Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2014

Κλασικά εικονογραφημένα - Judith Clay

Στον μαγικό κόσμο της Judith Clay όλα είναι πιθανό να συμβούν...

Αυτά τα παράξενα κορίτσια, με τα μεγάλα μάτια και τα τετράγωνα πρόσωπα, βγαίνουν έξω τις νύχτες και παίζουν κυνηγητό με το φεγγάρι. Το πιάνουν στα χέρια τους, το βαστούν σαν καθρέφτη και ο ήλιος τις κρυφοκοιτάζει και ζηλεύει...


Φορούν πεταλούδες στα μάτια, τις δένουν σε μια κλωστή και περπατούν μαζί τους...


Φυσούν τους κλέφτες, γεμίζουν με τα απαλά τους πούπουλα τη νύχτα και μιλούν με τα πουλιά...


Διαβάζουν και ο κόσμος γύρω τους ζωντανεύει...


Αγκαλιάζουν τα ψάρια και τα κρατούν κάτω από τις ομπρέλες τους, για να τα προφυλάξουν από το νερό, όταν βρέχει....



Πετούν ψηλά με τα φθινοπωρινά φύλλα...


Όλα τα καταφέρνουν. Τα φουστάνια τους φουσκώνουν σαν αερόστατα και τα μακριά μαλλιά τους ανεμίζουν. Οι τουλίπες λυγίζουν στο πέταγμά τους και το χορτάρι χαϊδεύει τα μικροσκοπικά τους ποδαράκια...

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Νιλς Λυν



Ο Νιλς Λυν είναι ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της δανέζικης λογοτεχνίας. Γράφτηκε το 1880 από τον Γενς Πίτερ Γιάκομπσεν και υπήρξε ένα από τα αγαπημένα βιβλία του Ρίλκε. Όταν το διάβασε, έγραψε στον Ροντέν: "Διαβάζοντας για πρώτη φορά τον Νιλς Λυν σκόπευα να ψάξω να βρω τον συγγραφέα του και να κάνω το παν για να γίνω φίλος του. Ήταν ένα αξέχαστο βιβλίο". Ο Γιάκομπσεν, όμως, είχε ήδη πεθάνει. Αυτοί οι δύο ποτέ δεν έγιναν φίλοι. Ο Ρίλκε, επηρεασμένος από το μυθιστόρημα του Γιάκομπσεν, έγραψε αργότερα τα Τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε.

Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρομαντισμός  αδυνατεί να ξεπεράσει την κρίση του. Το ορθολογικό πνεύμα κυριαρχεί, ο θετικισμός και ο εμπειρισμός επηρεάζουν τις λογοτεχνίες της Ευρώπης, που αποστρέφονται τη ρομαντική θρηνολογία, τη φαντασία και την ονειροπόληση και γοητεύονται από την πραγματικότητα. Ο Δανός συγγραφέας, ωστόσο, δεν ακολουθεί τις επιταγές του καιρού του.

Ο Νιλς είναι ένας νεαρός ονειροπόλος, ένας από εκείνους τους ανθρώπους που δεν είναι προορισμένοι για τη δράση, αλλά για το όνειρο, ένας στρατιώτης στην υπηρεσία του ιδανικού, ένας καλλιτέχνης χωρίς ταλέντα, ένας ζωγράφος χωρίς χέρια. Το βιβλίο γράφτηκε για όλους εκείνους που, όπως ο Νιλς, δέχονται τα χτυπήματα της μοίρας και πονούν: 

Μερικοί χαρακτήρες που είναι πολύ δυνατοί δέχονται τον πόνο γενναία, σαν ένα φορτίο που το βάρος του κάνει τους άλλους να εκτιμήσουν τη δύναμη αυτού που το σηκώνει. Άλλοι –αδύναμοι– εγκαταλείπονται χωρίς καμία αντίσταση στον πόνο, σα να 'ναι θύματα μιας ανελέητης αρρώστιας. Ο πόνος εισχωρεί μέσα στον οργανισμό τους σα να είναι ένας σωματικός πόνος και, μετά από μια μεγάλη μάχη, μεταμορφώνεται, ελαττώνεται και εξαφανίζεται, αφήνοντάς τους ηττημένους. 

Μέσα από τη σχέση του με έξι διαφορετικές γυναίκες, μεταξύ των οποίων η μητέρα του, η νεαρή του θεία, η γοητευτική του ξαδέρφη, η σύζυγος του καλύτερού του φίλου, ο Νιλς θα γνωρίσει τον εαυτό του. Έξι διαφορετικές σχέσεις θα φωτίσουν έξι διαφορετκές πλευρές του ίδιου ανθρώπου. Θα ερωτευτεί παράφορα και θα αγαπήσει αληθινά. Ποτέ δε θα σταματήσει να κυνηγά το απόλυτο. Σ' αυτό το κυνήγι, που θα διαρκέσει όσο η ζωή του, θα κατακτήσει την εσωτερική του δικαίωση.

