Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διήγημα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

Ανατολικά της Δύσης

Σκεφτόμουν πόσο πολύ ήθελα να είμαι σαν το ποτάμι, που δεν είχε μνήμη, και πόσο λίγο σαν τη γη, που δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει.

Bert Teunissen
Όταν έγινα δεκαοκτώ, μαζί με το δώρο των γενεθλίων μου η γιαγιά η Βασιλική μου χάρισε ένα σταυρωμένο ψηφοδέλτιο του ΚΚΕ. Ήταν σίγουρη πως θα ψήφιζα το Κόμμα, αλλά καθότι μικρή και ανίδεη, μπορεί να μην ήξερα ποιον υποψήφιο βουλευτή να προτιμήσω και να βρισκόμουν σε δίλημμα. Η γιαγιά μου, όμως, σαν πρακτικός νους που ήταν, μας έβγαζε πάντα από τα οικογενειακά και προσωπικά μας διλήμματα. Άλλωστε, διλήμματα δεν επιτρέπονται στην ηθική και τη συνείδηση ενός κομμουνιστή. 

Αν η Βασιλική γινόταν ποτέ μυθιστορηματική ηρωίδα, νομίζω πως θα έμοιαζε κάπως με τον παππού του αφηγητή στο διήγημα "Ανατολικά της Δύσης" του Μίροσλαβ Πένκοφ. 

Στα τριάντα του, ενώ ήταν ήδη τάδε τάδε στο τάδε τάδε τμήμα, ο παππούς γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του. Ήταν η κλασική κομμουνιστική ιστορία αγάπης: γνωρίστηκαν σε μια απογευματινή συνεδρίαση του Κόμματος. Η γιαγιά έφτασε καθυστερημένη, μούσκεμα από τη βροχή, κάθισε στη μοναδική κενή θέση, δίπλα στον παππού, και αποκοιμήθηκε στον ώμο του. Εκείνος, αν και δεν ενέκρινε την έλλειψη ενδιαφέροντος από μέρους της για τα ζητήματα του Κόμματος, την ερωτεύτηκε εκεί, επί τόπου από τη μυρωδιά -με την ανάσα της στο λαιμό του. Αφού ξύπνησε συζήτησαν περί αγνών ιδανικών και λαμπρού μέλλοντος, περί του καπιταλιστικού Κακού της Δύσης, περί της στοργικής αγκαλιάς της Σοβιετικής Ένωσης και -το κυριότερο- περί Λένιν. Ο παππούς διαπίστωσε πως οι δυο τους μοιράζονταν το πάθος για το φωτεινό του παράδειγμα, κι έτσι πήγε τη γιαγιά στο Δημαρχείο, όπου και παντρεύτηκαν. 

Bert Teunissen
Η γιαγιά μου η Βασιλική γνώρισε τον παππού μου όταν έφτασε πολιτική πρόσφυγας στην Πολωνία. Είχε κάνει ένα πέρασμα από τη Βουλγαρία, αλλά το Κόμμα την πληροφόρησε πως στην Πολωνία βρισκόταν ο αδερφός της κι έφυγε αμέσως. Ο παππούς, στέλεχος του Κόμματος και δεκαέξι χρόνια μεγαλύτερός της, την παρέλαβε από τον σταθμό του τρένου και της μάθαινε ρώσικα. Κάποιο βράδυ που τους είχε κουράσει η γραφειοκρατική κομματική δουλειά, η Βασιλική αποκοιμήθηκε πάνω από τα "γραφτά" και ο παππούς της χάιδεψε το μάγουλο. Εκείνη ξύπνησε, τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη και λίγο αργότερα τον παντρεύτηκε. Η μαμά μου γεννήθηκε στο πιτς φιτίλι.

Ο παππούς αγόρασε ένα σπίτι στο χωριό ώστε να μπορεί να είναι κοντά στη γιαγιά, και κάθε μέρα στις τρεις το απόγευμα πήγαινε στο μνήμα της, καθόταν δίπλα στην ταφόπλακα, άνοιγε τον Δωδέκατο τόμο των Απάντων του Λένιν και διάβαζε φωναχτά.  

Mihail Kaban Petrov 

Ο Μίροσλαβ Πένκοφ γεννήθηκε στη Βουλγαρία το 1982. Κάτι θα θυμάται από τη σοσιαλιστική του πατρίδα. Αφού ενηλικιώθηκε, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, για να σπουδάσει και να έχει μια μάλλον καλύτερη τύχη απ' αυτήν που του υποσχόταν το χωριό του. Στο πρώτο του βιβλίο συγκεντρώνει ιστορίες του τόπου και των προγόνων του. 

"Λοιπόν, ας ηρεμήσουμε τώρα", είπε ο πατέρας. "Δεν υπάρχει λόγος για δάκρυα. Κάθισε. Ας το κουβεντιάσουμε. Τι λόγο έχεις; Τι σου λείπει εδώ; Είσαι δυστυχισμένος; Δεν πεινάς. Έχεις ωραίο δωμάτιο με κομπιούτερ και ίντερνετ". 

Ακόμη περισσότερο από τους γονείς του, η μετανάστευση του αφηγητή δυσαρεστεί τον κομμουνιστή παππού του, ισχυρό υποστηρικτή του παλιού καθεστώτος. "Ο εγγονός μου καπιταλιστής", έλεγε. "Ύστερα από όσα έχω περάσει".

Όταν ο παππούς έμαθε πως έφευγα για σπουδές στην Αμερική μού έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα. "Σάπιο καπιταλιστικό γουρούνι", έλεγε το σημείωμα, "να 'χεις καλή πτήση. Με αγάπη, ο παππούς σου". Ήταν γραμμένα σε ένα τσαλακωμένο κόκκινο ψηφοδέλτιο από τις εκλογές του 1991, το οποίο ήταν η κορωνίδα της συλλογής κομμουνιστικών ψηφοδελτίων του παππού και έφερε τις υπογραφές όλων από το χωριό Λένινγκαντ. Συγκινήθηκα που αξιώθηκα τέτοια τιμή, οπότε κάθισα κάτω, έβγαλα ένα χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου, και έγραψα στον παππού την ακόλουθη απάντηση: "Κομμουνιστικό κορόιδο, ευχαριστώ για το γράμμα. Φεύγω αύριο και μόλις φτάσω εκεί θα προσπαθήσω να παντρευτώ μια Αμερικάνα το συντομότερο δυνατόν. Θα φροντίσω να κάνω πολλά Αμερικανάκια. Με αγάπη, ο εγγονός σου". 

