Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

Μια παράξενη άποψη για τη μουσική



Η "Σονάτα του Κρόϋτσερ" είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Μια φιλοσοφική νουβέλα, όπου ο Ρώσος συγγραφέας και στοχαστής, Λέων Τολστόι, παρουσιάζει τις απόψεις του για το γάμο και το σαρκικό έρωτα. Μια αναδρομική αφήγηση όπου ο ήρωας, ο Παζντνισόφ, αποκαλύπτει στους συνταξιδιώτες του στο τρένο πώς οδηγήθηκε στην απόφαση να σκοτώσει τη γυναίκα του. 

Ο γάμος παρουσιάζεται σαν μια κόλαση, μια αθλιότητα και θίγονται αρκετά ζητήματα που σχετίζονται μ' αυτόν: η τακτική της νεαρής κοπέλας για να τυλίξει έναν άντρα, η αρρωστημένη σχέση ανάμεσα στη νεαρά και τη μητέρα της, οι στρατηγικές τους, η αμηχανία της πρώτης νύχτας, η απουσία επικοινωνίας ανάμεσα στο ζευγάρι που οδηγήθηκε στο γάμο με αποκλειστικό σκοπό την τεκνοποίηση, οι καβγάδες που μόνο στο κρεβάτι μπορούν να λυθούν και το πιο καταστροφικό απ' όλα, η ζήλεια. Στα σαλόνια της Ρωσίας μικρά κι αθώα κοριτσάκια της αριστοκρατίας μεταμορφώνονται σε κυρίες και φορούν βαθιά ντεκολτέ για να τσακώσουν το γαμπρό. Αυτό αποτελεί τη μοναδική απασχόληση της γυναίκας. Και μετά το γάμο τίποτα. Υποκρισία, απάτη και ψευτιά. 

Ο Πάζντνισοφ ζηλεύει παθολογικά τη γυναίκα του για τη σχέση της με τον άντρα που της μαθαίνει βιολί. Κι εκεί, υπό τους ήχους της Σονάτας του Κρόϋτσερ του Μπετόβεν διαβάζουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα άποψη για τη μουσική:
Έπαιζαν τη σονάτα του Κρόϋτσερ του Μπετόβεν. Ξέρετε το πρώτο της πρέστο; Το ξέρετε - ξεφώνισε - Ω, ω, ω!... Φοβερό πράγμα αυτή η σονάτα. Και κυρίως, κείνο το μέρος. Και γενικά η μουσική είναι κάτι τρομερό! Τι είναι; Δεν καταλαβαίνω. Τι είν' η μουσική; Τι κάνει; Και γιατί το κάνει αυτό που κάνει; Λένε πως η μουσική ενεργεί με τρόπο που εξυψώνει τη ψυχή. Ανοησίες! Ψευτιές! Ενεργεί, ενεργεί τρομερά (μιλάω για τον εαυτό μου), όμως κάθε άλλο παρά κατά τρόπο που εξυψώνει την ψυχή. Πώς να σας το πω; Η μουσική μ' αναγκάζει να ξεχνώ τον εαυτό μου, την πραγματική μου κατάσταση, που δεν είναι δική μου. Κάτω απ' την επίδραση της μουσικής, μου φαίνεται πως αισθάνομαι κείνο που δεν αισθάνομαι πραγματικά, πως καταλαβαίνω κείνο δεν καταλαβαίνω, βρίσκω δυνατά τ' αδύνατα. [...] Η μουσική μεμιάς -κι άμεσα με μεταφέρνει σε κείνη την ψυχολογική κατάσταση, όπου βρισκόταν κείνος που την έγραψε. Η ψυχή μου γίνεται ένα με την ψυχή του συνθέτη και μεταφέρνουμαι μαζί του από μια κατάσταση σε άλλη. Όμως γιατί το κάνω αυτό, δεν ξέρω. Βλέπετε ο μουσικοσυνθέτης, ο Μπετόβεν ας πούμε, που 'γραψε τη Σονάτα του Κρόϋτσερ, ήξερε γιατί βρισκόταν σε κείνην την κατάσταση. Η κατάσταση αυτή τον οδήγησε σε ορισμένες πράξεις και γι' αυτό το λόγο η κατάσταση αυτή είχε τη σημασία της για κείνον, ενώ για μένα δεν έχει. Και για τούτο η μουσική ερεθίζει μονάχα, χωρίς αποτέλεσμα. Ένα στρατιωτικό εμβατήριο, το παίζουν, παρελαύνουν οι φαντάροι κι η μουσική αυτή έχει το αποτέλεσμά της. Παίζουν ένα χορό, χορεύουν οι χορευτές, πάλι κι εδώ έχει το αποτέλεσμά της. Παίζει το αρμόνιο στη λειτουργία, μεταλαβαίνουν οι καθολικοί, και σ' αυτό έχει το σκοπό της. Μα όλη η άλλη μουσική είναι ένας ερεθισμός μονάχα, και το αποτέλεσμα λείπει απ' αυτόν τον ερεθισμό. Και για τούτο η μουσική επενεργεί κάποτε τόσο τρομερά, τόσο φριχτά. Στην Κίνα η μουσική είναι κρατική υπόθεση. Κι έτσι θα 'πρεπε να να 'ναι παντού. [...] 
Επιτρέπεται τάχα, έστω κι αυτή η Σονάτα του Κρόϋτσερ, κείνο το πρώτο της πρέστο, επιτρέπεται, σας παρακαλώ, να παίζεται σ΄ένα σαλόνι ανάμεσα σε κυρίες με ντεκολτέ; Ναι, να παίζεται αυτό το πρέστο, κι ύστερα να χειροκροτούν κι ύστερα να τρώνε παγωτό και να μιλούν για τα τελευταία κοσμικά σκάνδαλα; Τα μουσικά αυτά κομμάτια μπορούν να παιχτούν μονάχα κάτ' από ορισμένες περιστάσεις επίσημες, σοβαρές, και τότε, άμα χρειαστεί, να γίνονται ορισμένες πράξεις που ν' αντιστοιχούν στη μουσική αυτή. Να παιχτούν τα κομμάτια, μα να γίνουνε κι οι πράξεις που θα σας εμπνεύσουνε αυτά. Αλλιώς, όταν το αίσθημα προκαλείται σε τόπο και χρόνο ακατάλληλο για να εκδηλωθεί, δεν μπορεί παρά να επιδράσει καταστροφικά. Σε μένα τουλάχιστο κείνο το κομμάτι επεδρασε φριχτά: ήταν σα να μου αποκάλυπτε εντελώς καινούργια, όπως φανταζόμουν, αισθήματα, καινούργιες δυνατότητες, που δεν τις ήξερα ίσαμε τότε. Δηλαδή, όχι όπως ίσαμε τότε ζούσα και σκεφτόμουν, παρά κάπως αλλιώτικα, όπως μου υπαγόρευε η ψυχή μου. Τι ήταν το καινούργιο, που γνώρισα δεν ήξερα να το προσδιορίσω, όμως το αίσθημα του καινούργιου αυτού ήταν πολύ ηδονικό. 

