Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εικονογράφηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εικονογράφηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Heinrich Hoffmann: Για παιδιά με τρόπους

Όσοι είμαστε γονείς σκεφτόμαστε διαρκώς πόσο σωστότερα μεγαλώνουμε τα παιδιά σας σε σχέση με ό, τι έκαναν οι γονείς μας. Βέβαια, και εκείνοι μάς μεγάλωσαν σωστότερα από ό,τι είχαν μεγαλώσει οι ίδιοι. Όσοι δεν έχουμε παιδιά σκεφτόμαστε πως τα παιδιά των φίλων μας είναι πιο ευτυχισμένα από ό,τι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους και ζουν με περισσότερη αυτοπεποίθηση και λιγότερο άγχος. Δεν  λένε με το ζόρι "ευχαριστώ", "παρακαλώ", "γεια σας", "πώς είστε;", όπως κάναμε εμείς, που όταν πηγαίναμε επισκέψεις σε συγγενείς δεν επιτρεπόταν να ψαρέψουμε παρά μόνο ένα σοκολατάκι από την φοντανιέρα. Το καταβροχθίζαμε το πρώτο λεπτό και υποφέραμε για το υπόλοιπο δίωρο στο καλοσιδερωμένο μας ρουχαλάκι, για να κερδίσουμε τον πολύτιμο έπαινο μιας θείας. 


Η κατσάδα σήμερα είναι από πασέ έως απαγορευμένη. Ποια ήταν η θέση της στα παιδικά βιβλία τον περασμένο αιώνα; Τι συνέβαινε με τα παιδικά αναγνώσματα όταν έκαναν την εμφάνισή τους; 

Η απάντηση βρίσκεται στον Struwwelpeter του Χάινριχ Χόφμαν (Πετροτσουλούφης στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη). Το βιβλίο αφορά ένα αγοράκι, τον Πέτρο, που δεν συμπεριφέρεται σωστά και σε καθεμιά από τις δέκα αυτοτελείς ιστορίες, παίρνει την τιμωρία του, που δεν είναι και πολύ επιεικής.

Σε μια ιστορία, για παράδειγμα, ο Πέτρος τρομοκρατεί και βασανίζει τα ζώα, ώσπου του επιτίθεται ένας σκύλος, του τρώει το φαγητό του, τον καταδαγκώνει και ο Πέτρος πέφτει στο κρεβάτι ετοιμοθάνατος. Και πράγματι η τιμωρία του αγοριού είναι επιεικής, αν σκεφτεί κανείς ότι στη δεύτερη ιστορία, το κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα καίγεται ζωντανό. 

Το βιβλίο πολλές φορές κατηγορήθηκε για τα ρατσιστικά του σχόλια. Παρόλο που τα τρία λευκά αγόρια παίρνουν ένα μάθημα γιατί κοροϊδεύουν έναν έγχρωμο συμμαθητή τους, το μάθημα είναι να πέσουν μέσα σε μαύρο μελάνι και να γίνουν και τα ίδια κατάμαυρα!

Μία άλλη πολύ αγαπημένη μου είναι η ιστορία όπου ένα αγοράκι, παρά τις παρατηρήσεις της μαμάς του, πιπιλάει ασύστολα το δάχτυλό του, ώσπου εμφανίζεται ο γίγαντας με το τεράστιο ψαλίδι και του κόβει το δάχτυλο, για να μάθει. Και η καλύτερη από όλες, είναι εκείνη όπου το παιδάκι που δεν τρώει το φαγητό του απλώς πεθαίνει από ασιτία. 

Οι ιστορίες του Χόφμαν κυκλοφόρησαν το 1845. Δεν ξέρω εάν εξακολουθούν να επανεκδίδονται –μάλλον ως τεκμήριο μιας άλλης εποχής, όπου η αυστηρότητα και η πειθαρχία ήταν αρετές που έπρεπε κανείς να διδαχτεί ακόμη και με τον σκληρότερο τρόπο. Εάν εκείνα τα βιβλία ανέθρεψαν βασανιστές,  τα σημερινά θα βρουν έναν τρόπο, πέρα από τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση, να διδάξουν στα πιτσιρίκια την καλοσύνη; 


Δευτέρα 28 Μαρτίου 2022

Pascal Campion: Μόνος στην πόλη

Όταν είσαι μόνος στην πόλη...