Bert Teunissen
Τι συγκρατείται στη μνήμη, τι διασώζεται στην οικογενειακή και τι στη μεγάλη Ιστορία; Τι χωρίζει τους ανθρώπους και τι τους ενώνει σε καιρούς διχασμού; Τι μπορεί να αποκαλύψει η ερωτική αλληλογραφία μιας νιότης στο γηροκομείο όπου η παραλήπτρια των επιστολών υπομένει την ασθένεια θύμα της γεροντικής άνοιας; Πώς η αποστροφή συναντά τη νοσταλγία; 

Ο Γκόγκο κι εγώ κλέβουμε πράγματα και τα πουλάμε, κυρίως στον παππού. Μπήκα κρυφά στην αίθουσα βιολογίας και πήραμε το κρανίο που ο δάσκαλός μας χρησιμοποιούσε για τασάκι. Μετά ο παππούς είπε πως τάχα το πούλησε στη μαύρη αγορά σαν αυθεντικό κρανίο από την κομμουνιστική εξέγερση του 1944. Δεν εντυπωσιάστηκε όταν του είπα πως το κρανίο ανήκε στον Τόσκο Αφρικάνσκι, ένα χιμπατζή στον ζωολογικό κήπο της Σόφιας. 

Χιούμορ, απλότητα, ειρωνεία και μια αφήγηση που απομακρύνεται από κλισέ μελοδραματισμούς δίνουν στον Πένκοφ τη δυνατότητα να μιλήσει ουσιαστικά για μεταιχμιακές στιγμές της Ιστορίας. Για ποτάμια που χωρίζουν τον κόσμο της Ανατολής από τον κόσμο της Δύσης, για πανηγύρια που τους ενώνουν, για σταυροδρόμια όπου συναντιούνται ο πόλεμος με τον έρωτα, για την πατρίδα των παιδικών χρόνων και την κομμουνιστική ουτοπία που ξεπουλήθηκε στη μαύρη αγορά, για θρύλους και παραδόσεις που σφυρηλατούν ταυτότητες. Όσο κι αν ταξιδέψουμε, δυσκολευόμαστε να τις αποποιηθούμε. 


***

[1] Μίροσλαβ Πένκοφ, Ανατολικά της Δύσης (μτφρ: Άκης Παπαντώνης), Αντίποδες, Αθήνα 2016. 

[2] Για το έργο του φωτογράφου Bert Teunissen ρίξτε μια ματιά εδώ. Για το πρότζεκτ "Domestic Landscape" εδώ

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Από κίλερ στην Τουρκιά νόκερ στο Σικάγο

Chicago meat packing industry, 1900's


Τα βαλα κάτ’ και πιο μακριά απ’ την Αμερική δεν ήξερα, ώστε είπα, να, κει θα πάω. Το πολιέμησα, γιατί δεν ήταν εύκολο τότες να σε δεχτούνε, αλλά το πέτυχα. Κι όταν θα ’φευγα, μάζεψα ό,τι δικό μ’ είχα στο σπίτ’, από βρακιά μέχρι φωτογραφίες. Έπεσ’ η μάνα μ’ στα γόνατα, λέει τι είν’ αυτά; Φεύγεις κι ούτε τίποτα δεν αφήνεις δικό σ’ να σε θυμόμαστε. Της λέω τη φωτογραφία τη θες να την κοιτάς και να με κηδεύεις κάθε μέρα με τα δάκρυα, γιατί όσο μ’ είχες κοντά για τούτο παρακάλαες από μέσα σ’. Κείθε πέρα στην Τουρκιά χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είν’ κι εδώ ακόμα μία, έτσ’ της είπα κι έφκα. Δω που ήρθα άνθρωπος δε με γνώριζε και λίγο σα να λευτερώθηκα. Αλλά το ’ξερα ότι η βρωμιά θα μ’ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. [...]

Κι ήρθα το λοιπόν μια μέρα στο Γιούνιον και λέω δώμτε δουλειά. Κι αφού σ’ αυτή τη δουλειά ήμανε ο καλύτερος, στέριωσα κι όλοι έρχονται και μου χτυπάνε την πλάτ’, Εγγλιέζοι, Έλληνες, Ρούσοι, Γερμανοί, όλοι. Αλλά πάλι άμα ξέρανε τι είναι η δουλειά που κάνω, ότι σπάω κεφάλια, πάλιε με σιχασιά θα με κοιτάγανε, παρόλο που την κάνω άξια. Αυτά που αηδιάζει ο κόσμος δεν τον πειράζει να γίνονται, αρκεί να μην τα βλέπει και να τα κάνει άλλος. Να μπορούνε να βγούνε σενιαρισμένοι αλαμπρατσέτα με τις κυράδες τους και να μη βρωμάνε, να πιάνουνε τα μαχαιροπίρουνα με χέρια που δεν είναι πρησμένα απ’ το αίμα και να κόβουνε τη μπριζόλα χωρίς να λερωθούνε. Αυτό πάει να πει να ’σαι σιβιλάιζντ. Να πατάς στα σκατά με αψηλό τακούνι. Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στον πόλιεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν’ έτσ’ στ’ αυτιά πιο ωραίο.
"Νόκερ" (απόσπασμα)[1]

***
[1] Από τη συλλογή του Δημοσθένη Παπαμάρκου Γκιάκ, Αντίποδες, Αθήνα 2014. 
[2] Στην κρεατοβιομηχανία των ΗΠΑ εργάστηκαν πολλοί έλληνες μετανάστες στις αρχές του 2οού αιώνα. Στο μυθιστόρημα του Άπτον Σίνκλερ Η ζούγκλα (1906) περιγράφονται η φρίκη των σφαγείων, οι βάρβαρες συνθήκες εργασίας, η φτώχεια, οι αρρώστιες, η διαφθορά -για να μη μιλήσουμε για τις συνθήκες "ζωής" και σφαγής των ζώων. Η απελπισία αποκαλύπτεται μέσα από τα μάτια του Γιούργκις Ρούντκους, ενός νεαρού μετανάστη που φτάνει στον Νέο Κόσμο με την αρραβωνιαστικιά του και την οικογένειά της για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Η έκδοση του μυθιστορήματος καθιέρωσε τον νεαρό συγγραφέα ως σταυροφόρο των δικαιωμάτων των εργαζομένων και ως έναν από τους σημαντικότερους υπερασπιστές της ισότητας και της ανθρωπιάς, ενώ ανάγκασε την αμερικανική κυβέρνηση να διατάξει έρευνες που οδήγησαν σε νόμο περί καθαρής τροφής. [Άπτον Σίνκλερ, Η ζούγκλα, Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2008]
[3] Για τα σφαγεία του Σικάγο δείτε εδώ