Τόσες πτυχές του χαρακτήρα του που αγνοούσε τώρα παρουσιάστηκαν μπροστά στα μάτια του. Προχωρεί για την ανακάλυψη του εαυτού του, άλλοτε με τρόμο και άλλοτε με μια αβέβαιη χαρά. 
 
Ο έρωτας παρουσιάζεται ιδεατός, ανεκπλήρωτος και άπιαστος, πηγή επίγειας ευδαιμονίας και ηθικής τελείωσης. Η πορεία προς την κατάκτησή του είναι πορεία προς τη γνώση του εαυτού, μια κατάδυση στο χρόνο, μια επιστροφή στην παιδικότητα, στην ανάμνηση, μια κάθαρση που μόνο η ψηλάφηση της αλήθειας μπορεί να χαρίσει.

Ήθελε η αγαπημένη του ν' αγαπήσει αυτόν, τον αληθινό Νιλς Λυν, κι όχι τον Νιλς των ονείρων της, τον εξιδανικευμένο, με το περήφανο βάδισμα, με τους τρόπους τούς γεμάτους σιγουριά. [...]

Ο Νιλς τελικά έζησε τον έρωτα σε κάθε του μορφή. Προδόθηκε και πρόδωσε, υπήρξε θύμα απιστίας και απίστησε ο ίδιος, έζησε την αγιοσύνη του, αλλά και την αξιοθρήνητη μικρότητά του, τη φλογερή και βίαιη φύση του, αλλά και το γαλήνεμα. 

Όταν έφτασε στο τέλος, στο σκοπό του, αλλά και στο τελευταίο σημείο της προσωπικής του πορείας, τα έχασε όλα. Η μελαγχολία φώλιασε μέσα του, "κάθε μέρα έμοιαζε με μια άδεια απεραντωσύνη, κάθε νύκτα ήταν μια κόλαση αναμνήσεων". Έχασε την αγαπημένη του σύζυγο, έχασε τη βεβαιότητά του για την ανυπαρξία του θείου, προσκύνησε τον Θεό που ποτέ δεν πίστεψε, έχασε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, έχασε το παιδί του. Και χάθηκε κι ο ίδιος. 


Γενς Π. Γιάκομπσεν, Νιλς Λυν, Μέδουσα (μτφρ. Φιφή Βασιλάκη), Αθήνα 1989.

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014

Τι να κάνουμε;

Ένα λογοτεχνικό μανιφέστο της ρωσικής ιντελιγκέντσιας

Pavel Fedotov
Το μυθιστόρημα του Νικολάι Τσερνισέφσκι "Τι να κάνουμε;" εκδίδεται στη Ρωσία το 1863 και γίνεται μανιφέστο στα χέρια της επαναστατικής νεολαίας της εποχής. Σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια συνηθισμένη ιστορία αγάπης: Ο Λοπουχόφ, φοιτητής της ιατρικής, ερωτεύεται μια φτωχή κοπέλα, τη Βέρα Πάβλοβνα, και της προτείνει να κάνουν έναν εικονικό γάμο για να τη γλιτώσει από την αυστηρότητα του σπιτιού της. Η συμβίωση τους κάνει να αγαπηθούν. Όταν ο Λοπουχόφ αντιλαμβάνεται ότι η Βέρα  ερωτεύεται τον οικογενειακό τους φίλο Κιρσάνοφ, οργανώνει την εικονική του αυτοκτονία και φεύγει στο εξωτερικό για να τους επιτρέψει να αφήσουν το συναίσθημά τους να ανθίσει ελεύθερα, χωρίς τύψεις και ενοχές. Οι ερωτευμένοι παντρεύονται, ο Λοπουχόφ επιστρέφει μετά από χρόνια, επίσης παντρεμένος, και τα δύο ζευγάρια ζουν μαζί. 

Σημαντική προσωπικότητα στο έργο αποτελεί ο Ραχμέτοφ, ένας αριστοκράτης που αρνείται την ταξική του καταγωγή. Ένας "ταξικός αποστάτης" που προσπαθεί να συνηθίσει τον εαυτό του στις κακουχίες της καθημερινότητας των εξαθλιωμένων. Ένας ήρωας-μάρτυρας, που θυσιάζεται στο όνομα μιας Ιδέας. Στο μυθιστόρημα πρωταγωνιστούν "θετικοί ήρωες": προσωπικότητες που αυτοπραγματώνονται μέσα από την αυτοθυσία (Ραχμέτοφ), απλοί, καθημερινοί άνθρωποι  που μάχονται την κοινωνική αδικία (Πάβλοβνα). Ωστόσο, στους πρωταγωνιστές αυτού του μυθιστορήματος δε συναντάμε ακόμη τη στεγνότητα των ηρώων του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Οι ήρωες του Τσερνισέφσκι ονειρεύονται, έχουν φαντασία, πόθους και πάθη, δεν είναι μονοδιάστατοι. Τα έργα της ρωσικής ιντελιγκέντσιας, στην οποία ανήκε ο συγγραφέας, μπορεί να μην υπήρξαν ιδεολογικά ανόθευτα, αλλά δε λειτούργησαν σε στενά πλαίσια εξυπηρέτησης κομματικών γραμμών και συμφερόντων.

