Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Αφίσες #1: Kuba Kolodziejak

 


















Η Πολωνία είναι χώρα με μεγάλη παράδοση στη γραφιστική τέχνη. Η Σχολή Αφίσας της Βαρσοβίας έχει αναδείξει ήδη από τη δεκαετία του '50 σπουδαίους γραφίστες που ασχολούνται με τον σχεδιασμό αφίσας και μπορούν να συναγωνιστούν σε ποιότητα, φαντασία και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα τους πιο καταξιωμένους ζωγράφους. Εδώ τα όρια ανάμεσα στη ζωγραφική και τη γραφιστική τέχνη γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα. 





Οι Πολωνοί γραφίστες χρησιμοποιούν έντονα χρώματα, που είναι γνωστά στο κοινό τους από τη λαϊκή τέχνη, ενώ οι αφίσες τους αφορούν τόσο καλλιτεχνικά γεγονότα όσο και κοινωνικά θέματα. 


 


















Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν οι αφίσες του Kuba Kolodziejak, που αφορούν την οικονομική κρίση, τη βία, την αδιαφορία του σύγχρονου ανθρώπου απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα ή την αδυναμία του να αντιδράσει σ' αυτά. 

Σε κάθε αφίσα αποτυπώνονται εντυπωσιακά το χιούμορ, η προσωπικότητα και η φαντασία του καλλιτέχνη. Ο συνδυασμός εικόνας και λεζάντας, ο μεταφορικός λόγος, το ύφος των μορφών που απεικονίζονται κάνουν την αφίσα να μοιάζει λιγότερο με καλλιτεχνική και περισσότερο με ακτιβιστική πράξη.






















Περισσότερα έργα του  Kuba Kolodziejak εδώ.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

Ο Φελίνι για τον Φελίνι




Μια μέρα κατάλαβα ότι είχα γίνει σκηνοθέτης. Νομίζω ότι μπορώ να θυμηθώ ποια ακριβώς στιγμή συνέβη. Ήταν η πρώτη μέρα του γυρίσματος του "Λευκού Σεΐχη". Είναι αλήθεια όλ' αυτά, αλλά κάθε φορά που τα λέω όλοι με κοιτάζουν σαν να τους ξεφουρνίζω φαντασιοπληξίες. Στην πραγματικότητα έγινε ως εξής: ένα πρωί βρέθηκα σε μια βάρκα που με πήγαινε από το Φιουμιτσίνο σ' ένα κότερο στ' ανοιχτά όπου ήταν οι ηθοποιοί και το συνεργείο του "Λευκού Σεΐχη". Περίμεναν εμένα, το σκηνοθέτη. Είχα χαιρετήσει πριν ακόμη καλοχαράξει η αυγή την Τζουλιέτα με το ίδιο χτυποκάρδι και τον ίδιο φόβο που πάει κανείς να δώσει εξετάσεις. Μάλιστα είχα μπει σε μια εκκλησία να παρακαλέσω να πάνε όλα καλά. Πήγαινα με το Φιατάκι μου και στο  δρόμο για την Όστια, μου 'σκασε το ένα λάστιχο. Η ηθοποιοί και το συνεργείο βρίσκονταν κιόλας, όπως είπα, πάνω στο πλοίο, κι ήταν σαν να 'βλεπα την ίδια τη μοίρα μου να με περιμένει εκεί, στ' ανοιχτά της θάλασσας. Έπρεπε να γυρίσω μια ιδιαίτερα πολύπλοκη σκηνή με τον Σόρντι και την Μπρουνέλα Μπόβο. Όταν πλησίασα στο κότερο, είδα τα πρόσωπα του συνεργείου, τα φώτα και τα σκηνικά. Δεν έπαψα στιγμή ν' αναρωτιέμαι: Μα τι θα κάνω τώρα; Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε την ταινία ούτε τίποτα, ήθελα μόνο να το βάλω στα πόδια. Αλλά δεν είχα πατήσει καλά καλά το πόδι μου στο κότερο, κι άρχισα να δίνω οδηγίες, να ζητάω τούτο κι εκείνο, να κοιτάζω μέσα από τη μηχανή. Δίχως να ξέρω τι έκανα, τι σκοπό είχα. Μέσα στο ολιγόλεπτο ταξίδι από το λιμάνι στο κότερο, είχα γίνει ένας απαιτητικός, σχολαστικός, επίμονος σκηνοθέτης, μ' όλα τα στραβά και μ' όλα τα δίκια που πάντα απεχθανόμουν ή θαύμαζα σ' έναν αληθινό σκηνοθέτη.