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018

Ιστορίες από τα παλιά


Τo καλοκαίρι που καιγόταν η Ηλεία ήταν κάτι άνθρωποι που παρά τις παραινέσεις και την επιμονή της πυροσβεστικής υπηρεσίας αρνούνταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Θέλαν να καούν εκεί, μαζί με τα ζωντανά και τα υπάρχοντά τους, κρατώντας στο χέρι ένα λάστιχο ποτίσματος που έτσι κι αλλιώς δε θα γλίτωνε τίποτα από την περιουσία τους. Κι έμεναν εκεί και φώναζαν για βοήθεια, στις ορεινές πλαγιές που χωρίζουν την Αρκαδία από την Ηλεία, κι εμείς τους βλέπαμε στις τηλεοράσεις των διαμερισμάτων μας, σαστισμένοι από τον καύσωνα και τους πύρινους ανέμους εκείνου του καλοκαιριού. Τέτοιοι άνθρωποι, τόσο απλοί στην ψυχοσύνθεσή τους, τόσο δύσκολοι κι ακατανόητοι για τα δικά μας μέτρα και σταθμά, πρωταγωνιστούν στις δέκα ιστορίες της συλλογής διηγημάτων του Δημήτρη Κανελλόπουλου, που διαδραματίζονται στους ίδιους τόπους. 

Η πλοκή της κάθε ιστορίας είναι μάλλον απλή, ο λόγος κυλά ανεμπόδιστα με τη ροή και τη μουσικότητα μιας ντοπιολαλιάς που ο αφηγητής γνωρίζει καλά, ενώ το ξετύλιγμα της υπόθεσης είναι αργό και οδηγεί με φυσική αναγκαιότητα την ιστορία στο τέλος της. Η μικρογεωγραφία του τόπου δίνει ρόλο σε πλαγιές, λοφίσκους, υψώματα και ράχες και το κάθε μικροτοπωνύμιο διεκδικεί το δικό του μερίδιο στη μνήμη.
 
Τη διαδρομή την ήξερε καλά, πέτρα πέτρα. Μετά το Τουμπίτσι, πήρε το περικοπό κατά του Σπαθάρη. Είχε μεγάλη ανηφόρα μέχρι ν' ανέβει στην πλαγιά του Γκούτζιου και να φτάσει στο χωριό. Πέρασε κι απ' του Ντελαλή. Ερημιά. Σπίτια μισογκρεμισμένα, τα είχαν πνίξει τ' αλίσβατα και οι αντράκλες. Στάθηκε στο χωράφι του μπάρμπα του του αγαπημένου, του Γιώρη του Πουλή, που πέθανε τριαντα τριών χρονών, να ιδεί τις ελιές που 'χανε οι πρωτοξαδέρφες του, τα κορίτσια του συχωρεμένου. 

Μεγαλύτερη αρετή της συλλογής είναι η αλήθεια της. Ο συγγραφέας, φορέας μιας παράδοσης λογοτεχνικής αλλά και τοπικής, παρουσιάζει τον κόσμο της επαρχίας όπως είναι. Τίποτα δεν εξωραϊζεται, τίποτα δε μοιάζει εξιδανικευμένο. Δεν παρατηρεί τις εμπειρίες άλλων προσπαθώντας να τις μεταπλάσει σε λογοτεχνία, αλλά συλλαμβάνει με ποιητικό τρόπο ένα βίωμα που φαίνεται πως είναι προσωπικό. Δεν υπάρχει νοσταλγία για το παρελθόν. Κανείς δεν αναπολεί μια εποχή που η φτώχεια, η πείνα, η αυτοδικία και το βίαιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών αποτελούσαν καθημερινή πράξη.
Σε κάθε διήγημα ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα πλέγμα σχέσεων: η σχέση με τον αδερφό, τον σύζυγο, τους γειτόνους, η σχέση με το ζώο, η σχέση με τον τόπο. 

Καλόπιανε τα ζώα, τους έλεγε γλυκόλογα, μην ιδούνε ή ακούσουνε τίποτα και προγκήξουνε. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε γλιτωμό. Θα γινόταν ένα με τα εμπορεύματα και τα ζώα μέσα στο γκρεμό. 
- 'Αιντε Τσίλη μου, έλα καλώς τονε. Ήσυχα, πουλάκια μου, κι εγώ θα σας φιλέψω λουκουμάκια σα γυρίσουμε πίσω στο κονάκι...

Η επαφή με τη γενέθλια γη παίρνει άλλοτε τη μορφή εξάρτησης, αφού αυτή είναι που δίνει στον άνθρωπο το καθημερινό του και τον κρατά στη ζωή, και άλλοτε συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Οι άνθρωποι δεν το 'χουν σε τίποτα να βρεθούνε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αμερική ή την Αυστραλία, για ένα γάμο και ένα κομμάτι ψωμί. Ο συγχωριανός στην πόλη, ο πατριώτης στην ξενιτιά μάς θυμίζουν σχέσεις που σήμερα έχουν αποδυναμωθεί. Τους ανθρώπους συνδέουν πια ανήκουστα πράγματα για εκείνον τον καιρό: προσωπικές προτιμήσεις, πολιτικές τοποθετήσεις, δουλειές, ενδιαφέροντα και γούστα.

Το στοιχείο που παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ήρωες του βιβλίου επιλέγουν να λύσουν τις διαφορές τους. Άνθρωποι που έχουν τόσο συνδέσει τη ζωή τους με την προφορική παράδοση σε κάθε μορφή της (παραμύθια, τραγούδια, αινίγματα, μύθοι, παροιμίες, ορμήνιες, χωρατά) δεν καταφεύγουν ποτέ στο λόγο για να δώσουν λύση σε μια υπόθεσή τους. Τα προβλήματα λύνονται μόνο με πράξεις: με το πλήγωμα ενός ζώου για εκδίκηση, με τη δωρεά ενός κομματιού γης, με το γάμο, με το φονικό,  με την αυτοχειρία. Οι άνθρωποι που "δεν ήξεραν γράμματα", όπως χαρακτηριστικά και αφοπλιστικά κλείνει το τελευταίο διήγημα της συλλογής, που συνοψίζει ίσως την πορεία μιας ολόκληρης γενιάς, δε ζητούν και δε δίνουν εξηγήσεις. Εκφράζουν την οργή και την ευγνωμοσύνη τους με άλλους τρόπους. 

