Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Nocturne



Κάθε πανσέληνο οι κάτοικοι της πόλης σκαρφαλώνουν τους λόφους της, επισκέπτονται τους αρχαιολογικούς της χώρους, για να γιορτάσουν μια νύχτα λιγότερο σκοτεινή από τις άλλες. Μια νύχτα ντυμένη με δυο χαρακτηριστικά που δεν της ταιριάζουν: την οχλοβοή και το φως.

Οι εραστές της νύχτας την αγαπούν ακριβώς επειδή είναι ήσυχη και σκοτεινή. Τη νύχτα την προτιμούν ψυχές εκπαιδευμένες να ονειρεύονται, λέει ο Πεσσόα. Όλοι εκείνοι που παίζουν με τις σκιές στο ημίφως του δωματίου, εκείνοι που κάθε πρωί τείνουν το λαιμό τους στη ζωή, σαν σε έναν πελώριο ζυγό -όπως κι ο ίδιος.  
  
Μόνο τη νύχτα, τη νύχτα μόνος μου μ' εμένα, ξένος, λησμονημένος, χαμένος -αποσυνδεμένος από την πραγματικότητα και από την έννοια της χρησιμότητας-, βρίσκω τον εαυτό μου και κάποια ανακούφιση[1]

Η πόλη τη νύχτα αλλάζει, οι ήχοι παίρνουν άλλη διάσταση, παρατηρείς, αφουγκράζεσαι. 
Τη μέρα είναι γεμάτη με μια οχλοβοή που δε σημαίνει τίποτα· τη νύχτα είναι γεμάτη από μια απουσία οχλοβοής που επίσης δε σημαίνει τίποτα. Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ[2].

Ο Γιάννης τη νύχτα σφυγμομετρά το καρδιοχτύπι της παύσης.
Όταν η νύχτα σκεπάσει, τότε είναι που μιλάνε τα πράγματα. Που συμφωνούνε τα όντα. Μεσ' στο σκοτάδι δεν έχει όρια η σκέψη μου. Στένω αυτί κι αφουγκράζομαι την αναπνοή της ερήμου. Σαν ο ευαιστητότερος δέχτης, πιάνω και τον παραμικρότερο θόρυβο μίλια μακριά[3].

Ο Θεόφιλος τις νύχτες παρατηρεί τις κεραίες, τις νοικοκυρές ν' απλώνουν στις ταράτσες, τα εσώρουχα ν' ανεμίζουν στις βέργες, τις μπουγάδες να στεγνώνουν ψηλά στον αέρα. 
 
Η νύχτα δεν είναι μονάχα το χρώμα που κρατά ο ουρανός· πολλά μαζί είναι. Οι άνθρωποι είναι και τα ζώα· τα δέντρα, οι δρόμοι, και τα χαλάσματα· οι μυρουδιές οι ίσκιοι και τα ζούδια. Είναι το πώς περπατάν οι άνθρωποι το δρόμο με φεγγάρι, και πώς μες στα σκοτάδια ψάχνουν για το σπίτι τους οι μεθυσμένοι. Πώς πέφτει το φως απάνω σε μια μάντρα γκρεμισμένη, και πώς κοιτάει μια γυναίκα απ' το παραθύρι στο δρόμο· ποιον περιμένει μέσα στη νύχτα αυτή, και ποιος είναι αυτός που την κοιτάει να περιμένει. Άλλο σκοτάδι κρατάει μια καρυδιά, κι άλλο ο τοίχος απ' το τετραόροφο που έχει χτισμένο τώρα η αδερφή μου στον κήπο. Άλλο είναι ο κήπος με τις κωλοφωτιές, κι άλλο ο χώρος ο ακάλυπτος με τους σωλήνες, που κατεβάζουν τα νερά από τα πάνω τα πατώματα. Μ' άλλες κορφές ξανοίγεται η νύχτα προς τον ουρανό, και τοπία αλλιώτικα φτιάχνει τώρα ο νους του ανθρώπου[4].

Νύχτα - μέρα: Δυο στεκούμενα, δυο τρεχούμενα, δυο μεταβαλλούμενα και δυο ασύγκριτα[5].


***


Η πρώτη φωτογραφία είναι του Γιώργου Θάνου. 


[1], [2] Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο τη ανησυχίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
[3] Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993.
[4]  Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.
[5] Αίνιγμα από τη Ρόδο. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου