Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

C' était Marguerite Duras


Πάντα σε αναζήτηση ενός τόπου, χωρίς να βρεθώ ποτέ εκεί που θα ήθελα να είμαι, πάντα καθυστερημένη, πάντοτε ανίκανη να απολαύσω όσα απολάμβαναν οι άλλοι.


Για τη μνήμη...[1]

Η αληθινή μνήμη είναι η λήθη, το κενό: αυτή που μας επιτρέπει να μην ενδίδουμε στην τυραννία της ανάμνησης, στους δυσβάσταχτους πόνους που ευτυχώς έχουμε ξεχάσει.

Τα γεγονότα της ζωή μας δεν είναι ποτέ μοναδικά  και δεν διαδέχονται το ένα το άλλο με μονοσήμαντο τρόπο, όπως θα θέλαμε. Πολλαπλά, ακατανίκητα, αναμεταδίδονται αενάως στη συνείδηση, πηγαινοέρχονται από το παρελθόν μας στο μέλλον, καθώς διαχέονται σαν την ηχώ, σαν τους κύκλους στο νερό, και εναλλάσσονται κάθε φορά μεταξύ τους.

Για την πολιτική...

Είμαι ακόμη μια κομμουνίστρια που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της στον κομμουνισμό. Για να προσχωρήσεις σε ένα κόμμα πρέπει να είσαι αυτιστικός, νευρωτικός, κουφός, τυφλός, κατά κάποιον τρόπο. [...] Το να φύγω από το κόμμα ήταν τραυματικό, βέβαια. Και μόνο μετά το 1968 έπαψα να νιώθω, άθελά μου, θύμα της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Είχα βαρεθεί τη μαρξιστική δημαγωγία, η οποία, στην προσπάθειά της να εκμηδενίζει τις αντιφάσεις του ατόμου, το μόνο που κάνει είναι να το αλλοτριώνει περισσότερο. [...]

Όπως όλα τα καθεστώτα, ο μαρξισμός φοβάται ότι "ορισμένες ελεύθερες δυνάμεις" -το φαντασιακό, η ποίηση, ακόμα και ο έρωτας- αν δεν καθοδηγηθούν σωστά, μπορούν, κατά κάποιον τρόπο, να υποσκάψουν τα θεμέλιά του, και εφάρμοσε πάντα ένα είδος λογοκρισίας της εμπειρίας, της επιθυμίας. 

[...] το να προτείνεις την ολοκληρωτική ακύρωση των ιδεολογιών δεν είναι εύκολο σε μια χώρα όπως η Γαλλία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν αρνητική σε κάθε ιστορική περίοδο που δεν εμπεριέχει έναν προσδιορισμό. Μας υποχρέωσαν, από τα παιδικά μας χρόνια, να βάλουμε σε τάξη τη ζωή μας, έτσι ώστε να εξοστρακίσουμε κάθε ακαταστασία. 
Και πάνω σ' αυτόν το φόβο του κενού, στην επιθυμία καταστολής και του παραμικρού ρίσκου που θα προέκυπτε από αυτό, θεμελιώνεται η εξουσία.   


Για τον έρωτα...

Ο έρωτας παραμένει το μόνο πράγμα που μετράει αληθινά. Είναι ηλίθιο να τον περιχαρακώνουμε σε ιστορίες ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. 

Την αμφυσημία που κρύβεται σε κάθε πάθος την ανακάλυψα όταν, φτωχή και εκκεντρική, συνάντησα τον Κινέζο εραστή. Τον έρωτα, ως επιθυμία να κατακτήσεις τον άλλο σε βαθμό να θέλεις να τον καταβροχθίσεις. 