Κάπως έτσι τα λέει ο Παζντνισόφ και όσο περισσότερο επιμένει στις καταστροφικές επιδράσεις της μουσικής τόσο πιο πολύ μας πείθει  για το μοναδικό και αποκαλυπτικό τρόπο με τον οποίο η μουσική μαγεύει την ανθρώπινη ψυχή. 

Κατά τα άλλα, η "Σονάτα του Κρόϋτσερ" του Τολστόι απαγορεύτηκε στη Ρωσία. Θεωρήθηκε ηθικά και σεξουαλικά διεστραμένο βιβλίο και μισήθηκε από την εκκλησία. Ίσως γιατί ο ήρωας εκφράζει μια αποστροφή προς το σαρκικό έρωτα, χωρίς τον οποίο όμως δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί ο προορισμός του ανθρώπου, το "αυξάνεσθε και πληθύνεσθε". Έτσι το έργο κυκλοφόρησε παράνομα, χέρι με χέρι, και μ' αυτό τον τρόπο έγινε γνωστό. Την ίδια ακριβώς στάση ακολούθησαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπου ο τότε Υπουργός Δικαιοσύνης Φραγκλίνος Ρούσβλετ απαγόρεψε την κυκλοφορία της νουβέλας. Πάντως, είναι γεγονός ότι ο Τολστόι πίστευε πως η ηθική τελείωση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μέσα από το δρόμο της αγνότητας. 


Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Λέων Τολστόι, Η σονάτα του Κρόϋτσερ


Τώρα, ακούστε...




Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο Στέφαν Τσβάιχ για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Σημειώσεις)





Αν ο πολιτισμός δεν έκανε πιο αιμοχαρή τον άνθρωπο, τον έκανε όμως πιο πρόστυχο στην αιματοχυσία παρ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν. Τότε έκρινε σωστό να χύσει το αίμα κι έσφαζε με ήσυχη τη συνείδησή του όσους νόμιζε πως είναι ανάγκη να εξαφανιστούν. Σήμερα μας φαίνεται το χύσιμο του αίματος σαν ατιμία, μα το χύνουμε ευχαρίστως και συχνότερα από άλλοτε.  
(Φ. Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο)

Στις αναμνήσεις κάθε ανθρώπου υπάρχουν πράγματα που δεν τα εμπιστεύεται σε όλον τον κόσμο, μα μόνο στους φίλους του. Υπάρχουν άλλα που δεν τα εμπιστεύεται στους φίλους του και μόλις τα λέει στον εαυτό του κι αυτό στα κρυφά. Και τέλος υπάρχουν εκείνα που ο άνθρωπος φοβάται να τα ομολογήσει στον ίδιο του τον εαυτό κι αυτού του είδους τα πράγματα μαζεύονται σε αρκετά μεγάλη ποσότητα σε κάθε άνθρωπο καθώς πρέπει. 
(Φ. Ντοστογιέφσκι, Το Υπόγειο)



Ρωσία 
Ό,τι τραγικό υπάρχει μέσα σε κάθε ήρωα του Ντοστογιέφσκυ, η διαφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό, όλες οι δυσκολίες που συναντάει, όλα τα εμπόδια, έχει τις ρίζες του μέσα στη μοίρα ολόκληρου του ρωσικού λαού. Η Ρωσία στα μέσα του 19ου αιώνα δεν ξέρει ποια κατεύθυνση να πάρει, προς τη Δύση ή την Ανατολή, προς την Ευρώπη ή προς την Ασία, την Πετρούπολη – την τεχνητή πόλη -, προς τον πολιτισμό ή προς το χωριό, μες στη στέπα. Ο Τουργκένιεφ την σπρώχνει μπροστά, ο Τολστόι την ξανασπρώχνει προς τα πίσω. Η αναστάτωση βασιλεύει παντού. Ο τσαρισμός βρίσκεται άξαφνα αντιμέτωπος με την κομμουνιστική αναρχία· η βαθιά πίστη των προγόνων μετατρέπεται σε λυσσασμένο και φανατικό αθεϊσμό. Όλα κλονίζονται. [...]


Ήρωες
Μέσα στους ήρωες του Ντοστογιέφσκυ, ο νευρωτικός σύγχρονος άνθρωπος ενώνεται με το άξεστο πλάσμα των πρώτων βημάτων της ανθρωπότητας, που δε νιώθει τίποτε άλλο από το πάθος του. [Οι ήρωές του] εκφράζουν ανάκατα την ύστατη γνώση και το διστακτικό τραύλισμα των πρώτων ερωτημάτων του κόσμου. 

Ο ήρωας δεν τον ενδιαφέρει παρά μόνο αν βρίσκεται σε διαφωνία με τον ίδιο του τον εαυτό. Εάν είναι μια φύση προβληματική. 

Τ’ άστρα της πίστης δε λάμπουν πια πάνω απ’ τους ανθρώπους κι ο νόμος δεν είναι πια κυρίαρχος στα στήθια τους. Τα πλάσματα του Ντοστογιέφσκυ, αυτοί οι ξεριζωμένοι από μια μεγάλη παράδοση, είναι αυθεντικοί Ρώσοι, άνθρωποι μεταβατικοί.

Σε κάθε ευχή που εκφράζουν λ.χ. τα πρόσωπα του Ντίκενς βλέπουμε ένα λαχταριστό όραμα της ευτυχίας τους, μια χαριτωμένη «βιλίτσα» χωμένη μες στην πρασινάδα και που ν’ αντηχεί από χαρούμενες παιδικές φωνές· στον Μπαλζάκ έναν πύργο, τα ήρεμα λιβάδια ν’ απλώνονται γύρω του και ιδίως τα εκατομμύρια. Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκυ δε λαχταρούν τίποτα· ούτε καν την ευτυχία.

  
Μύθος
Ο μύθος του Ντοστογιέφσκυ είναι η γονιμοποίηση του ετερόμορφου, του πολλαπλού Εγώ του κάθε ατόμου, απ’ το σπέρμα του αληθινού ανθρώπου. Να κατορθώσεις ν’ αποφυλακίσεις τον αιώνιο άνθρωπο από το θνητό του σαρκίο, του πολιτισμένου. Αυτή είναι σε τούτο τον κόσμο η πιο υψηλή, η πιο αληθινή αποστολή.

 
Έρωτας
[Οι ήρωες του Ντοστογιέφσκυ] δε θέλουν ν’ αγαπάνε με τον ίδιο τρόπο που τους αγαπούν. Θέλουν ν’ αγαπάνε και να ’ναι τα θύματα,  να ’ναι εκείνοι που δίνουν περισσότερα απ’ όσα παίρνουν. [...] τόσο που το ευχάριστο, το χαριτωμένο παιχνίδι της αρχής να μετατραπεί σε ασυγκράτητο λαχάνιασμα, σε βογγητό, σε πάλη, σε μαρτύριο.