Vyacheslav Kalinin, "Muscovite bohemians"
Αν ένα μυθιστόρημα κρίνεται ή πρέπει να κρίνεται αποκλειστικά και μόνο για τις λογοτεχνικές του αρετές, τότε μπορεί το Τι να κάνουμε; του Νικολάι Τσερνισέφσκι να μην  είναι ένα καλό μυθιστόρημα. Είναι όμως ένα μυθιστόρημα που καλό είναι να διαβάσει κανείς. Γιατί να είναι καλό να διαβάσει κανείς ένα όχι και τόσο καλό μυθιστόρημα; 

α) Γιατί τις ελλείψεις του τις παραδέχεται και ο ίδιος ο συγγραφέας: 

Το περιεχόμενο της αφήγησης είναι ο έρωτας, κεντρικό πρόσωπο είναι η γυναίκα, αυτό είναι καλό, ακόμα κι αν η αφήγηση αυτή καθαυτή είναι κακή. [...]
Αν ήθελα να συνθέσω εντυπωσιακές συγκρούσεις, θα έδινα στην κατάσταση αυτή μία θεαματική λύση. Αλλά στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν υπήρξε τέτοια λύση. Αν ήθελα να σας δελεάσω με μυστήριο, δε θα καθόμουνα τώρα να λέω ότι δε συνέβη κάτι τέτοιο. Γράφω όμως χωρίς δεσμεύσεις, γι' αυτό και λέω εκ των προτέρων: θεαματικές συγκρούσεις δε θα υπάρξουν, η κατάσταση θα διευθετηθεί χωρίς θύελλες, κεραυνούς και αστραπές. 
 
β) Για την επίδραση που άσκησε στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του.

Το Τι να κάνουμε; θεωρήθηκε στους κύκλους της ρωσικής ιντελιγκέντσιας βιβλίο εφάμιλλο με το Κεφάλαιο του Μαρξ. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Ναμπόκοφ συνομίλησαν μ' αυτό, ενώ άλλοι, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ κι ο Λένιν, εξέφρασαν το θαυμασμό τους. "Μια ατμόσφαιρα σεβάσμιας λατρείας δημιουργήθηκε γύρω από το Τι να κάνουμε. Διαβαζόταν όπως διαβάζονται τα τελετουργικά εκκλησιαστικά  βιβλία -κανένα βιβλίο του Τουργκένιεφ ή του Τολστόι δεν είχε ποτέ δημιουργήσει παρόμοια εντύπωση", γράφει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στο Δώρο.

Lissitzky, "The New Man"
γ) Για το νέο κόσμο που ευαγγελίζεται.

Ο Τσερνισέφσκι στο έργο του οραματίζεται μια μελλοντική, δικαιότερη κοινωνία, όπου η γυναίκα τοποθετείται σε θέση απολύτως ισότιμη με εκείνη του άντρα. Εκεί ο άνθρωπος θα είναι ελεύθερος να απολαμβάνει τις χαρές της ζωής, τη δουλειά, το φαγητό, το πιοτό, το κορμί, είτε είναι άντρας είτε είναι γυναίκα. Αυτή η ελευθερία δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο σ' έναν κόσμο μακριά από τις αστικές συμβάσεις συμβίωσης,  σε μια σοσιαλιστική, κοινοβιακή κοινωνία. 
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι φορείς αυτού του οράματος, το σηκώνουν στις πλάτες τους, το διδάσκουν με το παράδειγμά τους, το εφαρμόζουν στη ζωή τους και περιμένουν αισιόδοξα την εποχή που άνθρωποι σαν κι αυτούς δε θα αποτελούν πια την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. Δεν έχουν το ηθικό βάρος και την τραγικότητα των ηρώων του Ντοστογιέφσκι, δε ρέπουν προς την καταστροφή, δεν τους έλκει το σκοτάδι. Παραμένουν στο φως.

δ) Για να έρθει ο αναγνώστης σε επαφή με ένα δείγμα ρωσικής "στοχαστικής πεζογραφίας".

Στη λογοτεχνία σημαντικότερο δεν είναι το τι, αλλά το πώς. Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια βιβλία που έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας όχι για το πώς είπαν κάτι, αλλά για το τι ήταν αυτό. Η πλοκή τους υπήρξε υποτυπώδης, υποτάχτηκε στο περιεχόμενο, στην ιδέα που υποστήριξε ο συγγραφέας. Στα ελληνικά γράμματα, για παράδειγμα, σ' αυτή την κατηγορία εντάσσονται Το ταξίδι μου του Γιάννη Ψυχάρη, ο Παπατρέχας του Αδαμάντιου Κοραή και άλλα τέτοια. Λογοτεχνήματα-σταθμοί, αν και με αμφισβητήσιμη καλλιτεχνική αξία. 

Bezbozhnik, "Atheist or The Godless"
ε) Για τον Λοπουχόφ.

