Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ἡ βασιλές


Ζοῦσε μιά φορά στήν πατρίδα μου ἕνας βασιλές πού τόν ἀγαποῦσαν οὗλοι οἱ ἀνθρῶποι καί οὗλα τά μωρά, πού πάγαινε στό δρόμο μοναχός, δίχως ἀκολουθίες καί τούμπανα. Τοῦτος ὁ δικός μου "βασιλές" ὅριζε ἕνα βασίλειο μεγάλο ὅσο ἡ σκέψη. Γιά σκέπασμα στό θρόνο του εἶχε τόν ἀληθινό οὐρανό καί γιά δύναμή του τῶν ἀνθρώπων τήν ἀγάπη.  [...]

Ὅλη τή ζωή του "ἡ βασιλές" τήν πέρασε ἀπάνου στή θάλασσα. Ἀνάμεσα στα βράχια τῶν γκρέμνων ἀκρογιαλλιῶν πού τά δέρνει πάντα τό κύμα. Ἀνάμεσα στά βράχια καί στές γοῦβες τίς γεμάτες ἀπό καλόγνωμες καί στρείδια και μύδια καί κάθε εἶδος θαλασσινά.
Σπίτι του καί χαρά του μιά βάρκα. 
Μέσα σ'αὐτή ἔζησε ὅλη του τή ζωή. Ἴσως καί νά γεννήθηκε σ'αὐτή, ἴσως καί να γεννηθήκανε κι οἱ δυό τους μαζί. Δέν ξέρω. [...]

Ἡ βασιλές νερό δέν ἔπινε ποτές. Τραβοῦσε μόνο μέ τήν τσότρα κρασί, πού τό 'παιρνε κάθε βράδυ δίνοντας γιά πληρωμή κοροχύλια καί καβούρια και χάβαρα. 
Ὁ Μανώλης ἡ βασιλές πέθανε ὅπως πεθαίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπαράλλαχτα ὅπως πεθαίνει κάθε ζωντανό. 
Ἄπλωσε τή νύχτα κάτω ἀπ' τήν ἀστροφεγγιά τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ τά ποδάρια του, τέντωσε τά χέρια του μέ τίς παλάμες ἀνοιχτές πρός ὅλο τόν κόσμο, ἔσφιξε τά μάτια του καί κοκάλιασε μέ μιά πιθαμή ἀνοιχτό τό στόμα.
Ἡ βάρκα του τόν κουνοῦσε ἔτσι ὅλη τή νύχτα ἀπαράλλαχτα ὅπως τόν κουνοῦσε πάντα ἔτσι καί ζωντανό. 
Τό πρωί τόν βρήκανε κάτι μωρά πού πῆραν σβάρνα τίς ακρογιαλιές γιά νά μαζέψουν κοροχύλια.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[1] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Κοντραμπατζήδες




Μέ τόν Μιχάλη τόν Μπούμπα εἴμαστε φίλοι. Τόν ἀγαπῶ ὅπως τόν πλησίον μου καί μ' ἀρέσει νά κουβεντιάζω μαζί του γιά τα παλιά. 
Ὁ Μιχάλης εἶναι παράξενος. Ἔτσι παράξενοι ἤτανε στήν πατρίδα μου ὅλοι οἱ κοντραμπατζῆδες [1]
Γιά τόν Μιχάλη νόμος θα πεῖ ἀταξία. Αφύσικο πράγμα. Μπουνάτσα, κάλμα!
Ὅποιο πράμα τό κυνηγοῦν οἱ χωροφυλάκοι κι ὅποιο πράμα τό Κράτος το τιμωρεῖ, εἶναι πάντα γιά τόν Μιχάλη τό παλικαρίσιο καί τό σωστό. 
Ἡ φυλακή γιά τά παλικάρια. 
Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔτσι πέθαναν, ὅσοι  πέθαναν, κι ἔτσι θά πεθάνουν τό δίχως ἄλλο ὅσοι ἀκόμα ζοῦν.  

[1] κοντραμπατζήδες = λαθρέμποροι της θάλασσας.

Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[2] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

"Είσαστε λέφτεροι! Ψηλά τα χέρια!"


Ο "Πεζός Λόγος" του Κώστα Βάρναλη περιέχει τα πεζά "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" και "Ημερολόγιο της Πηνελόπης", κάποια διηγήματα και λίγες μεταφράσεις. Σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. Τη δεκαετία του '60 κυκλοφορούσε και εκτός Ελλάδος από τις Πολιτικές και Λογοτεχνικές Eκδόσεις[1]. Η έκδοση εκείνη ξεκινούσε με έναν πρόλογο του Βάρναλη, ακολουθούσε ένα γράμμα που του απηύθυνε ο Κωστής Παλαμάς το 1932, ένα άρθρο του Δημήτρη Γληνού και κατόπιν τα πεζογραφήματα του Βάρναλη. Στο δικό μου αντίτυπο υπάρχει στην πρώτη σελίδα η υπογραφή του παππού μου και από κάτω η εξής σημείωση:
 Αν το επιστρέψεις, θα είναι καλό και για τους δυο μας.
 
Ο γραφικός χαρακτήρας είναι δικός του, οπότε υποθέτω ότι κάπου το δάνεισε και ο φίλος του, υπακούγοντας στη σημείωση, το επέστρεψε κι έτσι, μετά από πενήντα περίπου χρόνια, υπάρχει ακόμα.

