Σε μια άδεια σκηνή, μια νεαρή κοπέλα κάθεται σε μια παλιά καρέκλα κι απλώνει στα πόδια της ένα σεντόνι λευκό σαν σάβανο. Ύστερα, το τεντώνει μπροστά της και το λευκό της σώμα μετατρέπεται σε θέατρο "σκιών". Αποσπάσματα από παλιά βουβά φιλμ και εικόνες από τα βουνά όπου έδρασε ο Δημοκρατικός Στρατός διαδέχονται η μια την άλλη.
Tασκένδη, 1949:
- Τι είστε; Αιχμάλωτοι πολέμου;
- Όχι, Έλληνες. Έλληνες αντάρτες.
- Έλληνες; Εμείς είμαστε Έλληνες. Απόγονοι του Μεγαλέξαντρου!
Μια
σειρά αφηγήσεων ζωγραφίζει πορτρέτα ανθρώπων, σκορπισμένα στον χώρο
και τον χρόνο. Κομμάτια της Ιστορίας και της ατομικής μνήμης, ψηφίδες
μιας ανθρωπογεωγραφίας χωρίς έδαφος. Άνθρωποι που βρέθηκαν πολιτικοί
πρόσφυγες στην Τασκένδη, εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες ο καθένας
τους, με κοινά χαρακτηριστικά τη συμμετοχή
σε έναν χαμένο αγώνα και την οδύνη της προσφυγιάς. Ξεριζωμένοι από την
πατρίδα και την ελληνική πραγματικότητα, Έλληνες και Σλαβομακεδόνες
που εγκατέλειψαν κυνηγημένοι τα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας πέρασαν πεζή στην Αλβανία αμέσως μετά την ήττα, και κρυμμένοι σε αμπάρια εμπορικών πλοίων έφτασαν στο
σοβιετικό Ουσμπεκιστάν. Οι
μαρτυρίες τους εναλλάσσονται με τραγούδια ρώσικα, ηπειρώτικα, ρεμπέτικα. Ο ήχος της βιόλας και οι μελωδίες ενός
κιθαρωδού επενδύουν μουσικά τους σύντομους "μαρτυρικούς" μονολόγους, ενώ ένα σύγχρονο
αφήγημα μπερδεύεται ανάμεσά τους και φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές.
Μας
πήραν τον Μάρτη του 1948. Ήταν βράδυ, νύχτα. Έκανε κρύο, είχε χιόνι,
περπατούσαμε μέσα στα βουνά. Μέχρι τώρα δεν έχω καταλάβει γιατί μας
πήραν οι αντάρτες.
Η, παιδική σχεδόν, αφέλεια με την οποία πολλές φορές εκφέρεται η αφήγηση υπογραμμίζει αυτό που η Ιστορία αφήνει απέξω: τη διαφορετική, προσωπική κατανόηση των γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, τη δυσκολία της επιλογής, την απουσία επιλογής. Σε μια συλλογική προσωπογραφία που αποτελείται από ανδρικές και γυναικείες μορφές υποτίθεται με κοινό παρελθόν, η ομοιογένεια επιτυγχάνεται μέσα από ρήγματα, χάσματα, τραύματα που συνδιαμορφώνουν μια τσακισμένη ταυτότητα.
Στα τέλη του 1948, βρίσκομαι με άλλα παιδιά της ηλικίας μου από την Αλβανία στη Ρουμανία. Στις αρχές του 1949, μας ρώτησαν ποιοι ήθελαν να πάνε εθελοντές να πολεμήσουν στην πατρίδα. Είπαμε όλοι "Ναι". Στις 25 Μαρτίου, μας πήραν για να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Όταν είμασταν κοντά στις Πρέσπες, μου έδωσαν ένα όπλο πιο μεγάλο από μένα, και σε μια κοπέλλα έδωσαν ένα οπλοπολυβόλο. Είμασταν σε μια πλαγιά -σήκωσε η κοπέλα το οπλοπολυβόλο και, όπως υπήρχαν αντάρτες πιο πάνω, σκότωσε δυο τρία παιδιά. Ούτε που κατάλαβε πώς έγινε αυτό.
Η συλλογική μνήμη συγχρωτίζεται με την ατομική και κάθε βίωμα αποκτά διάσταση σ' ένα αρμονικό τελικά μωσαϊκό: η κούκλα-δώρο από τους αντάρτες, η πρώτη βολή με το μπαζούκας, οι ζεστές προβιές για τη νύχτα, ο τελευταίος ύπνος στο σπίτι, η θέαση του πρώτου νεκρού, οι παγωμένοι άνθρωποι, το κρύο, το κρύο, το κρύο.
Παραμονές Πάσχα του 1947, βρεθήκαμε στα Βραγγιανά, στα Άγραφα. Όταν ο στρατός άρχισε να μας χτυπά, φύγαμε προς το βουνό. Το κρύο ήταν τεράστιο. Μας έπιασε βροχή, οι χλαίνες ήταν σαν λαμαρίνες. Σ' ένα βράχο, είδαμε έναν αντάρτη, από άλλο τμήμα, να κρατά το όπλο του, να έτσι -είχε αυτοκτονήσει. Προχωρήσαμε προς τον Αυχένα της Νιάλας. Είχε αέρα δυνατό, κρατιόμασταν χέρι χέρι, σαν τα παιδιά που πάνε σχολείο -τόσο στενός ήταν ο Αυχένας. Μετά από λίγο, βλέπουμε μια γυναίκα με δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Καθόταν σ' ένα βράχο, τα είχε αγκαλιά. Τα μικρά, άσπρα σαν μάρμαρο. Είχαν παγώσει -κι αυτή και τα παιδιά της.