Φ. Φελίνι, Ο Φελίνι για τον Φελίνι (μτφρ. Τασούλα Καραισκάκη), Οδυσσέας, Αθήνα 1982.

***

Η φωτογραφία είναι από σκηνή του "Άμαρκορντ", ενός πολιτικού φιλμ του Φελίνι για τον φασισμό, αλλά και για τη νοσταλγία της ανάμνησης. Για την "επιστροφή στην εποχή μιας αθεράπευτης εφηβείας που μας παγιδεύει μέσα της για πάντα", όπως έλεγε ο σκηνοθέτης.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

Το παράνομο ζευγάρι και η "γραμμή του ορίζοντα"



Στη "Γραμμή του ορίζοντα" του Αντόνιο Ταμπούκι ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ένα πτώμα. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη σκηνή του νεκροτομείου και τελειώνει με τη σκηνή του νεκροταφείου, όπου θάβεται ο νεκρός, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η αιτία του θανάτου του. Ποιο είναι το θύμα και γιατί δεν το αναζητά κανείς; Ο νεκρός δεν ανησυχεί κανέναν, "άλλος ένας μικρός θάνατος στη μεγάλη κοιλιά του κόσμου, ένα ασήμαντο πτώμα, χωρίς όνομα και ιστορία, ένα θραύσμα της αρχιτεκτονικής των πραγμάτων, ένα απομεινάρι". 

"Μα αυτός τι είναι για σένα"; ρώτησε σιγά, "είναι ένας άγνωστος δεν μετράει τίποτα στη ζωή σου". Μιλούσε ψιθυριστά, ήταν ταραγμένος και τα χέρια του έμοιαζαν νευρικά. 
"Κι εσύ"; του είπε ο Σπίνο, "εσύ ποιος είσαι για τον εαυτό σου; Το ξέρεις πως αν μια μέρα αποφάσιζες να μάθεις, θα αναγκαζόσουν να ψάξεις τον εαυτό σου παντού..."; 


Η λύση θυμίζει τη γραμμή του ορίζοντα, που όσο την πλησιάζεις τόσο ξεμακραίνει. Καθώς ξεμακραίνει, όμως, η πόλη ζωντανεύει. Νιώθεις το γαλάζιο δειλινό της, την υγρασία της να ποτίζει τα ρούχα, τη μελαγχολία του λιμανιού της, τα παλιοσίδερα και τον θόρυβο των ναυπηγείων της. 

Υπάρχουν μέρες που η ζηλιάρικη ομορφιά αυτής της πόλης μοιάζει να αποκαλύπτεται: τις ημέρες, για παράδειγμα, που ο άνεμος καθαρίζει την πόλη, όταν ο μπάτης προαναγγέλλει τον λίβα και σκουπίζει τους δρόμους πλαταγίζοντας σαν τεντωμένο πανί. Τότε τα σπίτια και τα καμπαναριά αποκτούν μια φωτεινότητα υπερβολικά ρεαλιστική, με περιγράμματα διαυγή, ενώ το φως και η σκιά συγκρούονται με λύσσα, χωρίς να παντρεύονται, και σχεδιάζουν λευκές και μαύρες σκακιέρες από σκιερές και λαμπερές κηλίδες, από στενοσόκακα και από μικρές πλατείες. 

 Σ΄αυτή την πόλη, που δεν ξέρεις ποια είναι, και δε χρειάζεται και να μάθεις, ζει ένα παράνομο ζευγάρι, η Σάρα και ο Σπίνο. Σε κάθε πόλη πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο ζευγάρι. Δυο άνθρωποι που ονειρεύονται να φύγουν. Μια γυναίκα που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο της ένα μεγάλο υπερωκεάνιο να πλησιάζει φωταγωγημένο στο λιμάνι. Βλέπει τα αναπαυτικά καθίσματα του καταστρώματος, τους άντρες με τα λευκά παντελόνια, την κουβέρτα που θα σκεπάζει τα πόδια της και θα την προστατεύει από τη θαλάσσια αύρα. Βλέπει τον εαυτό της να περιμένει στην αποβάθρα, με τις βαλίτσες  αραγμένες μπροστά της. 



