Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιταλική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιταλική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Αυγούστου 2021

Σκοτεινό νερό


Μετά από τόσες μέρες φωτιάς, αναπόφευκτα περνά από το μυαλό και η πρώτη βροχή. Όχι εκείνη που θα σβήσει ό,τι εξακολουθεί να σιγοκαίει. Εκείνη που θα παρασύρει στα διάβα της χώματα και λάσπες που κανένας κορμός ζωντανού δέντρου δεν θα μπορέσει να σταματήσει. Εκείνη η φθινοπωρινή βροχή που θα μας θυμίσει ξανά την κλιματική αλλαγή, τις καταστροφικές συνέπειες των εμπρησμών και θα μας πνίξει. 

Το νερό να πέφτει, να πέφτει διαρκώς, κι εκεί που ήσουν έτοιμος να πεις, να, τώρα θα σταματήσει, δεν προλάβαινες ν' ανοίξεις το στόμα και το νερό επέστρεφε με ορμή, με προδιαγεγραμμένη μοχθηρότητα και αμετάκλητο πείσμα. 

Enzo Sellerio
Και ενώ βρισκόμαστε ήδη "εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος", μένει να δούμε τι θα αφήσει όρθιο ο χείμαρρος. Στο Σκοτεινό νερό του Νικόλα Πουλιέζε, η βροχή στη Νάπολη κρατά τέσσερις μέρες. Ξεκινά στις 7:30 το πρωί της 23ης Οκτωβρίου και δεν θα σταματήσει ούτε στιγμή  για τις επόμενες 96 ώρες. Το νερό πέφτει με ορμή στην άσφαλτο, γεμίζει τους ακάλυπτους αγωγούς, εισχωρεί στο χώμα και το μαλακώνει μετατρέποντάς το σε πολτό λάσπης που θα σκεπάσει την τσιμεντένια πόλη. Τα κτίρια σταδιακά εκκενώνονται, ενώ οι κάτοικοι αρνούνται να αποδεχτούν την επικινδυνότητα της νεροποντής. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, στις 7:45, τα φρεάτια έχουν ήδη γεμίσει και παντού σχηματίζονται γκρίζα ρυάκια. 

Μια ξέπνοη αγωνία ελισσόταν σαν φόβος στους διαδρόμους, σαν σκοτεινή μομφή, και για αρχή κρίθηκε απαραίτητη μια περιπολία. 

Στο δρόμο φτάνει μια ηχώ τρομαγμένων λυγμών. Η αναμονή των κατοίκων είναι χειροπιαστή, ζωντανή και πυκνή, ένα άλογο ψυχορραγεί στη μέση του δρόμου, ενώ η βροχή αυλακώνει τα πάντα. Το τσιμέντο ανοίγει στα δύο, τα στηρίγματα των κτιρίων σαπίζουν, οι οχυρώσεις χαλαρώνουν. 

Αν η βροχή είναι ο πρωταγωνιστής αυτού του πρωτότυπου μυθιστορήματος, οι κάτοικοι είναι κομπάρσοι που κινούνται σαν μαριονέτες στα χέρια της. Η Καρμέλα, πωλήτρια λαθραίων τσιγάρων, βλέπει την αποθήκη της να πλημμυρίζει.

Ποια διαφορετική ζωή θα μπορούσε να ζήσει με τα τσιγάρα της; μ' αυτά τα μικρά και μεγάλα πακέτα κρυμμένα κάτω από το κρεβάτι της, με τη μυρωδιά της βροχής να εισχωρεί στα ρουθούνια της. Έριξε μια ματιά στη σόμπα για να σιγουρευτεί ότι έκαιγε καλά, με το αριστερό χέρι ανασήκωσε καλά τις κουρτίνες. Στις ίριδες των ματιών της έφτασε η γκριζωπή εικόνα της βροχής που έπεφτε, έπεφτε ολοένα. 

Piergiorgio Brazi
Η Λουίζα συνειδητοποιεί πως δεν θα ξαναδεί το αγόρι της προηγούμενης νύχτας. Ο Κάρλο πως η ζωή δεν μοιάζει με όνειρο. Η Σάρα σηκώνεται από το κρεβάτι, στέκεται μπροστά στο παράθυρο, βλέπει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για μια πόλη που λιώνει, γυρίζει να ξαπλώσει και κλαίει σιωπηλά. Η Μαργκερίτα σκέφτεται με θλίψη πως ο γιος της ο Λουίτζι δεν θα επέστρεφε σπίτι.  Άλλοι παραδίδονται στην απόλαυση του τελευταίου τσιγάρου. 
Όλοι καταλαβαίνουν πως η ζωή τους ποτέ δεν θα γίνει αυτό που ήταν και η βροχή λειτουργεί σαν τη σκληρότερη επιβεβαίωση της μοναξιάς τους. 