Πίστη
Ο Ντοστογιέφσκυ λαχταράει την πίστη από έλλειψη πίστης. Πρέπει ν’ αγαπάμε περισσότερο την ίδια τη ζωή από το νόημα της ζωής.

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Στέφαν Τσβάιχ, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ,  Εκδόσεις Γκοβόστη



Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Τα "Πορφυρά πανιά" του Αλεξάντρ Γκριν σε 7 εικόνες.

Για έργα που είναι γεμάτα εικόνες, μόνο με εικόνες μπορεί να μιλήσει κανείς. Ένα τέτοιο έργο είναι και τα "Πορφυρά πανιά" του Αλεξάντρ Γκριν. Ο Λόγκρεν είναι ναυτικός. Ζει με τη γυναίκα του στη φανταστική Καπέρνα. Κάθε φορά που επιστρέφει από ταξίδι, η Μαίρη τον βλέπει από μακριά και τρέχει μ' ανοιχτά τα χέρια και κομμένη την ανάσα από το κατώφλι του σπιτιού τους προς το μέρος του. Πρώτη εικόνα.

Μετά από ένα ταξίδι αυτό δε συνέβη. Η Μαίρη δε ζει πια. Ο Λόγκρεν μένει μόνος με την κόρη του, την Ασσόλ. Κανείς δε βοήθησε τη Μαίρη όσο ήταν άρρωστη, και δεν είχε χρήματα ούτε για ψίχουλα. Ο Μέννερς, ο μπακάλης, ευχαρίστως θα τη βοηθούσε αν του χάριζε τον έρωτά της... Έτσι, η Μαίρη έμεινε αβοήθητη και ο Λόγκρεν μόνος. Ο κόσμος είναι κακός στην Καπέρνα. Οι άνθρωποι είναι σκληροί με την Ασσόλ.

Το κορίτσι μεγάλωνε χωρίς φίλους. Τα περίπου τριάντα παιδιά της ηλικίας της που ζούσαν στην Καπέρνα είχαν εμποτιστεί, όπως ποτίζει το νερό το σφουγγάρι, με τους σκληρούς κανόνες των οικογενειών τους. [...] Επιπλέον, η απομονωμένη ζωή του Λόγκρεν έδωσε τροφή στα υστερικά κουτσομπολιά. 

Όταν όμως ο Μέννερς θα παρασυρθεί από τα κύματα του ωκεανού και τους ανέμους στην προσπάθειά του να δέσει τη βάρκα του, ο Λόγκρεν δε θα δοκιμάσει να τον σώσει. Θα τον κοιτάζει να πνίγεται καπνίζοντας το τσιμπούκι του. Δεύτερη εικόνα.
  
Ο Λόγκρεν δε θα ξαναμπαρκάρει. Ζει με την κόρη του και βγάζει τα προς το ζην φτιάχνοντας μικρά ξύλινα καράβια και πουλώντας τα σε παιχνιδάδικα της πόλης.

Μια μέρα που η μικρή Ασσόλ ξεκινά για την πόλη να πουλήσει την πραμάτεια του πατέρα της, κοντοστέκεται, κοιτάζει τα παιχνίδια που 'χει στο σάκο της και βλέπει μια ολοκαίνουργια μικρή θαλαμηγό, στολισμένη με πορφυρά, μεταξωτά πανιά. Βάζει το πλοιάριο στην όχθη του ποταμού, για να παίξει, το ρεύμα το παρασύρει κι εκείνη χώνεται βαθιά μέσα στο δάσος κυνηγώντας το. Εκεί θα συναντήσει τον Εγκλ, έναν παράξενο συλλογέα παραμυθιών, που θα της αποκαλύψει πως κάποια μέρα ένας πρίγκιπας θα έρθει να την πάρει μ' ενα τέτοιο καράβι, στολισμένο με πορφυρά μεταξωτά πανιά. Τρίτη εικόνα.

Η προφητεία του σημαδεύει τη ζωή της Ασσόλ. Ο λόγος στα "Πορφυρά πανιά" είναι παντοδύναμος. Η δύναμή του αγγίζει αυτήν της σιωπής.
Ο πρίγκιπας είναι ο ευγενικής καταγωγής Γκρέυ, που αφήνει τα πάντα για να γίνει ναυτικός, για τον οποίο επίσης διατυπώνεται μια προφητεία. Στο κελάρι του σπιτιού του, πάνω στο βαρέλι με το πιο εκλεκτό κρασί υπάρχει στα λατινικά η επιγραφή: "θα με πιει ο Γκρέυ όταν θα είναι στον παράδεισο". Τέταρτη εικόνα. 

Ο παράδεισος δεν είναι άλλος από τον έρωτα. Και τον έρωτα θα τον βρει στο βλέμμα της μικρής Ασσόλ. Μ΄ένα μαγικό τρόπο τα στοιχεία της φύσης θα τη βοηθήσουν να καταλάβει ότι η προφητεία βαίνει προς την πραγμάτωσή της, ότι ο πρίγκιπας είναι κοντά, κι αυτό που μέχρι τότε έριχνε μια βαριά σκιά στη ζωή της κι έκανε τον κόσμο να την αποκαλεί "σαλπαρισμένη" θα της χαρίσει την ευτυχία. 

Η Ασσόλ γνώρισε την αγάπη γιατί είχε αγάπη μέσα της. Αγάπη για τον κόσμο, τα φυτά, τα λουλούδια, τη ζωή: 
Όσο εκείνη ράβει, ας τη δούμε από λίγο πιο κοντά, μέσα της. Μέσα της, λοιπόν, υπάρχουν δυο κοπέλες, δυο Ασσόλ μπερδεμένες σε μια υπέροχη αταξία. Η μια είναι η κόρη του ναυτικού, του χειροτέχνη που κατασκευάζει παιχνίδια, η άλλη είναι ένα ζωντανό ποίημα, με όλα τα θαύματα των παρηχήσεων και των εικόνων του, με μια μυστήρια γειτνίαση λέξεων, στην αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, καθώς το ένα χύνεται πάνω στο άλλο.

Στο δάσος, αυτό τον αρχετυπικό χώρο, η Ασσόλ θα μάθει τι θα της χαρίσει η ζωή. Και πάλι στην αγκαλιά της φύσης, στην καρδιά του λιβαδιού θα δει πέρα στη θάλασσα να ξεπροβάλλει για πρώτη φορά το καράβι του Γκρέυ. Ένα σκυλάκι, ένας χορός από σκαθάρια, αρουραίους, αγιοκλήματα, λεπτοκαρυές, καστανιές θα της μιλήσουν στη γλώσσα που μόνο αυτά κι εκείνη γνωρίζουν και υπό το ήχο της μαγικής μουσικής της φύσης, θα την οδηγήσουν ως εκεί.   Πέμπτη εικόνα.

Κι ο Γκρέυ όλες εκείνες τις μέρες ετοιμάζεται για να υποδεχθεί την καλή του. Εκείνη που η μοίρα τού έχει ορίσει: 
Γενικά, όλες αυτές τις μέρες ζούσε στο μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος, από το οποίο μπορούσε σαφώς να αντιληφθεί όλους του υπαινιγμούς και τα νεύματα της πραγματικότητας.

