Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Σκαρίμπας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιάννης Σκαρίμπας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Nocturne



Κάθε πανσέληνο οι κάτοικοι της πόλης σκαρφαλώνουν τους λόφους της, επισκέπτονται τους αρχαιολογικούς της χώρους, για να γιορτάσουν μια νύχτα λιγότερο σκοτεινή από τις άλλες. Μια νύχτα ντυμένη με δυο χαρακτηριστικά που δεν της ταιριάζουν: την οχλοβοή και το φως.

Οι εραστές της νύχτας την αγαπούν ακριβώς επειδή είναι ήσυχη και σκοτεινή. Τη νύχτα την προτιμούν ψυχές εκπαιδευμένες να ονειρεύονται, λέει ο Πεσσόα. Όλοι εκείνοι που παίζουν με τις σκιές στο ημίφως του δωματίου, εκείνοι που κάθε πρωί τείνουν το λαιμό τους στη ζωή, σαν σε έναν πελώριο ζυγό -όπως κι ο ίδιος.  
  
Μόνο τη νύχτα, τη νύχτα μόνος μου μ' εμένα, ξένος, λησμονημένος, χαμένος -αποσυνδεμένος από την πραγματικότητα και από την έννοια της χρησιμότητας-, βρίσκω τον εαυτό μου και κάποια ανακούφιση[1]

Η πόλη τη νύχτα αλλάζει, οι ήχοι παίρνουν άλλη διάσταση, παρατηρείς, αφουγκράζεσαι. 
Τη μέρα είναι γεμάτη με μια οχλοβοή που δε σημαίνει τίποτα· τη νύχτα είναι γεμάτη από μια απουσία οχλοβοής που επίσης δε σημαίνει τίποτα. Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ[2].

Ο Γιάννης τη νύχτα σφυγμομετρά το καρδιοχτύπι της παύσης.
Όταν η νύχτα σκεπάσει, τότε είναι που μιλάνε τα πράγματα. Που συμφωνούνε τα όντα. Μεσ' στο σκοτάδι δεν έχει όρια η σκέψη μου. Στένω αυτί κι αφουγκράζομαι την αναπνοή της ερήμου. Σαν ο ευαιστητότερος δέχτης, πιάνω και τον παραμικρότερο θόρυβο μίλια μακριά[3].

Ο Θεόφιλος τις νύχτες παρατηρεί τις κεραίες, τις νοικοκυρές ν' απλώνουν στις ταράτσες, τα εσώρουχα ν' ανεμίζουν στις βέργες, τις μπουγάδες να στεγνώνουν ψηλά στον αέρα. 
 
Η νύχτα δεν είναι μονάχα το χρώμα που κρατά ο ουρανός· πολλά μαζί είναι. Οι άνθρωποι είναι και τα ζώα· τα δέντρα, οι δρόμοι, και τα χαλάσματα· οι μυρουδιές οι ίσκιοι και τα ζούδια. Είναι το πώς περπατάν οι άνθρωποι το δρόμο με φεγγάρι, και πώς μες στα σκοτάδια ψάχνουν για το σπίτι τους οι μεθυσμένοι. Πώς πέφτει το φως απάνω σε μια μάντρα γκρεμισμένη, και πώς κοιτάει μια γυναίκα απ' το παραθύρι στο δρόμο· ποιον περιμένει μέσα στη νύχτα αυτή, και ποιος είναι αυτός που την κοιτάει να περιμένει. Άλλο σκοτάδι κρατάει μια καρυδιά, κι άλλο ο τοίχος απ' το τετραόροφο που έχει χτισμένο τώρα η αδερφή μου στον κήπο. Άλλο είναι ο κήπος με τις κωλοφωτιές, κι άλλο ο χώρος ο ακάλυπτος με τους σωλήνες, που κατεβάζουν τα νερά από τα πάνω τα πατώματα. Μ' άλλες κορφές ξανοίγεται η νύχτα προς τον ουρανό, και τοπία αλλιώτικα φτιάχνει τώρα ο νους του ανθρώπου[4].

Νύχτα - μέρα: Δυο στεκούμενα, δυο τρεχούμενα, δυο μεταβαλλούμενα και δυο ασύγκριτα[5].


***


Η πρώτη φωτογραφία είναι του Γιώργου Θάνου. 


[1], [2] Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο τη ανησυχίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
[3] Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993.
[4]  Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.
[5] Αίνιγμα από τη Ρόδο. 


Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015

Γιάννης Σκαρίμπας - Β' μέρος


Ο Γιάννης φεύγει από τον πύργο και συνεχίζει το δρόμο του μόνος. Ο Μαριάμπας δολοφονείται. Ο Αντώνης καταλήγει στο φρενοκομείο. Οι αντισυμβατικοί ήρωες του Σκαρίμπα δεν έχουν καλό τέλος. Γελούν, αλλά οι σπασμοί του γέλιου τους πλησιάζουν περισσότερο στο κλάμα, στην κραυγή, στην απόγνωση. Ταπεινώνονται και γελοιοποιούνται, αλλά πίσω τους κρύβεται μια κόλαση. Τα τρανταχτά και ξέφρενα γέλια τους δείχνουν ανθρώπους διαταραγμένους ή μόνους. Δυστυχισμένους ή τραγικά διαφορετικούς. 

Διακωμωδούν τα πάντα αλλά δεν καταλαβαίνουμε αν αισθάνονται ανώτεροι ή κατώτεροι από τους υπόλοιπους. Νιώθουν ότι υπερέχουν, αλλά δεν μπορούν τίποτα να πετύχουν. Νιώθουν τις αρετές τους, μόνο που δεν είναι κοινωνικά αξιοποιήσιμες. Παραμένουν γκροτέσκες φιγούρες που θυμίζουν τα καραγκιοζάκια που έφταχνε ο Σκαρίμπας, τα αγαπημένα του "χαρτονόμουτρα".

 
"Το Θείο Τραγί"

 

Ήταν παραδομένος στο δρόμο του, σαν ο στραβός στο αιώνιο σκοτάδι· πήγαινε· όλο πήγαινε, σαν μια ψυχή μεσ' στην ερημία του χρόνου.
Τον είχαν παρεξηγήσει οι άνθρωποι· η σκόνη τον είχε κάμει κάτασπρο, κι ο δρόμος -θεέ μου ο δρόμος- ποτέ δε θα τέλειωνε.
[...]  
Πάντα έτσι. Κοσμογυριστής, στρατοκόπος, αλήτης. Οι δημόσιοι δρόμοι, οι σιδηροδρομικές γραμμές, οι απόστασες, ήσαν τα μεγάλα δρομολόγια της ζωής του. Οι γέφυρες, οι πολιτείες, τα τούνελ, οι φευγαλέοι σταθμοί της υδρόγειος· έτσι ήταν. Η γη δεν τον χώραε· τον τραβούσε η μαγγανεία της έρημος.

Στο "Θείο Τραγί" ο Γιάννης είναι ένας αστός που προτίμησε να ζήσει διακονιάρης. Απογοητευμένος από το μεγάλο του έρωτα με τη Μαρία, που τον αρνήθηκε διότι ήταν πένης, ξεκινά ένα οδοιπορικό στον κόσμο, τη φύση, τους ανθρώπους, αναζητώντας άλλοτε το μεγαλείο και άλλοτε το ζόφο. Πιάνει δουλειά ως σταβλάρχης σε έναν πύργο. Ιδιοκτήτες του πύργου είναι ένα αντρόγυνο που αδυνατεί να αποκτήσει παιδιά. Ο Γιάννης βιάζει την οικοδέσποινα, την γκαστρώνει και εγκαταλείπει τον πύργο συνεχίζοντας το δρόμο του προς την αιωνιότητα...

Στον ωμό ερωτισμό, τα κτηνώδη ένστικτά του, αλλά και στην αποστροφή που προκαλεί στους άλλους, ο Γιάννης θυμίζει τον Καραβέλα του Θεοτόκη. Θύμα της κοινωνίας ή συνειδητοποιημένα δοσμένος στην υπηρεσία του Διαβόλου, ο Γιάννης είναι ένας αντι-ήρωας, ένας παρίας, ένα περιθωριακός που φτάνει τους ανθρώπους στα άκρα, που τον ενοχλεί όσο τίποτα να κερδίζει τη συμπάθεια και την εκτίμηση. Επιθυμεί διακαώς την ταπείνωση, προκαλεί τους ανθρώπους να τον μισήσουν, να τον βρίσουν, να τον ξυλοφορτώσουν. Και αναρωτιέται  

Τι τους ήθελε αυτούς του νομοταγείς και φιλόνομους ο Πανάγαθος; Δεν τους έκανε παλαμίδες τουλάιστο, που στη σκάρα λεμονόλαδο είναι κανενός να μη δίνεις;

