Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηθογραφικό διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ηθογραφικό διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Ιστορίες από τα παλιά


Τo καλοκαίρι που καιγόταν η Ηλεία ήταν κάτι άνθρωποι που παρά τις παραινέσεις και την επιμονή της πυροσβεστικής υπηρεσίας αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Θέλαν να καούν εκεί, μαζί με τα ζωντανά και τα υπάρχοντά τους, κρατώντας στο χέρι ένα λάστιχο ποτίσματος που έτσι κι αλλιώς δε θα γλίτωνε τίποτα από την περιουσία τους. Κι έμεναν εκεί και φώναζαν για βοήθεια, στις ορεινές πλαγιές που χωρίζουν την Αρκαδία από την Ηλεία, κι εμείς τους βλέπαμε στις τηλεοράσεις των διαμερισμάτων μας, σαστισμένοι από τον καύσωνα και τους πύρινους ανέμους εκείνου του καλοκαιριού. Τέτοιοι άνθρωποι, τόσο απλοί στην ψυχοσύνθεσή τους, τόσο δύσκολοι κι ακατανόητοι για τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πρωταγωνιστούν στις δέκα ιστορίες της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου, που διαδραματίζονται στους ίδιους τόπους. 

Η πλοκή της κάθε ιστορίας είναι μάλλον απλή, ο λόγος κυλά ανεμπόδιστα με τη ροή και τη μουσικότητα μιας ντοπιολαλιάς που ο αφηγητής γνωρίζει καλά, ενώ το ξετύλιγμα της υπόθεσης είναι αργό και οδηγεί με φυσική αναγκαιότητα την ιστορία στο τέλος της. Η μικρογεωγραφία του τόπου δίνει ρόλο σε πλαγιές, λοφίσκους, υψώματα και ράχες και το κάθε μικροτοπωνύμιο διεκδικεί το δικό του μερίδιο στη μνήμη.
 
Τη διαδρομή την ήξερε καλά, πέτρα πέτρα. Μετά το Τουμπίτσι, πήρε το περικοπό κατά του Σπαθάρη. Είχε μεγάλη ανηφόρα μέχρι ν' ανέβει στην πλαγιά του Γκούτζιου και να φτάσει στο χωριό. Πέρασε κι απ' του Ντελαλή. Ερημιά. Σπίτια μισογκρεμισμένα, τα είχαν πνίξει τ' αλίσβατα και οι αντράκλες. Στάθηκε στο χωράφι του μπάρμπα του του αγαπημένου, του Γιώρη του Πουλή, που πέθανε τριαντα τριών χρονών, να ιδεί τις ελιές που 'χανε οι πρωτοξαδέρφες του, τα κορίτσια του συχωρεμένου. 

Μεγαλύτερη αρετή της συλλογής είναι η αλήθεια της. Ο συγγραφέας, φορέας μιας παράδοσης λογοτεχνικής αλλά και τοπικής, παρουσιάζει τον κόσμο της επαρχίας όπως είναι. Τίποτα δεν εξωραϊζεται, τίποτα δε μοιάζει εξιδανικευμένο. Δεν παρατηρεί τις εμπειρίες άλλων προσπαθώντας να τις μεταπλάσει σε λογοτεχνία, αλλά συλλαμβάνει με ποιητικό τρόπο ένα βίωμα που φαίνεται πως είναι προσωπικό. Δεν υπάρχει νοσταλγία για το παρελθόν. Κανείς δεν αναπολεί μια εποχή που η φτώχεια, η πείνα, η αυτοδικία και το βίαιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών αποτελούσαν καθημερινή πράξη.
Σε κάθε διήγημα ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα πλέγμα σχέσεων: η σχέση με τον αδερφό, τον σύζυγο, τους γειτόνους, η σχέση με το ζώο, η σχέση με τον τόπο. 

Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουνε τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμό. 
- 'Αιντε Τσίλη μου, έλα καλώς τονε. Ήσυχα, πουλάκια μου, κι εγώ θα σας φιλέψω λουκουμάκια σα γυρίσουμε πίσω στο κονάκι...

Η επαφή με τη γενέθλια γη παίρνει άλλοτε τη μορφή εξάρτησης, αφού αυτή είναι που δίνει στον άνθρωπο το καθημερινό του και τον κρατά στη ζωή, και άλλοτε συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι άνθρωποι δεν το 'χουν σε τίποτα να βρεθούνε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική ή την Αυστραλία, για ένα γάμο και ένα κομμάτι ψωμί. Ο συγχωριανός στην πόλη, ο πατριώτης στην ξενιτιά μάς θυμίζουν σχέσεις που σήμερα έχουν αποδυναμωθεί. Τους ανθρώπους συνδέουν πια ανήκουστα πράγματα για εκείνον τον καιρό: προσωπικές προτιμήσεις, πολιτικές τοποθετήσεις, δουλειές, ενδιαφέροντα και γούστα.

Το στοιχείο που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες του βιβλίου επιλέγουν να λύσουν τις διαφορές τους. Άνθρωποι που έχουν τόσο συνδέσει τη ζωή τους με την προφορική παράδοση σε κάθε μορφή της (παραμύθια, τραγούδια, αινίγματα, μύθοι, παροιμίες, ορμήνιες, χωρατά) δεν καταφεύγουν ποτέ στο λόγο για να δώσουν λύση σε μια υπόθεσή τους. Τα προβλήματα λύνονται μόνο με πράξεις: με το πλήγωμα ενός ζώου για εκδίκηση, με τη δωρεά ενός κομματιού γης, με το γάμο, με το φονικό,  με την αυτοχειρία. Οι άνθρωποι που "δεν ήξεραν γράμματα", όπως χαρακτηριστικά και αφοπλιστικά κλείνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής, που συνοψίζει ίσως την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς, δε ζητούν και δε δίνουν εξηγήσεις. Εκφράζουν την οργή και την ευγνωμοσύνη τους με άλλους τρόπους. 

Κοντά ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία κι ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης, ο Ανέστης ο Κουτσοβασίλης, που δεν είχε βγει ακόμη από το σπίτι μετά την πτώση του στον γκρεμό, κάλεσε τον Τάκη το Λουμιώτη, το συμβολαιογράφο από τα Τρόπαια, και τον παπα-Θόδωρο και το Βασίλη τον Μπακατσέλο για μάρτυρες, κι εκεί, μέσα στην κάμαρη που βρισκόταν ξαπλωμένος, είπε με δυσκολία:
- Κυρ Τάκη, γράψε ότι εγώ, ο Ανέστης Κουτσοβασίλης του Πανάγου και της Ζαφείρως, δωρίζω το χτήμα μου στου Ντελαλή στον Κωνσταντίνο Γαζέτα του Μαρινίου, λόγω της υποχρέωσής μου που ζω κι αναπνέω.

Στο υπόστρωμα κάθε μικρής ιστορίας υπάρχουν γεγονότα της μεγάλης Ιστορίας: η Μικρασιατική Καταστροφή, οι ξενιτεμοί, ο πόλεμος του '40, ο Εμφύλιος, η χούντα. Περνούν από τα διηγήματα και τη σκέψη του αναγνώστη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που περνούν κι από τις ζωές των προσώπων, άλλοτε με διακριτικότητα και άλλοτε επηρεάζοντας βαθιά τις τύχες των ανθρώπων και των οικογενειών, τα προξενιά και την εξέλιξη της ζωής, την ίδια τη ζωή. 

Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ' το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα 'χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ' αυτό ήτανε καθαρός -όπως τον έμαθε ο πατέρας του. Με το βασιλέα! Κι εδώ, σ' αυτό τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με το βασιλέα ήσαν. 

Στο τελευταίο διήγημα, ο εθνικόφρων Σωτήρης Ντάρλας, φίλα προσκείμενος στο καθεστώς της 21ης Απριλίου και πρόεδρος των εν Ελευσίνι Πελοποννησίων, βγάζει λόγους για τη σωτηρία του έθνους, κάνει την πατρίδα επάγγελμα, και κάπως έτσι, κούτσα κούτσα, μεγαλώνει το οικοπεδάκι του και αβγατίζει η περιουσία του. Χαμοκέλες και αυθαίρετα που πήραν τη μορφή της άναρχης πολιτείας που απλώνεται γύρω από το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής μάς θυμίζουν έναν από τους τρόπους που το τσιμεντένιο λεκανοπέδιο απέκτησε το σημερινό του πρόσωπο σε τοπίο και κατοίκους, συνθέτοντας τη σύχρονη ηθογραφία της μεγαλούπολης.




***

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2018.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Β' Μέρος (Σημειώσεις)



Ρεαλισμός, νατουραλισμός, συμβολισμός στο παπαδιαμαντικό διήγημα


             
   Η άντληση του περιεχομένου των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη από την πραγματικότητα, την οποία γνώριζε καλά ως αυτόπτης μάρτυρας, η πιστή αναπαράστασή της ύστερα από προσεκτική και εκ του σύνεγγυς παρατήρηση, οι υποθέσεις – σκηνές από τη ζωή του χωριού και της υπαίθρου, οι ήρωές του «ένας λαός από δουλευτάδες και χασομέρηδες» με τα ήθη, τα έθιμα, τις δοξασίες και τη θυμοσοφία τους –υπόστρωμα πλούσιο λαογραφίας και κοινωνικής ανθρωπολογίας- όλα αυτά συνέβαλαν, ώστε ο Παπαδιαμάντης να χαρακτηριστεί αμέσως από τους συγχρόνους του «ηθογράφος» και να εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται, μαζί με τον Καρκαβίτσα «κορυφαίος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος». Ήδη όμως από το 1898 ο Παλαμάς επισημαίνει με οξυδέρκεια ότι η ηθογραφική δύναμη χρησιμοποιείται από τον Παπαδιαμάντη «για ξετύλιγμα κοινωνικών θεμάτων και καυτηρίασμα της ανθρώπινης ασχήμιας», διακρίνοντας έτσι εγκαίρως τον κριτικό ρεαλισμό της παπαδιαμαντικής διηγηματογραφίας από τον ήπιο ρεαλισμό της μετά το 1883 ηθογραφίας, με την οποία υπηρετήθηκε τελικά μια ιδεολογία ρομαντική προς ενίσχυση και υπογράμμιση της εθνικής συνέχειας και ταυτότητας. Η προφανής αυτή κριτική ρεαλιστική πλευρά του παπαδιαμαντικού έργου του προσδίδει χαρακτήρα, με τον οποίον υπερβαίνει και την ηθογραφία ως ελληνική εκδοχή του Ρεαλισμού, αλλά και τον ίδιο το Ρεαλισμό, ως ρεύμα, και φτάνει ως τον Νατουραλισμό, τη ριζοσπαστική δηλαδή και ακραία μετεξέλιξη του Ρεαλισμού στη σχολή του Ζολά.
                Στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι πράγματι εύκολο να ανιχνευτεί ένας Νατουραλισμός, ο οποίος αφορά στο περιεχόμενό τους , όπως δείχτηκε πρόσφατα. Είναι ο Νεοέλληνας πεζογράφος που εισάγει στο έργο του ως κεντρικούς ήρωες ανθρώπους όχι απλά κοινούς και καθημερινούς –αυτό έχει γίνει και με το Ρεαλισμό- αλλά, σαν γνήσιος νατουραλιστής, τύπους περιθωριακούς, ναυάγια της ζωής στη Σκιάθο («Ο Έρωτας στα  χιόνια») ή ναυάγια ηθικά στις αθηναϊκές φτωχογειτονιές («Το τυφλό σοκάκι», «Κοινωνική αρμονία»). Υπάρχουν διηγήματά του, κορυφαία μάλιστα, στα οποία οι ήρωες και οι ηρωίδες λειτουργούν ως δείγματα μιας «κοινωνικής παθολογίας του κακού» («Η Φόνισσα», «Πολιτισμός εις το χωρίον», «Οι Χαλασοχώρηδες») ή αποδεικνύονται αθώα θύματα ενός κενού και αδιάφορου σύμπαντος, όπου ο θάνατος θερίζει αναίτια, νομοτελειακά και ανενόχλητα και γι’ αυτό τραγικά («Το Μοιρολόγι της φώκιας»). Και, όπως είναι γνωστό, ο Νατουραλισμός υπήρξε το ρεύμα που εισήγαγε σε  παγκόσμιο επίπεδο μια τέτοια θεματολογία και ασχολήθηκε αποκλειστικά σχεδόν μ’ αυτήν.

                Ωστόσο, ο «θεματικός» νατουραλισμός των παπαδιαμαντικών διηγημάτων αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής στο να τους προσδώσει  καθοριστικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την εντελώς αντινατουραλιστική πρόσληψή τους από τον αναγνώστη. Η αντίληψη για τον κόσμο και τον άνθρωπο που απομένει σ’ αυτόν ως ουσία του διηγήματος βρίσκεται στους αντίποδες της ζολαδικής ιδεολογίας. Η τελική αυτή γεύση είναι αποτέλεσμα των αφηγηματικών τεχνικών και μεθόδων που επιλέγει ο Παπαδιαμάντης, για να οργανώσει το νατουραλιστικό  (ή και απλώς ρεαλιστικό) υλικό του, το οποίο με τη συγκεκριμένη πλέον δομή και παρουσίαση αποκτά ιδεολογικό περιεχόμενο αντίθετο μεν προς τον ορθολογισμό και το θετικισμό του Flaubert ή του Zola, συμβατό όμως προς το υπαγορευμένο από την ορθόδοξη πίστη προσωπικό του όραμα για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Οι χαρακτηριστικά, λοιπόν, παπαδιαμαντικές αυτές αφηγηματικές τεχνικές δεν απομακρύνουν απλώς το έργο του από τον Νατουραλισμό, αλλά το αποσπούν σχεδόν και από το λογοτεχνικό γένος της πεζογραφίας και το φέρνουν κοντά στην «φιλοσοφικότερη από την ιστορία» λυρική ποίηση.  Η ποιητικότητα, επομένως, είναι μετά το Ρεαλισμό και το Νατουραλισμό το τρίτο και έσχατο γνώρισμα της κατεξοχήν παπαδιαμαντικής δημιουργίας.