Ο Λοπουχόφ λέει:

"Καλύτερα να πεθάνω παρά να απαιτήσω, όχι να απαιτήσω, ούτε καν να επιτρέψω ο άνθρωπος αυτός να κάνει οτιδήποτε για μένα που δε θα του είναι παρά ευχάριστο. Καλύτερα να πεθάνω, παρά να επιτρέψω ο άνθρωπος αυτός να ζοριστεί με οποιονδήποτε τρόπο εξαιτίας της αγάπης του για μένα".

***
Πιστεύεται ότι ο έρωτας είναι ένα αίσθημα που προκαλεί ταραχή [...] η ταραχή στον έρωτα δεν είναι ο έρωτας, η ταραχή είναι μια ανησυχία μήπως και κάτι δεν είναι όπως θα έπρεπε, ενώ αυτός καθαυτός ο έρωτας είναι κάτι χαρούμενο και ξέγνοιαστο. 
***
Πόσες φορές την ημέρα γευματίζετε; Μία. Θα είχε κανείς να σας προσάψει κάτι, αν αρχίζατε να τρώτε δύο; Πιθανότατα όχι. Γιατί δεν το κάνετε αυτό; Φοβάστε μήπως στεναχωρήσετε κάποιον; Το πιθανότερο είναι ότι απλώς δεν έχετε ανάγκη κάτι τέτοιο. Κι ωστόσο το φαγητό είναι ένα πράγμα ευχάριστο. Αν όμως σας κατέβει η ιδέα ή η οδυνηρή επιθυμία να φάτε δύο φορές, θα σας απέτρεπε από αυτό ο φόβος ότι θα στεναχωρήσετε κάποιον; Όχι. Αν κάποιος στεναχωριόταν γι' αυτό ή σας το απαγόρευε, θα αρχίζατε να κρύβεστε, θα αρχίζατε να τρώτε ό,τι να 'ναι, θα λερώνατε τα χέρια σας επειδή θα τα βουτάγατε παντού βιαστικά, θα λερώνατε το φόρεμά σας γιατί θα τα κρύβατε στις τσέπες σας. Εδώ το θέμα δεν αφορά καθόλου την ηθική ή την ανηθικότητα, αλλά μόνο αν είναι καλό πράγμα το λαθραίο.

Οι ήρωες του Τσερνισέφσκι αγαπούν τον άλλο γι' αυτό που είναι και δεν επιχειρούν να τον αλλάξουν. Αντιμετωπίζουν την αλλαγή των χαρακτήρων ως βιασμό και ρήξη. Σέβονται το δικαίωμα του ανθρώπου στο απαραβίαστο της εσωτερικής ζωής. Αντιλαμβάνονται τα μυστικά ως θησαυρούς. Όλοι επιζητούν στη ζωή να έχουν μια γωνίτσα, όπου δεν τρυπώνει κανείς. Όπως ακριβώς ένας έφηβος επιζητά το δικό του δωμάτιο. Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα παραμένει ακατόρθωτο για τον άνθρωπο να κατανοήσει, και ακόμα περισσότερο να αποδεχτεί, τις ιδαιτερότητες του άλλου. Εξακολουθούμε να φανταζόμαστε τους γύρω μας ανάλογα με τον δικό μας χαρακτήρα, δεν πάψαμε να φοβόμαστε την ελευθερία.

Ο Λένιν έλεγε για τον Τσερνισέφκι πως ήταν ο μοναδικός πραγματικά μεγάλος ρώσος συγγραφέας που κατάφερε να παραμείνει πιστός στο επίπεδο ενός ολοκληρωμένου φιλοσοφικού υλισμού. Σημαντικό μέλος της "ρωσικής ιντελιγκέντσιας", ο Τσερνισέφσκι δεν περιορίστηκε στη λογοτεχνική συγγραφή και κριτική. Οι προβληματισμοί και οι μελέτες του έχουν εντυπωσιακό εύρος και περιλαμβάνουν σημαντικές οικονομικές αναλύσεις σχετικά με την κατάσταση της Ρωσίας την εποχή της κατάργησης της δουλοπαροικίας. Ωστόσο, από αποστροφή προς το ακαδημαϊκό κατεστημένο της εποχής του, αρνήθηκε την πανεπιστημιακή καριέρα και προτίμησε το επάγγελμα του δημοσιογράφου. 

Anton Mariinsky, "History of the Russian intelligentsia"
Ο Τσερνισέφσκι υποστήριζε με πάθος πως ο διανοούμενος δεν είναι ένας "περιττός άνθρωπος" που δημιουργεί στο κενό, και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν μπορεί ποτέ να μένει αμόλυντη από την πραγματικότητα. Ο διανοούμενος, κατά την άποψή του, πρέπει να εργάζεται για την κοινωνική υπόθεση και να παραμένει προστάτης των "ταπεινών και καταφρονεμένων", να μένει ταγμένος στην πλευρά του θύματος και όχι του θύτη. Απομακρυσμένος από δονκιχωτισμούς, ο διανοούμενος δεν κυνηγά φαντάσματα και ουτοπικές χίμαιρες, αλλά αγωνίζεται στο όνομα της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι διανοούμενοι της ρωσικής ιντελιγκέντσιας -αυτοί που τάχθηκαν στην πλευρά των επαναστατών- επιδιώκουν τη διαφώτιση των μαζών με τον ίδιο τρόπο που οι Διαφωτιστές επιδίωξαν τη διαφώτιση των μοναρχών. Σ΄αυτό το πλαίσιο, ο Τσερνισέφσκι άσκησε σκληρή κριτική στον "ρεφορμιστή" και "φιλελεύθερο" Τουργκένεφ για την παθητικότητα και την ατολμία των μυθιστορηματικών του ηρώων. 