Δεν είναι το σεξ -όπου οι άνθρωποι βρίσκονται σε ένα είδος αισθησιακού αποχρωματισμού- που με ενδιαφέρει, αλλά εκείνο που βρίσκεται στη ρίζα του ερωτισμού, η επιθυμία. Αυτό που δε μπορούμε, ίσως και να μην πρέπει, να κατευνάσουμε με το σεξ. Η επιθυμία είναι μια λανθάνουσα δραστηριότητα και σ' αυτό μοιάζει με τη γραφή: επιθυμούμε όπως γράφουμε, πάντοτε. 
Εξάλλου, όταν είμαι έτοιμη να γράψω, νιώθω να με πλημμυρίζει η γραφή περισσότερο από όσο όταν το κάνω στ' αλήθεια. [...]
Το χάος είναι στην επιθυμία. Η απόλαυση δεν είναι άλλο από το ελάχιστο μέρος εκείνου στο οποίο κατορθώσαμε να φτάσουμε. Τα υπόλοιπα,  το τεράστιο μέρος των επιθυμιών, μένουν εκεί χαμένα δια παντός.  
 

Για τη λογοτεχνία...

[Έργο της λογοτεχνίας είναι] να αναπαραστήσει το απαγορευμένο. Να πει αυτά που δεν λέγονται κανονικά. Η λογοτεχνία οφείλει να δημιουργεί σκάνδαλο: όλες οι πνευματικές δραστηριότητες σήμερα πρέπει να σχετίζονται με τον κίνδυνο, την περιπέτεια. Ακόμα και ο ποιητής έχει μέσα του τον κίνδυνο, είναι κάποιος που, αντίθετα με εμάς, δεν προστατεύεται από τη ζωή.   

Η ιδέα και μόνο ότι μπορείς κανείς να δει τη λογοτεχνία σαν μέσο για να υποστηρίξει μια θεωρία με τρελαίνει. 


                                                                                                                                                                       
Δεν ξέρω πού πάω
Φοβάμαι
Ας βγούμε μαζί στο δρόμο
Έλα γρήγορα
Θα σου στέλνω γράμματα
Αυτό θα 'ναι όλο.
Με φοβίζει το γράψιμο
Υπάρχουν κάτι τέτοια μικροπράγματα 
που με φοβίζουν.
(M.Duras, C' est tout) [2]
                                                                                                                                                                

Για το γράψιμο και τη μοναξιά του συγγραφέα...[3]

Τα βιβλία βγαίνουν ύστερα από μεγάλες, ατέλειωτες σιωπές. 

Η μοναξιά της γραφής είναι μια μοναξιά που χωρίς αυτή το γραπτό δεν συντελείται. Αλλιώς θρυμματίζεται, χάνει το αίμα του, δεν αναγνωρίζεται πια από το συγγραφέα. 

Φτάνει στη ζωή κάποια στιγμή, και πιστεύω ότι είναι μοιραία, που δεν μπορούμε να την αποφύγουμε, όπου βάζουμε τα πάντα σε αμφισβήτηση: το γάμο, τους φίλους του ζευγαριού προπαντός. Το παιδί όχι. Το παιδί δεν το βάζουμε ποτέ σε αμφισβήτηση. Κι αυτή η αμφισβήτηση τρανώνει γύρω μας. Τούτη η αμφισβήτηση είναι μόνη, είναι η αμφισβήτηση της μοναξιάς. Γεννιέται από τη μοναξιά. Μπορούμε ήδη να πούμε τη λέξη με τ' όνομά της. Νομίζω πολλοί άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να αντέξουν αυτό που λέω εδώ, θα τρέπονταν σε φυγή. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που κάθε άνθρωπος δεν είναι συγγραφέας.

Υπάρχει κάτι σαν αυτοκτονία στη μοναξιά του συγγραφέα. Είσαι μόνος ως και στην ίδια σου την μοναξιά.   

Το γραπτό έρχεται σαν τον άνεμο, είναι γυμνό, είναι μελάνι, και παρέρχεται όπως δεν παρέρχεται τίποτε άλλο στη ζωή. Τίποτε περισσότερο εκτός από κείνη, εκτός από τη ζωή.  