                Η συνύπαρξη των δύο αυτών αντιτιθέμενων αισθητικών τρόπων (ρεαλισμός – νατουραλισμός/ ποιητικότητα) ερμηνεύει ικανοποιητικά και τις δύο βασικές και διαμετρικά αντίθετες στάσεις της κριτικής απέναντι στον Παπαδιαμάντη και το έργο του. Γιατί δεν πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι το έργο αυτό επικρίθηκε, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε ή επαινέθηκε και δοξολογήθηκε, ανάλογα με το αν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες που γεννούν οι δύο αντιτιθέμενες λογοτεχνικές κατηγορίες της πεζογραφίας και της ποίησης. ’Έτσι, το έργο του Παπαδιαμάντη επικρίνεται, κάθε φορά που κρίνεται φανερά ή έμμεσα, με κριτήρια της πεζογραφίας και μάλιστα της ρεαλιστικής/νατουραλιστικής, στην οποία βέβαια εγγράφεται από την άποψη της χρονικής στιγμής της δημιουργίας του. Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο συγγραφέας μας είναι «είναι συντηρητικός», ότι «ζει έξω από τα προβλήματα και τις αγωνίες που συνείχαν τότε την Ελληνική γενεά», ότι ο κόσμος του, ευχάριστος στην πρώτη επαφή, «είναι κλειστός και αποπνικτικός στη διάρκειά του». Συνάγεται ακόμα πως «ο βασικός νόμος που κυβερνά το παπαδιαμαντικό σύμπαν είναι ο νόμος της αδράνειας, της αμεταβλησίας», αποτέλεσμα και συνάμα θεωρητική δικαίωση της οποίας είναι «το παπαδιαμαντικό όραμα του κόσμου», το οποίο «διαμορφώθηκε σε αντίθεση με μιαν εποχή όπου –κυρίως με τις αστικές πρωτοβουλίες του 1880, οικονομικές, πολιτικές, ιδεολογικές, γλωσσικές- η μεταβολή αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής κοινωνίας». Σε επίπεδο λογοτεχνικό, άλλωστε, επισημαίνεται «η ίδια μονοτονία και στατικότητα: «Τα ίδια θέματα και τα ίδια μοτίβα: ούτε εξέλιξη ούτε καν ανανέωση», «τα πρόσωπά του θαμπά και ουδέτερα», «οι τύποι του δεν παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία: τρεις-τέσσερις άνδρες, άλλες τόσες γυναίκες, και μόνο τα ονόματα αλλάζουν», η τεχνική και η οργάνωση είναι πράγματα ανύπαρκτα, καθώς το έργο του

«σημαδεύει απόλυτη ανεμελιά, αντίθετη με κάθε νόημα τέχνης […], αναφορές σε περιστατικά που πρόκειται να επακολουθήσουν, πρωθύστερα, παρενθέσεις […] προχειρογραφία». [1]

Εντελώς αναλογικά υπογραμμίζεται επίσης ότι στο παπαδιαμαντικό διήγημα «ο αφηγητής υποτάσσει το υλικό του στον αυθορμητισμό του συνειρμού παρά στην οργάνωση του προσχεδίου». Όλα, όμως, τα παραπάνω υπαρκτά πράγματι γνωρίσματα του έργου και της τέχνης του Παπαδιαμάντη –για την «ασθενή πλοκή» άλλωστε των διηγημάτων του έχει κάνει λόγο και ο ίδιος- μπορούν να θεωρηθούν μειονεκτήματα, μόνο αν το έργο και η τέχνη του ιδωθούν και κριθούν αποκλειστικά από τη σκοπιά της πεζογραφίας και ειδικότερα της ρεαλιστικής – νατουραλιστικής. Γιατί αυτή μόνο απαιτεί από τα έργα της να έχουν δράση κλιμακούμενη, χρονικά ομαλή και λογικά αιτιολογημένη, να την τοποθετούν σε σκηνικό που να την προάγει και να παρουσιάζουν δρώντες, σφαιρικούς και εξατομικευμένους χαρακτήρες. Και είναι, επιπλέον, γεγονός πως το παπαδιαμαντικό έργο με κορωνίδα το τυπικό, «στατικό» του διήγημα, δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί και στο ευρύτερο ρεαλιστικό αίτημα, να αναπαραστήσει δηλαδή τη διαρκώς κινούμενη και εξελισσόμενη σύγχρονή του πραγματικότητα.

Από τη στιγμή, ωστόσο, που θα αλλάξει κάποιος την προοπτική θεώρησης αυτού του έργου και θα αποδεσμευτεί από τον Ρεαλισμό-Νατουραλισμό, ακόμα κι από την πεζογραφία γενικώς, θα διαπιστώσει ότι όσα με τα προηγούμενα κριτήρια επισημάνθηκαν ως μειονεκτήματα του παπαδιαμαντικού έργου αποτελούν γνωρίσματα σύμφυτα με ένα κείμενο που αναγνωρίζουμε ως ποιητικό και συμβατά με τον κόσμο που δημιουργεί, γι’ αυτό και γίνονται αβίαστα και πλήρως αποδεκτά. Η κριτική, λοιπόν, που δε δέχτηκε το αυθαίρετο και άδικο συμπέρασμα πως ο Παπαδιαμάντης, αφού δεν είναι καλός ρεαλιστής πεζογράφος, δεν είναι καν καλός λογοτέχνης, αλλά εντόπισε και πρόβαλε την ποιητική του φλέβα, υπήρξε πάντα από θετική έως υμνητική για το έργο του. Και δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι η θετική αυτή κριτική προέρχεται κυρίως από ποιητές, οι οποίοι στον Παπαδιαμάντη αναγνώρισαν, προφανώς, έναν ομότεχνό τους. Έτσι ο Παλαμάς στη θετική αποτίμησή του τον θεωρεί, επιγραμματικά, «ποιητή με τον πεζό λόγο», ο Καβάφης τον χαρακτηρίζει «κορυφή των κορυφών», ο Ελύτης αποδίδει την παπαδιαμαντική μαγεία στον

«απροσδιόριστο παράγοντα που είναι ο ποιητικός και που πολύ σπάνια επιφοιτεί χωρίς να προδίδεται στις κεφαλές των εξ επαγγέλματος πεζογράφων»[2],

για να περιοριστούμε στις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις.

                Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, προς απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως (ρεαλιστής) πεζογράφος, όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά γιατί είχε, ως άνθρωπος, το σπάνιο χάρισμα να θεάται τον κόσμο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δημιουργός, να ενοφθαλμίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης.