Η άποψη του Τσερνισέφκι για τον παιδαγωγικό ρόλο της λογοτεχνίας και το έργο της πολιτικής διαφώτισης που πρέπει να αναλάβει λειτούργησε σε βάρος της λογοτεχνικότητας του έργου του. Αρκετοί κύκλοι διανοουμένων που ασπάστηκαν παρόμοιες αξίες  -σε εκείνη την εποχή και σε μεταγενέστερες- χαρακτήρισαν τις λογοτεχνικές ελίτ της εποχής τους αλαζονικές και επηρμένες. Ο λογοτέχνης έπρεπε, κατά την άποψή τους, να χαρακτηρίζεται από επαναστατικότητα και αντικομφορμισμό, και κύριο μέλημά του να αποτελεί η δημιουργία "θετικών ηρώων". Ο Τουργκένεφ και ο Τσερνισέφσκι υπήρξαν οι πρώτοι που επιχείρησαν να δημιουργήσουν αυτόν τον νέο επαναστατικό ιδεότυπο στη λογοτεχνία.

***
Νικολάι Τσερνισέφσκι, Τι να κάνουμε; (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου), Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2013


Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Ένας τρελός για την αγάπη




Το πουλί τραγουδούσε ψηλά σ' ένα κλαδί γεμάτο φύλλα και λουλούδια, κι ο άνεμος λίκνιζε τα φύλλα κι έφερνε το άρωμα των λουλουδιών. Ο φίλος ρώτησε το πουλί τι σήμαινε το σάλεμα των φύλλων και τι το άρωμα των λουλουδιών. Εκείνο απάντησε: "Τα φύλλα που σαλεύουν σημαίνουν υπακοή, και το άρωμα πόνο και δυστυχία".

Ρώτησαν το φίλο "τι είναι ευτυχία;" Αποκρίθηκε πως είναι η δυστυχία που την υπομένεις από αγάπη. 

"Πες μου τρελλέ, τι είναι η αγάπη;" Αυτός αποκρίθηκε πως η αγάπη είναι εκείνο το πράγμα που υποδουλώνει τους ελεύθερους ανθρώπους και απελευθερώνει τους δούλους. Κι αναρωτιέται κανείς με τι συγγενεύει περισσότερο η αγάπη: με την ελευθερία ή με τη σκλαβιά; 

Ramon Llul (Μετάφραση: Ε.Χ. Γονατάς)

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Έστιν ουν αξιοπρέπεια


Αν δεν έχεις γέρο, δώσε κι αγόρασε
Παροιμία 

Κατακαημένε άνθρωπε,
σαν ποντικός γεννιέσαι,
σα λεοντάρι γίνεσαι
και σα δροσιά χαλιέσαι. 
Δημοτικό
 

Αξιοπρεπής άνθρωπος είναι ο δυνατός, ο ανταγωνιστικός, ο παραγωγικός; Πού τελειώνει η αξιοπρέπεια, πού αρχίζει η περηφάνεια και πού ο εγωισμός; Πόσο αναξιοπρεπές είναι να ζητά κανείς βοήθεια; Πόσο αναξιοπρεπές είναι να αποκαλύπτουμε την τρωτή ανθρώπινη φύση μας στους ανθρώπους που μας αγάπησαν; Πόση αναξιοπρέπεια κρύβουν τα γηρατειά; Είναι άραγε αναξιοπρεπείς οι άνθρωποι που άλλοτε φορτώνονταν βαρέλες με νερό στις πλάτες τους για να ξεδιψάσουν τα παιδιά τους, που έπιαναν τα κάρβουνα με τα χέρια, που ζύμωναν αξημέρωτα το ψωμί τους, που ίδρωναν για να επιβιώσουν, και τώρα ο ιδρώτας τους μουσκεύει τα κιτρινιασμένα από την αρρώστια σεντόνια τους, τα χέρια τους μένουν ακίνητα κι ανήμπορα, οι πλάτες τους ανοίγουν από την κατάκλιση, το βλέμμα τους προδίδει την ανημπόρια τους;

Σε ένα διήγημα του Τολστόι, ο γαιοκτήμονας αρρωσταίνει. Ο μουζίκος του, που τον υπηρετεί πιστά, προσφέρεται να τον βοηθήσει. Θέλει να του συμπαρασταθεί στην αρρώστια του, θέλει να τον γηροκομήσει. Ο γαιοκτήμονας δε δέχεται, "για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του". Δεν μπορεί να αποδεχτεί πως αυτός, ένας άνθρωπος ισχυρός, έχει βρεθεί στην ανάγκη ενός μουζίκου. Δε δέχεται την αγάπη του, δε δέχεται τη βοήθειά του, προτιμά να μείνει αβοήθητος. "Για να μη χάσει την αξιοπρέπειά του". Και πεθαίνει μόνος. Μόνος, αλλά αξιοπρεπής.