Θέλεις να πετάξεις μακριά


Η βροχή σού φαίνεται πιο δυνατή 


Πιάνεις κουβέντα με τ' αδέσποτα


Δουλεύεις μέχρι αργά τη νύχτα


Δεν βιάζεσαι να γυρίσεις στο σπίτι


Τριγυρνάς στα σοκάκια


Κάνεις την επιστροφή να διαρκεί περισσότερο


Περπατάς άσκοπα στο χιόνι



 Κοιτάζεις το κινητό σου συχνότερα


Ο κόσμος σού φαίνεται περισσότερος

Η μοναξιά μεγαλύτερη 

Στο παράθυρό σου φτάνουν ήχοι απ' τις ζωές των άλλων 



Μέχρι να έρθει επιτέλους


Το πρώτο ανοιξιάτικο ξύπνημα.




Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Jane Kroik: Βόλτα στα βιβλιοπωλεία


Τα χρόνια που δούλευα σε βιβλιοπωλείο, όσο κι αν μ' άρεσε η δουλειά, δεν μπορούσα εύκολα να χωνέψω πως θα ζήσω τη ζωή μου ως υπάλληλος. Μια ζωή χωρίς ελεύθερα Σάββατα και χωρίς χριστουγεννιάτικες διακοπές. Μια ζωή να διαφωνώ με συναδέλφους και προϊσταμένους για δυο βδομάδες καλοκαιρινή άδεια. Και κυρίως, μια ζωή με πενιχρό μισθό. 



Όχι ότι οι απολαβές καθόρισαν αυτό που διάλεξα να κάνω -κάθε άλλο. Αλλά η παντελής έλλειψη ελεύθερου χρόνου, η πιθανότητα να φεύγω από το σπίτι το πρωί και να επιστρέφω στις δέκα το βράδυ, μετά από τουλάχιστον οκτάωρη ορθοστασία, με απέτρεψαν. 

Στο βιβλιοπωλείο, όμως, πέρασα όμορφα. Ενθουσιαζόμουν με τις νέες παραλαβές, λάτρευα τη μυρωδιά του χαρτιού (που τότε αναμειγνυόταν με τη μυρωδιά του καπνού γιατί δεν υπήρχε βιβλιοϋπάλληλος που να μην καπνίζει και τη δεκαετία του '90 ήταν αδιανόητο να βγεις έξω για τσιγάρο), ξετρελαινόμουν να παρατηρώ τους θαμώνες, διάσημους και άσημους. 

Τώρα που το τοπίο στην εκπαίδευση αλλάζει δραματικά προς το χειρότερο, η δουλειά στο βιβλιοπωλείο αρχίζει και μου λείπει. Μου λείπει η ηρεμία των ημερών που δεν είχαμε κόσμο, τα αυγουστιάτικα απογεύματα που περνούσες την ώρα σου διαβάζοντας ένα καινούργιο βιβλίο, μια καλή κουβέντα, τα κοινά ενδιαφέροντα. 

Ποτέ δεν θα δουλέψουμε όπως δουλεύαμε πριν από είκοσι χρόνια. Ο ελεύθερος χρόνος στη χειρότερη περίπτωση αποκλείεται, στην καλύτερη είναι ελάχιστος και σε γεμίζει και ενοχές. 

Αυτά τα δυο χρόνια παγωνιάς και πανδημίας, πέρασα αμέτρητες ώρες στο σπίτι διαβάζοντας, άλλοτε για τη δουλειά, άλλοτε για τις σπουδές, κάπου κάπου για ευχαρίστηση. Εξακολουθώ να νιώθω πως σε μια δουλειά που πρέπει απλώς να διαβάζω, θα μπορούσα να δουλεύω όλη μέρα. 

Όσο ήμουν κλεισμένη μέσα, περίμενα πώς και πώς να ανοίξουν τα βιβλιοπωλεία και επισκέφτηκα σχεδόν κάθε μικρό βιβλιοπωλείο του κέντρου της Αθήνας, παρόλο που ακόμη ψωνίζω και πάντα θα ψωνίζω από το βιβλιοπωλείο στο οποίο δούλεψα. 