Κοντά ένα χρόνο αργότερα, όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία κι ο Ντίνος έλαβε κλήση επιστράτευσης, ο Ανέστης ο Κουτσοβασίλης, που δεν είχε βγει ακόμη από το σπίτι μετά την πτώση του στον γκρεμό, κάλεσε τον Τάκη το Λουμιώτη, το συμβολαιογράφο από τα Τρόπαια, και τον παπα-Θόδωρο και το Βασίλη τον Μπακατσέλο για μάρτυρες, κι εκεί, μέσα στην κάμαρη που βρισκόταν ξαπλωμένος, είπε με δυσκολία:
- Κυρ Τάκη, γράψε ότι εγώ, ο Ανέστης Κουτσοβασίλης του Πανάγου και της Ζαφείρως, δωρίζω το χτήμα μου στου Ντελαλή στον Κωνσταντίνο Γαζέτα του Μαρινίου, λόγω της υποχρέωσής μου που ζω κι αναπνέω.

Στο υπόστρωμα κάθε μικρής ιστορίας υπάρχουν γεγονότα της μεγάλης Ιστορίας: η Μικρασιατική Καταστροφή, οι ξενιτεμοί, ο πόλεμος του '40, ο Εμφύλιος, η χούντα. Περνούν από τα διηγήματα και τη σκέψη του αναγνώστη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που περνούν κι από τις ζωές των προσώπων, άλλοτε με διακριτικότητα και άλλοτε επηρεάζοντας βαθιά τις τύχες των ανθρώπων και των οικογενειών, τα προξενιά και την εξέλιξη της ζωής, την ίδια τη ζωή. 

Συλλογιζότανε μετά τι τον έκανε κι έφυγε απ' το χωριό του. Ούτε ψωμί δεν είχε, τα 'χε αφανίσει όλα ο αλληλοσκοτωμός. Σφαζόντουσαν οι άνθρωποι για τα πολιτικά. Αυτός δεν είχε ανακατευτεί, ήτανε μικρός. Είχε όμως τις προτιμήσεις του. Σ' αυτό ήτανε καθαρός -όπως τον έμαθε ο πατέρας του. Με το βασιλέα! Κι εδώ, σ' αυτό τον καινούργιο τόπο, σχεδόν όλοι με το βασιλέα ήσαν. 

Στο τελευταίο διήγημα, ο εθνικόφρων Σωτήρης Ντάρλας, φίλα προσκείμενος στο καθεστώς της 21ης Απριλίου και πρόεδρος των εν Ελευσίνι Πελοποννησίων, βγάζει λόγους για τη σωτηρία του έθνους, κάνει την πατρίδα επάγγελμα, και κάπως έτσι, κούτσα κούτσα, μεγαλώνει το οικοπεδάκι του και αβγατίζει η περιουσία του. Χαμοκέλες και αυθαίρετα που πήραν τη μορφή της άναρχης πολιτείας που απλώνεται γύρω από το εργοστάσιο της Χαλυβουργικής μάς θυμίζουν έναν από τους τρόπους που το τσιμεντένιο λεκανοπέδιο απέκτησε το σημερινό του πρόσωπο σε τοπίο και κατοίκους, συνθέτοντας τη σύχρονη ηθογραφία της μεγαλούπολης.




***

Δημήτρης Κανελλόπουλος, Ο θάνατος του αστρίτη και άλλες ιστορίες, Κίχλη, Αθήνα 2018.

Τρίτη 19 Μαΐου 2015

"Φρύγανα πεσόντα εκ της φυγής ελάφου"


Στη συλλογή "Περιπολών περί πολλών τυρβάζω" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη...

... το περίπτερο πουλά κάθε λογής αναπτήρες. Ο ιδιοκτήτης του έχει διατελέσει "αναπτήρ κυριών" σε νυχτερινά κέντρα. Προτού η κυρία σκεφτεί ότι θέλει να ανάψει τσιγάρο, εκείνος βρίσκεται δίπλα της, κι ανάμεσά τους η φλόγα του ζίπο. Ο Μπέμπης αποστομώνει με το ταξίμι του τον Χιώτη. Δυο φοιτητές μπαρκάρκουν με τον "Θαλάσσιο δαίμονα". Συμπλοκή σε μια βρόμικη ταβέρνα ανάμεσα σε μια παρέα μάγκες και Γύφτους που παίζουνε ζουρνάδες. Ο Σποκ και ο Πλούτο. Αγαπημένα σκυλιά. Μια φλογέρα κατασκευασμένη από την κάνη ενός όπλου. Ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ μετά από χρόνια στις φυλακές βγάζει το ψωμί του φτιάχνοντας κλουβιά. Ένας παπάς γλείφει τη μετάληψη από το δάπεδο της εκκλησίας "σαν ατάιστο σκυλί". Ο γέροντας Συμεών παίζει τις "Γυμνοπαιδιές" του Σατί στη σπηλιά του. Σταχτάρες κοιμούνται εν πτήσει. "Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει". Το λουκούμι του κυρ Σωφρονίου και η συνταγή που δεν κληρονόμησε κανείς. Σαλιγκάρια για πολυτελή εστιατόρια, ζαβογαρίδες και Μαλαματίνα. Βυζαντινές ψαλμωδίες και τζαζ αυτοσχεδιασμοί. 


Στον πιο πρόσφατο "Νοέμβριο"...

... γουρούνια ζευγαρώνουν λίγο πριν από τη σφαγή. Ο δάσκαλος της Β' δημοτικού εμφανίζεται μόνο για να ρωτήσει πώς λέγονται στα αρχαία ελληνικά τα κάστανα. Ένας λατερνατζής παίζει στο ασανσέρ της πολυκατοικίας. Το μνήμα του πατέρα που έχει μπατάρει. Ένας λοχαγός βγάζει όλον τον Εμφύλιο με άδειο πιστόλι. Κοκκάλινες γλώσσες παπουτσιών. Μια λαϊκή τραγουδίστρια αποθέτει στην τουαλέτα της το πλαστικό στήθος. Ο Κοσμάς μετά το θάνατο του σκύλου του βγάζει βόλτα μόνον το λουρί του. Ο Θερμαϊκός ξεβράζει το πτώμα του Τζων Πολκ. Φουστανελάδες, Μακεδονομάχοι και ο Μεγαλέξανδρος στο Γρανικό ποταμό. Το φαρμακείο του Πεντζίκη. Ανοιχτό και εφημερεύον.