Στην "Αγάπη" του Μίχαελ Χάνεκε, ο πρωταγωνιστής βλέπει τη σύντροφό του μέρα με τη μέρα να ξεχνάει, να τον ξεχνάει, να βυθίζεται στην άνοια, να χάνει τον εαυτό της, να χάνει το μυαλό της, να τα χάνει γενικώς. "Να χάνει την αξιοπρέπειά της". Δεν το αντέχει. Δεν αντέχει το απλανές βλέμμα της, δεν αντέχει που δεν μπορεί να του εκφράσει την αγάπη της, δεν αντέχει που δε γνωρίζει το παιδί της, που δεν αυτοεξυπηρετείται. Και την πνίγει με το μαξιλάρι της, για να την απαλλάξει από τον εξευτελισμό της αρρώστιας.

Αν "αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει", ο φόβος της αρρώστιας ενώνει κι αυτός. Εκτός κι αν ο εγωισμός νικά την αγάπη, και ο φόβος ενώνει μόνο τους ανθρώπους που μπορούν και στέκονται στα πόδια τους.



Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Θολός βυθός

  

Στο "Θολό βυθό" του Γιάννη Ατζακά, ο αφηγητής καταδύεται στο θολό βυθό της μνήμης αναζητώντας το πρόσωπό του, αναζητώντας το παιδί που υπήρξε, προσπαθώντας να συναντηθεί με τον άνθρωπο που έγινε. Σ' αυτή την επίπονη κατάδυση, η εμπειρία της οποίας μεταλαμπαδεύεται στον αναγνώστη άλλοτε μέσα από την αθώα ματιά του παιδιού και άλλοτε μέσα από την κρίση του ενήλικα, θα συναντηθεί με όσα έζησε στις Παιδοπόλεις της Φρειδερίκης ως ένα από τα ορφανά του Εμφυλίου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, κυρίαρχος στη μετεμφυλιακή πολιτική της χώρας, έλεγε για τις παιδοπόλεις: 

"Η Βασιλική Πρόνοια παρηκολούθησε βήμα προς βήμα τας φάσεις από τας οποίας διήλθεν η ιστορία της Χώρας μας κατά την τελευταίαν δεκαετίαν. Εις την ώραν του συμμοριτοπολέμου, με τας 53 παιδοπόλεις περιέσωσε 23.000 Ελληνόπουλα, διά να τους αποδώση σώους και αβλαβείς εις τας οικογενείας των μετά το πέρας της ανταρσίας".

Το παιδί δε γνώριζε ότι "εκείνα τα ιδρύματα ήταν δημιουργήματα μιας ταραγμένης και σκληρής εποχής με τις πιο σκοτεινές σκοπιμότητες". Ο μόνος τρόπος να αντέξει την ερημία και τη στέρηση στην οποία τον καταδίκασαν η τύχη, η μοίρα, η ιστορία, ήταν να αισθανθεί σαν πατρίδες τα ιδρύματα στα οποία μεγάλωσε και ανδρώθηκε, σαν αδέρφια τα ορφανά παιδιά του θαλάμου του, σαν μητέρες τις ομαδάρχισσες, και την αόρατη Βασίλισσα που τόσο το αγαπούσε, σαν τη Μεγάλη Μητέρα που το προστατεύει. Αλήθεια, δε θα μπορούσε ένα παιδί που έπαιξε τόσο πολύ, που βίωσε σε τέτοιο βαθμό τη συντροφικότητα, να νιώσει ευτυχισμένο; Θα μπορούσε. Αρκεί να κατάφερνε να λησμονήσει τι ήταν αυτό που στερήθηκε. Ο ώριμος αφηγητής, όμως, παρεμβαίνει: 

Το είχε μάθει με τον καιρό πως δεν υπάρχει βαθύτερη μοναξιά από εκείνη μέσα στους άλλους. Και δεν είναι καμιά στέρηση της αγάπης σκληρότερη από κει όπου η αγάπη προαναγγέλλεται, αλλά ποτέ δεν εμφανίζεται, που διακηρύσσεται, αλλά ποτέ δεν πραγματώνεται.

Τα όρια μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αφήγησης είναι θαμπά. Το παιδί αφηγείται, ο άντρας σχολιάζει. Η οπτική γωνία αλλάζει και το γεγονός ανανοηματοδοτείται. Το παιδί που πρωταγωνιστεί στη θύμηση νιώθει χωριό του την παιδόπολη και πατεράδες τους δασκάλους του, ενώ ο ώριμος αφηγητής ξεντύνει την ανάμνηση από την αγνότητα που της είχε χαρίσει η παιδική ματιά:

Ούτε χωριό ούτε σπίτι ούτε οικογένεια, ένα συφοριασμένο στρατόπεδο παιδιών ήταν, μονολόγησε ο Γιάννης. Υπήρχαν μόνο τα απαραίτητα, κι έτσι τα προσωπικά συναισθήματα ήταν εντελώς περιττά. Είχαν μάθει ν' αγαπούν μόνο την πατρίδα, τη βασίλισσα, την Παναγιά και το Χριστό. Για τους άλλους ανθρώπους, ακόμη και για τους πιο δικούς, δεν έμενε τίποτε. Μια βαθιά απάθεια, σαν μια σπάνια και άγνωστη νόσος, χωρίς συμπτώματα, χωρίς πόνο [...] 