*** 

[1] Μαρκερίτ Ντυράς, Μετέωρο πάθος (μτφρ. Βάσω Μέντζου), Ολκός, Αθήνα 2014.
[2] Μαργκερίτ Ντυράς, Τελεία και παύλα (μτφρ. Ευριδίκη Τρισόν-Μιλσανή), Εξάντας, Αθήνα 1996.
[3] Μαργκερίτ Ντυράς, Γράφοντας (μτφρ. Χρύσα Τσαμαδού), Εξάντας, Αθήνα 1996. 


Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2016

Χαμένος Βορράς


Η παιδική ηλικία, κοντινή ή μακρινή, βρίσκεται πάντοτε μέσα μας. 

Ο άνθρωπος που έχει ζήσει σε δύο χώρες αποτελεί ένα είδος εξορίστου. Η εξορία του είναι μαζί γεωγραφική και κοινωνική. Γεωγραφική, γιατί η παιδική του ηλικία είναι μακριά σε τόπο και χρόνο. (Στη νέα χώρα αποσιωπά ό,τι υπήρξε και ό,τι έμαθε εκεί που γεννήθηκε: τα παιδικά τραγούδια, το σχολείο, τους φίλους. Οι άνθρωποι με τους οποίους συνυπάρχει αγνοούν όλα όσα τον έχουν διαμορφώσει). Κοινωνική, γιατί ανάμεσα στη μία πλευρά της ζωής του και στην άλλη υπάρχει ένα ρήγμα, μια διακοπή της συνέχειας. Δύο κόσμοι, δύο πολιτισμοί, δύο κουλτούρες, δύο συστήματα αξιών συγκρούονται. Η εξορία του είναι μαζί ακρωτηριασμός, ενοχή και πλούτος. 

Οι εξόριστοι είναι πλούσιοι. Πλούσιοι από τις συσσωρευμένες και αντιφατικές τους ταυτότητες.

Η Νάνσυ Χιούστον γεννήθηκε στο Κάλγκαρι του Καναδά, αλλά ζει μόνιμα στη Γαλλία. Μάλλον ζει στη Γαλλία τόσα χρόνια όσα έζησε και στον Καναδά, αλλά δεν θα θεωρήσει τον εαυτό της ποτέ Γαλλίδα. Η Βορράς του Καναδά άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω της, αφού εκεί υπάρχει όλη της η παιδικότητα και ένα μεγάλο κομμάτι της νιότης της. "Δεν είναι καθόλου το ίδιο να περνάς σε μια χώρα τα εικοσιπέντε πρώτα χρόνια της ζωής σου ή οποιαδήποτε άλλα εικοσιπέντε χρόνια." Νιώθει εκπατρισμένη. 

Ο εκπατρισμένος, από τη στιγμή που επιλέγει να εγκαταλείψει τη χώρα του και να ζήσει σε έναν άλλο πολιτισμό, αποφασίζει να υιοθετήσει ως καθημερινές πρακτικές της ζωής τη μίμηση, την προσποίηση, το θέατρο. Στη νέα του γλώσσα αδυνατεί να αυτοσχεδιάσει. Όσο καλά κι αν τη χειρίζεται, κάποια στιγμή ο αληθινός του εαυτός θα προδοθεί. 

, σκέφτομαι, αυτός ο άνθρωπος είναι κομμένος στα δύο. Έχει λοιπόν μια ιστορία." Διότι κείνος που γνωρίζει δύο γλώσσες, γνωρίζει αναγκαστικά και δύο πολιτισμούς  και συνεπώς το δύσκολο πέρασμα από τη μία γλώσσα στην άλλη και την επίπονη σχετικότητα των δύο πολιτισμών. Και έχει όλες τις πιθανότητες να είναι κάποιος πιο εκλεπτυσμένος, πιο "πολιτισμένος", λιγότερο μονολιθικός απ' ό,τι οι μονογλωσσικοί ενπατρισμένοι.
 