"Μαριάμπας"

 

Ο Ιωάννης Μαριάμπας διορίζεται δημόσιος υπάλληλος στη Χαλκίδα και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα κατορθώνει να αναποδογυρίσει τις τακτοποιημένες ζωές των αστών της πόλης. Μπαινοβγαίνει σε σουαρέ και σε σαλόνια, μιλάει ένα μείγμα δημοτικής, καθαρεύουσας και γαλλικών του λιμανιού. Δημιούργημα του Σκαρίμπα, ή alter ego του, λαχταρά το γυναικείο φύλο, είναι ελαφρώς φετιχιστής, σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός και είρων, σάτυρος και "σάτιρος", χωρατατζής, λάτρης του λογοπαίγνιου, αλλά και εξαίσια λυρικός στις λεπτομερείς περιγραφές των γυναικών.

Να ντύνεται τάχα με γούστο καθώς πρέπει ανθρώπου, να χαιρετάει με ευγένεια. Έκανε κάτι τσιριμόνιες -φρίκη. Τάχας πώς: ναι μεν... πλην εκτός και μερσί, δήθεν πως τώρα φεύγει και αντίο. Και μ΄ένα θάρρος που κανείς δεν του τόδωνε νάσου και παρβουφρανσίζει μαζί μας.

Η Κατερίνα Κωστίου, που έχει επημεληθεί το σύνολο του έργου του Γιάννη Σκαρίμπα, σημειώνει πως στον ήρωά του βρίσκουμε κάτι από τον "Πιερότο" του Ρώμου Φιλύρα[1]:


Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη

κι έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή

περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι

θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!



Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,

πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,

κι εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια

με τεχνητή καμέλια στο κουτί.


"Το σόλο του Φίγκαρω"

 

Αν στα δύο προηγούμενα πεζογραφήματά του ο Σκαρίμπας δοκίμαζε μια νέα ιδέα για το πώς πρέπει να είναι γραμμένο ένα μυθιστόρημα, στο "Σόλο του Φίγκαρω" αυτή την ιδέα τη φτάνει στα άκρα, την ξεχειλώνει, την τεντώνει όσο πάει. Ο χρόνος και ο τόπος παραμένουν ρευστοί, οι ήρωες περίπου ίδιοι, ή φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά, λες και συναντάμε παντού τον ίδιο θίασο, το ίδιο μπουλούκι.

Εδώ πρωταγωνιστής είναι ο Αντώνης Σουρούπης, ένας διαταραγμένος άνθρωπος που καταβάλλει απεγνωσμένες προσπάθειες να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ερωτεύεται τη Νίνα Δολόξα. Μπορεί όμως και να μην ερωτεύεται αυτήν, αλλά την αδερφή της, τη Λουίζα. Είναι πιθανό όμως και η Λουίζα να μην υπάρχει. Ή να υπάρχει, αλλά να μην είναι άνθρωπος. να είναι ένα ρομπότ, μια κούκλα ή μια βιόλα. Η γυναίκα δίνει στον Αντώνη ένα κλειδί, για να την κουρδίσει. Το κλειδί έχει σχήμα στιλέτου. Εκείνος το ακουμπά στο στήθος της και τη σκοτώνει. Ή μήπως ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να αυτοκτονήσει η ηρωίδα; Ο Αντώνης κλείνεται στο τρελάδικο και καταφεύγει στην ποίηση. 

Ο Σκαρίμπας φτάνει την ειρωνεία του στα άκρα, ειδικά στα σημεία όπου αναφέρεται στη συγγραφή, τα λογοτεχνικά ρεύματα, την παράδοση στην ποίηση, την υποκρισία των διανοουμένων. Ο λόγος του όμως αποκτά εντυπωσιακή λυρικότητα όταν απευθύνεται στη γυναίκα: 

Λουίζα κοιμάσαι... Σταύρωσες των ματιών σου τα τσίνουρα και μοιάζουν σαν δυο μισά στεφάνια απ' αγκάθια. Ποιος ξέρει τι σκέφτεσαι, από τι ροδίτσες μικρές κι ελατήρια είσαι καμωμένη από μέσα... Εκείνο το μυστικό της ζωής τι να γίνεται; Εκείνο το μυστήριο της ύλης; Η κλίνη σου θα ΄ναι μια θήκη βιολιού κι ο ύπνος σου δυο τρία συρτάρια ανοιγμένα. Τι είδος αβρό κι ισχνό τρωκτικό εντός σου να γκριτσανάει τη σιγή σου; 