Ο πεζός λόγος του Βάρναλη κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει. Η γλώσσα έχει αξιοζήλευτο ρυθμό - περισσότερο την ακούς παρά τη διαβάζεις, η ειρωνεία φτάνει στα άκρα, η ορθογραφία δεν έχει ακόμη κατασταλάξει και παρουσιάζει ενδιαφέρον. "Η δημοτική του Βάρναλη είναι η γνήσια, ανόθευτη νεοελληνική δημοτική και ταυτόχρονα η πιο κοντινή στον ψυχαρικό κανόνα. Όσοι θεωρούν ότι ο ψυχαρισμός έχει προσφέρει κακότεχνα έργα, ας διαβάσουν το αριστούργημα που λέγεται "Αληθινή απολογία του Σωκράτη", γράφει σε εισήγησή του ο Νίκος Σαραντάκος. Η "Αληθινή απολογία του Σωκράτη" αποτελεί μια παρωδία του λόγου του Πλάτωνα. Εδώ ο απολογούμενος μετατρέπεται στον σκληρότερο κατήγορο των κατηγόρων του, των Αθηναίων δικαστών και κυρίως των Αθηναίων πολιτών που άγονται και φέρονται από δημαγωγούς που τους περιπαίζουν, που δεν ξέρουν να ξεχωρίζουν "ανθρώπους από σκιάχτρα και θεούς από αέρηδες". 

Στην απολογία του λοιπόν ο Σωκράτης αφηγείται κάποια στιγμή στο ακροατήριο ένα παραμύθι που, μέρες που είναι, καλό είναι να μνημονευτεί.

"Παραμύθια;" Αι λοιπόν θα σας πω κ' ένα παραμύθι, για να ξεκουραστείτε! Μια φορά κ' έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτήνανε αρκετά, αποφασίσανε να ταχτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε το λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία, τους είπανε: "Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας. Δε θα σας πάρουμε τα φκιάρια, τους κασμάδες, τα σκεπάρνια, τα δισάκια και τα ζεμπίλια σας με το ψωμοτύρι, τα τρύπια σας πουκάμισα με τις ψείρες και τις απανωτές καλύβες σας, που κάνουνε νερά, σα βρέχει. Είσαστε λέφτεροι! - (ψηλά τα χέρια). Λέφτεροι να ζείτε κατά το κέφι σας, να κερδίζετε, να κάνετε κομπόδεμα, να μεθάτε, να χορέβετε, να γεννοβολάτε και να πεθαίνετε. Εμείς θα σας μαθαίνουμε τις... αλήθειες! Θα σας δώσουμε πλούσια φαντασία κ' αισθαντική καρδιά. Θα σας δώσουμε αθάνατη ψυχή. Κι όποιος από σας του γουστάρει,  μπορεί να γράφει ποιήματα, να σκαρώνει θεωρίες και να δοξάζεται! Ο κυρίαρχος λαός θα σαστε σεις! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας - μ' ένα λόγο για τη λεφτεριά σας. Σεις θα δουλέβετε κατά πώς θέλετε κι ό,τι θέλετε κι όποτε θέλετε. Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας. Και για να μη θαρρέψετε πως σας αδικούμε, θα πλερώνουμε κ' εμείς το ίδιο δόσιμο στο Κράτος, - τον εαφτό μας!

Κ' εσείς κ' εμείς θα χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλέβετε και να μην τρώτε κ' εμάς να καθόμαστε και να τρώμε. Κ' εμείς κ' εσείς θα χουμε πάνω απ' τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ' εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θαν τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαφτό σας. Και για να μην πλακώνουν απ' άλλες στεριές και θάλασσες κουρσάροι και κλέφτες ν' αρπάζουνε το υστέρημά σας και να παίρνουνε σκλάβους κ' εσάς και τα παιδιά σας, θα σας αρματώνουμε, θα σας γυμνάζουμε για να μπορείτε να διαφεντέβετε τους θεούς σας, τον εαφτό σας κ' εμάς, δηλαδή την πατρίδα. Να σκοτώνεστε σεις και να ζούμε μεις. Κι' επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συφέρο σας και να φυλάξετε τον εαφτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια)! Ένα πράγμα μονάχα σας απαγορέβουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορείτε να κλέψετε κ' εμάς.

Έτσι λοιπόν ο λαός δούλεβε λέφτερα και λέφτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ' οι σωτήρες του ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτου απ' ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι - και σωρό γυναικούλες όμορφες τους ψειρίζανε το σβέρκο και τους χουχουλίζανε το ριζάφτι (πολύ συντελεί!). Κ' η εφτυχία τους είτανε δύναμη της πατρίδας κ' η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τονε κλέβουνε: δεν μπορούσε πια μήτε να ζήσει μήτε να σκεφτεί χωρίς "σωτήρες". 

Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι. Τέτοια παράξενη πολιτεία μήτε γίνηκε μήτε θα γίνει ποτές! Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ' επιμύθιο! Πού ναν το βρώ!... Μονάχα ένα σας λέω: "Αλίμονο στον αφτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών".

Το παραμύθι τελείωσε. Όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Μακάρι να μπορέσουμε κάποια στιγμή να πούμε το "Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα".

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Κώστα Βάρναλη, Πεζός Λόγος, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1968.



[1]  Οι "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις" αποτελούσαν τη συνέχεια του "Εκδοτικού Νέα Ελλάδα", που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '50 από Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες και με ευθύνη του KKE και έδρευε σε δικό του τυπογραφείο στο Βουκουρέστι. Το "Εκδοτικό Νέα Ελλάδα" λειτούργησε ως το 1954. Αργότερα μετονομάστηκε σε "Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις". Οι εκδόσεις παρέμειναν ενεργές μέχρι το 1968. Στα χρόνια αυτά κυκλοφόρησαν εκατοντάδες βιβλία και τεύχη περιοδικών, που δεν περιορίζονταν μόνο στην κομματική χρήση, αλλά απέβλεπαν  στην πνευματική καλλιέργεια και την ψυχαγωγία των προσφύγων που βρέθηκαν στις σοσιαλιστικές δημοκρατίες. Πλάι στις μεταφράσεις των κλασικών του μαρξισμού και τα προπαγανδιστικά φυλλάδια, συναντά κανείς γραμματολογίες, λογοτεχνικές κριτικές, ιστορικά βιβλία, έργα του Παπαδιαμάντη, του Σικελιανού, του Βάρναλη, του Χατζή και άλλων Ελλήνων λογοτεχνών, αλλά και  σχολικά εγχειρίδια για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, που προορίζονταν για "τα παιδιά του εμφυλίου". Στη βιβλιοθήκη των ΑΣΚΙ έχουν συγκεντρωθεί τα δύο τρίτα περίπου αυτών των εντύπων. 