Τέλος, ο αφηγητής απομακρύνει τον Λόγκρεν, για να προτετοιμάσει το έδαφος για τη συνάντηση των δύο νέων και την τόσο αναμενόμενη σκηνή της αναγνώρισης. Η αφήγηση της προφητείας μετατρέπεται σε πραγματικότητα. Ο Γκρέυ έχει επιλέξει τους μουσικούς του, έχει επιλέξει το πορφυρό μεταξωτό ύφασμα που θα στολίσει το καράβι του. Η Ασσόλ είναι μόνη στο σπίτι. Διαβάζει το βιβλίο της, τη στιγμή που το καράβι με τα πορφυρά πανιά μπαίνει στο λιμάνι της Καπέρνας. Το σκαθάρι που τη συντροφεύει στέκεται στη λέξη "κοίτα" του βιβλίου της. Υψώνει το βλέμμα και η προφητεία εκπληρώνεται. Έκτη εικόνα.

Μέχρι η Ασσόλ να φτάσει στο λιμάνι και να μπει στο καράβι της ενηλικίωσής της, ο αναγνώστης δεν μπορεί να πιστέψει πως αυτό το υπέροχο παραμύθι είναι αληθινό. Πως η ιστορία έχει το τέλος που της αξίζει. Πως η αγάπη ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Αυτή είναι η έβδομη εικόνα. Εφτά κεφάλαια, εφτά χρόνια από τη ζωή των δύο νέων.

Πηγαίνω σ' αυτήν που με περιμένει και μπορεί να περιμένει μόνο εμένα, ενώ εγώ δε θέλω καμία άλλη παρά μόνον αυτή, κου τούτο ίσως επειδή, χάρη σ' αυτή συνειδητοποίησα μιαν απλή αλήθεια, ότι τα λεγόμενα θαύματα πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα πραγματοποιούμε.

Τα "Πορφυρά πανιά" δεν είναι παραμύθι. Το μαγικό δεν προκύπτει ούτε από το στοιχείο του φανταστικού, του εξωπραγματικού, ούτε από τη δράση ή όσα την εμποδίζουν να προχωρήσει. Προκύπτει από την  ψυχοσύνθεση των ίδιων των χαρακτήρων.  Ο Αλεξάντρ Γκριν πίστευε πως ο άνθρωπος θα μπορούσε, αν ήθελε, να πετάξει. Οι ήρωές του το κατορθώνουν. 

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Αλεξάντρ Γκριν, Τα προφυρά πανιά (μτφρ. Ιοκάστη Καμμένου), Κίχλη 2013
Οι εικόνες της ανάρτησης είναι έργα του Quint Buchholz

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Ένα όνειρο

Μια ανάρτηση που δεν έχετε κανένα λόγο να διαβάσετε...

 

"Με πήρε ο ύπνος - θα 'ταν νομίζω μια ώρα πριν έρθει - κι είδα πως είμαι σ' ένα δωμάτιο (όχι όμως το δικό μου). Ένα δωμάτιο πιο μεγάλο και πιο ψηλό απ' το δικό μου, καλύτερα επιπλωμένο, φωτεινό, με ντουλάπα, κομοδίνο, ντιβάνι κι ένα κρεβάτι, μεγάλο και φαρδύ, σκεπασμένο μ' ένα πράσινο μεταξωτό πάπλωμα. Σ' αυτό το δωμάτιο όμως είδα ένα φριχτό ζώο, κάποιο τέρας. Ήταν κάτι σα σκορπιός, όχι σκορπιός όμως, μα κάτι πιο σιχαμερό και πολύ πιο τρομερό και φαίνεται πως ο λόγος που μου φάνηκε έτσι είναι πως τέτοια ζώα δεν υπάρχουν στη φύση και πως αυτό εμφανίστηκε ε π ί τ η δ ε ς στο δωμάτιό μου και στην εμφάνιση αυτή κρύβεται τάχα κάποιο μυστήριο. Το εξέτασα πολύ προσεχτικά: ήταν καφετί και λεπιδωτό, ένα πράγμα σερνάμενο, μακρύ κάπου δέκα πόντους, στο κεφάλι χοντρό ίσαμε δυο δάχτυλα κι όσο πήγαινε στην ουρά στένευε, έτσι που η άκρη της ουράς δε θα ήταν πιότερο από ένα τέταρτο του πόντου. Διόμιση πόντους πιο κάτω απ' το κεφάλι, ξεπετάγονταν απ' το κορμί του, σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών, δυο πόδια, ένα απ' την κάθε μεριά, κάπου πέντε πόντους στο μάκρος, έτσι που όλο το ζώο, άμα το κοίταζες από πάνω, φαινόταν σαν τρίαινα. Το κεφάλι δεν το πρόσεξα καλά, είδα όμως δυο κεραίες, κοντές, σα δυο γερές βελόνες, καφετιές κι εκείνες. Παρόμοιες κεραίες είχε και στην άκρη της ουράς, και στην άκρη του κάθε ποδιού, συνολικά δηλαδή οι κεραίες ήταν οκτώ. Το ζώο έτρεχε μέσα στο δωμάτιο πολύ γρήγορα, πατώντας στα πόδια και στην ουρά, κι όταν έτρεχε, το σώμα του και τα πόδια σούρνονταν σα μικρά φίδια, με καταπληκτική ταχύτητα, παρ' όλα του τα χοντρά λέπια κι αυτό ήταν πολύ σιχαμερό να το βλέπεις. Εγώ φοβόμουν τρομερά πως θα με κεντρίσει. Μου είπαν πως είναι φαρμακερό, μα αυτό που με βασάνιζε περισσότερο ήταν το ποιος το έστειλε στην κάμαρά μου, τι θέλουν να μου κάνουν και πού βρίσκεται σ' όλ' αυτά το μυστήριο; Το ζώο κρυβόταν κάτω απ' το κομό, κάτω απ' την ντουλάπα, χωνόταν στις γωνιές. Εγώ έκατσα στην καρέκλα και μάζεψα τα πόδια μου επάνω. Αυτό έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο, διαγώνια, κι εξαφανίστηκε κάπου δίπλα στην καρέκλα μου. Εγώ κοίταζα κατατρομαγμένος γύρω μου, επειδή όμως καθόμουν έχοντας διπλωμένα τα πόδια μου, έλπιζα πως δε θα σκαρφάλωνε στην καρέκλα. Ξάφνου, άκουσα από πίσω μου, δίπλα σχεδόν στο κεφάλι μου, ένα τριζάτο χαρχάλεμα. Γύρισα και είδα πως εκείνο το σερπετό σκαρφαλώνει στον τοίχο κι είναι κιόλας στο ίδιο ύψος με το κεφάλι μου κι αγγίζει μάλιστα τα μαλλιά μου με την ουρά του που σάλευε και στριφογύριζε με καταπληκτική ταχύτητα. Πετάχτηκα πάνω. Το ζώο εξαφανίστηκε. Στο κρεβάτι φοβόμουν να πλαγιάσω, για να μη χωθεί κάτω απ' το μαξιλάρι. Στο δωμάτιο μπήκαν η μητέρα μου και κάποιος γνωστός της. 
Άρχισαν να το κυνηγούν, ήταν όμως πιο ήρεμοι από μένα κι ούτε φοβόνταν καν. Αυτοί όμως δεν καταλάβαιναν τίποτα. Ξάφνου εκείνο ξαναφάνηκε. Αυτή τη φορά σουρνόταν πολύ πιο σιγά κι είχε λες κάποια ιδαίτερη πρόθεση, φιδοσάλευε αργά, πράγμα που ήταν ακόμα πιο σιχαμερό και τράβαγε πάλι διαγώνια στο δωμάτιο, κατά την πόρτα. Τότε η μάνα μου άνοιξε την πόρτα και φώναξε τη Νόρμα, το σκυλί μας - ένα τεράστιο σκυλί της Νέας Γης, μαύρο και κατσαρομάλλικο. Ψόφησε εδώ και πέντε χρόνια. Το σκυλί όρμησε μέσα στο δωμάτιο και στάθηκε πάνω απ' το σερπετό, σα να το κάρφωσαν στη θέση του. Σταμάτησε και το σερπετό, εξακολουθούσε όμως να φιδοσαλεύει και να χτυπάει στο πάτωμα με την άκρη των ποδιών και της ουράς. Τα ζώα δεν μπορούν να νιώσουν μυστικιστικό φόβο, αν δεν κάνω λάθος. Εκείνη όμως τη στιγμή μου φάνηκε πως στον τρόμο της Νόρμας υπήρχε κάτι υπερβολικά ασυνήθιστο, σχεδόν μυστικιστικό, και κατά συνέπεια ένιωθε κι αυτή, όπως και γω, πως τούτο το πράγμα είχε κάτι το μοιραίο και κρύβει κάποιο μυστήριο. Άρχισε να πισωπατάει αργά φεύγοντας απ' το σερπετό που σουρνόταν σιγά και προσεχτικά κατά πάνω της. Φαίνεται πως ήθελε να της ριχτεί ξαφνικά και να την κεντρίσει. Μα παρ' όλο τον τρόμο της, η Νόρμα το κοίταζε με τρομερό μίσος, μόλο που έτρεμε σύγκορμη. Ξάφνου, άνοιξε αργά τα τρομερά της δόντια, άνοιξε όλο το τεράστιο κόκκινο στόμα της, ετοιμάστηκε, ζυγιάστηκε, τ' αποφάσισε και ξαφνικά άρπαξε το σερπετό με τα δόντια της. Φαίνεται πως το σερπετό τινάχτηκε δυνατά προσπαθώντας να ξεγλιστρήσει, έτσι που η Νόρμα το ξανάπιασε άλλη μια φορά, στον αέρα τώρα, και δυο φορές το άρπαξε με το μεγάλο της στόμα, πάντα στον αέρα, σα να 'θελε να το καταπιεί. Τα χοντρά λέπια έτριξαν στα δόντια της. Η μικρή ουρά και τα πόδια που κρέμονταν απ' το στόμα της, κουνιόνταν με τρομερή ταχύτητα. Ξάφνου η Νόρμα ούρλιαξε παραπονιάρικα: Το σερπετό είχε προφτάσει παρ' όλ αυτά να της δαγκώσει τη γλώσσα. Ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, άνοιξε απ΄τον πόνο το στόμα της, βγάζοντας απ' το μισολιωμένο κορμί του πάνω στη γλώσσα της μπόλικο άσπρο υγρό που έμοιζε με το υγρό μια πατημένης μαύρης κατσαρίδας... Εκείνη τη στιγμή ξύπνησα και μπήκε ο πρίγκιπας."