Η Σάρα μαζεύει τα πόδια της και σκεπάζει τους ώμους με ένα σάλι ακόμη κι όταν κάνει ζέστη, διότι η νυχτερινή υγρασία τής προκαλεί προβλήματα στην αρθρίτιδά της. Κοιτάζει προς τη θάλασσα, μια σκοτεινή μάζα που θα μπορούσε να είναι απλώς η νύχτα αν τα ακίνητα φώτα των πλοίων που περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στο λιμάνι δεν υπογράμμιζαν τη θαλάσσια φύση της. "Δεν θα ήταν ωραίο να φεύγαμε;", λέει. Είναι δέκα χρόνια που η Σάρα λέει ότι θα ήταν ωραίο αν φεύγανε, κι εκείνος απαντάει ότι, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα το κάνουν. Από μια σιωπηρή συμφωνία η συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα δεν προχώρησε ποτέ πάνω από αυτές τις δύο κοινότοπες φράσεις: κι όμως εκείνος ξέρει καλά πόσο η Σάρα ονειρεύεται την ανέφικτη αναχώρησή τους.  



Η Σάρα και ο Σπίνο κουβαλούν τη μελαγχολία της πόλης τους, το υγρό κλίμα, τη μουντάδα του λιμανιού. Ζουν την αναζήτηση μια κοινής ευτυχίας, που κι αυτή ξεμακραίνει όπως η γραμμή του ορίζοντα. Περιμένουν το ρεπό τους, για να μαγειρέψουν μαζί ένα κοινό γεύμα, να ξαπλώσουν μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Μετά εκείνη θα του ψιθυρίσει πως είναι κρίμα που γνωρίστηκαν τόσο αργά, όταν ήδη είχαν παιχτεί όλα τα παιχνίδια, πως είναι σίγουρη ότι μαζί του θα ήταν ευτυχισμένη. Εκείνος θα της δώσει κουράγιο, θα της πει πως είναι καλύτερα έτσι, θα της μιλήσει για την καθημερινότητα και τον έρωτα. Και θα εξακολουθήσουν να ψιθυρίζουν τα ραντεβού τους στα πιο σκοτεινά τραπέζια των καφέ του λιμανιού.

Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας έχει ήδη κατεβάσει τα ρολά και μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του μια καληνύχτα. 

Τα φώτα σβήνουν. Ξεκινά ο κινηματογράφος. Κι εκεί ζωντανεύει ένα άλλο ζευγάρι, μιας άλλης πόλης. Οι μορφές της Σάρας και του Σπίνο παίρνουν σταδιακά τις μορφές των δύο ηθοποιών, που επίσης παρανομούν, σε μια τόσο διαφορετική, μα εξίσου θλιβερή ιστορία.

  ***

Αντόνιο Ταμπούκι, Η γραμμή του ορίζοντα (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Άγρα, Αθήνα 1998.
Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία "Κολαστήριο" του Μπέλα Ταρ. 


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015

Τι αγαπάτε; - Ένας δωδεκάλογος


1. Να πίνω καφέ κοιτάζοντας τη βροχή.


2. Να επισκέπτομαι τις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοπωλεία της πόλης.




 3. Να ακούω μουσική.

4. Να χορεύω ξέφρενα στους ρυθμούς μιας γκάιντας.


5. Να χαϊδέυω τη γάτα.



6. Να κολυμπώ.



7. Να απλώνω την μπουγάδα


8. Να κουρεύω το αρνάκι μου και να γνέθω το μαλλί του.


9. Να βάζω το μυαλό μου σε μια τάξη.


10. Να πέφτω για ύπνο νωρίς.



11. Να σταματώ τον χρόνο.



12.  Να γυρίζω σπίτι.