Δεν υπήρχε τίποτα να σε κάνει να χαμογελάσεις με τέτοια βροχή, απολύτως τίποτα τελικά,  για την ακρίβεια μια απορία ακαθόριστη και ζοφερή σκλήραινε τις γροθιές των ανθρώπων με βίαιη τραχύτητα. Στην πόλη, όταν σήκωνες το βλέμμα, υπήρχε πάντοτε το πέπλο της βροχής, η βροχή άφηνε το σημάδι της μακριά στο βάθος σαν λεπτό υφαντό, οι ίδιες οι σκέψεις ήταν σκέψεις νοτισμένες. 

Συνήθως σε ένα μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν τα πρόσωπα. Πού και πού, μπορεί πρωταγωνίστρια να αναδειχθεί μια πόλη. Εδώ κυρίαρχο πρόσωπο είναι η βροχή. Μέσα απ' αυτήν ο Πουλιέζε βρίσκει την ευκαιρία να απεικονίσει έναν ολόκληρο μηχανισμό εξουσίας, να προφητέψει το μέλλον μας, να ζωγραφίσει τον άνθρωπο σαν άψυχη κούκλα. Ανήμπορος και σαστισμένος, παρακολουθεί ένα φυσικό γεγονός να ορίζει τη μοίρα του. 

***

Νικόλα Πουλιέζε, Σκοτεινό νερό: Τέσσερις μέρες βροχής στην πόλη της Νάπολης εν αναμονή ενός εκπληκτικού γεγονότος (μτφρ.: Ευαγγελία Γιάννου), Εκδόσεις Loggia, Αθήνα 2020.

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Δύσκολοι έρωτες


O Ίταλο Καλβίνο έχει πολλές φορές χαρακτηριστεί ως "σύγχρονος κλασικός" της λογοτεχνίας. Στη δεκαετία του '90, έχω την εντύπωση πως στην Ελλάδα είχε γίνει μόδα. Τα καλοκαίρια έβλεπες πολύ συχνά στα χέρια λουόμενων αναγνωστών να φιγουράρουν οι "Δύσκολοι έρωτες", ενώ το "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" είχε μεγάλη επιτυχία στη χώρα μας.

Ο Καλβίνο έχει το χάρισμα να μιλά απλά κι ωραία για πράγματα δύσκολα. Στις "Αόρατες πόλεις" πάντρεψε ευφυέστατα τη λογοτεχνία με την αρχιτεκτονική του φανταστικού. Στο "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" τόλμησε σε ένα μυθιστόρημα να εντάξει τις αρχές δέκα διαφορετικών μυθιστορημάτων -διαφορετικού ύφους, συγγραφέα, εθνικότητας. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Σ' αυτές τις ημιτελείς ασκήσεις επί χάρτου, κατάφερε να μιλήσει με χιούμορ για τη λογοτεχνία, τους αναγνώστες και την ανάγνωση, θίγοντας θέματα όπως η λογοκρισία, τα πνευματικά δικαιώματα, η λογοκλοπή. Όλα αυτά με μια μικρή δόση από γκαγκστερικές περιπέτειες. 

Από όλα του τα βιβλία, όμως, αγάπησα περισσότερο τους "Δύσκολους έρωτες". Απολαυστικές ιστορίες για ανθρώπους που θέλουν, μα δεν μπορούν να συναντηθούν. Στην περιπέτεια της κολυμβήτριας, μια γυναίκα χάνει το κάτω μέρος του μαγιού της την ώρα που κολυμπά. Γαντζώνεται από μια σημαδούρα και προσπαθεί να κολυμπήσει με τρόπο που να μην εκθέτει τα οπίσθιά της στα βλέμματα των παραθεριστών.

Κι αυτή, ενώ είχε ανάγκη από εμπιστοσύνη, έβρισκε μπροστά της ένα φράχτη γεμάτο κακεντρέχειες και υπονοούμενα, έναν αγκαθότοπο γεμάτο βλέμματα που σε καρφώνουν, γκριμάτσες και διφορούμενα χαμόγελα, ξαφνικές ερωτηματικές σιωπές των κουπιών στην επιφάνεια του νερού, και κάθε φορά το έσκαγε μακριά τους. 