 

Κυριακή 4 Μαΐου 2014

"Ο συγγραφέας της εξαιρέσεως"


Στο όνειρο, άντρες έκοβαν ξύλα στις όχθες ενός ποταμού. Κανείς δεν κόβει ξύλα τέτοια εποχή. Ήθελαν να προετοιμαστούν από νωρίς για το χειμώνα που, έτσι κι αλλιώς, σε λίγους μήνες θα ξανάρθει. Φορούσαν χειμωνιάτικα ρούχα και κρατούσαν τσεκούρια. Μεγάλοι κορμοί δέντρων ήταν πεσμένοι μπροστά τους. Τους τεμάχιζαν σε ροδέλες και τις ροδέλες σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε φορά που έπαιρναν μια φέτα, τη στερέωναν καλά στα πόδια τους. Μόλις ο πέλεκυς έπεφτε πάνω στο ξύλο, αυτό γινόταν ζώο και έτρεχε μακριά μουγκανίζοντας. Τις πιο πολλές φορές τα ζώα ήταν βοοειδή. Οι αγελάδες βέβαια δεν τρέχουν. Είναι υπέρβαρες και αργοκίνητες. Αλλά ήταν όνειρο.

Η ατμόσφαιρα θύμιζε λίγο τις "Αγελάδες" του Ε.Χ. Γονατά. Εκεί, οι φιλάργυροι βουκόλοι ενός χωριού φράζουν τον πρωκτό των αγελάδων μ' ένα φελλό και δεν τους επιτρέπουν να αφοδεύουν, παρά μόνο κάθε είκοσι - εικοσιπέντε μέρες, νομίζοντας πως έτσι θα τις παχύνουν γρηγορότερα. Τους φοράνε σφιχτές ζώνες και τις αφήνουν μέσα στις στέρνες να μασουλήσουν το χορτάρι. Η κοιλιά τους τουμπανιάζει, κάποιες δεν αντέχουν και σκάνε, αλλά οι βουκόλοι δεν το βάζουν κάτω. Είναι πολύ σίγουροι για την πατέντα τους.

Στον κόσμο του Ε.Χ. Γονατά πουλιά κοιτάζονται σε καθρέφτες κρεμασμένους σε κλαδιά δέντρων, φρούτα χορεύουν απειλητικά, λουλούδια γαβγίζουν και δαγκώνουν, ζευγάρια κάλτσες βελάζουν όποτε τις φοράς στα πόδια σου, οι χυμοί της φύσης τραγουδούν και μπορείς να τους ακούσεις. Κλαδιά, στέρνες, αστέρια, πουλιά. Ένας κόσμος που μοιάζει πραγματικός μέχρι να μετατραπεί σε ονειρικό, ανοίκειο, κάποιες φορές εφιαλτικό.

Μέσα στ' ἀνοιχτά λιονταρίσια στόματα τῶν μπρούτζινων πομόλων τοῦ κρεββατιοῦ εἶχε φυτέψει γαρύφαλλα γιά ν' ἀκούει στόν ὕπνο της τό βουητό τῆς μέλισσας που θά πετάει διψασμένη.
(Από την "Κρύπτη")

Η φύση είναι ένας ολόκληρος κόσμος και κανένας κόσμος δεν είναι ιδεατός. Μπορεί να γίνει σκληρός, να επιβάλει μια επίπονη ενηλικίωση, να μας φέρει αντιμέτωπους με το θάνατο. Στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή, "Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά", ο συγγραφέας μάς ξεναγούσε στον κήπο του και επέμενε να τονίζει πως ο κήπος δεν έχει τίποτα το γραφικό. Ο κήπος είναι ένας κόσμος, έχει οργανικότητα, έχει μέσα του ζωή, έχει και θάνατο. Είναι γεμάτος τάφους.

Μέσα στά μῆλα εἶναι μωρά εὐχαριστημένα που γελάνε.

***
Ἀφοῦ τό χάιδεψε ὥρα πολλή μέ τό ἐρωτικό της βλέμμα, ἅπλωσε τή φούχτα της νά τό τσακώσει. Τό ἀχλάδι, ὅμως ὀργισμένο, χτυπώντας την ἀπό τό χέρι, ξέφυγε, στήθηκε ὀρθό στήν οὐρά του καί ἄρχισε νά χορεύει πάνω στό τραπεζομάντηλο ἕναν ἄγριο, ἀπειλητικό χορό.

***
Τά κλειδιά τοῦ φεγγαροφράχτη σπαρταρᾶνε στή ζώνη σου σάν ἀσημένια ψάρια.
(Από την "Κρύπτη")  

Ο Γονατάς υπήρξε από εκείνους τους λογοτέχνες που κατόρθωσαν να αποτυπώσουν στο χαρτί, άλλοτε σε ποιητικό, άλλοτε σε πεζό και άλλοτε σε ανένταχτο λόγο, την αρχετυπικότητα των ονείρων. Μπόρεσε να εκφράσει με εξαιρετική συντομία το ανείπωτο. Η οικονομία του λόγου του, όμως, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πληθώρα των εικόνων και των συμβόλων. "Έχω στο μυαλό μου χίλια και γράφω μια σελίδα. Γιατί πιστεύω ότι με λιγότερα έχεις την πιθανότητα να εκφράσεις κάτι περισσότερο" έλεγε. Τα βιβλία του, κρύπτες "ευρηματικών εικόνων και συμβόλων" [1], αποτελούν βάραθρα μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου, για να παίξουμε και λίγο με τους τίτλους. Και δεν είναι απλά βιβλία. "Είναι σαν μικρά αντικείμενα, στα οποία συγκεντρώνονται σε μικρογραφία ή υπαινικτικά διάφορες τέχνες, της γλώσσας και του ματιού: η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η ίδια η τέχνη της τυπογραφίας [...] κι επειδή είναι φιλοτεχνημένα με ασύγκριτη λεπταισθησία, μοιάζουν πολύ με κοσμήματα. [2]

 Φυλακισμένος μες στό γυαλί, δέν ἔβλεπα παρά τά παχουλά χέρια τῆς μητέρας μου, που ξαναβούλωνε σφιχτά τό καπάκι. Ὕστερά κόλλησε μια ἐτικέτα στό μπουκάλι καί μ' ἀπόθεσε ψηλά, σ' ἕνα ράφι τῆς κουζίνας ἀνάνεσα στά ἄλλα βάζα μέ τίς μαρμελάδες της.