 

Δωδεκάλογος: Ελένη Πούλου
Εικονογράφηση: Catarina Sobral.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015

Ολίγη σοβαρότης


Όσο μεγαλώνουμε, τόσο περισσότερο ενοχλούμαστε. Άλλοι από τα χωρατά και τα αστεία, τις χοντράδες ή τις κρυάδες των αφελών διπλανών τους, κι εμείς από τη σοβαροφάνεια. Ελπίζω διότι έχουμε γίνει σοβαροί, με την πιο ειλικρινή και θετική έννοια της λέξης. Σοβαροφάνεια υπάρχει και περισσεύει παντού. Σοβαροφάνεια στις τηλεοράσεις, στα δελτία ειδήσεων, στην αρθρογραφία της επικαιρότητας, στην κριτική της τέχνης, στο σχόλιο, στην κουβέντα, στα λεωφορεία και τα καφενεία, όπου, όλως τυχαίως, συχνάζουν όλο και περισσότεροι ευυπόληπτοι δημοσιογράφοι.

Στις γειτονιές της Αθήνας όπου περιπατούμε ασκόπως εμείς οι "ασόβαροι", υπάρχουν χιλιάδες καφενεία. Ποτέ δεν είδαμε κανέναν τους. Πού πηγαίνουν; Σε ποια καφενεία συζητούν, σε ποιους δρόμους τούς σταματάνε; Πόσες φορές ακόμη θα ακούσουμε τη φράση "απλοί άνθρωποι με σταματούν στο δρόμο και με ρωτούν...". Ποιοι είναι οι απλοί και ποιοι οι περίπλοκοι; Κι αν εμείς είμαστε οι απλοί, γιατί νιώθουμε μέσα μας τόσες φουρτούνες; 

Ενοχλούμαστε από τη σοβαροφάνεια και αστειευόμαστε τρόπον τινά οχληρόν, που θα έλεγε και ο Ροΐδης, πρώτος διδάξας και μέγας εχθρός της ασόβαρης σοβαρότητας.  Τα αστεία δυσκολεύουν τις δουλειές, διότι οι χώροι εργασίας μας γέμισαν με σοβαρούς αμαθείς και ζευζέκηδες, έλεγε κι ο Καβάφης, που είναι ο μόνος ποιητής ο οποίος επεσήμανε τη σοβαρότητα στην έκφραση του προβάτου, και με κάνει τόσο ευτυχή, διότι από νήπιο έχω ταυτιστεί με το μηρυκαστικό οικόσιτο για πλείστους τόσους λόγους.

Το ξέρω που για να επιτύχει κανείς στην ζωή, και για να εμπνέει σεβασμό, χρειάζεται σοβαρότης. Και όμως με είναι δύσκολο να είμαι σοβαρός, και δεν εκτιμώ την σοβαρότητα. Ας εξηγηθώ καλλίτερα. Με αρέσει στα σοβαρά μόνον, η σοβαρότης· δηλαδή μισή ώρα ή μία ώρα ή δύο ή τρεις ώρες σοβαρότητα την ημέρα. Συχνά, βέβαια, και σχεδόν ολόκληρη μέρα σοβαρότητα. Άλλως, με αρέσουν τα χωρατά, η αστειότης, η ειρωνεία η με ευφυή λόγια [...] Αλλά δεν κάνει. Δυσκολεύει τες δουλειές. Διότι ως επί το πλείστον έχεις να κάμνεις με ζευζέκηδες και αμαθείς. Αυτοί δε είναι πάντοτε σοβαροί. [...] Τα σέρια [= σοβαροφανή] τους μούτρα είναι αντικατοπτρισμός. Όλα τα πράγματα είναι προβλήματα και δυσκολίες για την αγραμματοσύνη τους και για την κουταμάρα τους, γιαυτό σαν βώδια και σαν πρόβατα (τα ζώα έχουν σοβαρότατες φυσιογνωμίες) είναι περιχεμένη επάνω στα χαρακτηριστικά τους η σοβαρότης. Ο αστείος άνθρωπος γενικώς περιφρονείται, τουλάχιστον δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν σημαντικά, δεν εμπνέει πολλήν πεποίθησιν.
Γι’ αυτό κ’ εγώ καταγίνομαι στους πολλούς να παρουσιάζω σοβαρήν όψι. Ηύρα πως μεγάλως με διευκολύνει τες υποθέσεις μου. Εσωτερικώς γελώ και αστειεύομαι πολύ[1].