Έχω διαβάσει τον "Ηλίθιο" δυο φορές. Σχεδόν. Την πρώτη ολοκληρωμένα, τη δεύτερη αποσπασματικά. Είναι το αγαπημένο μου βιβλίο. Κανένα άλλο μέχρι στιγμής δεν έχει καταφέρει να πάρει τη θέση του. Κάθε "αριστούργημα" της παγκόσμιας λογοτεχνίας συγκρίνεται ασυνείδητα μαζί του. Κανένα δεν έχει βγει κερδισμένο απ' αυτή τη σύγκριση.

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η σκηνή στην οποία συνήθως ανατρέχω είναι αυτή του ονείρου. Θυμάμαι ότι την είχα διαβάσει αργά το βράδυ στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος και ονειρεύτηκα το φοβερό εκείνο "σερπετό" να "φιδοσαλεύει" πάνω στο κρεβάτι μου. Δάγκωσε τη δική μου γλώσσα, αντί για του σκύλου, κι όταν ξύπνησα, ένιωθα ένα τσίμπημα παρόμοιο με της μέλισσας στο στόμα μου. 

Έκτοτε, το όνειρο αυτό το έχω ξαναδεί κάποιες φορές. Δε μ' ενοχλούσε. Δεν πρόκειται για εφιάλτη. Είναι απλά μια σκηνή που τριγυρνάει στο υποσυνείδητο. Την ξανάδα, αλλά αυτή τη φορά ένιωσα πως θέλω να τη βγάλω από κει μέσα. Την βαρέθηκα. Μου έχει γίνει φορτική. 

Τώρα που την κατέγραψα, νιώθω ότι δε θα με ξαναενοχλήσει. Ξεκινάω την καινούργια χρονιά μεταφέροντας μια σκηνή από την κύρια στη λανθάνουσα μνήμη. Πρώτη φορά προσπαθώ να απενεργοποιήσω κάτι τέτοιο. Δεν είμαι σίγουρη ότι θα πετύχει.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο ηλίθιος (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου), Εκδόσεις Γκοβόστη 1991

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Δωδεκαήμερον


Την παραμονή των Χριστουγέννων αρχίζει επισήμως το λεγόμενο δωδεκαήμερο. Σύμφωνα με μύθους και παραδόσεις που διατηρούνται σε πολλά μέρη της Ελλάδας, πρόκειται για τις δώδεκα μέρες παραμονής των καλικάντζαρων στη γη. Ανεβαίνουν στις 24 του Δεκέμβρη και παραμένουν μέχρι και τα Θεοφάνεια.

Παραδόσεις για ξωτικά, αερικά, νεράιδες και καλικαντζάρους έχουν πολλοί λαοί.
Σε πολλά χριστουγεννιάτικα παραμύθια, ακόμα και πιο σύγχρονα, οι καλικάντζαροι κάνουν την εμφάνισή τους. Αναφέρονται έτσι, γενικά και αόριστα. Τους φανταζόμαστε κάπως σαν πονηρά διαβολάκια που χώνονται στις κουζίνες των νοικοκυράδων και σκαρώνουν ζαβολιές. Είναι κακά πνεύματα και δεν αγαπούν τους ανθρώπους, αλλά στις ιστορίες εμφανίζονται μάλλον ως αστεία και ζωηρά πλάσματα.