Κολυμπά μέχρι το σούρουπο, που δυο ψαράδες οργανώνουν τη διάσωσή της. Η ψευδαίσθηση της έκθεσης -όταν κανείς δεν μας κοιτάζει αλλά νιώθουμε πως όλοι μάς παρακολουθούν- οδηγεί στην εσωτερική διαδικασία μιας επίπονης ενδοσκόπησης. Σκέψεις που αφορούν τον άντρα και τη γυναίκα, τον έρωτα, τα στερεότυπα, τη ζήλια. Μέχρι που η διάσωση διώχνει τελικά τον φόβο μιας επικείμενης τιμωρίας.

Η κυρία Ιζότα συνειδητοποίησε τότε πόσο μια γυναίκα είναι μόνη, πόσο σπάνια είναι ανάμεσα στις γυναίκες η αυθόρμητη και αλληλέγγυα καλοσύνη -θανάσιμα τραυματισμένη ίσως από τη στενή επαφή με τον άντρα- το μόνο πράγμα στον κόσμο που μπορεί να προλάβει κάθε σου ανάγκη, να σε περιβάλει με κατανόηση τη στιγμή της κακοτυχίας, και που οι άντρες δεν μπορούν να καταλάβουν. Οι γυναίκες δε θα την έσωναν ποτέ. 

Στην περιπέτεια του υπαλλήλου, ο έρωτας παρουσιάζεται ως μοναδική ευκαιρία απόδρασης από τη βάσανο της καθημερινότητας. Η δύναμη της ρουτίνας και της συνήθειας, όμως, πάντα τον επισκιάζουν. 

[...] δεν θα κατόρθωνε ποτέ να της πει τι ήταν γι' αυτόν η νύχτα που είχε περάσει, που ήδη ένιωθε να εξανεμίζεται, όπως εξανεμίζεται κάθε νύχτα τέλειου έρωτα, στη φρικτή καθημερινότητα του καιρού που περνά.   

Παρόμοιες δυσκολίες βιώνουν στρατιώτες, κακοποιοί, φωτογράφοι, ταξιδιώτες, μύωπες, ποιητές και χιονοδρόμοι.  Ο έρωτας ποτέ και πουθενά δεν είναι βιώσιμος. Χάνεται πίσω από τείχη ανυπέρβλητων εμποδίων. Η κάθαρση που προσφέρει είναι προσωρινή. Θαρρείς και η δυσκολία στην επικοινωνία αποτελεί απαραίτητο συστατικό του ερωτικού παιχνιδιού.  

Στην περιπέτεια της παντρεμένης, η σύζυγος αποκτά αυτοπεποίθηση μετά από την πρώτη της μοιχεία. Στην περιπέτεια των παντρεμένων, άντρας και γυναίκα εκδηλώνουν σιωπηλά την τρυφερότητά τους όταν ένας από τους δύο απουσιάζει από το σπίτι: αγκαλιάζουν άδεια σεντόνια, ετοιμάζουν φαγητό για εκείνον που λείπει, φαντασιώνονται ο ένας τον άλλον, νιώθουν τη μυρωδιά τους στα ρούχα. Πνευματική παρουσία, σωματική απουσία. 

Στην περιπέτεια του αναγνώστη, που είναι η πιο ξεκαρδιστική από όλες (ίσως επειδή αφορά τους πιο τραγικούς από μας) συμβαίνει το αντίθετο: η αναγνώστης είναι παρών στον έρωτα σωματικά, αλλά απουσιάζει πνευματικά. Ο καημένος ο Αμεντέο πίσω από τις σελίδες του βιβλίου του ανακαλύπτει έναν κόσμο όπου η ζωή είναι πιο ζωντανή από την πραγματική. Ακόμη και στη θάλασσα, όταν κολυμπά, η καρδιά του είναι πάντα εκεί, στο βιβλίο που έχει αφήσει στην ακρογιαλιά. Τι γίνεται όταν μια γυναικεία παρουσία τραβά την προσοχή του;

Από την άλλη μεριά της πετσέτας η κυρία είχε βγάλει το σουτιέν της χωρίς να νοιάζεται αν αυτός κοίταζε ή όχι. Ο Αμεντέο δεν ήξερε αν έπρεπε να την κοιτάζει κάνοντας δήθεν πως διαβάζει, ή αν έπρεπε να συνεχίσει να διαβάζει κάνοντας δήθεν πως την κοιτάζει. Τον ενδιέφεραν και η μία και η άλλη περίπτωση και φοβόταν ότι αν κοίταζε θα φαινόταν πολύ αδιάκριτος, ενώ αν συνέχιζε να διαβάζει, πολύ αδιάφορος.