Ο συγγραφέας, προφανώς, αφηγείται προσωπικές του εμπειρίες, και το κείμενο είναι καθαρά αυτοβιογραφικό. Ο ίδιος ο Γιάννης Ατζακάς σε τηλεοπτική του συνέντευξη στην Κατερίνα Σχινά αναφέρει πως στη δική του περίπτωση η ζωή υπήρξε πολύ πιο γενναιόδωρη από οποιαδήποτε μυθοπλασία. 

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός πως ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ένα "πείραμα" που απέτυχε. Ενώ γαλουχήθηκε με όλες τις απαραίτητες αρχές, ενώ τόσες φορές στις Παιδοπόλεις άκουσε το παραμύθι για τον καλόψυχο αετό την πατρίδα που ζέστανε στον κόρφο του ένα πληγωμένο φίδι τον κομμουνισμό κι εκείνο, μόλις ζεστάθηκε, δάγκωσε τον σωτήρα του, ωστόσο στην περίπτωσή του ο μηχανισμός δε λειτούργησε. Η συντροφικότητα, η κοινοκτημοσύνη, η ολιγάρκεια που διδάχτηκε στα ιδρύματα αυτά, ήταν ακριβώς οι αξίες που τον οδήγησαν να υιοθετήσει, να πιστέψει και να αγαπήσει την ιδεολογία που είχε δασκαλευτεί να απεχθάνεται.

Πέρα όμως από την πολιτική τοποθέτηση του συγγραφέα ή του αφηγητή απέναντι στο ιστορικό γεγονός των Παιδοπόλεων, ο αναγνώστης κυρίως αναρωτιέται πώς, πότε, εάν απελευθερώνεται κανείς από την εμπειρία μιας τέτοιας ιδρυματοποίησης· πώς λειτουργεί αυτή η ανάμνηση στην καθημερινότητα, τη συμβίωση, τη συνύπαρξη με τους άλλους.
 


Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Γιάννης Ατζακάς, Θολός βυθός, ΑΓΡΑ,  Αθήνα 2010.

Στις φωτογραφίες: Η παιδόπολη "Καλή Παναγιά" (Φεβρουάριος 1951) και ο συγγραφέας  (Σεπτέμβριος 1955).

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Μια ανάγνωση της "Κερένιας κούκλας" - Β' μέρος

Το διάβασμα της "Κερένιας κούκλας" του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου φέρνει αναπόφευκτα στο νου το "Φθινόπωρο" του Κωσταντίνου Χατζόπουλου. Υπάρχουν αρκετές διαφορές, επικρατεί όμως η αίσθηση πως είναι λεπτές, όπως αυτή που παρατηρείται στο όνομά τους. Φαινομενικά συνoνόματοι, μόνο που ο Χατζόπουλος δεν ήθελε να βλέπει το "ν" στο μικρό του όνομα. Κωσταντίνος, όχι Κωνσταντίνος. Διόρθωνε διαρκώς όσους έγραφαν το όνομά του λάθος.

Και τα δύο πεζογραφήματα γράφτηκαν την ίδια περίπου εποχή. Το 1911 εκδίδεται η "Κερένια κούκλα", το 1917 το "Φθινόπωρο". Και τα δύο προκάλεσαν εντύπωση στους λογοτεχνικούς και φιλολογικούς κύκλους, και τα δύο θεωρήθηκαν συμβολιστικά έργα. Για το "Φθινόπωρο" η ετυμηγορία υπήρξε ομόφωνη, για την "Κερένια κούκλα" όχι.

Και ως προς την υπόθεση υπάρχουν ομοιότητες. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους ένα νεαρό ζευγάρι. Ο Στέφανος και η Μαρίκα στην πρώτη περίπτωση, ο Νίκος και η Βεργινία στη δεύτερη. Ένας νέος όμορφος, γεμάτος όρεξη και κέφι για ζωή, με ένα γέλιο ηχηρό, γεμάτο ζωηράδα, και μία κοπέλα θαμπή, αχνή, φιλάσθενη, σχεδόν αντιπαθής στον αναγνώστη, αν και θύμα μιας μοίρας που δεν ελέγχει η ίδια. Κι ανάμεσά τους ένα πολύ νεαρό κορίτσι -η Ευανθία του "Φθινοπώρου", η Λιόλια της "Κερένιας κούκλας"- που εισβάλλει στην καθημερινότητά τους, γεννά τον πόθο, συμβολίζει τα νιάτα, την ίδια τη ζωή. Η εμφάνισή της προκαλεί ανατροπές. Ένα σύμβολο ζωής που, τελικά, προκαλεί το θάνατο. Ένα φάλτσο, μια κραυγή χαράς  σε ένα σπίτι που το μαστίζει η αρρώστια.