Τα βιβλιοπωλεία είναι ένας τρόπος να μάθεις τα μυστικά μιας πόλης. Είναι στέκια, πολλές φορές είναι κρυμμένα σε όμορφες γειτονιές, το καθένα έχει τους πιστούς του. Δεν υπάρχει πια τουριστικός οδηγός που να μην αναφέρεται σ' αυτά. Στη γειτονιά μου, τα τελευταία δέκα χρόνια έχουν ανοίξει αρκετά, και όλα έχουν το κοινό τους, κι ας μην εξυπηρετούν τις συνήθεις ανάγκες των γειτόνων σε μαρκαδόρους, μολύβια και φωτοτυπίες. 


Η Jane Kroik, μια από τις πολύ νέες εικονογράφους που παρακολουθώ, εδρεύει στη Νέα Υόρκη. Όταν εγκαταστάθηκε στην πόλη, έβαλε στόχο να ξετρυπώσει όλα τα βιβλιοπωλεία της. Ήταν ένα τρόπος να χαρτογραφήσει τις συνήθειες των κατοίκων και να αποκτήσει δικές της. 


Ήθελε διακαώς να ανακαλύψει όσο περισσότερα μπορούσε, να τα φωτογραφήσει, να πάρει μια γεύση από την ατμόσφαιρα του καθενός και να τα απαθανατίσει με τις μπογιές της, συμβάλλοντας στο να παραμείνουν ανοιχτά, ζωντανά, προσβάσιμα στους επισκέπτες τους, ας ήταν κι ελάχιστοι. 


Χάρη σ΄ αυτό το πρότζεκτ, η Jane φιλοτέχνησε αργότερα πολλά εξώφυλλα για τον New Yorker, το περιοδικό της πόλης για "ανθρώπους που διαβάζουν". Ο New Yorker αγαπά τους νέους εικονογράφους και έχει συμβάλει στη καθιέρωση καμπόσων από δαύτους με τα εξώφυλλά του. Να, δείτε εδώ την ιστορία ενός μικρού βιβλιοπωλείου που εικονογράφησε η Jane για το περιοδικό. 


* * * 


Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Ο Γιώργος Ιωάννου εικονογραφημένος


Πολλά Χριστούγεννιατικα ρεβεγιόν, όπως λένε, και νύχτες πρωτοχρονιάς έχω περάσει ολομόναχος μέσα σ'αυτό το δωματιάκι. Τα ταξί κορνάρουν στην Ομόνοια για τον καινούριο χρόνο, ο κόσμος τραγουδάει και φιλιέται, κι εγώ κουκουλωμένος με τις ωτοασπίδες στ' αυτιά, δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ στον εαυτό μου. Την άλλη μέρα όλα ευτυχώς ξεχνιούνται.

Ανεβάσαμε σε μας το μονό αυτό κρεβάτι, τη μέρα που μάζεψαν απ’ τη γειτονιά μας τους εβραίους, κι απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό. Το πάπλωμα, το στρώμα, και τα λερά σεντόνια του τα είχαν στο μεταξύ άλλοι αρπάξει. Το κρεβάτι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει τελικά μέσα στο άγρια λεηλατημένο διαμέρισμα. Και το μόνο εβραϊκό πράγμα, που ύστερα από πολύ δισταγμό πήραμε –το ορκίζομαι.

Κοιμόταν ο Ίζος σ’ αυτό. Δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, μα φίλος μου. Συχνά, παίζοντας στο διαμέρισμά τους κρυφτό ή άλλα παιχνίδια, κρυβόμασταν αποκάτω ή χωνόμασταν για να πάρουμε τη μπάλα που είχε κυλήσει. Κάποτε μάλιστα, που λείπαν οι δικοί μου, μας είχαν κοιμήσει αγκαλιά στο κρεβάτι αυτό. Τότε πρωτοείδα το νεανικό τριχωτό στεφάνι της ήβης. Είναι αλήθεια πως είχε αρκετούς κοριούς το κρεβάτι, και παρ’ όλο το κυνήγημα που αργότερα τους κάναμε, δεν εξολοθρεύτηκαν ποτέ εντελώς. Ήρθε καιρός που δόξαζα το Θεό γι’ αυτή τη διάσωση. Κάτι είχε σωθεί απ’ το αίμα του Ίζου και ενωθεί ίσως με το δικό μου.