Ο Καβάφης εσωτερικώς αστειευόταν πολύ. Κατά τα άλλα, ήταν σοβαρός. Σοβαρότητα τουλάχιστον τρεις με τέσσερις ώρες την ημέρα. Ο Αντόνιο Ταμπούκι, στο σημείωμα με το οποίο τελειώνει το μυθιστόρημά του "Η γραμμή του ορίζοντα", που και ο ίδιος θεωρούσε το πρώτο από μια σειρά έργων ωριμότητας, σημειώνει πως μεγαλώνοντας έχει τη συνήθεια να γελά όλο και περισσότερο μόνος. Οδεύει έτσι προς μια ατομική, αυτάρκη -όπως έλεγε- κωμικότητα[2]

Όσο ο κόσμος γύρω μας γίνεται παράλογος ή μοιάζει γελοίος, ας διατηρούμε τουλάχιστον την αυτάρκη κωμικότητά μας.  

***
Στην εικονογράφηση, έργα του Michael Sowa, εχθρού της σοβαροφάνειας και φίλου των ζώων. 


[1] Κ.Π. Καβάφης, Ανέκδοτα σημειώματα ποιητικής και ηθικής, Ερμής, Αθήνα 1983.
[2] Αντόνιο Ταμπούκι, Η γραμμή του ορίζοντα (Ανταίος Χρυσοστομίδης), Άγρα, Αθήνα 1998.

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

Τα πράγματα: Μια ιστορία της δεκαετίας του ΄60


Ο Ζερόμ και η Συλβί είναι ένα νεαρό ζευγάρι που ζει στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του '60. Εργάζονται για διαφημιστικές εταιρείες και ονειρεύονται μια ζωή διαφορετική απ' αυτή που ζουν. Ονειρεύονται άνεση, επώνυμα έπιπλα, ελκυστικά πακέτα διακοπών, είδη πολυτελείας. Η έλλειψη χώρου τούς είναι βασανιστική, ασφυκτιούν στο μικρό τους δυαράκι. Όποτε κλείνουν τα μάτια, φαντάζονται μεγάλους διαδρόμους, γκρεμισμένους τοίχους, εντοιχισμένες ντουλάπες, πρωτότυπες κρεμάστρες, ανακαινισμένα διαμερίσματα. Μα κάθε φορά που τα ανοίγουν, ξαναβρίσκονται μέσα σ' αυτό που θεωρούν κλήρο τους: τα τριάντα πέντε τετραγωνικά μέτρα.

Από τη ζωή τους δε λείπει μόνο η υλική άνεση. Λείπει η χαλαρότητα, η απομάκρυνση από τον αγώνα της βιοπάλης. Θέλουν να κάνουν βόλτες στο Παρίσι χωρίς να τους πιέζει ο χρόνος, να συμβουλεύονται αντικέρ και διακοσμητές, να πηγαίνουν σινεμά, να συζητούν για τα βιβλία που διάβασαν, να γίνουν μπλαζέ, να αποκτήσουν τους τρόπους των δανδήδων. Ξεκινούν αυτό το μεγάλο ταξίδι προς την επίτευξη του ονείρου τους και θα φανούν ανυπόμονοι, γιατί περιμένουν να ζήσουν. Περιμένουν τη ζωή. Δηλαδή, το χρήμα.  Ο αναγνώστης ταξιδεύει μαζί τους, αλλά δεν ακούει ποτέ τις φωνές τους. Ο μοναδικός που ακούγεται είναι ο αφηγητής της ιστορίας, που, ως μικρός Θεός, διαρκώς προετοιμάζει την κατάληξή της: 

Δεν χρειάζονταν σπουδαία πράγματα για να καταρρεύσουν όλα: η παραμικρή λανθασμένη παρατήρηση, μια μικρή στιγμή δισταγμού, ένα κάπως υπερβολικά χυδαίο σημείο, και η ευτυχία τους διαλυόταν. Θα ξαναγίνονταν αυτό που ποτέ δεν είχαν πάψει να είναι, ένα είδος συμβολαίου, κάτι που είχαν αγοράσει, κάτι το εύθραυστο και το αξιολύπητο... 