Ο δίγλωσσος έχει δύο διαφορετικούς τρόπους να βλέπει τον κόσμο; Ποιος υπάρχει κάτω από τη μάσκα του; Ποιος είναι πραγματικά, αν δεν έχει τις ίδιες σκέψεις, τις ίδιες φαντασιώσεις, την ίδια υπαρξιακή στάση, τις ίδιες απόψεις και στις δύο γλώσσες ;

Το πρόβλημα, βλέπετε, είναι ότι οι γλώσσες δεν είναι μόνο γλώσσες. [...] είναι τρόποι να βλέπεις και να καταλαβαίνεις τον κόσμο.

Σύμφωνα με τη Νάνσυ Χιούστον, είμαστε παιδιά της χώρας όπου περάσαμε τα παιδικά μας χρόνια. Πώς είναι δυνατόν να θεωρήσει τον εαυτό της Γαλλίδα, αναρωτιέται, από τη στιγμή που η Γαλλία δεν της έχει χαρίσει ούτε μία παιδική ανάμνηση; 

***

Οι γονείς μου γεννήθηκαν στο Βρότσλαβ της Πολωνίας στις αρχές της δεκαετίας του '50. Ήταν παιδιά πολιτικών προσφύγων που κατέφυγαν στην Ανατολική Ευρώπη αμέσως μετά τον Εμφύλιο. Έζησαν στην Πολωνία 34 χρόνια και επομένως πέρασαν εκεί όλη τους την παιδική και νεανική ηλικία. Εκεί πήγαν σχολείο, σπούδασαν, ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν, απέκτησαν τα παιδιά τους -εμένα και τις αδερφές μου.  Η Ελλάδα ήταν για κείνους μια άγνωστη χώρα. Ωστόσο, έμαθαν τα ελληνικά από τους γονείς τους, τα μιλούσαν στο σπίτι, γιόρταζαν τις εθνικές γιορτές  στην ελληνική λέσχη της πόλης τους, ντυνόντουσαν τσολιάδες και βλαχοπούλες, τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο, γνώριζαν απέξω όλη την ελληνική μυθολογία και πολλά δημοτικά τραγούδια, έτρωγαν αρνάκι το Πάσχα. Και σε κάθε γιορτή και κάθε οικογενειακό τραπέζι, άκουγαν τα ποτήρια να τσουγγρίζουν και την ευχή "και του χρόνου στην πατρίδα".  

Όταν ήμουν εγώ παιδί, μιλούσαν ελληνικά σε μας, αλλά πολωνικά μεταξύ τους. Τα πολωνικά ένιωθαν πρώτη τους γλώσσα. Πολωνικά ακούγαμε να μιλούν όλοι στις γιορτές και στα τραπέζια του σπιτιού. Έτσι, για τους Πολωνούς παρέμεναν πάντοτε "οι Έλληνες" και για τους Έλληνες, "τα παιδιά που ήρθαν από την Πολωνία". Εκεί δεν είχαν υπηκοότητα. Εδώ πάλι δεν έχουν, κι ας αναγράφεται στην ταυτότητά τους. 

Σε μια ξένη γλώσσα κανένας τόπος δεν είναι ποτέ κοινός: τα πάντα είναι εξωτικά.

Όταν, χρόνια μετά τον επαναπατρισμό μας, επισκεφτήκαμε οικογενειακώς την Πολωνία, εκείνοι επέστρεψαν στην πατρίδα των παιδικών τους χρόνων κι εμείς τους είδαμε φίλους, μαθητές, φοιτητές, μέλη μιας παρέας, και όχι γονείς. Ήταν δύο άλλοι άνθρωποι. Με έκπληξη, για παράδειγμα, διαπίστωσα ότι η μητέρα μου, όταν μιλούσε πολωνικά, είχε πολύ ωραίο χιούμορ, ενώ στα ελληνικά δεν τα καταφέρνει καθόλου.  