Κυρίαρχα θέματα είναι η ζωή των νέων από τη μια μεριά και τα κουτσομπολιά της μικρής επαρχιακής πόλης ή της Αθήνας -που εκείνη την εποχή δε διαφέρει και πολύ από μια μικρή επαρχιακή πόλη και οι περιγραφές του Χρηστομάνου το μεταφέρουν αυτό- από την άλλη. Η κακογλωσσιά, οι φαρμακόγλωσσες γειτόνισσες, οι ανύπαντρες κόρες, η ζήλεια, η βασκανία, το μάτι. Όλα είναι παρόντα. Και στις δύο περιπτώσεις. Δε σχολιάζονται από τον αφηγητή, αλλά το ύφος αποτελεί από μόνο του ένα σχόλιο.

Αυτός που επικρατεί είναι ο εσωτερικός χώρος. Αυτός που γίνεται απειλητικός, ασφυκτικός, πάντα αποπνικτικός και σκοτεινός, ίδιος ο θάνατος. Αντίθετα, όταν ο φακός του αφηγητή μεταφερθεί σε χώρο εξωτερικό, η φύση οργιάζει, γεμίζει λουλούδια, ανοιξιάτικες μυρωδιές και πρόωρα ανθισμένες αμυγδαλιές. Μέσα από το παράθυρο όλα πεθαίνουν, έξω από αυτό όλα σφύζουν από ζωή. 

Τα χρώματα κάνουν την παρουσία τους παραπάνω από αισθητή. Δεν υπάρχει σκηνή που να μη γίνεται αναφορά σε ένα χρώμα. Το λευκό, το γαλάζιο, το κόκκινο, το χρυσό, το ασημί, το κίτρινο. Η χλομάδα στα πρόσωπα επανέρχεται διαρκώς και είναι ενδεικτική της συναισθηματικής τους κατάστασης, ενώ και στα δύο πεζογραφήματα πολλές φορές τα πρόσωπα χαρακτηρίζονται "κέρινα". Αφαιμαγμένα ομοιώματα, χωρίς ζωή. 

Έτσι κοιμήθηκαν εκείνη τη νύχτα η άσπρη Βεργινία και ο μαυριδερός ο Νίκος σκεπασμένοι με το νυφικό τους πάπλωμα από ατλάζι γαλάζιο [...]

***
Σα γάλα έμπαινε η γαλανή ανάσα τ' ουρανού μέσα στην κάμαρη της άρρωστης και της χάδευε τ' άσπρο πρόσωπό της τ' αχάδευτο και της φιλούσε τα κόκκινά της τα μαλλιά, που άλλος κανένας δεν τα φιλούσε. 
***
Η Λιόλια όλο και ξεροκοκκίνιζε κι έμενε σκυμμένη... Με μιας σήκωσε τ' αθώα και γλυκά της μάτια, που οι κόρες τους ήτανε χρυσαφένιες σαν τα τζίτζιφα και κολυμπάγανε μες στο ασπράδι, το υγρό και μπλου, σα μέσα σ' ένα πέλαγος αυγινό, σε κάποιον ουρανό χλωμό [...] 

Κ. Χρηστομάνου, Η Κερένια κούκλα

Ο Στέφανος δε μίλησε. Ξαναφύσηξε τον καπνό, κι ο καπνός σκόρπισε ωχρογάλανος γύρω στο πρόσωπο της Ευανθίας· έπειτα χρωματίστηκε μενεξεδένιος κ' έσβησε σταχτοκίτρινος, πρασινωπός.
 *** 
Καθώς μιλούσε, στο πρόσωπό της έπαιζε όμοια λάμψη. Ήταν χαρούμενο· μα οι ψυχροκίτρινες κηλίδες του γύρω στα μήλα φάνηκαν σα ροδόφυλλα του Στέφανου, ροδόφυλλα ζωγραφιστά σε κέρινη λευκή λαμπάδα και του ήταν σα να του στάλαζαν βαθιά μια ανήσυχη μελαγχολία.
Κ. Χατζόπουλου, Φθινόπωρο

Το φεγγάρι ως σύμβολο επανέρχεται διαρκώς στην "Κερένια κούκλα", ενώ στο "Φθινόπωρο" σύμβολο αποτελεί η ίδια η εποχή, η υγρασία της, οι μυρωδιές της, το ομιχλώδες τοπίο. Οι υπαινιγμοί, τα υπονοούμενα, η συμβολιστική ασάφεια που συναντά κανείς στο "Φθινόπωρο" δεν είναι εξίσου έντονα στην "Κερένια κούκλα", αλλά η υποβλητικότητα στη γραφή είναι χαρακτηριστική και στα δύο. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης έχει κανείς την αίσθηση πως τα δωμάτια σκοτεινιάζουν, οι τοίχοι βάφονται σε  χρώμα ασημί, ένα χλομό φεγγάρι φωτίζει τις σελίδες.



Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:

Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Φθινόπωρο,  Νεφέλη, Αθήνα 1987

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013