Οι καλικάντζαροι, ή παγανά, έχουν μεγάλα αυτιά και ουρές και μοιάζουν κάπως με πιθηκοειδή. Μόνο που τα πόδια τους είναι αλογίσια, γαϊδουρινά ή τραγίσια. Το χρώμα τους είναι σκούρο καφέ. Έχουν πυκνό τρίχωμα και φοβούνται δυο πράματα: τον παπά και τη φωτιά. Ζουν στο κουκούτσι της γης. Πάνω της είναι χτισμένος ο κόσμος, όπου ζουν οι άνθρωποι. Όλο το χρόνο ασχολούνται με το πριόνισμα του χοντρού κορμού του δέντρου, που με τα κλαριά και τη φυλλωσιά του κρατά τη φλούδα της γης. Μόλις φτάσει η παραμονή των Χριστουγέννων, η φλούδα είναι έτοιμη να βουλιάξει και οι άνθρωποι να γκρεμοτσακιστούν. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, η Παναγία φέρνει στον κόσμο το Χριστό, που με την καλοσύνη του στεριώνει τη γη και δεν αφήνει τον κόσμο να χαθεί. Οι άνθρωποι, για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός, πλένουν, καθαρίζουν, φτιάχνουν γλυκά. Οι καλικάντζαροι αντιλαμβάνονται τη φασαρία που γίνεται πάνω από τα κεφάλια τους και ανεβαίνουνε στη γη να δουν τι τρέχει. Δεν αφήνουν τους ανθρώπους σε χλωρό κλαρί. Τους πειράζουν, τους χορεύουν στο ταψί, τους στέλνουνε στο μύλο ενώ το σιτάρι είναι αλεσμένο, χώνονται μέσα στα ζυμάρια, μαγαρίζουν τα γλυκά, χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας και γυρίζουν τα φύλλα στο βιβλίο του παπά. Ώσπου, ανήμερα των Θεοφανείων, εμφανίζεται ο παπάς με την αγιαστήρα του, χώνονται στο κουκούτσι τους και φτου κι απ' την αρχή... 

Στην εικόνα αριστερά, που είναι έργο του ζωγράφου Π. Τέτση και μπορεί να τη βρει κανείς στο βιβλίο του Θάνου Βελλουδίου, "Αερικά, ξωτικά και καλικάντζαροι", απεικονίζεται η εμφάνιση των καλικαντζάρων στους Αέρηδες, στην Πλάκα, την παραμονή της γέννησης του Χριστού. Μπορεί να διακρίνει κανείς τον Ιωσήφ, τη Θεοτόκο, το θείο βρέφος και τους μάγους. Λίγο παρακάτω ένας ναύτης, ένας σμηνίτης κι ένας φαντάρος χορεύουν όσο ο λατερναντζής παίζει τη λατέρνα και ένας ακόμη άντρας χτυπά το ντέφι. Τη στιγμή που μια γυναίκα πηγαίνει να πάρει νερό με τη στάμνα της από το πηγάδι, ξεπηδά από μέσα ο πρώτος καλικάντζαρος. Άλλωστε, τα αερικά και οι νεράιδες αγαπούν το νερό και συχνάζουν σε βρύσες, πηγάδια, ρέματα και πηγές. Η γυναίκα σαστίζει, ενώ οι υπόλοιποι καλικάντζαροι συνεχίζουν το ροκάνισμα στον πυρήνα της γης. Στην εικόνα η τεχνοτροπία της βυζαντινής ζωγραφικής συνδυάζεται με αυτήν της λαϊκής τέχνης.

Το βιβλίο του Βελλουδίου είναι θησαυρός. Αν και δεν υπήρξε ακαδημαϊκός ή λαογράφος, το έργο του αποτελεί μια τεκμηριωμένη μελέτη των ελληνικών παραδόσεων που σχετίζονται με τους καλικάντζαρους και συνοδεύεται από πίνακες καταξιωμένων ζωγράφων, όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Φώτης Κόντογλου, ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας. 

Ο Βελλούδιος αρχικά παραθέτει όλα τα ονόματα με τα οποία είναι γνωστοί οι καλικάντζαροι σε διάφορα μέρη της Ελλάδας - Καλκανθρωπίσματα, Καρκατζέλια, Κρούσματα, Καλκάδες, Τζόγες - και κατόπιν παρουσιάζει τους καλικαντζάρους  έναν-έναν: το Θαλασσομάχο, που θυμίζει το θεό Ποσειδώνα, τον Ψιλοβελώνη, που είναι ψιλός σαν μακαρόνι, το Μεσονύχτη, που πειράζει αυτούς που γυρίζουν στους δρόμους τις νύχτες, το Μαντρακούκο με τη χοντρή μύτη, τον Τραγοπόδη, τον Πρισκομούρη, που έχει το πρησμένο πρόσωπο, τον Τρικλοπόδη και άλλους πολλούς.

Στο βιβλίο μαθαίνουμε πώς προφυλάσσεται ο άνθρωπος από τη δράση των καλικαντζάρων: 
Στις παραμονές των Χριστουγέννων ο καλός νοικοκύρης, στα χωριά, σφάζει το γουρούνι του, για να ετοιμάσει το κρέας και τα λουκάνικά του. Τρυπάει την καρδιά του χοίρου με ένα πηρούνι και για δικαίωση, ας πούμε, των φυτών που έτρωγε το γουρούνι, κόβει τη μουσούδα του και τη χώνει στο χώμα. Στο συκώτι του σφαχτού βλέπει την τύχη του, κάνει δηλαδή σπλαχνοσκοπία ήπατος, όπως ακριβώς στην αρχαία Ελλάδα. Στο μεταξύ η γυναίκα του έχει γυρίσει όλο το σπίτι και έχει ρίξει σε όλες τις γωνιές, ακόμη και στη μάντρα, αλάτι, για να μην πλησιάσουν οι Καλκάδες. [...] Ύστερα παίρνει από το παραγώνι της καθαρή στάχτη και τη ρίχνει στα δέντρα, για να έχουν ζέστα το χειμώνα και να μην περάσουν από πάνω τους τα Αερικά και τα χαλάσουν. 

Και άλλου πάλι:
Η γριά Βάβω προσέχει μη τυχόν σβήσει η φωτιά, για να έχει ζέστη την ευλογημένη ώρα, που οι καμπάνες της εκκλησιάς του χωριού θα διαλαλήσουν μέσα στη νύχτα τη χαρμόσυνη είδηση. Παίρνει μάλιστα τα μέτρα της για τους Καλικάντζαρους. Βγαίνει έξω και βάζει στη γωνιά της σκεπής [...] φαγώσιμα, ένα πιάτο με λουκάνικα ή κρέας (τσιτσί), και δίπλες ή κουλουράκια, για να χορτάσουν τα Καλκανθρωπίσματα, οι Καλκάδες και να μη θέλουν να μαγαρίσουν όλο το σπίτι. 