Εκεί ήταν πιο αστείοι, πιο ανέμελοι, και πιο νέοι. Εδώ δούλευαν, είχαν σκοτούρες, μας έκαναν παρατηρήσεις, ήταν πάντα γονείς. Εκεί έχουν αφήσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού τους. "Όχι γιατί θέλησαν να το ξεφορτωθούν, αλλά γιατί δεν ήξεραν πώς να το πάρουν μαζί τους". 
Κι έτσι, με έναν τρόπο θα είναι πάντοτε ξένοι, ακόμη και μέσα στις οικογένειες που τους δημιούργησαν ή που δημιούργησαν οι ίδιοι. Βλέπετε, μιλούν άλλη γλώσσα απ' αυτήν που μιλούσαν οι γονείς τους, και άλλη απ' αυτήν που διδάχτηκαν τα παιδιά τους. 
Οι δίγλωσσοι και εκπατρισμένοι βιώνουν περιορισμούς και ελευθερίες πολλές φορές επίπονες. Με το δοκίμιό της, η Χιούστον αναζητά την έννοια της ταυτότητας στη ζωή του κάθε εκπατρισμένου και υποβάλλει τα σέβη της σε κάθε εξόριστο.  Εξάλλου
 
Η ξενικότητα είναι μια μεταφορά σεβασμού που οφείλουμε στον άλλο.

*** 

[1] Nancy Huston, Χαμένος Βορράς (μτφρ. Ειρήνη Τσολακέλλη), ΑΓΡΑ, Αθήνα 2002.
 
[2] Στην πρώτη φωτογραφία ένα πορτρέτο της Νάνσυ Χιούστον. Στις τρεις επόμενες, εικόνες από το Βρότσλαβ της Πολωνίας, τον χαμένο Βορρά των δικών μου παιδικών χρόνων. Και στις δύο τελευταίες εγώ, παιδάκι στον Βορρά. 



Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Χαμένος στη μνήμη



Χωμένος στο κουκούλι της απογευματινής του μοναξιάς, ο Ζαν Νταραγκάν είχε φανταστεί πολλές φορές το τηλέφωνο να χτυπά, αλλά εκείνο, χρόνια τώρα, παρέμενε βουβό. 

Μέσα σ' αυτήν τη μοναξιά, δεν είχε ποτέ άλλοτε αισθανθεί τόσο ελαφρύς, με αλλόκοτες στιγμές έξαρσης το πρωί ή το βράδυ, σαν να ήταν ακόμη όλα ανοιχτά και σαν η περιπέτεια να ήταν στη γωνιά του δρόμου, όπως το λέει κι ο τίτλος της παλιάς ταινίας...

Ώσπου μια μέρα το τηλέφωνο χτυπά. Κάποιος κύριος Ζιλ Οττολινί θέλει να επιστρέψει στον Ζαν Νταραγκάν την ατζέντα του, που βρέθηκε ξεχασμένη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών. Από εκείνη τη στιγμή παρόν και παρελθόν αρχίζουν να μπερδεύονται. Μια ατζέντα χαμένη, φωνές στο τηλέφωνο, ραντεβού σ' ένα καφέ... Όλα έχουν την ελαφρότητα ενός ονείρου. 

Μήπως οι ασήμαντες λέξεις που είχατε ακούσει στα νιάτα σας επιστρέφουν σαν παλιό ρεφρέν ή σαν ψεύδισμα, πολλά χρόνια αργότερα και προς το τέλος της ζωής σας; 

Όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματα του Μοντιανό, έτσι και αυτό, δεν αποτελεί παρά μια ομιχλώδη περιδιάβαση στη μνήνη. Βόλτες στο Παρίσι, που ξεκινούν από τη μετακατοχική περίοδο και φτάνουν στο σήμερα, δίνουν έναν τόνο νουάρ και εναλλάσσονται με ρεμβασμούς και αναπολήσεις σε εσωτερικούς χώρους λιτών δωματίων "την ώρα της νύχτας, που το μακιγιάζ λιώνει και που αφηνόμαστε να πάμε τις εξομολογήσεις μας μέχρι τα άκρα"