***

                Το τυπικό παπαδιαμαντικό διήγημα, εξαιτίας ακριβώς της «ασθενούς πλοκής» που και ο συγγραφέας, όπως είδαμε, επισημαίνει χωρίς, όμως, να τη θεωρεί μειονέκτημα, μέσω της στατικότητας και της σταδιακής αποδέσμευσής του από την τρέχουσα πραγματικότητα, «φορτίζεται με ένα ποιητικό δυναμικό» ανάλογο με αυτό του λυρικού ποιήματος. Το διήγημα, έτσι, αποκτά, πέρα από τη λειτουργία ενός έγχρονου αναπαραστατικού ρεαλιστικού πεζογραφήματος, και την πρόσθετη λειτουργία του άχρονου και καθολικευτικού λυρικού ποιήματος. Ο συγγραφέας είναι τότε σε θέση, όπως γενικά κατορθώνει μόνο ο ποιητής, να φωτίζει σπάνιες ή και αθέατες πλευρές της πραγματικότητας, να αποκαλύπτει με απροσδόκητους συνδυασμούς των θραυσμάτων της επιφάνειάς της ό, τι βαθύ και ουσιαστικό τη συνέχεια «εν τω βάθει» να συμπυκνώνει σε φευγαλέα οράματα τη στιγμιαία συνειδητοποίηση μιας ολόκληρης ζωής, ακόμα και να ανασύρει, κάποτε, χάριν του ανθρώπου εντεύθεν του κόσμου τούτου τον πέπλο που κρύβει το μυστήριο του «επέκεινα».

                Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού διηγήματος εντοπίζεται και στη βαθύτερη δομή του, στην οργάνωση δηλαδή του περιεχομένου του, αλλά και στη γλωσσική επιφάνεια και είναι αποτέλεσμα διαφόρων αφηγηματικών τεχνικών, μεθόδων και εκφραστικών τρόπων. Κάποιες από τις αφηγηματικές αυτές τεχνικές συμβάλλουν στην αποδυνάμωση της χρονικότητας των διηγημάτων, νοούμενης τόσο ως κατάργηση των δεσμών τους με συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, όσο και ως εσωκειμενικής οργάνωσής τους σύμφωνα με μια γραμμική χρονική αλληλουχία, αλλά με μια κίνηση κυκλική, την οποία ο αναγνώστης βιώνει ως λυτρωτική συναίρεση του παρελθόντος, του παρόντος και του εσχάτου μέλλοντος. […]

***

                Η τέχνη του Παπαδιαμάντη, λοιπόν, κάνει το έργο του να πλησιάζει προς την ποίηση και,  ειδικότερα, προς τη συμβολιστική ποίηση.

                Η ροπή προς το Συμβολισμό είναι ευεξήγητη, αν δεν ήταν και αναμενόμενη. Διότι, όπως επίσης μνημονεύσαμε παραπάνω, στηριζόμενος ο Παπαδιαμάντης σε ιδεολογία χριστιανική και, επομένως, αντίθετη προς τον απαισιόδοξο ντετερμινισμό του Νατουραλισμού, ακόμα και προς τον ορθολογισμό του Ρεαλισμού, ήταν φυσικό να ακολουθήσει δρόμο παράλληλο προς αυτόν που άνοιξαν οι πρωτοπόροι συμβολιστές ποιητές. Ο Συμβολισμός, πράγματι, υπήρξε πολύ περισσότερο επανάσταση εναντίον της νατουραλιστικής θεωρίας και πράξης παρά αντίδραση απέναντι στο Ρεαλισμό γενικά. Γι’ αυτό και, θέτοντας ως σκοπό του όχι την πιστή και συνεκδοχική περιγραφή του κόσμου, αλλά τη μετατόπιση σε έναν «άλλο κόσμο», μέσω της μεταφοράς και του συμβόλου, προώθησε έναντι της πεζογραφίας την ποίηση, που ο νατουραλισμός είχε εξοστρακίσει. Οι συμβολιστές ποιητές φανερώνουν έτσι και τη βεβαιότητά τους στην ύπαρξη μιας διαφορετικής και ουσιαστικότερης πραγματικότητας πέραν της ορατής και την πίστη πως μπορούν την ύπαρξη αυτή να την υπαινιχθούν, έστω, μόνο με τη γλώσσα της ποίησης, ανανεωμένη  όμως δραστικά με τη μεταφορά, το σύμβολο και μια νέα ρυθμικότητα. Ο Παπαδιαμάντης, λοιπόν, εισάγει την ποίηση στη σκηνή του «νατουραλιστικού» έργου του, όπως την είχαν επαναφέρει οι συμβολιστές στη λογοτεχνική σκηνή γενικά, δίνοντάς της και αυτόν το ρόλο του πρωταγωνιστή, του ειδοποιού δηλαδή γνωρίσματος της τέχνης του. Με το βήμα αυτό σώζει τη λογοτεχνία, στο ποσοστό που του αναλογεί και όπως ακριβώς έκαναν οι συμβολιστές, από το θανάσιμο κίνδυνο που εγκυμονούσε γι’ αυτήν η λογοτεχνική θεωρία του Ζολά. Γιατί, αν ιδανικό της λογοτεχνίας είναι να μιλήσει για τον κόσμο, όπως τον γνώρισε στο πειραματικό εργαστήριο (Ζολά: Το ποιητικό μυθιστόρημα), τότε ποιος ο λόγος να εξακολουθεί να υπάρχει, αφού το ιδανικό αυτό ανταποκρίνεται καλύτερα στην επιστήμη; […]

                Συμπερασματικά, θα λέγαμε πως η λογοτεχνική αξία του Παπαδιαμάντη δεν έγκειται στη βαθιά ορθόδοξη πίστη του. Η όλο και περισσότερο εκτιμώμενη από την κριτική αξία του έργου του συνίσταται στο γεγονός ότι, προκειμένου να καταθέσει τη συγκεκριμένη πίστη του, βρήκε ως συγγραφέας τον προσφορότερο τρόπο, πετυχαίνοντας κάτι σπάνιο στην  ιστορία της λογοτεχνίας: όχι την ανάμειξη στοιχείων απλώς «ρεαλιστικών» και απλώς «ποιητικών», αλλά τη συγχώνευση στο ίδιο κείμενο των ακραίων στο είδος τους αισθητικών δύο αντιτιθέμενων από τη φύση τους ρευμάτων, του Νατουραλισμού και του Συμβολισμού, και τη λεπτή εξισορρόπηση τους με τρόπο που μόλις ακυρώνει τον αμοιβαίο αποκλεισμό τους. Γι’  αυτό και δημιουργεί ένα έργο μοναδικό, το οποίο, καθώς ο κανόνας του παραμένει σε πολλά ανεξιχνίαστος, απαιτεί και παράγει ειδικό κώδικα ανάγνωσης. Αυτό, όμως, ως γνωστόν, είναι ίδιον των μεγάλων μόνο δημιουργών, πράγμα άλλωστε που ερμηνεύει και την αναπάντεχη από πολλές πλευρές επιβίωση του παπαδιαμαντικού έργου ως τις μέρες μας.