Η υπερρεαλιστική γραφή δεν έχει όμοιο προηγούμενο σε άλλο πεζογράφημα του Σκαρίμπα. Ο Γιάννης Χατζίνης στην κριτική του δικαιολογημένα μιλά για "σκαριμπικό σουρεαλισμό". 'Ενας άνθρωπος σκέφτεται καρέκλες, ένας κόκορας πηγαίνει στο ρολογά να τον κουρδίσει, άνθρωποι-ρομπότ και γυναίκες-βιόλες, μια ομάδα ανθρωποφάγων, όλοι κάτοικοι αυτού του κωμικοτραγικού μυθιστορήματος.

*** 

Το έργο του Γιάννη Σκαρίμπα περιλαμβάνει πολλά: ποίηση, διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα, δοκίμιο. Πολλά είδη συμπεριλαμβάνονται και σε κάθε έργο χωριστά. Χαρακτηρισμοί και κατηγοριοποιήσεις γίνονται δύσκολα στην περίπτωσή του. Ποικιλία υπάρχει και στα λογοτεχνικά ρεύματα που υπηρέτησε -αν δεχτούμε ότι τα υπηρέτησε. Ξεκινά από την ηθογραφία με τους "Καϋμούς στο Γριπονήσι", για να καταλήξει στο υπερρεαλιστικό μυθιστόρημα ή το αντι-μυθιστόρημα με το "Σόλο του Φίγκαρω", ένα κείμενο σε μεγάλο βαθμό αυτοαναφορικό, που ωστόσο το βάρος της νοηματοδότησής του αναλαμβάνει ο ίδιος ο αναγνώστης. Ο συγγραφέας, "ευθυνόφοβος" όπως και οι ήρωές του, αποσείει από τους ώμους του το βάρος του νοήματος, του μηνύματος ή του "διδάγματος" και απλώς αποκαλύπτει στον αναγνώστη τους μηχανισμούς σύνθεσης του μυθιστορήματος, αφήνοντάς τον ελεύθερο να το χειριστεί κατά βούληση.

[1] Κατερίνα Κωστίου, «Ο "μαιτρ του φάλτσου" και η clownerie του Μεσοπολέμου», Χρόνος, 9, Ιανουάριος 2014


Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993
Γιάννη Σκαρίμπα, Μαριάμπας, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1977
Γιάννη Σκαρίμπα, Το σόλο του Φίγκαρω, Νεφέλη, Αθήνα  1992

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Σκαρίμπας - Α' μέρος


 

Ασυμβίβαστος χαρτονομουτροκατασκευαστής

 

Το 2014 είχε ονομαστεί "'Ετος Γιάννη Σκαρίμπα". Έκλεισαν τριάντα χρόνια από το θάνατό του. Λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος οργανώθηκαν, μάλλον βεβιασμένα, εκδηλώσεις, παρουσιάσεις και ημερίδες. Στις δημοτικές βιβλιοθήκες άνθρωποι που εκτίμησαν το έργο του διάβασαν αποσπάσματα των βιβλίων του. Σε κάποιες περιπτώσεις ακολούθησαν γόνιμες συζητήσεις που αφορούσαν την προσφορά του στα γράμματα.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984. Σ' ένα απόσπασμα από τη διαθήκη του έγραφε: 

... Πράγματι, εξελθών του επαγγέλματός μου -νόμω- με σύνταξιν 1722 δρχ. από 1/1/62, και αφαιρουμένων των δραχμών 600 των, δια διατροφήν, επιδικασθεισών ταις Κυρίαις, απέμειναν δρχ. 1122, δια την προσωπικήν επιβίωσίν μου. Δηλαδή, όσαι, ουδέ διά τα τσιγράρα μου, τις εφημερίδες, και την -τυχόν- ιατροφαρμακευτικήν περίθαλψίν μου αρκεταί. Ευτυχώς ότι η κυρά-Βασιλική, κατέχουσα καλώς την πλεκτικήν (πουλόβερ, κάλτσες κ.λπ.) και αρκετά την "μοδιστρικήν", ηδυνήθημεν να φυτοζωήσωμεν μαζί υπό την ιδίαν μας στέγην.

Ο Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος και πέθανε το 1984 στη Χαλκίδα. Θεωρούσε τον εαυτό του "ανάξιο ανηψιό των αρχιλήσταρχων θείων του και απόγονο των Σουλιωτών προγόνων του". Μέχρι τα δεκαέξι του χρόνια φορούσε τσαρούχια και φουστανέλα. Το 1919 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα και βιοπορίστηκε ως εκτελωνιστής.  