(Ο φυλακισμένος, από το "Βάραθρο")

Μια δισυπόστατη φύση, μια δεύτερη ζωή που επισκέπτεται τα πράγματα κατά τη διάρκεια της νύχτας - όταν μας επισκέπτονται και τα όνειρα - αποκαλύπτεται μέσα από το έργο του Γονατά. Ζωτικοί χυμοί κυλούν στα νεύρα των φύλλων, όπως το αίμα κυλάει στις φλέβες του ανθρώπινου οργανισμού. Η φύση είναι η μεγάλη Μητέρα, η γονιμοποιός δύναμη. Όταν το σκοτάδι βαθαίνει και οι άνθρωποι κουρνιάζουν κάτω από κόκκινες βελέτζες, το τραγούδι της δυναμώνει...


[1] Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Ίκαρος 2010
[2] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "Ε.Χ. Γονατάς: μια εξαιρετική περίπτωση στα γράμματά μας", Διαβάζω, 444, Αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά, 2010.

Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:

Ε.Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Στιγμή, Αθήνα 1991
Ε.Χ. Γονατάς, Το βάραθρο, Στιγμή, Αθήνα 1992

Η πρώτη φωτογραφία κυκλοφορεί αδέσποτη στο διαδίκτυο. Οι υπόλοιπες είναι της  Marte Marie Forsberg.




Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

΄Εντεκα φυσικές αφύσικες ιστορίες του Αργύρη Χιόνη


Εὐχαριστῶ ὅσους ἀγόρασαν αὐτό τό βιβλίο, συνεισφέροντας ἔτσι στό εἰσόδημα ἑνός χαμηλοσυνταξιούχου τοῦ ΤΕΒΕ, καί, βεβαίως, εὐχαριστῶ ἀκόμη περισσότερο (ἐκ βάθους, θα ἔλεγα, καρδίας) ὅσους τό διάβασαν ὁλόκληρο. Τώρα, ἄν δέν τούς ἄρεσε, λυπᾶμαι, ἀλλά, ὡς γνωστόν, μετά τήν ἀπομάκρυνσιν ἐκ τοῦ ταμείου, οὐδέν λάθος ἀναγνωρίζεται.

Μ' αυτή τη σημείωση τελειώνει το "Οριζόντιο ύψος", η τελευταία συλλογή με ιστορίες του Αργύρη Χιόνη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη το 2008. Βιοπαλαιστής από μικρή ηλικία, ο Χιόνης εργάστηκε πολύ σκληρά για το βιοπορισμό του και τελείωσε το νυχτερινό γυμνάσιο στην Αθήνα. Μετά την επιβολή της δικτατορίας έφυγε για το Παρίσι και αργότερα για την Ολλανδία. Εργάστηκε για δέκα χρόνια ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής  Ένωσης, στις Βρυξέλλες, αλλά το μεταφραστικό του έργο δεν περιορίστηκε εκεί. Το 1992 αποσύρθηκε σε ένα μικρό χωριό της ορεινής Κορινθίας, όπου πέρασε τα 19 τελευταία χρόνια της ζωής του "καλλιεργώντας τη γη και την ποίηση", στην οποία έτσι κι αλλιώς είχε διακριθεί από πολύ νεαρή ηλικία. 

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα `φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει
Κάποιοι ίσως να τον γνώρισαν από το "Ωραίο Καλοκαίρι", ένα ποίημά του που μελοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 από τους αδερφούς Κατσιμίχα. Μια τουρίστρια τα φτιάχνει με τον ήλιο, ένας παππούς εξαφανίζεται κάτω απ' τη ζεστή άμμο, ένα παιδί μεταμορφώνεται σε αχινό και οι γονείς του του τρώνε την καρδιά.

 Τόσο στην ποίηση όσο και στα πεζογραφήματά του ο Αργύρης Χιόνης φλερτάρει με το αφύσικο, που όμως παρουσιάζεται τόσο φυσικά, με το υπερ-πραγματικό, που αποτελεί κι αυτό μέρος της πραγματικότητας, "νώνοντας ἔτσι τό θάνατο μέ τή ζωή, τό ὑποθετικό τέλος μέ τήν ὑποθετική διάρκεια, αὐτά τά, φαινομενικά, δύο ἄκρα ἀντίθετα που εἶναι, στήν οὐσία, τό ἴδιο ἀκριβώς πράγμα, δηλαδή ἕνα ὄνειρο"

Ένας ανδριάντας, μια αγριάδα, ένα κυπαρίσσι, μια πέτρα, μια παπαρούνα, ο ποταμός Αλφειός είναι κάποιοι από τους πρωταγωνιστές των αφύσικων ιστοριών του Χιόνη, που είναι σχεδόν όλες εμπνευσμένες από τη φύση. Η φύση δίνει δύναμη στον αφηγητή, που ως άλλος Ανταίος γίνεται ισχυρός όταν έρχεται σε επαφή με τη "μάνα" του, δηλαδή με τις ρίζες του, με τη γιαγιά του που διάβαζε τη Βίβλο στην αυλή της, για να ξέρει να του λέει ιστορίες όποτε την επισκεπτόταν. 