Μέσα στου Ίζου το δωμάτιο μονάχα το καφετί σιδερένιο κρεβάτι του είχε απομείνει. Σίγουρα, δεν το είχαν αρπάξει γιατί είχε πολλές σούστες σπασμένες. Όταν το είδα, σαν να ξαναείδα τον Ίζο μπροστά μου. Ανέβηκα απάνω του και το είπα: ήθελα το κρεβάτι του. Με δυσκολία κατέβηκαν να με βοηθήσουν. Ήταν άλλωστε όλοι τους πλαγιασμένοι απ’ την πρωινή ταραχή. Το ανεβάσαμε, δέσαμε γερά τις σούστες του και κατόπι το ζεματίσαμε για τους κοριούς. Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό από το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή που άρχισαν τα μεγάλα μαρτύρια του Ίζου.


Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια. Όλες τις χαρές –ποιες χαρές;– και τ’ ατέλειωτα μαρτύρια της νιότης μου. Εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, τα άγχη, και το κρεβάτι ξαναπήρε απ’ τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει. Προσπαθώντας να αυτοθεραπευτώ –πράγμα που θαρρώ πως σχεδόν τα κατάφερα– αμέτρητες οργιαστικές σκηνές και συνθέσεις έχω στήσει πάνω σ’ αυτό. Μια αόρατη, θαρρείς, παρουσία μ’ έριχνε σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό παροξυσμό. Κάθε βράδυ και κάτι άλλο, κάτι καινούργιο και πιο τολμηρό ή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις, νέες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Όταν παράγινε εκείνο το κακό, και μπλέχτηκαν ερωτισμοί, αυτοερωτισμοί, διαβάσματα, ανέχειες, κρίσεις θρησκευτικές, που μου τις δημιούργησαν πρόωρα κάτι ολέθριοι τύποι, έφτασα στο σημείο ν’ αποδίδω το κατάντημά μου ακόμα και στο κρεβάτι του Ίζου. Το καταραμένο αυτό κλινάρι είχε φάει τον Ίζο, τώρα πήγαινε να φάει κι εμένα. 


Προχτές, ένας παλιατζής που φέραμε για να μας ξαλαφρώσει απ’ τις παλιατσαρίες μας, αρνήθηκε, ευτυχώς, να το πάρει. Είναι σαράβαλο, είπε, δεν αξίζει ο κόπος. Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές• δεν μπορέσαμε να το ξεφορτωθούμε. Κι έτσι το κρεβάτι εξακολουθεί να σκουριάζει στην αποθήκη μας. Εγώ, όμως, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά μήπως θα πρέπει να το επιδιορθώσω και ν’ αρχίσω να κοιμάμαι και πάλι σ’ αυτό. Είναι μάταιο κι αστείο σχεδόν να επιμένω να κοιμάμαι σε διπλό κρεβάτι. Δεν ξορκίστηκε έτσι καθόλου το κακό. Άλλον άνθρωπο δεν είδα να γλυκανασάνει στο πλάι μου. Ας ξαναβρώ τουλάχιστον τις φαντασίες μου και τα παλιά οράματά μου, όποια κι αν είναι. Κάτι είναι κι αυτό.

Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε!