Αυτά κι άλλα πολλά μαθαίνουμε από τον Βελλούδιο για το δωδεκαήμερο, που αυτές τις μέρες το γιορτάζουμε. Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο Βελλούδιος ήταν μια ιδιαίτερη προσωπικότητα. Υπήρξε ένας από τους πρώτους αεροπόρους και υπηρέτησε ως αξιωματικός της Αεροπορίας επί 21 χρόνια. Ύψωσε την ελληνική σημαία στην Προύσσα το 1920. Το 1927 και το 1930 πήρε μέρος στις Δελφικές Εορτές των Σικελιανών. Θεωρούσε τον εαυτό του "Φαντασιομέτρη" και ασχολήθηκε με την καλλιτεχνική σύνθεση ποικίλων σουρρεαλιστικών αντικειμένων, που τα φωτογράφιζε ο Ανδρέας Εμπειρίκος και τα εξέδωσε ο συγγραφέας το 1983.  Υπέγραφε μάλιστα και ως "Ελληνευρέτης".

Το βιβλίο του αξίζει να το μελετήσει κανείς. Πέρα από το πληροφοριακό υλικό του, είναι εξαιρετικά καλαίσθητο και εύστοχα εικονογραφημένο. 

Αυτά για τους καλικαντζάρους, και να ΄χουμε το νου μας γιατί μένει ακόμη μια βδομάδα ώσπου να μας αφήσουν ήσυχους. 

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Κλασικά εικονογραφημένα - Errol le Cain


Όσο πλησιάζουν τα Χριστούγεννα τόσο αρχίζουμε να αισθανόμαστε κάτι από τη μαγεία τους, ειδικά όσοι ερχόμαστε σε επαφή με μικρά ή μεγάλα παιδιά. Τα μικρά κάνουν παρέες για να πούνε μαζί τα κάλαντα, κολλάνε στην τηλεόραση για να δουν τις διαφημίσεις των καινούργιων παιχνιδιών, χοροπηδάνε γύρω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, μετράνε τις μέρες.

Κοντεύουν Χριστούγεννα, είναι καιρός για παραμύθια. Παραμύθια κλασικά, παραμύθια λαϊκά, παραμύθια καινούργια. Παραμύθια του Παπαδιαμάντη, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Τολστόι, του Ντίκενς, παραμύθια που ξέρουμε από τις γιαγιάδες μας. Τόσο απλά και τόσο αγαπημένα. Το παραμύθι δεν είναι για να το διαβάζεις, είναι για να το αφηγείσαι. Μόνο έτσι το παιδί αφήνεται ελεύθερο να το φανταστεί, να το νιώσει. Μόνο έτσι το κάνει κτήμα του και θα το αφηγηθεί κι εκείνο σε κάποιον, όταν έρθει η ώρα. Όσοι ξέρουμε παραμύθια, και όλοι μας σίγουρα κάτι ξέρουμε, πρέπει να τα μοιραζόμαστε. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα η αφήγηση των παραμυθιών θεωρείται τέχνη και πολλοί παραμυθάδες μοιράζονται τα παραμύθια τους σε χώρους της πόλης.

Για όσους δεν ξέρουν, δε συνηθίζουν ή ντρέπονται να αφηγηθούν τα παραμύθια τους, υπάρχουν υπέροχες εκδόσεις παραμυθιών - κλασικών ή νεότερων - για όλες τις ηλικίες. Η εικονογράφηση είναι το άλφα και το ωμέγα σε μια έκδοση. Οι εικόνες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε διαμορφώνουν και εκείνες που μόνοι μας θα φανταστούμε. Άλλωστε, τις περισσότερες φορές τα παιδιά κολλάνε το βλέμμα τους στις εικόνες και δεν ακούν καν αυτόν που διαβάζει ή που αφηγείται. 

Ένας από τους καλύτερους εικονογράφους κλασικών παραμυθιών ήταν ο Errol le Cain (1941-1989). Είχε εικονογραφήσει μερικά από τα ωραιότερα κλασικά παραμύθια, όπως τη "Βασίλισσα του χιονιού", τη "Σταχτοπούτα", την "Πεντάμορφη και το τέρας", τις "Δώδεκα πριγκίπισσες που χόρευαν". Τα τρία τελευταία κυκλοφορούσαν μέχρι πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ρώσση. Είναι παλιά βιβλία και πιθανόν να έχουν εξαντληθεί στον εκδότη. Δε θυμίζουν όμως σε τίποτα την τηλεοπτική αισθητική πολλών νέων εικονογράφων. 

Κανείς δεν απέδωσε με τόση μαεστρία την παγωμένη καρδιά της βασίλισσας του χιονιού. Η εικόνα της ήταν ίδια μ' αυτή μιας παγωμένης νύχτας του χειμώνα. Ένας σταλακτίτης με τη μορφή γυναίκας:

Κανείς δε ζωγράφισε με τόση ευαισθησία την  αδικημένη από τις αδερφές της και τη μητριά της Σταχτοπούτα. Τα τρία πρόσωπα την παρακολουθούν με κακία όταν εκείνη κάνει τις δουλειές του σπιτιού ή αποσύρεται πλάι στο τζάκι, για να ασχοληθεί με το εργόχειρό της. Μπορείτε να τα δείτε να ξεπροβάλλουν στη αριστερή άκρη της εικόνας:


Οι κακιές, χοντροκομμένες και λαίμαργες αδερφές της είναι έτοιμες για το χορό. Το χαζό και ανυπόμονο βλέμμα τους έρχεται σε αντίθεση με το πειθήνιο και καρτερικό πρόσωπο της Σταχτοπούτας: 

Παρατηρήστε το ύφος της μητριάς της, όταν ο απεσταλμένος του πριγκιπόπουλου συνειδητοποιεί ότι η όμορφη κοπέλα της βραδιάς τους χορού ήταν η Σταχτοπούτα, και όχι μια από τις κόρες της:


'Οταν η ώρα σημαίνει δώδεκα, η Σταχτοπούτα πρέπει να γυρίσει στο σπίτι της, αλλιώς η άμαξα θα μετατραπεί σε κολοκύθα. Για να μην ξεχαστεί, ο ουρανός γεμίζει ρολόγια κι εκείνη σιγά σιγά μεταμφιέζεται από πριγκίπισσα σε ένα κουρελιάρικο κορίτσι:


Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο ο Errol le Cain, ένας βρετανός εικονογράφος, απεικόνισε τις αραβικές νύχτες στα παραμύθια της Ανατολής:


Εδώ τα χρώματα αλλάζουν. Χρησιμοποιεί πολύ περισσότερο το κίτρινο, το πορτοκαλί, το χρυσό, τα χρώματα της ανατολής του ηλίου, της Ανατολής γενικά:


Οι εικόνες καδράρονται σαν μικρά κουτάκια που μπαίνει το ένα μέσα στο άλλο. Θυμίζουν μαγικό χαλί:


Η εικονογράφηση ενός παραμυθιού είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Πρέπει να γίνεται με μεγάλη προσοχή. Είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς με χαρακτήρες - σύμβολα, πόσο μάλλον όταν απευθύνεται σε τόσο τρυφερές ηλικίες. Ο Errol le Cain το έκανε με αξεπέραστη επιτυχία.