Αν ο διηγηματογράφος μεγαλουργούσε σε μία άλλη τέχνη, αυτή θα ήταν σίγουρα το ψηφιδωτό. Ρωμαϊκό ή βυζαντινό. Να αποκαλύπτει έναν πορφυροντυμένο αυτοκράτορα, έναν άγιο ή μια γυμνόπλατη καλλίκομη Νύμφη.

Κάθε διήγημα είναι μια ψηφίδα, ένας στρογγυλός ή τετράγωνος βόλος που προσκολλάται στο κατάλληλα διαμορφωμένο υπόστρωμα, όπου δεν κυριαρχεί το ασβεστοκονίαμα, αλλά το ρεμπέτικο τραγούδι και οι παλιές ταβέρνες, τα συνεργεία αυτοκινήτων και τα νυχτερινά κέντρα, τα περίπτερα της λεωφόρου και οι δρόμοι της πόλης, οι συγγενείς κι οι δάσκαλοι, οι άγιοι και όσοι διακονούν την αγιοσύνη τους επί γης.

Μεταξύ όλων αυτών, ένας αρμός ρέει και συνέχει το μωσαϊκό. Δεν είναι η πόλη -αν και οι δρόμοι της μνημονεύονται συχνά. Είναι η γλώσσα, τρυφερή στη όψη και αψιά στην αφή. Σαν της γάτας. Ο ρέων αρμός γίνεται αισθητός στον αναγνώστη τόσο από διήγημα σε διήγημα, όσο και στα σωθικά της κάθε ιστορίας, όπου άλλοτε ένα δραματικό απρόοπτο και άλλοτε μια τελική φράση ανανοηματοδοτούν την ανάγνωση που προηγήθηκε και απαιτούν ενός λεπτού σιγή προτού συνεχίσει η διαδικασία.

***


Ο τίτλος της ανάρτησης αποτελεί φράση παρμένη από το διήγημα "Τι είναι το διήγημα".
 
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Κυνό-τυπες ιστορίες



Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.
Εντός του σκύλου, είναι θεοσκότεινα κι άντε να διαβάσεις.
Γκρούτσο Μαρξ

Κοιτώ το ράφι της βιβλιοθήκης και κατεβάζω τρία βιβλία με ένα και μοναδικό κριτήριο: τους σκύλους στα εξώφυλλα. Παρατηρώ τη μουσούδα του σκύλου στην "Αθανασία των σκύλων" του Κώστα Μαυρουδή, τον αγριεμένο σκύλο στο "Νοέμβριο" του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, την ουρά-φιτίλι του σκυλάκου που "Περιπολών περί πολλών τυρβάζει" και είναι λες και την ακούω να τσιρτσιρίζει. Το βλέμμα των σκύλων με πείθει. Αισθάνομαι σαν να είμαι σε ένα πετ-σοπ και να με κοιτούν επίμονα, παρακαλώντας με να τα υιοθετήσω και να βγουν επιτέλους από τα μεταλλικά κλουβιά τους. Τα παίρνω και τα τρία. 

Διαβάζω την τρίτη ιστορία από την "Αθανασία των σκύλων". Στη "Βιριδιάνα" του Μπουνιουέλ ο Χόρχε σώζει ένα σκύλο. "Η απελευθέρωση του σκύλου" είπε ο κριτικός, "δεν προσφέρει τίποτε. Υπάρχουν χιλιάδες άλλοι δεμένοι. Η λύση, καταλαβαίνουμε, αν δεν είναι συλλογική δεν είναι λύση. Η φιλανθρωπία μας, λέει ο Μπουνιουέλ, είναι μάταιη". 

[...] Στο τέλος της ταινίας του Σπίλμπεργκ, ένας Εβραίος, που είχε σωθεί χάρις στο βιομήχανο Σίντλερ, απευθύνεται σ' αυτόν με μια φράση από το Ταλμούδ: "Εκείνος που σώζει έναν άνθρωπο είναι σαν να σώζει όλο τον κόσμο"[1]. Σκέφτομαι ότι σήμερα έσωσα τρία σκυλιά από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης. 

Ως παιδί δεν είχα ποτέ σκύλο. Ζήλευα όσους είχαν. Πίστευα πως -εκτός από το σκύλο-  έχουν γονείς καλύτερους απ' τους δικούς μου. Τώρα δεν τους ζηλεύω, τους εκτιμώ. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν στη γειτονιά σκυλάκια τσέπης, σκυλάκια τσάντας, σκυλάκια με λούτρινα και μάλλινα αξεσουάρ -μα τα ζώα έχουν τη δική τους γούνα- και πλείστοι ζωόφιλοι με την αντίστοιχη αισθητική. Έκτοτε, το ξανασκέφτομαι. Εννοώ το αίσθημα απέναντι στον κάτοχο του ζώου. Η εκτίμηση για το ζωντανό παραμένει αδιαπραγμάτευτη. "Είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος, όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν". Εγώ κι ο Ροΐδης.

Ένα βαρετό χειμωνιάτικο σαββατόβραδο -ήμουν οχτώ χρονών- δεν είχα μαθήματα να διαβάσω, δεν είχαμε καμιά επίσκεψη να πάμε, δεν έπαιζε τίποτα η τηλεόραση. O πατέρας μου τρύπωσε στο κοριτσίστικο δωμάτιο, ξαπλώσαμε οι τέσσερίς μας στα κρεβάτια -εκείνος, εγώ κι οι αδερφές μου- και ανήμπορος προφανώς να σκαρφιστεί κανένα παραμύθι που δε μας είχε πει, μας αφηγήθηκε την ιστορία του "Ασπροδόντη". Ήταν το πρώτο μου ταξίδι στον παγωμένο αμερικανικό Βορρά. Δεν μπορούσα να σταματήσω τα κλάματα, ονειρευόμουν για πολλά βράδια το σκύλο. 

Και τότε, το κάλεσμα της φωνής της ράτσας του έφτασε στον Μπακ κατά τρόπο που δεν μπορούσε πια μήτε να το αγνοήσει, μήτε να το απαρνηθεί. Ανακάθησε κι αυτός, κ' έβγαλε το ίδιο ουρλιαχτό. Και μόλις τελείωσε το μοναχικό τραγούδι του, βγήκε από τη γωνιά του, κι ολόκληρη η ορδή των λύκων μαζεύτηκε γύρω του, τρίβοντας το ρίγχος τους πάνω στο δικό του, μ' έναν τρόπο, που ήτανε ακόμα άγριος, μα ήτανε κιόλας φιλικός [2].

