορεί να είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό της καλής λογοτεχνίας.
Το Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο του Γουίλιαμ Μάξουελ ήταν ένα σημαντικό βιβλίο. Σημαντικό για την απλότητά του, γιατί υπενθυμίζει στον αναγνώστη πόσο μεγάλος μπορεί να είναι ένας χαμηλόφωνος συγγραφέας, πόσο δυνατή μπορεί να υπάρξει μια ψιθυριστή αφηγηματική φωνή. Δύο παιδιά χάνουν για πάντα την ευτυχία, χωρίς να φταίνε. Οι ιστορίες τους συναντιούνται για λίγες μέρες που δεν συμβαίνει τίποτα συναρπαστικό, αλλά η ζωή τους αλλάζει συθέμελα.
Εντελώς διαφορετικό σε εποχή και ύφος ήταν το Κορίτσι, γυναίκα, άλλο, της Μπερναρντίν Εβαρίστο. Καταγγελτικό και αστείο, μοντέρνο στη γραφή και κλασικό σε αξία, με έκανε και κατέβασα μονορούφι καμιά εξακοσαριά σελίδες στην Ικαρία -ένα νησί όπου σπανίως διαβάζω. Αν ο Μπόλντουιν είχε κόρη, θα γινόταν συγγραφέας και θα ήταν η Εβαρίστο. Ήρθε για να μιλήσει με φρέσκο και διαφορετικό τρόπο για τον ρατσισμό, για το φύλο και το άφυλο, για την τέχνη, την οικογένεια, τη γυναίκα, τον άνδρα, το τι σημαίνει να είσαι έγχρωμη σε μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη.
Η Πεταλούδα του Μπους ήταν κοσμηματάκι. Το κυνήγι της πεταλούδας παρασύρει τον πρωταγωνιστή σε μια περιπλάνηση που του χαρίζει την πιο γεμάτη γεύση ζωής. Ένα ταξίδι ενηλικίωσης, μια διαδρομή από την αθωότητα στη γνώση με μοχλό την απάτη. Μια ιστορία αναζήτησης του ιδανικού, μια ιστορία νόστου. Τραγική και κωμική, ρομαντική και γκροτέσκα.
Ένα μοναστήρι στην καρδιά του Παγασητικού είναι το ιδανικό σημείο για να συνειδητοποιήσεις πως Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Πώς καταλήγει ένας άνθρωπος στη φυλακή; Πώς αγγίζει κανείς τα όρια της ανοχής, της υπομονής, της καλοσύνης; Πόσο σκοτεινοί είναι οι δρόμοι που διανύουμε όταν μοναδικός μας οδηγός είναι οι αναμνήσεις; Ένας άνθρωπος πρέπει να έχει αποκτήσει τα πάντα για να τα χάσει; Ο Πολ είναι το παιδί για όλες τις δουλειές. Όλοι τον αγαπούν. Έχει τα πάντα και χάνει τα πάντα. Είναι ένας καλός άνθρωπος. Είναι πολύ καλός, αλλά θα καταλήξει κρατούμενος. Αυτό του αναλογούσε. Έτσι πάει στο μυθιστόρημα του Ζαν Πωλ Ντυμπουά, έτσι πάει και στη ζωή.
Η ποίηση αποτελεί πάντοτε καταφύγιο. Η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γιάννη Κοντού ήταν μια ευκαιρία να θυμηθώ πόσο έχω αγαπήσει αυτόν τον σπουδαίο ποιητή. Ευχάριστη έκπληξη ήταν και ο Καναδός Άλντεν Νόουλαν, ποιήματα του οποίου κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Loggia με τον τίτλο Χαίρομαι που είμαι εδώ, μετάφραση και επίμετρο του Γιάννη Παλαβού. Ο Νόουλαν με τον κουβεντιαστό του τόνο, την παιδική απορία ή την φαινομενική αφέλεια, στοχάζεται πάνω στη μοναξιά, τον φόβο και τον θάνατο με τον ενθουσιασμό ενός χειρώνακτα για την τέχνη, ενός βιοπαλαιστή για το θαύμα της ζωής.
Τέλος, πολύ μακριά από τη θέρμη της καλοκαιρινής ραστώνης με ταξίδεψε ο Ταμιευτήρας 13 του Τζον ΜακΓκρέγκορ. Μια μυθιστορηματική πραγματεία στο θέμα του χρόνου, μια σπουδή στην παρατήρηση, στους κύκλους και τις εναλλαγές της φύσης, μια κατάδυση στον μικρόκοσμο του χωριού, όπου ένα συγκλονιστικό γεγονός, όπως η εξαφάνιση του 13χρονου κοριτσιού, δεν έχει την παραμικρή δύναμη να κάνει τη ζωή να σταματήσει.
***
[1] Wilhelm Busch, Η πεταλούδα (μτφρ. Γιάννης Κοίλης), Κίχλη, Αθήνα 2019.
[2] Ζαν Πωλ Ντυμπουά, Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο (μτφρ. Μαρία Γαβαλά), Δώμα, Αθήνα 2019
[3] Bernardine Evaristo, Κορίτσι, γυναίκα, άλλο (μτφρ. Ρένα Χατχούτ), Gutenberg, Αθήνα 2020
[4] William Maxwell, Αντίο τώρα, τα λέμε αύριο (μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς), Gutenberg, Αθήνα 2020.
[5] Jon McGregor, Ταμιευτήρας 13 (μτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς), Άγρα, Αθήνα 2020.
[6] Άλντεν Νόουλαν, Χαίρομαι που είμαι εδώ (μτφρ. Γιάννης Παλαβός), Loggia, Αθήνα 2020.
[7] Κώστας Βραχνός, Πρώτα ο Θεός, Νεφέλη, Αθήνα 2017.
[8] Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010), Τόπος, Αθήνα 2013.
[9] Μιχάλης Μακρόπουλος, Η θάλασσα, Κίχλη, Αθήνα 2020.
[10] Πάνος Τσίρος, Η μοναξιά των σκύλων, Νεφέλη, Αθήνα 2019.