Τελικά, ο συμπαθητικός αναγνώστης και η κυρία με το γυμνό στήθος αρχίζουν να ερωτοτροπούν. Ο Αμεντέο, υπό την επήρεια του ερωτικού πάθους, προσπαθούσε να ελευθερώσει το ένα του χέρι για να βάλει το σελιδοδείκτη του βιβλίου του στη σωστή σελίδα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιπαθητικό από το να θέλεις να αρχίσεις αμέσως να διαβάζεις και να μη βρίσκεις σε ποια σελίδα είχες μείνει!

Δύσκολο πράγμα ο έρωτας. Αναρωτιέμαι αν ο Καλβίνο είχε δίκιο όταν έγραφε στη τελευταία φράση αυτού του τρυφερού βιβλίου: "Δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να μας δεχτεί και να μας καταλάβει".  

Ίταλο Κλαβίνο,  Οι δύσκολοι έρωτες, Αστάρτη (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Αθήνα 1985.



*** 




Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Κοινή ανάγνωση



Το χαρακτηριστικό που κάνει την ερωτική πράξη και την ανάγνωση να μοιάζουν μεταξύ τους είναι ότι στο εσωτερικό τους ανοίγονται χρόνοι και χώροι διαφορετικοί από το χρόνο και το χώρο που είναι δυνατόν να υπολογιστούν. 
Στον μπερδεμένο αυτοσχεδιασμό της πρώτης συνάντησης μπορεί κανείς να διαβάσει την πιθανή περιπέτεια μιας συμβίωσης. Σήμερα, ο ένας είναι αντικείμενο ανάγνωσης του άλλου, ο καθένας διαβάζει στον άλλο την άγραφη ιστορία του. Αύριο, Αναγνώστη και Αναγνώστρια, αν συνεχίσετε να είστε μαζί, αν συνεχίσετε να ξαπλώνετε στο ίδιο κρεβάτι σαν ένα κανονικό ζευγάρι, θα ανάβετε ο καθένας το αμπαζούρ κοντά στο μαξιλάρι του και θα βυθιστείτε ο καθένας στο δικό του βιβλίο. Δύο παράλληλα διαβάσματα θα συνοδέψουν τον ύπνο που θα πλησιάζει. Πρώτα εσύ και ύστερα εσύ θα σβήσετε το φως. Σαν επαναπατρισμένοι από διαφορετικούς κόσμους θα ξαναβρεθείτε φευγαλέα στο σκοτάδι που σβήνει όλες τις αποστάσεις, πριν τα διαφορετικά όνειρα σάς σύρουν εσένα από τη μια μεριά κι εσένα από την άλλη. Μην ειρωνεύεστε, όμως, αυτή την προοπτική συζυγικής αρμονίας: ποια καλύτερη εικόνα ζευγαριού θα μπορούσατε ν' αντιπαραθέσετε; 

***

[1] Ίταλο Καλβίνο, Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης... (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Αστάρτη, Αθήνα 1982. 
[2] Στη φωτογραφία ο Ζαν Λικ Γκοντάρ και η Άννα Καρίνα σε μια προσωπική τους σκηνοθεσία.  
 

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Είναι αργά, όλο και πιο αργά


"Αν σου έγραφα εγώ ένα τέτοιο γράμμα, θα ήταν γραμμένο με λέξεις απλές, φθαρμένες από τη χρήση όσων ανθρώπων τις ξεστόμισαν... θα σου έγραφα ότι δεν ήξερα πως ο χρόνος δεν περιμένει, πραγματικά δεν το ήξερα, κανείς δεν σκέφτεται ποτέ ότι ο χρόνος αποτελείται από σταγόνες και ότι αρκεί μια περισσή σταγόνα για να χυθεί το υγρό στο χώμα και να απλωθεί σαν κηλίδα και να χαθεί. Και θα σου έλεγα πως αγαπώ, πως αγαπώ ακόμα, παρότι οι αισθήσεις μοιάζουν κουρασμένες... και θα σου έγραφα ότι η φιγούρα σου, που φαινόταν κόντρα στον ορίζοντα, μου φάνηκε το ωραιότερο πράγμα που ο χρόνος συνέλαβε... κι ύστερα θα σου έλεγα για εκείνες τις νύχτες που μιλούσαμε, για εκείνο το σπίτι στη θάλασσα... Και θα σου έλεγα επίσης πως σε περιμένω, παρότι δεν περιμένει κανείς κάποιον που δεν μπορεί πια να γυρίσει".
  