Αν η λογοτεχνία μάς δίνει την ευκαιρία να ζήσουμε κι άλλες ζωές εκτός από τη δική μας, τότε σ' αυτές τις ζωές είχα πολλούς σκύλους. Είχα τη γλυκιά Καστάνκα και το Μαντροσκυλάκο του Τσέχοφ, είχα τον Ασπροδόντη και τον αγαπημένο μου Μπακ του Τζακ Λόντον, είχα οπωσδήποτε τον Ντίνγκο, το σκυλί του Ντανίλο Κις. Γίνομαι η κυρία με το σκυλάκι, με λίγη ακόμη φαντασία γίνομαι το σκυλάκι. 

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν στη "Φάρμα των ζώων" υπήρχε κανένας σκύλος. Δεν μπορώ να θυμηθώ κι αν ο κύριος Κόϋνερ αγαπούσε τους σκύλους. Θυμάμαι ότι το αγαπημένο του ζώο ήταν ο ελέφαντας. Θυμάμαι ότι δεν αγαπούσε τις γάτες. Ναι, 

Ο κύριος Κόϋνερ δεν αγαπούσε τις γάτες. Δεν του φαινόταν να είναι φίλοι του ανθρώπου, γι' αυτό κι εκείνος δεν ήταν δικός τους φίλος. "Αν είχαμε τα ίδια νιτερέσα," έλεγε, "τότε η εχθρική στάση τους θα μου ήταν αδιάφορη". Μα του κ. Κ. δεν του άρεσε και να διώχνει τις γάτες από την καρέκλα του. "Το να αναπαύεσαι είναι μια δουλειά", έλεγε, "πρέπει λοιπόν να πετύχει". Κι όταν οι γάτες νιαούριζαν μπροστά στην πόρτα του σηκωνόταν από το κρεβάτι του, ακόμα και στο κρύο, και τις έμπαζε μέσα, στη ζέστη. "Ο υπολογισμός τους είναι απλός," έλεγε, "σα φωνάξουν, τους ανοίγουν. Αν πάψουν να τους ανοίγουν, θα πάψουν κι αυτές να φωνάζουν. Το να φωνάζει κανείς είναι πρόοδος"[3]

Πάντως ο σκύλος έχει προοδεύσει περισσότερο. Φωνάζει πιο πολύ από τη γάτα. Το ίδιο είναι να μην ανοίγεις σ΄ένα σκύλο και το ίδιο ν' αφήσεις απέξω ένα γατί; 

Σκέφτομαι κι άλλες ιστορίες με σκύλους, το σκύλο που με ακολουθούσε όποτε έκανα βόλτα στο Μουσείο, το Μάκη της κυρα-Μάρως στο χωριό, που τρύπωνε στις αυλές, έπνιγε τις κότες των γειτόνων, έκλεβε ρολόγια και κάλτσες, ανακάτωνε τα πράματα, ώσπου η γειτονιά ξεσηκώθηκε και η κυρα-Μάρω αναγκάστηκε, του φόρεσε μια πέτρα και τον έπνιξε στον Τάνο. Αλλά εκείνος δε γύρισε, όπως ο Μουσταφά στην ιστορία που ανθολογεί ο Μαυρουδής. Εκεί ο Ρομπέρ δένει ένα σκοινί και μια πέτρα στο λαιμό του Μουσταφά και τον βουτά στη θάλασσα. Χάνει εν τω μεταξύ το σκούφο του. Τη νύχτα ακούει το κλαψούρισμα του σκύλου έξω από την πόρτα του. Είναι ο Μουσταφά που κρατά το σκούφο στα δόντια του. Ο Μάκης όμως δε γύρισε πίσω. Πνίγηκε ο καημένος στον Τάνο ποταμό για να μην παραπονιούνται οι γείτονες. Κοντεύουν εξήντα χρόνια. 

Διαβάζω στο "Περιπολών περί πολλών τυρβάζω" του Σκαμπαρδώνη για τον Σποκ και την Πηνελόπη, τον Πλούτο στο συνεργείο των αυτοκινήτων, που κλαίει στο άκουσμα των ασθενοφόρων. Διαβάζω τις αφιερώσεις στις πρώτες σελίδες:

Στην Ία,
Στη Μουφ, που έφυγε τον Νοέμβριο του 2010
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα 
Στα αδέσποτα του 751 [4]

Και στον "Νοέμβριο" ξανά:

Στην Ία, διακαώς, 
Στον Πάκο
Στη Φαίδρα
Στη Μούφ, που κοιμάται

Στα αδέσποτα [5]

Τώρα "που το ανεκπλήρωτο εγκαταστάθηκε φιλικά στη ζωή μας", δε λυπόμαστε για τους σκύλους που δεν είχαμε. Μας φτάνουν αυτοί που σώζουμε, που ταΐζουμε, που χαρίζουμε, που φυλάμε τα καλοκαίρια, που κατεβάζουμε από τα ράφια μιας βιβλιοθήκης.

***

[1] Κώστας Μαυρουδής, Η αθανασία των σκύλων, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013
[2] Τζακ Λόντον, Το κάλεσμα της άγριας φύσης, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1989
[3] Μπέρτολντ Μπρεχτ, Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991
[4] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
[5] Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2014
 

Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Πρώιμα βάσανα




Ξέρετε τώρα πώς είναι με τις αναμνήσεις: ποτέ δεν είσαι εντελώς σίγουρος.

Η παιδική ηλικία είναι μια αρμαθιά από αναμνήσεις. Μπορεί να πλησιάζουν περισσότερο τη φαντασία και λιγότερο την πραγματικότητα, αλλά είναι οι αναμνήσεις που φτιάξαμε και επιλέξαμε να μας συντροφεύουν ως επιβεβαίωση ότι υπήρξαμε. Ότι υπήρξαμε γενικώς, ότι υπήρξαμε και ως παιδιά.

H παιδική ηλικία δεν είναι όμως μόνο οι αναμνήσεις μας. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες, τα πρόσωπα, οι αφηγήσεις τους, οι δικές μας. Είναι και κάτι πολύ πιο χειροπιαστό. Είναι τα αντικείμενα που αγγίξαμε, που αγαπήσαμε, που παίξαμε στα χέρια μας, που σπάσαμε, που καταστρέψαμε, και -πιο συχνά- που χάσαμε. Είναι οι ξύλινοι στρατιώτες, τα αυτοκινητάκια, οι παλιές κούκλες, τα εικονογραφημένα βιβλία, οι μπάμπουσκες, οι συλλογές με τ' αυτοκόλλητα, τα κρυφά ημερολόγια.  