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Υπήρξε γενιά του 1910;

Οι γραμματολογίες έχουν το ενδιαφέρον τους. Η μελέτη λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων, κινημάτων, γενιών και σχολών πολλές φορές βοηθά τον αναγνώστη, ή και το μελετητή, να κατανοήσει, να προσεγγίσει, να προσπελάσει ένα έργο. Το τοποθετεί σε ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, το συνδέει με τα δεδομένα της εποχής που το δημιούργησε. 


Και ο αναγνώστης που δεν έχει ιδέα από ιστορία της λογοτεχνίας; Εκείνος που βουτάει στο κείμενο χωρίς εφόδια και βοηθήματα; Εκείνος άραγε παραμένει στα ρηχά; Ή μήπως ανάλαφρος και ελεύθερος διεισδύει στο μεδούλι του κειμένου, χωρίς να τον βαραίνουν στερεότυπα και προκαταλήψεις; 

Η μελέτη της λογοτεχνίας στη διαχρονία της μάς καλύπτει ως προς την έννοια του πλάτους, αλλά είναι πιθανό να μας απομακρύνει από αυτήν του βάθους. Δεχόμαστε κατηγοριοποιήσεις και αξιολογήσεις, πολλές φορές άκριτα, και με βάση αυτές ερχόμαστε σε επαφή με εποχές και τους λογοτεχνικούς εκπροσώπους τους. 

Πολλές φορές μια ολόκληρη "γενιά" στριμώχνεται και τελικά συνθλίβεται μεταξύ άλλων που θεωρούνται ορόσημα, ογκόλιθοι για την ιστορία της λογοτεχνίας. Κάτι τέτοιο συνέβη για παράδειγμα μ' αυτήν που ο Γιάννης Δάλλας ονόμαζε γενιά του 1910:

Ουσιαστικά, πρόκειται για την αποκατάσταση μιας εποχής. Η επίσημη γραμματολογία τίμησε εξαιρετικά δύο σταθμούς, τη γενιά του 1880 και τη γενιά του 1930. Και παραμέλησε την εποχή και γενιά του 1910 και αυτή που από κάθε άποψη θα μπορούσε να αποτελέσει συνέχειά της, τη μετακατοχική του 1940 ή 1950. Τις θεώρησε απλά επιγενόμενα των άλλων. Και, ενώ τη δεύτερη σχεδόν την αποσιώπησε, την πρώτη, παραβλέποντας την ενιαία συγκρότηση και τη σημασία της, την κατακερμάτισε και εξόφλησε μαζί της, στην επιεικέστερη περίπτωση, με μονογραφίες.

Η εποχή του 1910 είναι ίσως η ωριμότερη της λογοτεχνίας μας. Στην αφετηρία της υπάρχει το κίνημα του 1909 και στην ανάπτυξή της μια ανοδική ιστορική, πολιτική και πνευματική πορεία, που έθεσε ή έλυσε προβλήματα και άνοιξε τις πόρτες στις αναζητήσεις και την έκφραση των καινούργιων τάξεων. Στην περιοχή του πνεύματος από τις τάξεις αυτές ξεπήδησε μια πρώτη και μια δεύτερη γενιά από ριζικούς κι ανήσυχους εκπροσώπους. Εκπροσώπους με ευρωπαϊκή καλλιέργεια, αλλά και ελληνική συνείδηση και εφαρμογές. Με αφόρμηση από την παράδοση του δημοτικισμού αλλά και ανύσματα προς ευρύτερα ιδεολογικά ενδιαφέροντα. Με ανησυχίες για το βάθος του πολιτισμού και των κοινωνικών προβλημάτων και παράλληλα για τη μορφολογία και το ύφος του πνεύματος. Δειγματοληπτικά τους ορόσημα είναι π.χ. για την ιδεολογική θεωρία, ερμηνεία και πρακτική τους ο Σκληρός, ο Κορδάτος και ο Γληνός, για την πιστή ποιητική τους σφυγμομέτρηση ο Καβάφης και στο βάθος ο Καρυωτάκης, για την οραματική τους υπέρβαση ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός και ο Βάρναλης, για την πεζογραφική τους προκατάθεση ο Χατζόπουλος, ο Θεοτόκης. Προκατάθεση, που με την πρωτοβουλία τους άνοιξε αλλά δε δέσμευσε τους διαφορετικούς χειρισμούς της κοινωνικής πεζογραφίας του Βουτυρά, του Πικρού και του Παρορίτη.

Η πρώτη μετακατοχική, αλλά και κάθε μεταπολεμική γενιά ως σήμερα, αποκατάστησε την κομμένη συνέχεια. Από συγγενή παρόρμηση και συγγένεια συνθηκών επιχείρησε και επιχειρεί μια επανασύνδεση με εκείνη την καταχωνιασμένη εποχή των πατέρων μας. Τι σημαίνει λ.χ. για την ποίηση η πρώτη ουσιαστική αναγνώριση της πατρότητας και η εξακολουθητική αφομοίωση του διδάγματος του Καβάφη ή η επανεκτίμηση και η επανήχηση του αποσιωπημένου για πολύ διάστημα Καρυωτάκη; Και τι μαρτυρεί, για την ιδεολογία, η συστηματική επαναπροβολή και διερεύνυση στις μέρες μας του έργου αγνοημένων ως χτες πρωτοπόρων, π.χ. του Σκληρού ή του Γληνού;  Μαρτυρεί και σημαίνει, σε πείσμα της ανακοπής που μεσολάβησε και της ενδιάμεσης καλλιέργειας του αισθητισμού και πολλών άλλων "-ισμών", την αποκατάσταση της επαφής με κάθε μορφή προκατάθεσης των σπουδαίων εκείνων προδρόμων, της γενιάς του 1910.

Πολύ συχνά, για να επιτευχθεί κάτι σημαντικό πρέπει να έχουν προηγηθεί γέφυρες. Γέφυρες που ενώνουν ένα παρακμασμένο ίσως παρελθόν με ένα πολλά υποσχόμενο μέλλον. Γέφυρες που ενώνουν εποχές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Περπατάμε πάνω τους, τις διαβαίνουμε, τις προσπερνάμε και ξεχνάμε να κοντοσταθούμε, να μελετήσουμε την αρχιτεκτονική τους, να αναλογιστούμε τι βάρος έχουν σηκώσει. 



Το απόσπασμα είναι από το άρθρο του Γιάννη Δάλλα, "Γνώση και ανάγνωση της πεζογραφίας του Κ. Θεοτόκη - η αποκατάσταση μιας επαφής", περιοδικό Διαβάζω, τ.14, 1978