Κάποιο καλοκαίρι, ο αφηγητής προσπάθησε να φέρει πίσω μια καταιγίδα που είχε ζήσει εντυπωσιασμένος δεκαοκτώ χρόνια πριν. Κάθισε στο παράθυρο του ίδιου απομονωμένου πανδοχείου, ατένισε το ίδιο άγριο τοπίο, δημιούργησε μέσα του την ίδια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και αφέθηκε στα μαβιά σύννεφα. Αλλά η καταιγίδα δεν ήρθε. Ξέσπασε όμως στο κεφάλι του μια δυνατή παλίρροια που τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως κανείς δεν μπορεί να ξαναζήσει το Ανεπανάληπτο. 
 
Το "Είναι αργά, όλο και πιο αργά" του Αντόνιο Ταμπούκι ολοκληρώνεται σε 17 επιστολές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ερωτικές. Όλες, με εξαίρεση την τελευταία, έχουν ως αποστολέα έναν άντρα ώριμης ηλικίας και ως παραλήπτη μια γυναίκα. Μεταξύ τους υπήρξε μια -πραγματική ή φανταστική- ερωτική ιστορία. Μπορεί να ήταν έρωτας, μπορεί μια βασανιστική επιθυμία. Είναι το Ανεπανάληπτο που ο αφηγητής προσπαθεί να επαναφέρει στη μνήμη του και τη ζωή του. Οι επιστολές γράφονται εκπρόθεσμα και παραμένουν ανεπίδοτες. 

Κάθε επιστολή αποπνέει έναν αέρα κοσμοπολιτισμού και φέρει τη σφραγίδα ενός τόπου: Αλλού κυριαρχεί το ελληνικό τοπίο, αλλού το Σεν Ζερμαίν του Παρισιού, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, η Σαμαρκάνδη, ένας θεατρικός μη-τόπος.  Κάθε επιστολή είναι ένας προβληματισμός στο θέμα του χρόνου, στην σπειροειδή του πορεία, τη σχέση του με τη μνήμη και τη φαντασία, το νόημα της ζωής, τη μοναξιά και τη μοναχικότητα, το πεπερασμένο του σύμπαντος και του έρωτα. Κάθε επιστολή και ένας (απο)χαιρετισμός. 

Γι΄αυτό σου στέλνω έναν αδύνατο χαιρετισμό, όπως όποιος κάνει νεύματα από τη  μια όχθη του ποταμού στην άλλη, ξέροντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν όχθες, υπάρχει μόνο το ποτάμι, πίστεψέ με, δεν υπάρχουν όχθες, υπάρχει μόνο το ποτάμι...

Αντίο αγαπητή μου Φίλη, ή μάλλον, εις το επανιδείν σε μια άλλη ζωή, που σίγουρα δεν θα είναι δική μας. Γιατί τα παιχνίδια της ύπαρξης,  όπως γνωρίζουμε, απαγορεύονται από αυτό που ενώ έπρεπε να είναι παρόν, ήταν ήδη παρελθόν. Είναι το μικροσκοπικό αλλά ανυπέρβατο Απαγορευμένο Παιχνίδι που μας επιβάλλει το Δικό μας Επίκαιρο. 

Σε πολλά σημεία γίνονται αναφορές στα παιδικά χρόνια. Μπλεγμένα και κουρελιασμένα σε μιαν άκρη της ζωής μας, ξυπνούν αιφνιδιαστικά από κάποιο αντικείμενο: ένα κουμπί που βρήκαμε σε ένα συρτάρι, ένα πρόσωπο που μας θυμίζει κάτι, ένα παλιό εισιτήριο του τραμ. "Τι θα λέγατε να ωραιοποιούσαμε τις αναμνήσεις; Να τις παραποιούσαμε; Η μνήμη βρίσκεται εδώ γι' αυτό το λόγο." 