 Ο Χιόνης αφηγείται σαν παλιός παραμυθάς. Η λιτότητα και κάποιες φορές η συντομία της αφήγησης θυμίζουν παραβολές, μύθους και παραδόσεις, που στοχεύουν στην παραμυθία, δηλαδή στην παρηγοριά. Παρηγοριά στον άνθρωπο που νιώθει έντονη την υπαρξιακή αγωνία που του γεννά η μάχη με το χρόνο.


Το "Οριζόντιο ύψος" θα ήταν ένα εντελώς διαφορετικό βιβλίο αν τις ιστορίες δεν ολοκλήρωναν 
α) τα επιμύθια που τοποθετούνται στο τέλος τους. Και, για όσους αντιπαθούν τον Αίσωπο, να πούμε πως τα επιμύθια του Χιόνη κάθε άλλο παρά ηθικοπλαστικά θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς. Το ύφος είναι περισσότερο εξομολογητικό παρά παραινετικό και τα περισσότερα έχουν χιουμοριστικό χαρακτήρα. 

Πατᾶτε μέ σεβασμό τήν ἄσφαλτο. Ἀπό κάτω της ὑπάρχουν πέτρες πού ὀνειρεύονται κήπους.

β) οι εκτεταμένες - μπορχεσικού τύπου - σημειώσεις, που παρατείνουν τη ζωή της κάθε ιστορίας και μετά το τέλος της. Μ' αυτή την έννοια το "τέλος" εδώ δεν έχει τη σημασία του εκπληρωμένου σκοπού, αλλά της προσωρινής διακοπής, της μετάβασης από το κειμενικό σε ένα εξω-κειμενικό ή μετα-κειμενικό περιβάλλον, που παρουσιάζει κι αυτό μεγάλο ενδιαφέρον.  Άλλωστε, το έχουν αυτό οι ιστορίες. Εξακολουθούν το ταξίδι τους πολύ μετά το πέρας της αφήγησης. 

Κι αφού ξεκινήσαμε από το τέλος, ας τελειώσουμε με την αρχή:

"Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή γιατί είναι αμίλητη και προχωράει̇" (Γ. Σεφέρη, Τελευταίος σταθμός, στ. 83-86). Αυτοί οι στίχοι ήταν το έναυσμα για τη γραφή του Οριζόντιου ύψους, όπου η αμίλητη φρίκη αντιμετωπίζεται με τα μόνα αποτελεσματικά όπλα που διαθέτει ο άνθρωπος: το όνειρο και το χιούμορ, σύμφωνα με τον Αργύρη Χιόνη.


Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Αργύρης Χιόνης, Το οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2011

Τα σκίτσα είναι της Εύης Τσακνιά που έχει εικονογραφήσει την έκδοση.





Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Αγάπα τη γάτα σου ως σεαυτόν



 

Καπνός ή γάτα

Καπνός ήταν  
ή γάτα; 
όταν αυτός κατρακύλησε  
τα σκαλοπάτια 
βλέποντας  
καπνό ή γάτα 
κύλησε  
στο τελευταίο σκαλί 
κι ήτανε πια νεκρός.

Μίλτος Σαχτούρης

Σ' ένα αφιέρωμα (www.buzzfeed.com) σε συγγραφείς που είχαν ιδαίτερη αδυναμία στις γάτες είχαν αναφερθεί μεταξύ άλλων ο Ζαν Κοκτώ, ο Στήβεν Κινγκ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Έρνεστ Χέμινγουει, ο Μαρκ Τουέιν, οι μπίτνικς Τζακ Κέρουακ και Ουίλιαμ Μπάροουζ, η Κολέτ, ο Τρούμαν Καπότε, ο Χούλιο Κορτάζαρ, η Ντόρις Λέσινγκ, η Πατρίτσια Χάισμιθ, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Χόρχε Λουί Μπόρχες και πολλοί άλλοι.  Ο Κοκτώ μάλιστα είχε ιδρύσει και ένα κλαμπ στο Παρίσι για όσους αγαπούσαν τα γατιά και συχνά σπονσοράριζε διάφορα σόου στα οποία πρωταγωνιστούσαν γάτες. Ο Στήβεν Κινγκ χαρακτήριζε τις γάτες "γκάνγκστερς του ζωικού βασιλείου", ενώ ο Χέμινγουει πίστευε ότι μια γάτα είναι πάντα ειλικρινής στην έκφραση των συναισθημάτων της, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πολύ συχνά κρύβουν αυτά που νιώθουν. Επίσης γνωστά είναι τα αποφθέγματα του Μπάρουζ για τις γάτες ("Μια γάτα δεν προσφέρει υπηρεσίες. Προσφέρει τον εαυτό της"), αλλά και της Κολέτ που υποστήριζε πως "δεν υπάρχουν συνηθισμένες γάτες".  

Πώς δημιουργήθηκε το στερεότυπο "συγγραφέας=γατόφιλος"; Είναι στερεότυπο ή πραγματικότητα; Οι συγγραφείς πράγματι αγαπούν τις γάτες; Και τελοσπάντων γιατί συγκεκριμένα τις γάτες; Γιατί όχι τους σκύλους, τα καναρίνια ή άλλα κατοικίδια; Οι ερμηνείες είναι πολλές. 

Πρώτον, η γάτα είναι "ζώον ανεξάρτητον". Ήτοι τα κάνει μόνο του, βολτάρει μόνο του, προσέχει την προσωπική του υγιεινή μόνο του. Επομένως, ο κύρης της δεν είναι υποχρεωμένος να απασχολείται με την αφόδευση ή το μπανάκι του ζωντανού. Λίγο φαγητό μοναχά και αυτό κονσέρβα. Κατα τ' άλλα, κανένα πρόβλημα. Και επειδή οι συγγραφείς πολλές σκοτούρες έχουν, δεν μπορούν να φορτώνουν κι άλλα πάνω στο κεφάλι τους. 