Πολίτου-Μαρμαρινού Ελ., 1997, «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα Σοκόλης, τόμος ΣΤ΄





[1] Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τέταρτη έκδοση, «Ίκαρος», Αθήνα 1968, σσ.382,383
[2] Οδυσσέας Ελύτης: «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, στο βιβλίο του Εν Λευκώ. «Ίκαρος», Αθήνα 1992, σ. 100

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Α' Μέρος (Σημειώσεις)



 Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδερφοί, 
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα,
θα αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
                                                                                                            Οδυσσέας Ελύτης

 Βιογραφικά στοιχεία
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851 στη Σκιάθο. Γονείς του ήταν η Αγγελική Μωραΐτη και ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ. Απέκτησαν οκτώ παιδιά, από τα οποία όμως επέζησαν τα έξι. Τα παιδιά επηρεάστηκαν από την αυστηρότητα, την καλοσύνη, την ταπεινότητα και τη θρησκευτική ευλάβεια του πατέρα τους. 
Ο πατήρ Αδαμάντιος ήταν άνθρωπος που αγαπούσε  τα γράμματα και ενδιαφέρθηκε για τη μόρφωση των τέκνων του.  Έτσι, ο Αλέξανδρος γράφτηκε στο αλληλοδιδακτικό σχολείο της Σκιάθου και κατόπιν στο σχολαρχείο, το οποίο τελείωσε στη Σκόπελο και από το οποίο αποφοίτησε με το όνομα Παπαδιαμάντης. Παρ’ όλο που ένας απόφοιτος του σχολαρχείου θεωρούνταν μορφωμένος άνθρωπος για τα δεδομένα της εποχής, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του και γράφτηκε στο Γυμνάσιο Χαλκίδος το 1867. Εκεί παρακολούθησε τις δύο πρώτες τάξεις. Την τρίτη τάξη την παρακολούθησε στο Γυμνάσιο Πειραιά, αλλά δε συνέχισε εκεί τις σπουδές του λόγω οικονομικών δυσκολιών. Διακόπτει λοιπόν τη φοίτησή του και επιστρέφει για λίγα χρόνια στη Σκιάθο. Εκείνο το χρονικό διάστημα επισκέπτεται με ένα φίλο του το Άγιον Όρος. Πρόκειται για μια επίσκεψη που του προσέφερε πολλά –διάβασε εκκλησιαστικά βιβλία, ήρθε σε επαφή με τη βυζαντινή μουσική και την ψαλτική τέχνη- και σημάδεψε τη ζωή του. Τελικά, δεν ακολούθησε την καλογερική αλλά μετά από την επίσκεψη αυτή αποκαλούσε τον εαυτό του «κοσμοκαλόγερο».
Κατόπιν, ακολουθώντας παραινέσεις φίλων του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και τελείωσε το Γυμνάσιο στο Βαρβάκειο. Στη συνέχεια, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. Βιοποριζόταν ασχολούμενος με τις μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών έργων, γαλλικών, αγγλικών και ρωσικών. 
Εν τω μεταξύ ο Παπαδιαμάντης αρχίζει να ασχολείται με τη συγγραφή αλλά οι συνθήκες διαβίωσης στην Αθήνα είναι απελπιστικές. Ζει στα όρια της ανέχειας και μετά από το θάνατο του αδελφού του πρέπει να ζήσει τις αδελφές του στη Σκιάθο. Στους φιλολογικούς κύκλους της πρωτεύουσας δεν τα κατάφερε και δεν τον ενδιέφερε να μπει ποτέ. Όπως πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες γνώρισε την καταξίωση μετά το θάνατό του. Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του αποσύρθηκε στη Σκιάθο. Πέθανε εκεί πάμφτωχος το 1911. 


 Έργο
Ο Παπαδιαμάντης εμφανίστηκε στα γράμματα ως μυθιστοριογράφος. Τα τρία πρώτα του έργα, η Μετανάστις, οι Εμπόροι των Εθνών και η Γυφτοπούλα είναι ιστορικά μυθιστορήματα επηρεασμένα από το κίνημα του ρομαντισμού. Οι υποθέσεις του τοποθετούνται στο παρελθόν –την περίοδο της Ενετοκρατίας, την περίοδο της Επανάστασης, τα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης-  και η δράση έξω από τον ελληνικό χώρο.
Ο ρομαντισμός όμως ήταν ένα κίνημα που στην Ελλάδα τουλάχιστον απέτυχε οικτρά. Άλλωστε, τα χρόνια της διακυβέρνησης του Χαριλάου Τρικούπη η Ελλάδα είναι πια ένα ανεξάρτητο κράτος που έχει αυξήσει τα σύνορά του αρκετά και αναζητά την ταυτότητά του. Για τη γενιά του 1880, το αίτημα για τη δημιουργία μιας εθνικής πεζογραφίας, απαλλαγμένης από τα ξένα πρότυπα είναι καίριο. Το έναυσμα το έδωσε ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης που, σε συνεργασία με το περιοδικό Εστία, προκήρυξε διαγωνισμό για τη συγγραφή διηγήματος με ελληνική υπόθεση. Ο Παπαδιαμάντης πήρε μέρος στο διαγωνισμό με τη νουβέλα Χρήστος Μηλιώνης. Φυσικά, δεν κέρδισε το διαγωνισμό, καθώς το βραβείο δόθηκε στο Γεώργιο Βιζυηνό. Με τη νουβέλα αυτή όμως έκανε μια στροφή από το μυθιστόρημα στο διήγημα και από το ρομαντισμό  στην ηθογραφία. Στη συνέχεια, έγραψε περίπου 180 διηγήματα.  



Ρεαλισμός – νατουραλισμός – λυρισμός – ρομαντισμός

Αν και ηθογράφος, ο Παπαδιαμάντης δεν παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη μορφή της ζωής της υπαίθρου, όπως έκαναν άλλοι ομότεχνοί του. Αντίθετα, ακολουθώντας τις επιταγές του κινήματος του ρεαλισμού, επιλέγει στα διηγήματά του να παρουσιάσει κοινά θέματα, κοινές εμπειρίες, να απεικονίσει πιστά την πραγματικότητα διατηρώντας, παράλληλα, μια κριτική στάση απέναντί της. Διαγράφει τη ζωή της μικρής κοινωνίας του τόπου του υπογραμμίζοντας τη φτώχεια των ανθρώπων, την αδικία, την αθλιότητα της μίζερης ζωής τους, τις σκληρές συνθήκες εργασίας.

 Άλλες φορές πάλι, ξεπερνά τα όρια του ρεαλισμού και κινείται στο χώρο του νατουραλισμού -που δεν αποτελεί παρά μια ακραία μορφή του ρεαλισμού-, επιλέγοντας προκλητικότερα γι’ αυτόν θέματα και αποτυπώνοντας φωτογραφικά και με κάθε λεπτομέρεια την πραγματικότητα. Τα διδάγματα λοιπόν του νατουραλισμού ο Παπαδιαμάντης τα εφαρμόζει στις περιγραφές του, όπου φαίνεται τόσο η παρατηρητικότητά του όσο και η εμμονή του στη λεπτομέρεια. Νατουραλιστικό αφήγημα της νεοελληνικής πεζογραφίας έχει χαρακτηριστεί Η Φόνισσα.


Ο λυρισμός και ο ρομαντισμός είναι κινήματα που αντιτίθενται στις αρχές του ρεαλισμού ή του νατουραλισμού. Παρ’ όλα αυτά, δείγματά τους υπάρχουν στο παπαδιαμαντικό έργο. Αυτό φαίνεται στις λυρικότατες περιγραφές της φύσης, στην ποιητικότητά του, στο θρησκευτικό συναίσθημα, στη νοσταλγική διάθεση των ηρώων, το ρεμβασμό τους, στη θλίψη που προκαλεί στο συγγραφέα η σκέψη της χαμένης αθωότητας.
 




Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

Γεώργιος Βιζυηνός - Β' Μέρος (Σημειώσεις)

Το ψυχογραφικό στοιχείο στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού


Η αφηγηματική πεζογραφία του Βιζυηνού έχει εντελώς προσωπικό χαρακτήρα. Ψυχολογική κατά βάθος και ψυχογραφική, παρ’ όλα τα ηθογραφικά της στοιχεία, εμφανίζεται αρμονικά υποταγμένη στις απαιτήσεις της πλοκής και του μύθου, με σκοπό ν’ αποκαλύψει βαθμιαία το υπόστρωμα της ιστορίας. Ο μύθος και η πλοκή γίνονται ο κεντρικός μοχλός, που προκαλεί και οξύνει τις ψυχικές καταστάσεις και, συχνά, οδηγεί τα πρόσωπα σε μια οξύτατη κρίση συνειδήσεων. Η συντριβή, η χριστιανική αφοσίωση, η αγάπη και η συγγνώμη αποτελούν τις μόνες διεξόδους απ’ αυτήν την κρίση, κι έρχονται για να φέρουν την κάθαρση στο τέλος. Σε κάθε διήγημά του, σύμφωνα με την παρατήρηση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, «ὑπάρχει καί μιά κρίση συνείδησης, ἕνα πρόβλημα ψυχικό, πού βρίσκει τή λύση του μαλακά –μαλακά, μέ τή συγγνώμη, μέ τόν ἕλεον, μέ τήν ἀνθρωπιά» όταν, βέβαια, και σε όσο βαθμό τη βρίσκει, αφού όχι σπάνια η λύση ταυτίζεται με την κάθαρση της αρχαίας τραγωδίας ή και με την ισόβια συντριβή. Χαρακτηριστική είναι η κατάληξη στο Αμάρτημα της μητρός μου, ύστερα απ’ την εξομολόγηση της μητέρας στον Πατριάρχη·  μια λύση,  σε τελευταία ανάλυση, χωρίς λύση. [...]



Από τα κυριαρχικά γνωρίσματα της πεζογραφίας του είναι αυτός ο τόνος της ανθρωπιάς και της επώδυνης τρυφερότητας. Υπάρχει, αναντίρρητα, εδώ κι εκεί και κάποιο χιούμορ, μια ελαφριά ειρωνεία.  Μα τόσο διακριτικά, τόσο άκακα, που άλλο δεν κάνουν παρά να τονίζουν με την αντίθεση τα δραματικά στοιχεία. Το πλαίσιο μένει συνήθως ηθογραφικό δίνοντας στο συγγραφέα την ευκαιρία να παρουσιάζει παράλληλα με την κυρίως διήγηση, και μιαν εικόνα της ζωής των χωριών της Θράκης, με τις δοξασίες,  τις προλήψεις και τα ήθη τους. [...]
Έτσι, το κέντρο στα διηγήματα και τις νουβέλες αποτελεί ο άνθρωπος. Γι’ αυτό, αν και οι ιστορίες του εκτυλίσσονται συχνότατα στο φυσικό και στο αγροτικό περιβάλλον, η φύση, μολονότι δεν παραλείπει εδώ κι εκεί να την περιγράφει, εμφανίζεται κάπως αφηρημένη, κι έχεις παράδοξα την αίσθηση πως επικρατεί ο κλειστός χώρος. Τη φύση ο Βιζυηνός την κοιτάζει πιο πολύ με το μάτι του ρομαντικού. Στο αφηγηματικό του έργο, εξ άλλου, όπως και στο ποιητικό καταφέρνει σ’ ένα θαυμαστό κράμα να συνδυάζει τη λογιότητα με τα λαϊκά και τα δημοτικά στοιχεία. Σε τελική ανάλυση όμως, ό,τι τον ενδιαφέρει είναι ο άνθρωπος, η ψυχολογία του και η μοίρα του – και μάλιστα, καθώς το βλέπουμε καθαρότερα στο Μοσκώβ Σελήμ και στο Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου, όχι ο στενά περιορισμένος στα όρια της εθνότητας. Γι’ αυτό, παρά τις πετυχημένες κάποτε περιγραφές, η φύση απομένει συνηθέστερα διακοσμητική. Υπάρχει γύρω, μα σπάνια γίνεται πραγματική και ζωντανεύει. Ενώ οι ανθρώπινοι χαρακτήρες του αναλύονται και ψυχογραφούνται, με μια διεισδυτικότητα που σε λιγοστές περιπτώσεις ξαναγνώρισε η πεζογραφία μας.
Στεργιόπουλος Κ., 1997, "Γεώργιος Βιζυηνός", Η παλιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης, Τόμος ΣΤ', σελ. 48 - 51