Βελόνες πλεξίματος, πήλινοι και γυάλινοι βόλοι, μια ραπτομηχανή Σίνγκερ, ένα παιδικό βιβλίο, μια άριστη έκθεση, παιδικά παπλώματα, μια παλιά βαλίτσα. Τέτοια αντικείμενα πρωταγωνιστούν στα "Πρώιμα βάσανα" του Ντανίλο Κις.

Ένας ενήλικας αφηγητής δανείζει τη φωνή του στο παιδί που ήταν κάποτε, και αφηγείται το βίαιο τέλος της παιδικής του ηλικίας λίγο πριν από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ή μήπως ένα παιδί δανείζει τη φωνή του στο συγγραφέα που θα γίνει μεγαλώνοντας; Ο Άντι Σαμ ξεκινά αναζητώντας στο δρόμο με τις αγριοκαστανιές το σπίτι που έζησε κάποτε η οικογένειά του. Το σπίτι δεν υπάρχει πια, "τις καστανιές τις έχουν κόψει -ο πόλεμος, οι άνθρωποι ή απλώς ο χρόνος".

Ω, μην ανησυχείτε, κυρία μου, οι αναμνήσεις, βλέπετε. Μετά από τόσα χρόνια όλα χάνονται. Για δέστε: στο μαξιλάρι μου φύτρωσε μια μηλιά, ενώ η ραπτoμηχανή έγινε τριανταφυλλιά. Από τις καστανιές, όμως, καλή μου κυρία, ούτε ίχνος. Είναι επειδή οι καστανιές, κυρία, δεν έχουν δικές τους αναμνήσεις.

Στο πρώτο διήγημα παρουσιάζονται όλα τα πρόσωπα της οικογένειας, αναφέρονται τα βασικά χαρακτηριστικά τους και γύρω από τον πυρήνα της οικογένειας κινούνται ομόκεντρα τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Κυρίαρχο, αλλά τις περισσότερες φορές απόν, είναι το πρόσωπο του πατέρα. Ακόμη πιο κυρίαρχος ο φόβος του αποχωρισμού.

Άκουσα φωνές κάτω απ' το παράθυρο και νόμισα πως είχαν έρθει να σκοτώσουν τον πατέρα μου.

Ο Γιουγκοσλάβος Ντανίλο Κις γεννήθηκε στη Σερβία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ουγγαρία και είχε εβραϊκή καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του. Στο διήγημα "Από το βελούδινο άλμπουμ" ο αφηγητής θυμάται τη θεία Ρεβέκκα να τους διηγείται πώς ο Εβραίος πατέρας βάδιζε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, σ' εκείνη την πομπή των άμοιρων και των αρρώστων, ανάμεσα σε πανικόβλητες γυναικούλες και κατατρομαγμένα παιδιά, προχωρώντας μαζί τους και δίπλα τους, ψηλός και καμπούρης όπως ήταν, χωρίς τα γυαλιά του και το μπαστούνι του, που του τα είχαν πάρει, τρεκλίζοντας με βήμα ασταθές σ' αυτή την πομπή των έτοιμων για θυσία...

Ο Ντανίλο Κις σε κάθε του έργο επιστρέφει σ' αυτό τον κόσμο της πρόωρα χαμένης αθωότητας. Ξαναβρίσκει τον πατέρα του, έναν αλαφροΐσκιωτο, ονειροπαρμένο, διαταραγμένο "ποιητή" που χάθηκε στο Άουσβιτς. Γιατί επιστρέφει σε κάτι τόσο επίπονο; Γιατί κουβαλά παντού μαζί του αυτή τη βαριά κι αβάσταχτη αποσκευή, τη γεμάτη από τα παιδικά του χρόνια; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Άντι, που φυλάει σε μια παλιά βαλίτσα ό,τι έχει μείνει από τον πατέρα του: τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του, τα χαρτιά των διορισμών του, την προαγωγή του σε σταθμάρχη, τα εξιτήρια από το ψυχιατρείο. 

Ἀραγε ποια σκέψη με είχε κάνει να φυλάξω, κρυφά από τη μητέρα μου, αυτό το θαυμάσιο αρχείο στη βαλίτσα μας; Ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πρώιμη συνειδητοποίηση ότι αυτά θα ήταν τα μοναδικά απομεινάρια των παιδικών μου χρόνων, η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη πως κάποτε υπήρξα και πως κάποτε υπήρξε και ο πατέρας μου.

Η φιλία ανάμεσα σε δύο νεαρά αγόρια, ο "αρραβώνας" του αγοριού με ένα όμορφο κορίτσι στον αχυρώνα, η αναζήτηση μιας γκαστρωμένης αγελάδας που χάθηκε, το ξεψείρισμα μετά από τη δουλειά στο κοτέτσι, ο πιστός σκύλος Ντίνγκο, όλα ζωγραφίζουν έναν παράδεισο, που αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο μέσα στην αγριότητα του πολέμου.

Στο διήγημα "Το αγόρι και ο σκύλος" αφηγείται ο Ντίνγκο. Ο πιστός σκύλος της οικογένειας θυμάται τη μητέρα του να ξεψυχά δίπλα του, την οικογένειά του που ξεκληρίστηκε, σαν να ήταν κι εκείνος ένα από τα παιδιά-θύματα του πολέμου.

Ήμουν ξαπλωμένος στη βεράντα του κυρίου Μπέρκι, του καινούργιου αφεντικού μου και σκεφτόμουν τη μοίρα μου, τη δύστυχη μητέρα μου, τους αδερφούς μου και τις αδερφές μου, την κυρία Κνίπερ, τη ζωή γενικώς. Σκεφτόμουν κι έσκουζα, περισσότερο από θλίψη, παρά από το κρύο. 
Τότε εμφανίστηκε ένα αγόρι και άρχισε να με χαϊδεύει και να με ζεσταίνει με τα χέρια του, σαν να ήμουν -ο Θεός να φυλάει- σπουργίτι και όχι σκύλος. Έπειτα με κοίταξε στο πρόσωπο και άρχισε να γελάει. 
"Άννα, Άννα" είπε εκείνος. "Έλα να δεις κάτι. Ένα σπουργιτάκι!"