***


[1] Ατάκτως ερριμμένα αποσπάσματα από τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου "Το κρεβάτι" (Η Σαρκογάφος, Κέδρος, Αθήνα 1971) και "Ο γείτονάς μου Λαπαθιώτης".
[2] Εικόνες: Salman Toor

Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2021

Ο Πινόκιο του Gabriel Pacheco



Ο Πινόκιο δεν ήταν ποτέ αγαπημένο μου παραμύθι. Μου φαινόταν πολύ σκληρό. Εντάξει, έλεγε ψέματα ο Πινόκιο, αλλά το παραμύθι είναι γεμάτο διδδάγματα για τα άτακτα παιδάκια. Αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ, όμως, ήταν η αρχή της ιστορίας. Μια φορά κι έναν καιρό δεν ήταν ένας βασιλιάς, αλλά 
"Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κομμάτι ξύλο"
Το άλλο πάρα πολύ ωραίο είναι πως, πέρα από τον Πινόκιο, υπάρχει ο χαρακτήρας του μαστρο-Τσεπέτο, που και πολύ ωραίο όνομα έχει και επιπλέον διακονεί το αγαπημένο μου επάγγελμα, δηλαδή το επάγγελμα του Ιωσήφ (που κι αυτόν πάρα πολύ τον συμπαθώ), δηλαδή τέλος πάντων είναι ξυλουργός. 


Ο Πινόκιο, λοιπόν, ήταν αλητάκος. Δεν ήθελε να πάει στο σχολείο, δεν ήθελε να μάθει γράμματα, δεν ήθελε να μάθει καμιά τέχνη να βγάλει τίμια το ψωμάκι του. Ήθελε μονάχα να τρώει, να πίνει, να κοιμάται και να διασκεδάζει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κι ο φίλος του γρύλος τού μιλούσε και μάλιστα σοφά τον προειδοποίησε πως μ' αυτά τα (ξύλινα) μυαλά ή στο νοσοκομείο θα καταλήξει ή στη φυλακή. 


Ο Πινόκιο έκανε τη μια ανοησία μετά την άλλη και ο Τσεπέτο, αν και φτωχός, του έδινε και την μπουκιά του και σαν στοργικός πατέρας τον συγχωρούσε. Αλλά ο μικρός το έσκαγε, παρασυρμένος κάθε φορά από τον πόθο του για νέες περιπέτειες και έγινε (κυριολεκτικά) μαριονέτα στα χέρια των άλλων. 


Η αλεπού κι ο γάτος τού έκλεψαν τα νομίσματα που έπρεπε να δώσει στον πατέρα του, οι ληστές τον έπιασαν στη μέση του δάσους και τον κρέμασαν απ' τα κλαριά μιας ψηλής βελανιδιάς, μέχρι που βρέθηκε στο δρόμο του η Νεράιδα με τα γαλάζια μαλλιά και το γαλάζιο φουστάνι και τον έσωσε. 


Εδώ που τα λέμε, βέβαια, ούτε το καλύτερο κορίτσι του κόσμου δεν μπορεί να γλιτώσει έναν αλήτη απ' την καταστροφή. Και το ψέμα έπεφτε βροχή κι η μύτη του Πινόκιο μεγάλωνε και να σου πάλι μπροστά του ο γάτος με την αλεπού και τον μπουζουριάσανε τελικά για κάτι λίρες κι έφαγε μισό χρονάκι φυλακή. 


Δεν θυμάμαι άλλα από αυτή την ιστορία, πέρα από την υπέρ0χη μουσική της τηλεοπτικής της μεταφοράς. Στους τίτλους έναρξης ακουγόταν η λεπτή παιδική φωνή του Πινόκιο να τραγουδά ένα μελαγχολικό τραγούδι που έμοιαζε να βγαίνει από μουσικό κουτί. 


Άραγε διαβάζοντας τον Πινόκιο θυμώνεις με τον ανυπάκουο αλήτη που "τα 'θελε και τα 'παθε" ή λυπάσαι τον κλέφτη και σκέφτεσαι πως όλοι μας θα έπρεπε να έχουμε μια νεράιδα να μας προστατεύει από την επιπολαιότητα και τις κακοτοπιές; Ποιο παιδί αντέχει να ακούσει πως τον ψεύτη του Αισώπου τον έφαγαν οι λύκοι;


Στο κάτω κάτω, μια ξύλινη μαριονέτα ονειρεύτηκε να γίνει αγόρι. Πού να 'ξερε πόσο δύσκολος είναι ο κόσμος των αγοριών που μεγαλώνουν χωρίς τη μαμά τους. 

***

Carlo Collodi, Los aventuras de Pinocho (Ilustraciones: Gabriel Pacheco), Ediciones Nostra