Ο Ζιλ Οττολινί αποδεικνύεται ένα πρόσωπο-φάντασμα, που έχει γράψει ένα βιβλίο εκδοθέν σε περασμένο αιώνα και εργάζεται σε μια εταιρεία που δεν υπάρχει πουθενά. Ωστόσο, αυτός και η συνεργάτης του αναθέτουν στον Ζαν Νταραγκάν να αναζητήσει σε ένα φάκελο το παιδί που ο ίδιος υπήρξε. 

Ίσως να έκανε λάθος που βούτηξε σ' αυτό το μακρινό παρελθόν. Ποιο το όφελος; Πάει πολύς καιρός που δεν τον απασχολούσε η συγκεκριμένη περίοδος της ζωής του, τόσο ώστε να τη βλέπει τελικά σαν μέσα από ένα θολό τζάμι. 

Γύρω από το όνομα της νεαρής Αννί Αστράν  ξετυλίγεται ένα κουβάρι αναμνήσεων που αφορά τα παιδικά χρόνια του αφηγητή,  παιδιού ξεχασμένου στις φροντίδες ενός θιάσου ανθρώπων της νύχτας, μικροκακοποιών και τζογαδόρων του Παρισιού. Όσο περισσότερα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτονται, τόσο πιο θολό γίνεται το αίνιγμα του παρελθόντος. 

Λέξεις γνωστές και οικείες, όπως το "σπίτι", αποκτούν περιεχόμενο  αβέβαιο και ανοίκειο, ενώ στο κέντρο της αφήγησης τοποθετείται και πάλι το θλιμμένο εγώ του εγκαταλελειμμένου παιδιού που συναντά κανείς και στη "Μικρή Μπιζού" και στο "Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά".

Δεν είχε το κουράγιο να μπει στο σπίτι. Προτιμούσε να μείνει γι' αυτόν σαν ένας από τους τόπους που σας ήταν οικείοι και που σας συμβαίνει καμιά φορά να τους επισκέπτεστε στα όνειρά σας: είναι ίδιοι εξ όψεως και παρ' όλα αυτά εμποτισμένοι από κάτι ανοίκειο. Ένα πέπλο ή ένα εκτυφλωτικό φως; Και διασταυρώνεστε σ' αυτά τα όνειρα με πρόσωπα που αγαπούσατε και που έχουν πεθάνει. Αν τους μιλήσετε δεν ακούν τη φωνή σας. 
 
Στο επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου επισημαίνει πως, παρόλο που η γλώσσα εφευρέθηκε για να διευκολύνει την επικοινωνία, το γλωσσικό σύστημα του καθενός πολλές φορές καταντάει ερμητικό, συχνά αύταρκες ή αυτάρεσκο. Ακόμη και στο εσωτερικό μιας γλώσσας, η επικοινωνία είναι ένα θαύμα. Η γλώσσα δε φτάνει για να θεραπεύσει την απουσία

Το παιδικό τραύμα του αποχωρισμού, όμως, και η μητέρα ως συνώνυμο της απώλειας είναι κοινά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Όταν είσαι παιδί, ένα χαρτάκι με σημειωμένη τη διεύθυνση του σπιτιού σου στην τσέπη δεν είναι αρκετό για να μη χαθείς. Όσο μεγαλώνεις, ακόμα περισσότερο.

***

[1] Πατρίκ Μοντιανό, Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά (μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου), Πόλις, Αθήνα 2015.
[2] Στις δύο φωτογραφίες ο συγγραφέας σε νεαρή ηλικία. Μόνος του και με την τραγουδίστρια και αγαπημένη του φίλη  Françoise Hardy.