Για τον Ζερόμ και τη Συλβί, πρέπει κανείς να είναι σταθερός. Η αστάθεια δε δείχνει σοβαρότητα. Μέχρι τα τριάντα του, πρέπει κανείς να έχει "φτιαχτεί", να έχει μια θέση, να έχει το γραφείο του, τα κλειδιά του, την ταμπελίτσα του. 

Θα έρθει μια μέρα που θα έχει το διαμέρισμά του, το εξοχικό του, το αυτοκίνητό του, το υψηλής πιστότητας στερεοφωνικό του. Ωστόσο, συμβαίνει αυτές οι ενθουσιώδεις υποσχέσεις να σε κάνουν να περιμένεις δυσάρεστα: ανήκουν από την ίδια τους τη φύση σε μια πορεία στην οποία υπάγονται επίσης, αν θέλουμε να το σκεφτούμε καλά, ο γάμος, η γέννηση των παιδιών, η εξέλιξη των ηθικών αξιών, οι κοινωνικές στάσεις και οι ανθρώπινες συμπεριφορές. Με μια λέξη, ο νέος πρέπει να δημιουργηθεί, κι αυτό θα του πάρει γεμάτα δεκαπέντε χρόνια.  

Μέχρι τελικά να συνειδητοποιήσει στα σαράντα του χρόνια πως η πρώτη κατοικία, το εξοχικό και το αυτοκίνητο δε φτάνουν για να γεμίσουν τις ελάχιστες ώρες που θα έχουν μείνει ελεύθερες από την εργασία του. 
 
Οι δυο νέοι θέλουν να απολαύσουν τη ζωή. Στο μυαλό τους, όμως, η ευτυχία ταυτίζεται με την ιδιοκτησία κι αυτό τους μπερδεύει. Όταν ξεκινά ο πόλεμος στην Αλγερία, αναγκάζονται να πάρουν θέση, αλλά το ενδιαφέρον τους είναι επιφανειακό. Υποκρίνονται τους πολιτικά ενεργούς, πηγαίνουν στα συλλαλλητήρια και τις αφισοκολλήσεις, μπαίνουν σε αντιφασιστικές επιτροπές. Στις παραμονές των διακοπών, όμως, η οποιαδήποτε επαγρύπνηση μοιάζει να μην έχει λόγο ύπαρξης πια.

Ακόρεστες επιθυμίες, ημιτελείς χαρές, χαμένος χρόνος... Μια ζωή άδεια, μια ζωή που δε γεμίζει με τίποτα. Γιατί η αναζήτηση της αλήθειας, όποια κι αν είναι αυτή, πρέπει να είναι επίσης αληθινή. 

Περισσότερο κοινωνιολόγος και λιγότερο λογοτέχνης, ο Περέκ σ' αυτό το βιβλίο μιλά για τα πράγματα, χωρίς να δίνει "οδηγίες χρήσεως". Ο ίδιος επιμένει πως δεν καταδικάζει τα ίδια τα αντικείμενα, ούτε και την ύπαρξη της καταναλωτικής κοινωνίας. Καταδικάζει τον άνθρωπο που η καπιταλιστική κοινωνία τού υποσχέθηκε πράγματα και εκείνος βλακωδώς πίστεψε ότι του τα οφείλουν κιόλας. Τον άνθρωπο που φυτοζωεί, που δεν έχει δική του ζωή, ζωή εσωτερική, που ταυτίζει την ευτυχία με μια παχιά μοκέτα, αδιαφορώντας αν σ' αυτή θα ξαπλώνει πάντοτε μόνος.