Επιπλέον, η γάτα είναι "ζώον αθόρυβον". Δε γαβγίζει, δε γρυλίζει, δε θορυβεί, σπανίως επιτίθεται. Σ΄αφήνει στη δουλειά σου απερίσπαστον, χωρίς να έχει πολλές πολλές απαιτήσεις. Άντε να τριφτεί λίγο στα πόδια σου, κι αυτό ήταν.

Τρίτον, η γάτα αναπτύσσει μυστηριώδικα ένστικτα. Οσμίζεται το κακό από μακριά. Ακούει το οτιδήποτε. Βρίσκει ψύλλο στ' άχυρα κι αυτό, όσο να 'ναι, είναι αρκετά εμπνευστικό. Ας θυμηθούμε τη ρήση του Έντγκαρ Άλαν Πόε "Ι wish I could write as mysterious as a cat". Ένας συγγραφέας σαν τον Πόε, που αγαπούσε τόσο πολύ τις ιστορίες μυστηρίου, δεν ήταν δυνατόν να μην αγαπά και τις γάτες. Γενικά, για να μην τα πολυλογούμε, η γάτα είναι ό,τι πρέπει για φιλόζωους τεμπέληδες και ευθυνόφοβους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος έχει γάτα είναι τεμπέλης. Η γάτα, όμως, είναι σίγουρα τεμπέλα. Και δε μας επιβαρύνει.

Επίσης, η γάτα είναι "ζώον σχετικά ελαφρύ και τριχωτόν". Μπορεί να κάτσει στα πόδια σου χωρίς να σε βαραίνει και μάλιστα σε ζεσταίνει το χειμώνα και προσφέρεται για όσους πάσχουν από αρθρίτιδες και τους πονούν τα ρεματικά τους. H Κάρολ Όουτς έλεγε πως γράφει τόσο πολύ επειδή έχει τη γάτα της στην αγκαλιά της. Την έβρισκε, μάλιστα, πολύ πιο χαλαρωτική από το σύζυγό της.

Holding up my
purring cat to the moon
I sighed

Jack Kerouac, American Haicu, 1959

Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι οι άνθρωποι που είναι υπερβολικά φιλόζωοι είναι  και κάπως μισάνθρωποι και δεν είναι λίγοι που έχουν μια τέτοια εντύπωση και για τους συγγραφείς... Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις γατόφιλων συγγραφέων εμφανίζεται το φαινόμενο του αφηγητή-γάτα. Ας θυμηθούμε τις ιστορίες του Ρέιμοντ Τσάντλερ, όπου συχνά τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει η γάτα του, ο Τάκι. Ή, για να έρθουμε και στα δικά μας, την "Περσινή αρραβωνιαστικιά" της Ζυράννας Ζατέλη, όπου κάτι παρόμοιο συμβαίνει.


Ακόμη και Έλληνες λογοτέχνες του 19ου αιώνα είχαν εμπνευστεί από αυτά τα ζώα. Στο πνεύμα των ημερών είναι ας πούμε το διήγημα "Η γάτα του παπά", του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Ωστόσο, εκείνος που τίμησε ιδαίτερα το ζωικό βασίλειο με την πένα του δεν ήταν άλλος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που είχε γοητευτεί ιδαίτερα από τη θεωρία του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο. Ας θυμηθούμε τα διηγήματα "Ιστορία ενός σκύλου", "Ιστορία μιας γάτας", "Ιστορία ενός αλόγου", "Ιστορία ορνιθώνος", "Ιστορία ενός πιθήκου", "Κυνομυομαχία" και άλλα. Έλεγε ο Ροΐδης με το γνωστό σαρκαστικό του ύφος: "είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος, όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν". 

Και στον πέμπτο τόμο των Απάντων του βρίσκουμε την εξήγηση:


Όσον συναναστρέφοµαι τα ζώα, τόσον µάλλον πείθοµαι, ότι δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καµµία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά µόνον ότι τα πράγµατα, κατά τα οποία διαφέροµεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν. Το κυρίως διακρίνον αυτά από ηµάς είναι ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να µιµηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού ή οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είναι µικρά· δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέµους, αλλά µόνον µονοµαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αµέσως και προσωπικώς, περί της νοµής λ.χ. πολυχλόου τινός λειµώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός οµοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.

Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσµούς περιώρισαν εις µόνους τους αναγκαίους και τους µη οχληρούς. Έχουσι µεν πατέρα και µητέρα, ούτε θείους όµως ούτε εξαδέλφους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς. Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελµα µε ό, τι στείλη εις αυτά η πρόνοια του Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι διαθήκην και αγνοούσιν ότι υπάρχουσιν εις τον κόσµον συμβολαιογράφοι, όπως και δήµιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί, στρατώνες, νοσοκοµεία, πτωχοκοµεία και οικονομικά µαγειρεία. Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είναι να µακαρίσωµεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώµατος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωµεν ως µικρόν πλεονέκτηµα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς µαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυµφεύωνται χωρίς παπάν, να γεννώνται άνευ της βοηθείας µαµµής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συµπράξεως του ιατρού ή του δηµίου. [1]

Τις γάτες αγάπησαν και άλλοι καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ψηλόλιγνες μαύρες γάτες του Τουλούζ Λωτρέκ. Πολύ όμορφη ήταν και η εικονογράφηση του Έντουαρντ Γκόρι για το "Εγχειρίδιο γατικής του γερο-Πόσουμ", του Τ.Σ.Έλιοτ. Ο Γκόρι έλεγε πως οι γάτες είναι η οικογένειά του και τις εκτιμούσε πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους. 

