Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Από κίλερ στην Τουρκιά νόκερ στο Σικάγο

Chicago meat packing industry, 1900's


Τα βαλα κάτ’ και πιο μακριά απ’ την Αμερική δεν ήξερα, ώστε είπα, να, κει θα πάω. Το πολιέμησα, γιατί δεν ήταν εύκολο τότες να σε δεχτούνε, αλλά το πέτυχα. Κι όταν θα ’φευγα, μάζεψα ό,τι δικό μ’ είχα στο σπίτ’, από βρακιά μέχρι φωτογραφίες. Έπεσ’ η μάνα μ’ στα γόνατα, λέει τι είν’ αυτά; Φεύγεις κι ούτε τίποτα δεν αφήνεις δικό σ’ να σε θυμόμαστε. Της λέω τη φωτογραφία τη θες να την κοιτάς και να με κηδεύεις κάθε μέρα με τα δάκρυα, γιατί όσο μ’ είχες κοντά για τούτο παρακάλαες από μέσα σ’. Κείθε πέρα στην Τουρκιά χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είν’ κι εδώ ακόμα μία, έτσ’ της είπα κι έφκα. Δω που ήρθα άνθρωπος δε με γνώριζε και λίγο σα να λευτερώθηκα. Αλλά το ’ξερα ότι η βρωμιά θα μ’ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. [...]

Κι ήρθα το λοιπόν μια μέρα στο Γιούνιον και λέω δώμτε δουλειά. Κι αφού σ’ αυτή τη δουλειά ήμανε ο καλύτερος, στέριωσα κι όλοι έρχονται και μου χτυπάνε την πλάτ’, Εγγλιέζοι, Έλληνες, Ρούσοι, Γερμανοί, όλοι. Αλλά πάλι άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλιε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρόλο που την κάνω άξια. Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ’σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλιεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσ’ στ’ αυτιά πιο ωραίο.
"Νόκερ" (απόσπασμα)[1]

***
[1] Από τη συλλογή του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιάκ, Αντίποδες, Αθήνα 2014. 
[2] Στην κρεατοβιομηχανία των ΗΠΑ εργάστηκαν πολλοί έλληνες μετανάστες στις αρχές του 2οού αιώνα. Στο μυθιστόρημα του Άπτον Σίνκλερ Η ζούγκλα (1906) περιγράφονται η φρίκη των σφαγείων, οι βάρβαρες συνθήκες εργασίας, η φτώχεια, οι αρρώστιες, η διαφθορά -για να μη μιλήσουμε για τις συνθήκες "ζωής" και σφαγής των ζώων. Η απελπισία αποκαλύπτεται μέσα από τα μάτια του Γιούργκις Ρούντκους, ενός νεαρού μετανάστη που φτάνει στον Νέο Κόσμο με την αρραβωνιαστικιά του και την οικογένειά της για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Η έκδοση του μυθιστορήματος καθιέρωσε τον νεαρό συγγραφέα ως σταυροφόρο των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ως έναν από τους σημαντικότερους υπερασπιστές της ισότητας και της ανθρωπιάς, ενώ ανάγκασε την αμερικανική κυβέρνηση να διατάξει έρευνες που οδήγησαν σε νόμο περί καθαρής τροφής. [Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008]
[3] Για τα σφαγεία του Σικάγο δείτε εδώ

Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Χτυπήματα στην πλάτη



Δεν ξέρω να μιλήσω για την ποίηση κι ούτε γράφω γι' αυτή. Ας μην είμαστε και τόσο πολυσχιδείς. Μα τώρα που δικτυωνόμαστε πολλαπλώς, αναλογικώς και ψηφιακώς, σαν να 'χει αρχίσει να μου λείπει η έκπληξη και θυμάμαι κάτι στίχους του Γιάννη Βαρβέρη. 

Θέλω να έρθει ένα καλοκαίρι που θα γυρίσουμε από τις διακοπές κι οι φίλοι θα πούνε ιστορίες που δεν βρέθηκαν πουθενά αναρτημένες. Θα μας εκμυστηρευτούν λογιών λογιών κάλπη-κες επιλογές τους και θα πάψουμε να ψαχουλεύουμε ποστ και κόμεντς.

Παραήρθαμε κοντά και μοναδικό μας καταφύγιο απέμεινε η θάλασσα. Εκεί που οι άνθρωποι μιλούν λιγότερο, ξεγυμνώνονται ζωγραφισμένα σώματα. Λαδιά επιβλητικά σχέδια δεν αφήνουν ν' αφουγκραστούμε τη σιωπή και τη γύμνια. 

Τώρα μας ξεκουράζουν αυτά τα πρόσωπα που όσο γερνούν ομορφαίνουν, παίρνοντας τα "ομορφότερα χαρακτηριστικά των συνανθρώπων τους".[1] "Αν τους ρωτήσεις απαντούν και μόνον τ' απαραίτητα σε μια γλώσσα παλιά ευγενική σανσκριτική ακατανόητη κι ύστερα πάλι φυγαδεύονται στη μερική τους άνοια, μακρινοί."

Πόσα μπορείς να μάθεις απ’ τα σπαράγματα των φράσεων
και σε τι άνθρωπο σοφό μπορείς να εξελιχθείς
απ’ τα στεγνά τους μάτια που απλανή θρηνούν
επειδή κώφευσαν
τίποτε απ’ όλα αυτά δεν διδαχθήκαν
τα παιδιά τους –
κάτι σφριγώντα κούτσουρα λαλίστατα
που μας κυκλώσαν και παραμονεύουν
με τα τενεκεδένια δούρεια δώρα
της οικειότητας. [2]


[1] Γιάννης Βαρβέρης, "Δανεική ομορφιά". Από τη συλλογή Στα ξένα.
[2] Γιάννης Βαρβέρης, "Ο ενικός, χτυπήματα στην πλάτη". Από τη συλλογή Στα ξένα.

***