Και ξαφνικά, εκεί που τα παιδικά χρόνια έχουν μια πικρή γεύση από χαμένες ευκαιρίες, εφηβείες φορτωμένες με ατέλειωτες ώρες ανίας, άχρηστους έρωτες και ζωές χωρίς κανένα νόημα, συνειδητοποιούμε πως η ζωή έχει το νόημα που εμείς επιλέγουμε και αληθινά παιδικά χρόνια είναι εκείνα που διαλέγουμε όταν έχουμε μεγαλώσει ή γεράσει.

Και τότε παίρνεις από το χέρι τα ψεύτικα αληθινά σου παιδικά χρόνια, κι αυτά είναι ένα κοριτσάκι με δύο ξύλινα τσόκαρα που χοροπηδάει στην άμμο, μπροστά σου υπάρχει η απεραντοσύνη της γαλάζιας θάλασσας, κι είναι καλοκαίρι και το κορίτσι χοροπηδάει...
 
Η ψυχή βρίσκεται στο αίμα, σε ένα αιμοσφαίριο που περιβάλλεται από εκατομμύρια άλλα αιμοσφαίρια και αναμειγνύεται με εκείνα. Την αιμάτινη σταγόνα που αποτελεί κατοικία της ψυχής μας, την τυλίγει ένα συρματόπλεγμα. Το συρματόπλεγμα, που κάποιοι αντιλαμβάνονται ως φυλακή, ίσως είναι η μεγαλύτερη ελευθερία που μπορεί να μας δοθεί. Και κάποια στιγμή στη ζωή, όταν (θα) είμαστε σε μεγάλη πια ηλικία, τη στιγμή που έχουν καμφθεί οι αντιστάσεις και έχει νεκρωθεί μέσα μας κάθε είδος εγωισμού, το συρματόπλεγμα μάς τσιμπά τόσο δυνατά, που ξεχειλίζει από μέσα η ψυχή μας. 

Και είχα την ψευδαίσθηση ότι αυτός ο ευρύς ορίζοντας ήταν η ελευθερία που το συρματόπλεγμα μού είχε απαγορεύσει...
Κι είναι γι' αυτό που, αντί για όλα αυτά, σου αφήνω τελικά τούτες τις λέξεις, και θα πρέπει να αρκεστείς σ' αυτές, γιατί όλα τα υπόλοιπα είναι μόνο λόγια, λόγια, λόγια...

Εκείνη την οριακή στιγμή είναι γραμμένη η καθεμιά από τις 17 επιστολές. Τη στιγμή που η ψυχή ξεχειλίζει και δίνουμε ό,τι χρωστάμε. Ο κάθε αφηγητής γράφει ένα γράμμα με το οποίο θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Τα γράμματα είναι γεμάτα με εικόνες ενοχής και μετάνοιας, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας ξαναδώσει τον χρόνο που αφήσαμε να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά μας. Αν και, ορισμένες φορές, ο χαμένος χρόνος ξαναβρίσκεται μέσα σε μερικά λεπτά.

Εσύ, όμως, αγάπη μου, θα είσαι πάλι εκεί; Θα έχεις κάνει, όπως εγώ, το ταξίδι της επιστροφής σου και θα είναι όλα έτοιμα να ξαναρχίσουν πάλι ξεκινώντας από την αρχή; 

Ζευγάρια που νιώθουν τη συνενοχή ενός κοινού πόθου. Που θέλουν να είναι μαζί, αλλά δεν μπορούν. Ή που μπορούν να είναι μαζί, όχι όμως να νιώθουν καλά. Ζουν μακριά, και στα "ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα είναι ευτυχισμένοι". Γιατί μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, στα "ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα"

H στιγμή που νομίσαμε αληθινή την ψευδαίσθηση, που οι αμμώδεις κόκκοι της ερήμου ασήμιζαν στο φως του φεγγαριού και απαντούσαν στη μουσική και τα ερωτήματά μας, εκείνη η στιγμή δίνει νόημα στην απουσία κάθε νοήματος. Η ζωή είναι μια σειρά αποχαιρετισμών, μια σειρά υποσχέσεων που δεν κρατήσαμε, και οι επιστολές λόγια που πασχίζουν να επανορθώσουν για μια χαμένη υπόσχεση. Προς τον έρωτα, τη ζωή ή τον εαυτό μας.  

Ευτυχώς, κανείς δεν μπορεί να μας πάρει αυτά που ζήσαμε. Ειδικά αν στη ζωή μας ψάχναμε για κενά.  

*** 
  
[1]   Τα έργα που συνοδεύουν το κείμενο είναι του R.B Kitaj.
   
[2] Antonio Tabucchi, Είναι αργά, όλα και πιο αργά (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009.