Άλλοι εικονογράφοι που τίμησαν τη γάτα δεόντως ήταν ο Σεμπέ, που τον γνωρίζουμε όλοι από τον "Μικρό Νικόλα", αλλά και ο Ρόναλτν Στερλ, ένας από τους πιο τακτικούς σχεδιαστές εξωφύλλων του περιοδικού New Yorker. Οι γάτες του Γκόρι είναι συνήθως στρουμπουλές και χαριτωμένες. Ο Σεμπέ πάλι είχε μια αδυναμία στη μαύρη γάτα, που γενικά προκαλεί και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ενώ ο Στερλ ζωγράφιζε γάτες φουντωτές και τσουρομαδημένες. Γάτες που τις κυνηγούσαν ψάρια, γάτες που τις τσιμπούσαν καναρίνια, γάτες που γενικώς υπέφεραν και δεν ήταν και πολύ "γάτες", δηλαδή δεν ήταν και πολύ ξύπνιες.

Αυτά λοιπόν με τις γατούλες. Γενικά πάντως, η γάτα είναι ένα ζώο που δε μοιάζει με τα άλλα. Όταν μια γυναίκα είναι υπερβολικά ναζιάρα, λέμε ότι είναι γατούλα. Αν είναι υπερβολικά ξύπνια, πάλι γάτα τη λέμε. Επίσης, γυναίκα που έμεινε μεγαλοκοπέλα λέμε ότι θα μένει μόνη σ' ένα σπίτι με χιλιάδες γάτες, ενώ, όταν βλέπουμε μια κυρία να ταΐζει πολλά γατιά, μάλλον τη θεωρούμε ολίγον τρελή. Τελοσπάντων, να μην ξεφεύγουμε. 

Κλείνοντας να πω επίσης ότι θυμάμαι πως ο Λεωνίδας Κύρκος ζούσε παρέα με τη γάτα του, που την αγαπούσε πολύ, και στις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει στην τηλεόραση, κάπου ανάμεσα στα βιβλία του γραφείου του την έβλεπες να τριγυρίζει. Τέλος, ένας πολύ αγαπημένος άνθρωπος, συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής κειμένων που είχε αδυναμία στις γάτες ήταν ο Ε.Χ. Γονατάς. Αυτά. 

[1] Εμμανουήλ Ροΐδης,  Άπαντα, Πέμπτος Τόμος, Ερμής, Αθήνα 1978

Στις εικόνες: Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, Τζακ Κέρουακ, ο Χούλιο Κορτάζαρ, ο Χόρχε Λουί Μπόρχες, και σκίτσα των Έντουαρντ Γκόρι και Ρόναλντ Στερλ.









Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Εμμανουήλ Ροΐδης - Γ' Μέρος (Σημειώσεις)

Αφηγηματικά στοιχεία


Η αναλυτική έρευνα μπορεί τελικά να αποδείξει πως τα διηγήματα είναι αποτέλεσμα μιας μυθοπλαστικής διάθεσης, η οποία όμως "κρύβεται" πίσω από την προσποίηση του αφηγητή ότι ανατρέχει στη μνήμη του. Η προσποίηση της προσωπικής εμπειρίας, εξάλλου, συνιστά σταθερή συγγραφική τεχνική του Ροΐδη, ο οποίος πολύ συχνά ισχυρίζεται ότι τα κείμενά του μετασχηματίζουν προσωπικά βιώματα.

Προς αυτό το συμπέρασμα προσανατολίζουν και άλλα χαρακτηριστικά που αφορούν στη διάρθρωση των διηγημάτων. Συχνά ο αφηγητής είναι αποδέκτης μιας αφήγησης την οποία ακούει ή διαβάζει. Μεταθέτοντας έτσι το ρόλο της αφήγησης στον ήρωα-αφηγητή, ο συγγραφέας αποκτά μεγαλύτερη δυνατότητα να παρουσιάσει φανταστικές ιστορίες. Στο "Ημερολόγιον ομογενούς", λ.χ., κατοχυρώνεται η ανωνυμία του πραγματικού συγγραφέα με το εύρημα του χαμένου χειρογράφου του ξένου επισκέπτη. Ο αφηγητής προσποιείται πως βρήκε το ημερολόγιο και αναλαμβάνει να το δημοσιεύσει. Το παρουσιάζει να ανήκει σε μια πλούσια ομογενή (το όνομά της, Αργυρώ Πολυχρύσου, ασφαλώς δεν επιλέγεται τυχαία) και η κύρια αφήγηση αναπαράγει τις σελίδες που εκείνη δήθεν έγραψε. Η αντικειμενικότητα του περιεχομένου του, μάλιστα, ενισχύεται από το γεγονός ότι το ημερολόγιο ανήκει σ' έναν ξένο επισκέπτη, ο οποίος μπορεί ως εκ τούτου να κρίνει τα πράγματα απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υποκειμενισμού (και στην Πάπισσα Ιωάννα η αφηγήτρια λειρουργεί ως αντικειμενικός κριτής, κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα, ενώ τη διάσημη τεχνική από τις Περσικές επιστολές του Μοντεσκιέ χρησιμοποίησε ο Ροΐδης στις επιστολές του Σουρλή το 1866).