 
Ντανίλο Κις, Πρώιμα βάσανα (μτφρ. Γκάγκα Ρόσιτς), Καστανιώτης, Αθήνα 2004

Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Πιτσάκη, από τη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντανίλο Κις "Κήπος, στάχτες", που ανέβηκε το χειμώνα του 2012 σε ένα νεοκλασικό σπίτι στον Κολωνό.  Βρέθηκαν στο www.catisart.gr

 

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Εικόνες "φαμιλιάλ"


Ένα όμορφο ροζ κορίτσι. Ένα κορίτσι που αγαπά τη μαμά της και την κρατά απ' το χέρι, ένα κορίτσι που λατρεύει τον παππού, που τρώει παγωτό φράουλα, που παίζει με τις Μπάρμπι, που αγαπά τη θάλασσα, που φουσκώνει μπαλόνια. Ένα τέτοιο κορίτσι πρωταγωνιστεί στις ιστορίες του "Φαμιλιάλ", της συλλογής διηγημάτων της Στέργιας Κάββαλου.  Άλλοτε το κορίτσι παραμένει ροζ και άλλοτε κοπανάει το κεφάλι του στον τοίχο και γίνεται κατακόκκινο από το αίμα. Γιατί συνειδητοποιεί ότι η ζωή δεν είναι τόσο ροζ όσο της υποσχέθηκαν.

Στο διήγημα "Mόνη σου", το κορίτσι φοράει το νυφικό του, αλλά πριν το φορέσει, το βάζει πάνω στα μαλλιά της, για να τα ισιώσει με το σίδερο και να μην της καούν. Ονειρεύεται μια "εναλλακτική και μονιμότερη χρήση" του λευκού φουστανιού, ώσπου αυτό μετατρέπεται σε σάβανο και τη συνοδεύει στο τελευταίο της ταξίδι. 

Έψαξα το μπουκέτο μου. Το είχα φουσκώσει μόνη μου. Μπαλόνια pocket size. Ασπροκόκκινες καρδιές με πιο κόκκινο πλαστικό στήριγμα για κοτσάνι, το οποίο και επέμενα να ισιώνω. Αξέχαστη θα τους έμενε η ανθοδέσμη μου. 

Η παιδικότητα αποκτά μια διαφορετική διάσταση. Η αθωότητα γίνεται σκοτεινή. Οι πιο ενδόμυχοι πόθοι της νηπιακής ηλικίας αποκαλύπτονται στην ωμότητά τους. Στο "Οnly you", ένα αγόρι πηδά από το παράθυρο μόνο και μόνο για να απαιτήσει από τη μαμά του να εξακολουθήσει να κοιμάται μαζί του. Στο "Καρμαζέλ" ένα κορίτσι βάφει το γαλάζιο της καρουζέλ ροζ, με το αίμα του αδερφού της. Ο γλυκός ήχος των μουσικών κουτιών γίνεται εκκωφαντικός, απειλεί να σκοτώσει την αγνότητα. Η γεύση της καραμέλας εναλλάσσεται με αυτήν του αίματος. 

Βγήκε ξυπόλητη και αγανακτισμένη η πριγκίπισσα από το υπνοδωμάτιό της, στάθηκε πάνω στην κούνια του βρέφους και άρχισε να κοπανάει τα ξύλινα αλογάκια στο κεφάλι του τόσο δυνατά, που κλάμα δεν ξανακούστηκε. Ακούστηκε όμως η μουσική που ίδια ρέκβιεμ έπαιζε στο repeat. Οι κοπανιές βλέπεις είχαν ενεργοποιήσει το σχετικό κουμπί. Απαλό το αίμα των μωρών. Το καρουζέλ βάφτηκε ροζ -επιτέλους ήταν όπως της άρεσε- και η Αμαλία επέστρεψε στην αγκαλιά της μαμάς της. 

Η οικογένεια παρουσιάζεται από τη μια ως αγκαλιά όπου αναζητά κανείς την ευτυχία, κι από την άλλη ως σπασμένος καθρέφτης όπου παραμορφωμένα είδωλα μπλέκονται σε ασύμβατες μεταξύ τους σχέσεις.

Στη "Μόνα Λίζα", η Λολίτα του χωριού παντρεύεται, τρελαίνεται, σπέρνει αρσενικά και όταν μένει έγκυος στη μονάκριβη θυγατέρα της, αυτοκτονεί μαζί της. 

Το αγγελικό μουτράκι του χωριού είχε γίνει σκύλος της κολάσεως. Η χρονιά της επίσημης ενηλικίωσης βρήκε τη Λίζα με τέσσερα αγριεμένα αρσενικά. Ρημαγμένη. Τα βρακιά της είχαν βαφτεί κόκκινα. Μύριζε σιδερίλα. Οι μπούκλες της μπερδεμένες από ορμόνες και αδυναμία, σπασμένα δαχτυλίδια. 
 
Η όμορφη γυναίκα, η ποθητή, η χαμογελαστή, η τέλεια νοικοκυρά, αυτή που έχει βάλει τη ζωή σε μια τάξη, αυτή που όλοι οι άλλοι ζηλεύουν, κρύβει μια μελαγχολία που την αναγκάζει να κλειδώσει τα παιδιά της στο μπάνιο και να ορμήσει στις ράγες του τρένου ("Τσαφ-τσουφ").

Μοτίβα όπως της καταπιεσμένης γυναίκας με το ψεύτικο χαμόγελο, του αγαπημένου παππού, του σκληρού πατέρα επαναλαμβάνονται. 

Και το διήγημα "Μπορείς" είναι ένας ύμνος στην ανιδιοτέλεια που χαρακτηρίζει την αγάπη. 

Αν δεν ήσουν εδώ, δεν ξέρω τι θα έκανα. Και που είσαι, όμως, πάλι δεν ξέρω τι να σε κάνω. Μπορείς να μιλάς και να αρχίσω να σε αποκωδικοποιώ. Μπορείς να με αγκαλιάζεις και να ελαφραίνουν λίγο λίγο τα τραύματα. Μπορείς να με φιλάς και να μου δίνεις το φιλί της ζωής. Μπορείς να μου χαϊδεύεις τα μαλλιά, να μην τα τραβάω άλλο. 




Στην εικονογράφηση της ανάρτησης τα έργα είναι των: Marion Peck, Dilka Bear, Nicoletta Ceccoli και Katrin Welz-Stein.  

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο: Στέργια Κάββαλου, Φαμιλιάλ, Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014.