Ζωρζ Περέκ, Τα πράγματα (Δέσποινα Ψάλλη), Χατζηνικολή, Αθήνα 1988.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Αν ήμουν νερό, θα ήμουν λίμνη


Στο "κινέζικο πορτρέτο", ένα κορίτσι από την παρέα βάζει στο μυαλό του ένα πρόσωπο γνωστό στις υπόλοιπες. Εκείνες ξεκινούν τις ερωτήσεις. Αν ήταν χρώμα; Αν ήταν βιβλίο; Αν ήταν ταινία; Αν ήταν παπούτσι; Αν ήταν νησί; Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός. Μπορείς να ρωτήσεις ό,τι θέλεις. Μετά από μια σειρά υποθέσεων, κάποια καταλήγει στο πρόσωπο που είχε βάλει στο νου της η αρχική παίκτρια. Το παιχνίδι δεν έχει κανέναν άλλο κανόνα. Αν θέλεις, μπορείς να βάλεις στο νου σου τον ίδιο σου τον εαυτό και να αφήσεις τις υπόλοιπες παίκτριες να ρωτούν. Εκείνες θα αργήσουν να σε βρουν, εσύ απαντώντας στις ερωτήσεις τους γνωρίζεις καλύτερα τον εαυτό σου. Αργότερα, παίζεις το κινέζικο πορτρέτο μόνη σου. Σε κάθε ηλικία, οι απαντήσεις διαφέρουν.

Αν ήμουν χρώμα, θα ήμουν το λευκό. Αν ήμουν χρώμα, θα ήμουν το μωβ. Αν ήμουν χρώμα, θα ήμουν το πράσινο. Αν ήμουν παπούτσι, θα ήμουν το γοβάκι της Σταχτοπούτας, η μπότα μιας μάγισσας, μια πουέντ, μια μπαλαρίνα, ένα σαντάλι. Δε θα ήμουν ποτέ παπούτσι. Η αλλαγή στις απαντήσεις μπορεί να σημαίνει μια αλλαγή μέσα σου. Βαθύτερη ή επιφανειακή. 

Αν ήμουν βιβλίο, θα ήμουν παραμύθι. Αν ήμουν βιβλίο, θα ήμουν λεξικό. Αν ήμουν βιβλίο, θα ήμουν ο "Ηλίθιος", ένα διήγημα του Παπαδιαμάντη, του Βουτυρά, του Μωπασάν, ο "Μαιτρ και η Μαργαρίτα" του Μπουλγκάκοφ, ένα ταξιδιωτικό του Ταμπούκι, οι "Αόρατες πόλεις" του Καλβίνο, μια ιστορία του Ιωάννου, ένα ποίημα του Λειβαδίτη, του Χιόνη, του Καρούζου, της Γώγου, της Μαστοράκη, της Σέξτον. Αν ήμουν νησί, θα ήμουν η Σκόπελος, η Νίσυρος, η Χάλκη. Αν ήμουν κινούμενο σχέδιο, ο Νιλς Χόλγκερσον, η Μαφάλντα, ένα γκράφικ νόβελ, το Περσέπολις.

Κάθε φορά μονολογούσες άλλες απαντήσεις στον εαυτό σου κι έφτιαχνες το κινέζικο πορτρέτο σου. Αν ήσουν νερό, θα ήσουν λίμνη. Φανταζόσουν τη λίμνη σαν μια αποκαμωμένη γριά, που έκανε το ταξίδι της κι ύστερα κλείστηκε στο φράγμα της τρίτης ηλικίας. Ξάπλωσε κάτω από τον ήλιο και παρέμεινε εκεί, ασάλευτη. Είναι ήρεμη, έχει χάσει την ορμή της, έχει κερδίσει την καταλαγή και τη γαλήνη. Παίρνει το χρώμα του ουρανού, είναι γαλανή. Όταν οργιάζει η φύση γύρω της, γίνεται πράσινη. Δεν προδίδει ποτέ τον επισκέπτη της. Δεν υπάρχει περίπτωση να την επισκεφτείς και να μη σε περιμένει. Σου χαρίζει κάτι από τη σοφία της ακινησίας της. 

Πέρασε πολύς καιρός και επισκέφτηκες τη λίμνη. Τα λιμνάζοντα νερά βρομούσαν, η υγρασία ήταν αποπνικτική, η ζέστη αφόρητη. Τώρα πρέπει να ξαναπαίξεις. Αν ήσουν νερό...