Στο "Ημερολόγιον Ομογενούς", το εισαγωγικό σημείωμα του εξωδιηγηματικού αφηγητή λειτουργεί ως το πλαίσιο της αφήγησης, το οποίο εξυπηρετούσε την πεζογραφία του περασμένου αιώνα, με επεξηγηματικούς προλόγους ή σημειώματα, την αισθητική της αναπαράστασης, της ρεαλιστικής ακρίβειας και της ιστορικής πιστότητας [1]. Ανάλογα λειτουργεί και η εκτενής εισαγωγική περιγραφή του χώρου στο "Παράπονο του νεκροθάπτου". Εδώ η αφήγηση εξελίσσεται σταδιακά, από το χώρο στο πρόσωπο, για να καταλήξει στο κύριο μέρος. Πρόκειται για τεχνική που εφαρμόζεται και σε άλλα διηγήματα όπως στην "Κυνομυομαχία", στην "Ιστορία ενός αλόγου", στην "Ιστορία ενός σκύλου". Το κύριο μέρος εκθέτει συχνά ο ήρωας της ιστορίας, όπως στο "Παράπονο του νεκροθάπτου". Πολλές φορές το πλαίσιο και οι παρεκβάσεις του αφηγητή φαίνεται να μην έχουν άμεση σχέση με το κύριο θέμα της αφήγησης,  ή είναι τόσο εκτενείς που επιβραδύνουν την πλοκή της υπόθεσης. Σε μερικές περιπτώσεις, το σχόλιο κατέχει μεγάλη έκταση και κινείται στον χώρο της θεωρητικής γενίκευσης και της φιλοσοφικής θεώρησης [2], όπως συμβαίνει στην "Ιστορία Ορνιθώνος", όπου ανευρίσκεται ένα ακόμη σκαλάρθυμα του Ροΐδη ως πρόλογος του διηγήματος. Ωστόσο, τα σχόλια και οι παρεκβάσεις έχουν οργανική θέση στο διήγημα, υπηρετώντας, όπως είπαμε, τη ρεαλιστική πρόθεση. Δηλαδή, ό,τι υπερβαίνει ή ξεφεύγει από τη φυσική ή διανοητική δυνατότητα πρέπει να τεκμηριωθεί για να μην κλονιστεί η αληθοφάνεια του κειμένου [3]. Όταν η αληθοφάνεια κινδυνεύει να κλονιστεί από την περιγραφή παράδοξων γεγονότων, τότε τεκμηριώνεται με επιστημονικά βιβλία και συγκεκριμένες αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα ("Η αμφίβολος ζωή") ή με άλλα ευρήματα, όπως η αναγωγή του παράδοξου στον χώρο του ονείρου [4].

Είναι, επίσης, χαρακτηριστική η δήλωση-αυτοσχόλιο του διηγήματος "Ιστορία ενός τουφεκισμού" (1896). Τώρα, επιδιώκοντας να τεκμηριώσει την ακρίβεια των γεγονότων, ο αφηγητής υπονομεύει με παρέκβαση τις ρεαλιστικές συμβάσεις προηγούμενων διηγημάτων:
Περιωρίσθημεν πό κανν δη τν νά λέγωμεν ες τούς ναγνώστας μας παραμύθια περί γάτων, σκύλων, λόγων, βον και Συριανν συζύγων.

Εκτός των άλλων, η υπονόμευση - με τη μορφή της ειλικρινούς δήλωσης - λειτουργεί εδώ ως στοιχείο που επικυρώνει την ιστορική ακρίβεια και αληθοφάνεια του διηγήματος που θα ακολουθήσει. Είναι λοιπόν πιθανόν, και απομένει στη συστηματική έρευνα να το αποδείξει, ότι αυτές οι τεχνικές -η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι συχνές και εκτενείς παρεκβάσεις του αφηγητή- συνιστούν έναν συγκεκριμένο κώδικα στον οποίο υπακούει η ανάπτυξη των περισσοτέρων διηγημάτων του Ροΐδη.  

Μπέζας, Δ., 1997, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, τόμος Ε΄ 

***

Τι είναι το ύφος του Ροΐδη; Ο Προυστ συσχέτιζε το δικό του με τη μεταφορά. Ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας το συσχετίζει κυρίως με την παρομοίωση. Αρκεί να θυμηθούμε το χωρίο εκείνο των Προλεγομένων του που φωτίζει τα πράγματα: 
[...] ἐπροσπάθησα να ἐξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ἀνά πᾶσαν σελίδαν εἰς ἀπροσδοκήτους παρεκβάσεις, ἰδιοτρόπους παρομοιώσεις ἤ ἀλλοκότους λέξεων συγκρούσεις. περιβάλλων ἑκάστην ἰδέαν δι' ἐικόνος, οὕτως εἰπεῖν, ψηλαφητῆς, και αὐτά ἀκόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων δια κροσσίων, θυσσάνων, και κωδωνίσκων ὠς ποδιάν Ἱσπανής χορευτρίας (Α 71-72).

Η στρατηγική λοιπόν της γραφής επιβάλλει να χρησιμοποιείται ως "ἁνθυπνωτικόν φάρμακον κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου" ένα σύνολο από τεχνάσματα (παρεκβάσεις, παρομοιώσεις, συγκρούσεις λέξεων, εικόνες) που ενεργούν σαν χτυπήματα στο κεφάλι "διά ξηρᾶς κολοκύνθης". Φυσικά ο Ροΐδης αποδίδει τον τρόπο γραφής του σε ξένους ομοτέχνους του [...]. Η πρωτοτυπία του όμως είναι αναμφισβήτητη: ο συγγραφέας της Πάπισσας δε γίνεται συγγραφέας [...] παρά μόνο τη στιγμή όπου, γύρω στα 1865, κατακτά το ύφος του, για να το εισαγάγει ακέραιο στα ελληνικά γράμματα, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην κριτική, σαρώνοντας έτσι τα φράγματα των ειδών, δηλ. ανανεώνοντας τα είδη και επιβάλλοντας μια ενιαία θεώρηση του κόσμου. Να προσθέσω την πεποίθησή μου ότι "ὁ τρόπος οὗτος τοῦ γράφειν" συνδέεται άμεσα με τη σάτιρα; Αν το ύφος, για να θυμηθούμε και πάλι τον Προυστ, δεν είναι υπόθεση τεχνικής αλλά σκοπιάς, το ενδιαφέρον εδώ, πιστεύω, έγκειται στο γεγονός ότι ο Ροΐδης βρίσκει το ύφος του ταυτόχρονα με την τοποθέτησή του σε μια ορισμένη απόσταση από το κείμενό του, δηλαδή ταυτόχχρονα με την επιλογή της σατιρικής του οπτικής γωνίας.
 Παν. Μουλάς

"Για το ήθος και το ύφος του Ροΐδη. Τρία σημειώματα". Διαβάζω, αρ. 96, 13.6.1984. Αφιέρωμα στον Ροΐδη, σσ. 18-19 

Στις εικόνες o Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Μαρσέλ Προυστ (σχέδιο του Tullio Pericoli).