Η, παιδική σχεδόν, αφέλεια με την οποία πολλές φορές εκφέρεται η αφήγηση υπογραμμίζει αυτό που η Ιστορία αφήνει απέξω: τη διαφορετική, προσωπική κατανόηση των γεγονότων από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, τη δυσκολία της επιλογής, την απουσία επιλογής. Σε μια συλλογική προσωπογραφία που αποτελείται από ανδρικές και γυναικείες μορφές υποτίθεται με κοινό παρελθόν, η ομοιογένεια επιτυγχάνεται μέσα από ρήγματα, χάσματα, τραύματα που συνδιαμορφώνουν μια τσακισμένη ταυτότητα.
Στα τέλη του 1948, βρίσκομαι με άλλα παιδιά της ηλικίας μου από την Αλβανία στη Ρουμανία. Στις αρχές του 1949, μας ρώτησαν ποιοι ήθελαν να πάνε εθελοντές να πολεμήσουν στην πατρίδα. Είπαμε όλοι "Ναι". Στις 25 Μαρτίου, μας πήραν για να επιστρέψουμε στην πατρίδα. Όταν είμασταν κοντά στις Πρέσπες, μου έδωσαν ένα όπλο πιο μεγάλο από μένα, και σε μια κοπέλλα έδωσαν ένα οπλοπολυβόλο. Είμασταν σε μια πλαγιά -σήκωσε η κοπέλα το οπλοπολυβόλο και, όπως υπήρχαν αντάρτες πιο πάνω, σκότωσε δυο τρία παιδιά. Ούτε που κατάλαβε πώς έγινε αυτό.
Η συλλογική μνήμη συγχρωτίζεται με την ατομική και κάθε βίωμα αποκτά διάσταση σ' ένα αρμονικό τελικά μωσαϊκό: η κούκλα-δώρο από τους αντάρτες, η πρώτη βολή με το μπαζούκας, οι ζεστές προβιές για τη νύχτα, ο τελευταίος ύπνος στο σπίτι, η θέαση του πρώτου νεκρού, οι παγωμένοι άνθρωποι, το κρύο, το κρύο, το κρύο.
Παραμονές Πάσχα του 1947, βρεθήκαμε στα Βραγγιανά, στα Άγραφα. Όταν ο στρατός άρχισε να μας χτυπά, φύγαμε προς το βουνό. Το κρύο ήταν τεράστιο. Μας έπιασε βροχή, οι χλαίνες ήταν σαν λαμαρίνες. Σ' ένα βράχο, είδαμε έναν αντάρτη, από άλλο τμήμα, να κρατά το όπλο του, να έτσι -είχε αυτοκτονήσει. Προχωρήσαμε προς τον Αυχένα της Νιάλας. Είχε αέρα δυνατό, κρατιόμασταν χέρι χέρι, σαν τα παιδιά που πάνε σχολείο -τόσο στενός ήταν ο Αυχένας. Μετά από λίγο, βλέπουμε μια γυναίκα με δυο παιδιά, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Καθόταν σ' ένα βράχο, τα είχε αγκαλιά. Τα μικρά, άσπρα σαν μάρμαρο. Είχαν παγώσει -κι αυτή και τα παιδιά της.
Τις μαρτυρίες συνέλεξε ο Ηλίας Πούλος για το έργο του "Εξόριστες μνήμες" όταν, το 2008, επισκέφθηκε ξανά την Τασκένδη -τόπο των παιδικών του χρόνων. "Για τους ανθρώπους αυτούς, θρυμματισμένους όπως τους βλέπουμε ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους -της πατρίδας, της ξενιτιάς- και διαφορετικούς χρόνους -του μακρινού παρελθόντος, του παρόντος, του ιστορικού γίγνεσθαι- η μνήμη είναι κι αυτή θρυμματισμένη. Ο προσωπικός χρόνος σταματά όταν επιβιβάζονται στα πλοία για να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Όταν διαβαίνουν τα σύνορα της πατρίδας. Το πέρασμα των συνόρων, πραγματικών και συμβολικών, σηματοδοτεί ένα τέλος, όχι μια αρχή. Ό,τι ξεκινά τότε βαφτίζεται "προσωρινό", ακόμη κι αν καταλήξει πολύ πιο μακρόχρονο από το πριν", σημειώνει η Χριστίνα Κουλούρη στο εισαγωγικό σημείωμα που συνοδεύει το έργο του Ηλία Πούλου.
Η παράσταση "Πόλεμος Τοπίων" αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα εκείνα που η Ιστορία συχνά περιθωριοποιεί: τα λάθη, τους δισταγμούς, τα διλήμματα, τον ανθρώπινο πόνο, την άγνοια. "Το ένδοξο παρελθόν λειτουργεί συσπειρωτικά και καλλιεργεί αισθήματα συνανήκειν", αλλά δεν είναι το μόνο που υπάρχει πίσω μας.
Η παράσταση "Πόλεμος Τοπίων" αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλα εκείνα που η Ιστορία συχνά περιθωριοποιεί: τα λάθη, τους δισταγμούς, τα διλήμματα, τον ανθρώπινο πόνο, την άγνοια. "Το ένδοξο παρελθόν λειτουργεί συσπειρωτικά και καλλιεργεί αισθήματα συνανήκειν", αλλά δεν είναι το μόνο που υπάρχει πίσω μας.
***
Η παράσταση "Πόλεμος Τοπίων" ανεβαίνει στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων, σε σκηνοθεσία Irène Bonnaud και με πρωταγωνίστρια τη Φωτεινή Μπάνου. Το έργο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Ηλία Πούλου "Τασκένδη/Εξόριστες μνήμες" και το αφήγημα του Δημήτρη Αλεξάκη "Πόλεμος Τοπίων".