***
Το έργο του Γεώργιου Βιζυηνού είναι αποκλειστικά σχεδόν βιωματικό. Και αφορά μνημονικές καταγραφές της παιδικής κυρίως ηλικίας του, πυκνές και έκδηλες εμπειρίες και επιρροές – όλες μεγάλες και πολλές λόγω της μεγεθυντικής ευαισθησίας του -  τόσο που δε χρειάστηκε να επιστρατευτεί πολλή από τη φαντασία του για να τις καταγράψει [...] Τα μεγάλα, τα αριστουργηματικά του αφηγήματα προέρχονται από τον οικογενειακό ή από τον συναφή μ’ αυτόνε χώρο, όπου τα πρόσωπα των «μύθων» αντιστοιχούν απόλυτα στα πρόσωπα της πραγματικής του οικογενείας, διατηρώντας μάλιστα και το πραγματικό τους όνομα.
Τώρα, ως προς τις καταγραφές που γίνονται για πρότυπα γονεϊκά, αχνά και πού δηλώνεται ο πατέρας πραματευτής – ταξιδευτής, ανεύθυνος και χαροκόπος στο «Αμάρτημα», που όμως αφήνει ορφανό το Γιωργή γύρω στα πέντε του χρόνια. Έτσι δεσπόζει μια αγράμματη μα και πρακτική, μα και δεισιδαιμονική μητέρα, γεμάτη εμμονές σε όλο το «Αμάρτημα» [...] Τις οίδε ποια αμφίσημα συναισθήματα αυτή η μητέρα αποτύπωσε στο ασυνείδητο του μικρού Γιωργή που αντανακλώνται όλα στις ευγνωμοσύνες και στις ενοχές, που διατρέχουν όλο το «Αμάρτημα», μα και στις υποσχέσεις του για παροχή ισόβιας προστασίας απ’ αυτή.
Στο πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού φαίνεται πως υπάρχει μία πρωτογενής, αυτόματη διάθεση για ιχνηλασία της ανθρώπινης ψυχής και είναι, ίσως, μία όψη του ταλέντου του που οδηγεί στην αυταπάρνηση και στην ετεροπαρατήρηση, μια ικανότητα άσχετη από τη μεθοδευμένη γνώση που απόκτησε σπουδάζοντας ψυχολογία. Διότι, για το είδος του πεζογραφικού λόγου που ο Βιζυηνός επέλεξε, ήτοι το ψυχολογικό αφήγημα, οι ψυχολογικές σπουδές δε θα 'ταν ικανές να υπαγορεύσουν άλλο τι από μια ξερή γραφή που εδώ την προλαβαίνει το ταλέντο, όπου εκμεταλλεύεται όχι πλέον τη γνώση, αλλά την παρατήρηση πάνω στο βίωμα ημών αυτών και των άλλων.
Η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της μάνας Δεσποινιώς στο «Αμάρτημα» είναι μοναδική. Για τα παιδιά της, που είναι ομφαλός του κόσμου, είναι μια μάνα παθιασμένη, ακόρεστη, πληθωρική, μαχητική και εν τέλει φορτική. Σε όλο το «Αμάρτημα» ζητά να επιβάλει την προέκταση της μητρογραμμικά καθορισμένης ύπαρξής της στο θηλυκό παιδί, που βάζει πάνω απ’ όλα τα υπόλοιπα κι αρσενικά παιδιά της. Το ίδιο απόλυτη και πρωτεϊκή είναι και στις ενοχές της. Η εξομολόγησή της, έτσι όπως δίνεται μέσ’ από μιαν ανυπέρβλητη θρησκευτική ενοχικότητα κι από την τέλεια σύζευξη της ψυχολογίας και του λόγου, που ο συγγραφέας πραγματοποιεί, παίρνει το απύθμενό της βάθος. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινή από την άποψη του λόγου, ούτε πιο πλήρης απ’ την ψυχολογική πλευρά.
Ο Βιζυηνός μάς κάνει φανερό ότι οι έννοιες του φόνου εξ αμελείας ή του ακούσιου εγκλήματος είναι πολύπλοκες για την πρωτεϊκή αυτή γυναίκα, που τις κατανοεί χωρίς τα επίθετα και τα επιρρήματά τους στην ενιαία τους σημασία, φόνος – έγκλημα. Κάτι που ο άνθρωπος εξομολογείται κανονικά μόνο στο θεό και τώρα εδώ αυτή, καταταπεινωμένη, το εξομολογείται στο παιδί της. Τι σημασία μπορεί να ‘χει ύστερα από αυτά η εξομολόγηση στον Πατριάρχη που είναι «καλόγερος... Δεν μπορεί να γνωρίσει τι πράγμα είναι να σκοτώσει κανείς το ίδιο το παιδί του». Άρα, ούτε η θρησκευτική παραμυθία τής αρκεί.
Κι έτσι, ο ψυχολόγος Βιζυηνός που υποδηλώνει πως σε κανέναν δεν αρκεί, διδάσκει ότι ο άνθρωπος ουδέποτε γλιτώνει από το τραύμα των λαθών του, εκούσιων και μη. Αλλά ο καλλιτέχνης Βιζυηνός συνάμα δείχνει πόσο είναι μάταιο, εάν όχι βέβηλο, πάνω σε μία τέτοια, απεγνωσμένη μεγαλειώδη απογύμνωση να δοκιμάζει η λογική – η επιστήμη – να υπερβεί τα όρια του ανθρώπου, όχι με τους κοινούς, τους τρόπους που παρηγορούν, αλλά με τις ανύπαρκτες καμιά φορά και ανυποψίαστες του βάθους των ενστίκτων αιτιολογήσεις των ανθρώπινων πράξεων, ενώ οι πράξεις – καλές ή κακές – μπορούν να παραμένουν τόσο απλές και να πονούν τόσο βαθιά, όσο τους πρέπει για να είναι σεβαστές από την άλλη, την ανθρώπινη πλευρά που εδώ ο Βιζυηνός μάς δίνει.

Παντελής Κρανιδιώτης, «Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, ετεροαναλυόμενος και μη», περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 278, (8.1.1992)


Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2013

Γεώργιος Βιζυηνός - Α' Μέρος (Σημειώσεις)

Ὁ καλλιτέχνης συγγραφεύς, ὁ δημοσιεύσας ἐντεχνοτάτης πλοκῆς καί ἀνατολικοτάτου χρωματισμοῦ διηγήματα, ὁ πρῶτος ἴσως ὑποσημάνας τήν αναγέννησιν τῆς ἑλληνικῆς διηγηματογραφίας, προεκάλει, πλην ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἀνοήτους κρίσεις και σχολαστικάς παρατηρήσεις. [...] Καί ὄμως ὁ Βιζυηνός πολύ τελειότερον τοῦ ποιητοῦ τῶν ἐπικολυρικῶν και τῶν ἐρωτοσατυρικῶν στίχων εἶναι διηγηματογράφος ποιητής 
(Κωστή Παλαμα, Άπαντα, τόμ. Β', Γκοβόστης - Μπίρης, Αθήνα 1962)

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη, μια μικρή κωμόπολη της Ανατολικής Θράκης. Οι γονείς του ήταν άνθρωποι απλοί, φτωχοί και θεοσεβούμενοι. Η μητέρα του, η Δεσποινιώ ορφάνεψε σε μικρή ηλικία και την υιοθέτησε ένα ευκατάστατος πραγματευτής από τη Βιζύη, που δεν είχε δικά του παιδιά. Ο πατέρας του, ο Μιχαήλος δούλευε στη Βιζύη ως μπακάλης. Πέθανε από τύφο σε νεαρή ηλικία κι έτσι η Δεσποινιώ χήρεψε νέα, μένοντας μόνη με τα πέντε παιδιά της. Τα παιδιά της ήταν ο Χρηστάκης, που ήταν αγροτικός ταχυδρόμος και δολοφονήθηκε (Ποιος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου), η Αννιώ, που κατά λάθος τη σκότωσε η μητέρα της πλακώνοντάς την με το σώμα της στον ύπνο της (Το αμάρτημα της μητρός μου), ο Γεώργιος (ο συγγραφέας), η Αννιώ, που πέθανε σε μικρή ηλικία και ο Μιχαήλος, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα του, γιατί εκείνος πέθανε προτού γεννηθεί το παιδί.

Ο Βιζυηνός, αφού τελείωσε το δημοτικό στη Βιζύη, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δούλεψε σε ραφτάδικο μαζί με το μεγάλο του αδερφό. Εκεί φάνηκε η πρώτη του έφεση για τα γράμματα και ιδιαίτερα τα εκκλησιαστικά. Προστατευόμενος του Γιάγκου Γεωργιάδη συνέχισε τις σπουδές του στην ενοριακή σχολή της Πόλης. Βλέποντας την κλήση του στα γράμματα, ο Γεωργιάδης τον βοήθησε να συνεχίσει τις σπουδές του στη Λευκωσία της Κύπρου, όπου τελείωσε το Σχολαρχείο και ήταν ασκούμενος καλόγερος και ψάλτης. Ο Βιζυηνός ήθελε να γίνει κληρικός αλλά οι έντονες αισθηματικές του εμπειρίες τον έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι οι θυσίες θα ήταν πολλές…

Φοίτησε ωστόσο στη Θεολογική σχολή της Χάλκης με την οικονομική βοήθεια του ευεργέτη του, Γ. Ζαρίφη, και άρχισε παράλληλα να ασχολείται με την ποίηση. Την πρώτη του ποιητική συλλογή, Ποιητικά Πρωτόλεια, την εξέδωσε με την προτροπή του Τανταλίδη και ακολούθησε ο Κόρδος, με τον οποίο ο ποιητής βραβεύτηκε στο Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Βοσπορίδες Αύραι, Μύθοι λαού και παραδόσεις, Λυρικά, Ατθίδες Αύραι, με τις οποίες ο ποιητής θα αρχίσει να απομακρύνεται από τους φαναριώτες και το ρομαντισμό για να ασκηθεί στη χρήση της δημοτικής γλώσσας και την καταγραφή παραδόσεων του λαού. Ας σημειωθεί ότι το βραβείο του Βουτσιναίου διαγωνισμού ποίησης το κέρδισε για δεύτερη φορά με την ποιητική συλλογή ’Αραις, Μάραις, Κουκουνάραις.

Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο ο Βιζυηνός φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία, όπου ανακηρύχτηκε διδάκτωρ με την έκδοση της διδακτορικής διατριβής Το παιχνίδι από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη. 

Μετά τις σπουδές στη Γερμανία ο Βιζυηνός έζησε στο Λονδίνο και το Παρίσι, όπου το 1883 εξέδωσε το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου αρχικά στα γαλλικά και έπειτα και στα ελληνικά. Επέστρεψε όμως στην Αθήνα, όπου εργάστηκε ως καθηγητής στο γυμνάσιο και αργότερα ανακηρύχθηκε υφηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο θάνατος του ευεργέτη του, Γ. Ζαρίφη,  σήμανε και το τέλος της οικονομικής ασφάλειας για το Βιζυηνό. Κάτω από την οικονομική πίεση αυτή αποφάσισε να προωθήσει μια μεταλλευτική επιχείρηση σε περιοχή με πλούσια μεταλλεύματα, όπου είχε κληρονομήσει κτήματα από την οικογένεια της μητέρας του. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς. Η αποτυχία αυτή σε συνδυασμό με ερωτικές και άλλες απογοητεύσεις οδήγησαν το Βιζυηνό στην τρέλα. Πέθανε έγκλειστος στο Δρομοκαϊτειο Ψυχιατρείο το 1896.

 ***
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στη διηγηματογραφία του Βιζυηνού
"Τον Βιζυηνό τον θεωρούσαν κυρίως ποιητή στην εποχή του.  Ποιητής ξεκίνησε και δεν έπαψε να θεωρείται ποιητής ως το θάνατό του. Αν εξακολουθούσε να λογαριάζεται και να κρίνεται ως ποιητής και πιο ύστερα, φοβάμαι πως σπανιότερα θα τον θυμόμαστε και θα τον αναφέραμε σήμερα. Ευτυχώς, και για κείνον και για μας, από το 1882, όπως είδαμε, γύρω δηλαδή στα τριαντατρία χρόνια του, είχε αρχίσει να γράφει και διηγήματα, που όχι μόνο του εξασφάλισαν την υστεροφημία, αλλά και, ουσιαστικά, εγκαινίαζαν τότε μια νέα περίοδο του νεοελληνικού διηγήματος με μεγαλύτερες αξιώσεις. [...]
Είναι, λοιπόν, ο Βιζυηνός ο πρώτος που έγραψε νεοελληνικό διήγημα με τέτοιες αξιώσεις και τόσο υψηλούς στόχους. Χωρίς κανένα ανάλογο προηγούμενο, χωρίς παράδοση διηγηματογραφική πίσω του, έβαλε τις βάσεις κι έδειξε το σωστό δρόμο για τη δημιουργία νεοελληνικής διηγηματογραφίας, εισάγοντας, εκτός απ' τ' άλλα, την αλήθεια και τη γνησιότητα του βιωματικού στοιχείου, αν σκεφτούμε, ότι πρώτη ύλη για τα διηγήματα και τις νουβέλες του στάθηκε η γεμάτη απρόοπτες εξελίξεις και μεταστροφές της τύχης ατομική του ζωή και η οκογενειακή του τραγωδία, με ήρωες τον εαυτό του και τα πρόσωπα του στενού οικογενειακού του περιβάλλοντος και με κεντρική ηρωίδα σε δύο απ' τα καλύτερά του κομμάτια τη μητέρα του. [...]
Έτσι, αν προκειμένου για άλλους συγγραφείς η εξέταση της ζωής τους είναι στοιχείο βοηθητικό για τη μελέτη του έργου τους, η εξέταση της ζωής του Βιζυηνού (για τούτο, άλλωστε, επιμείναμε σε τόσες λεπτομέρειες) αποτελεί μια πρώτη γεύση της αφηγηματικής του πεζογραφίας και μια εισαγωγή στο χώρο και στον τόπο που κινείται, αλλά ταυτόχρονα κι ένα είδος επιλόγου, απ' όπου μαθαίνουμε για την τύχη των υπόλοιπων προσώπων, όσων άφησε στις διηγήσεις του δίχως τελειωτική κατάληξη, και, τέλος, για την τύχη και του ίδου του συγγραφέα, μια κι αντιπροσωπεύει κι εκείνος ένα απ' αυτά τα πρόσωπα, ώστε καλά το παρατήρησε ο Παν. Μουλλάς πως "ἡ ἀνάγνωση τοῦ Βιζυηνοῦ προχωρεῖ συνήθως ἀπό τη βιογραφία πρός το ἔργο". Θα το λέγαμε μάλιστα κατηγορηματικότερα: δεν μπορεί παρά ν΄αρχίζει από τη βιογραφία και να προχωρεί προς το έργο.
Πέρα όμως απ'αυτήν την πρώτη ύλη του βιώματος, υπάρχει η τέχνη της αφήγησης και της πλοκής. Γιατί ο Βιζυηνός δεν περιορίζεται στο αυτοβιογραφικό στοιχείο. Χρησιμοποιεί συνήθως το πρώτο πρόσωπο, επειδή, όπως πιστεύει ο Απόστολος Σαχίνης, του χρειάζεται "ἕνας τρόπος ἐκφραστικῆς ἀμεσότητας, ἕνας τρόπος προσωπικῆς συναισθηματικῆς συμμετοχῆς". Μα σκοπός του δεν είναι ν' αυτοβιογραφηθεί και ν'αφηγηθεί τα προσωπικά του παθήματα και τα παθήματα της οικογένειάς του, αλλά να συνθέσει έργα ικανά να δώσουν μια εικόνα του ανθρώπινου δράματος, όπου ο μύθος, η πλοκή και τα πρόσωπα να κινούνται και να συμπλέκονται με τη δύναμη του μοιραίου. Ιδιαίτερα πρέπει να εξαρθεί η δραματική πυκνότητα και οι επεμβάσεις της μοίρας, που φέρνουν τους χαρακτήρες αντιμέτωπους, καθώς από το ένα, το αρχικό μοιραίο γεγονός, προκύπτουν στη συνέχεια άλλες δραματικές συνέπεις με αντίχτυπο πάνω σε όλους."
Στεργιόπουλος Κ., 1997, "Γεώργιος Βιζυηνός", Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα: Σοκόλης,, Τόμος ΣΤ', σελ. 44-47