"Έζησε ολόκληρο το υπόλοιπο του βίου του στη Χαλκίδα, την οποία εμμόνως και με ιδιαίτερο πάθος κατέστησε συμμέτοχο των μυθιστοριών του, χρησιμοποιώντας την περιπόθητη πόλη ως μια τεράστια θεατρική σκηνή. [...] Ασυμβίβαστος, ιδιόρρυθμος και ανατροπέας ων, ο Σκαρίμπας έζησε άσημος, παρεξηγημένος, φτωχός -σχεδόν πένης. Η αναγνώριση ήρθε εδώ πολύ αργά: κατόπιν εορτής, και για τον συγγραφέα, και για τα γράμματά μας" [1].  

Με ένα μαλακό πακέτο πάντοτε στην τσέπη του πουκαμίσου του, ένα άφιλτρο τσιγάρο στο χέρι, χοντρά γυαλιά, ρουφηγμένα μάγουλα, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, ο Σκαρίμπας υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Κοιτάζει κανείς τις φωτογραφίες του και νιώθει πως αυτό το πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ νέο. 

"Άκρως ιδιάζουσα και ακραία (όχι όμως και μοναδική), η περίπτωση Σκαρίμπα θέτει επί τάπητος το σκοτεινό πρόβλημα της, ηθελημένης και μη, συγχύσεως των αξιών, που καταταλαιπωρεί μονίμως τα γράμματά μας. Ποιητής, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, καραγκιοζοπαίχτης και χαρτονομουτροκατασκευαστής, ενδεχομένως δε και ιστοριογράφος, ο Γιάννης Σκαρίμπας με το παράξενο, αλλόκοτο και ανατρεπτικό του έργο [...] αυτός ακριβώς ο Σκαρίμπας δεν μνημονεύεται καν -ουδέ άπαξ, στην τελευταία -έστω- έκδοση του 1985 της Ιστορίας της Νεοεελληνικής Λογοτεχνίας του Κ.Θ. Δημαρά" [2].  

Εκείνος που έκανε μια κάπως εκτενέστερη αναφορά στον Γιάννη Σκαρίμπα και το έργο του ήταν ο Mario Vitti, που τον ενέταξε στη Γενιά του '30, διαχωρίζοντάς τον παράλληλα απ' αυτήν. Ο κριτικός που τον ξεχώρισε ήταν ο Τέλλος Άγρας. Υπερρεαλιστής πριν από τους υπερρεαλιστές, νεωτεριστής σε εποχές παραδοσιακές, πρόδρομος του ελληνικού αντι-μυθιστορήματος, ελεύθερος μύστης της γλώσσας με καθαρά προσωπική αισθητική, ο Σκαρίμπας ανέσυρε από το κατακάθι της τύπους που ανέδειξε σε ποιητικούς. 

Αντισυμβατικός και οξύς αμφισβητητής κάθε κατεστημένου, τα βάζει με τους "κυρίους" που δέχονται επισκέψεις στη γιορτή τους, τους συζύγους, τα γενέθλια, τα σουαρέ, τις βραδιές μπριτζ, την τιμή και την υπόληψη των αστών, τις ζωούλες τους, που θυμίζουν ρόδα που γυρνά μονότονα. 

Η ειρωνική διάθεση και η σουβλερή ματιά με την οποία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους γίνονται λυρισμός και καλοσύνη όταν αφουγράζεται τη φύση γύρω του. Είναι καλός και κακός, άνθρωπος και "απάνθρωπος", ελεύθερος και αναγκασμένος να σπάει διαρκώς δεσμά, αγγελικός μα και δαιμόνιος. Είναι το Θείο Τραγί. 

Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα -ένα ψέμα όλο ποίηση, μιαν αναποδιά όλην οίστρο- ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν' αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τι μπρίο! Τι μπρίο! Πώς διάλολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους "τίμιοι" κατά τον πιο άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβένηδες.
Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας το χάρτη και τα δυο ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μεις πολίτες του απείρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ' αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των [3]
Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί



[1] Παπαδημητρακόπουλος Η., 1997, "Γιάννης Σκαρίμπας", Η μεσοπολεμική πεζογραφία μας. Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, Τόμος Η' . 
[2] ό.π.
[3]  Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993