Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Εμμανουήλ Ροΐδης - Β' Μέρος (Σημειώσεις)

Το ιστορικό πλαίσιο


«Για την ανάγνωση και μελέτη της αφηγηματικής πεζογραφίας του Ροΐδη πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι πολύπλευρες διαστάσεις της σύνθετης προσωπικότηττας του συγγραφέα: ο κριτικός και ο σατιρικός λόγος, το ενδιαφέρον για το δημόσιο βίο και την πολιτική, και τα ποικίλα εκφραστικά ενδιαφέροντα, συνθέτουν μαζί με την πρωτότυπη λογοτεχνική δημιουργία, την ενιαία ταυτότητα αυτού του κορυφαίου πεζογράφου μας. Στην περίπτωση δηλαδή του Ροΐδη είναι δύσκολο -και προφανώς άστοχο- να απομονώσει κανείς το πεζογραφικό του έργο, και να το "διαβάσει" αυτόνομα, χωρίς να δώσει ανάλογη σημασία σε όλες αυτές τις διαστάσεις, που εκδηλώνονται άμεσα ή έμμεσα στο μυθιστόρημα και  στα διηγήματα. Στο περιεχόμενο της Πάπισσας Ιωάννας, για παράδειγμα, ο Ροΐδης διοχετεύει αντιλήψεις που συνιστούν σχολιασμό και κριτική της σύγχρονής του ελληνικής πραγματικότηττας σε κάθε της μορφή: πολιτική, κοινωνική και πνευματική. [...]

Όταν λοιπόν κυκλοφορεί, το 1866, η Πάπισσα Ιωάννα, επιδιώκει και κατορθώνει να έρθει σε σύγκρουση με τους κυρίαρχους ιδεολογικούς άξονες στους οποίους έχει θεμελιωθεί, από το 1850 και μετά, το επίσημο καθεστώς και η φυσιογνωμία του ελληνικού βασιλείου. Τους άξονες αυτούς ορίζουν κυρίως η διατύπωση του τρισδιάστατου σχήματος της ελληνικής ιστορίας, με την προσπάθεια αποκατάστασης του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού, η παράλληλη ενίσχυση της εξουσίας της εκκλησίας και η διατύπωση του ελληνοχριστιανικού δόγματος. Ταυτόχρονα, η επιτακτική αναζήτηση εθνικής ταυτότητας και ο αποδεικτικός αγώνας έναντι της Ευρώπης, σε συνάρτηση με τις αλλεπάλληλες προσβλητικές εμπειρίες που επιφυλάσσει στο νεαρό κράτος η Δύση (Παρκερικά, κριμαϊκός πόλεμος, θεωρίες Φαλμεράυερ), έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αντιδυτικού και ελληνοκεντρικού πνεύματος.[1]

Την ίδια εποχή, στην πνευματική ζωή δεσπόζει ο θεσμός των πανεπιστημιακών διαγωνισμών (Ράλλειος: 1851-186ο και Βουτσιναίος: 1862-1877), οι οποίοι κατευθύνουν τη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού κράτους. Πολύ σύντομα, οι επιλογές των πανεπιστημιακών κριτών παγιώνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές για τα ποιήματα που υποβάλλονται και βραβεύονται στους διαγωνισμούς. Ο ελληνοκεντρικός προσανατολισμός επιβεβαιώνεται με την επίσημη προτροπή για επιλογή ηρωικών θεμάτων από την ελληνική ιστορία (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη). Εξίσου επίμονη είναι η προτροπή για έργα που σέβονται την Εκκλησία και τη θρησκεία [...] 

Ο Ροΐδης παρακολουθεί τις αντιπαλότητες και τις εξελίξεις στον ελληνικό πολιτικό και πνευματικό χώρο, βιώνει την εμπειρία της επανάστασης του 1862 και της έξωσης του Όθωνα, το διάστημα της Μεσοβασιλείας, αλλά και τη διάψευση των ελπίδων που είχαν βασιστεί στο πρόσωπο του νέου ηγεμόνα. Σ' αυτό το κρίσιμο διάστημα συντελείται η ριζική αναθεώρηση των έως τότε ιδεολογικών του προσανατολισμών, όπως κυρίως αυτοί ανιχνεύονται στον πρόλογό του (και με τη μεταφραστική επιλογή) του Οδοιπόρου του Chateaubriand (1860).[2] Πολύ σύντομα, όμως, αυτές οι αρχικές προτάσεις και επιλογές θα αναθεωρηθούν ριζικά και θα οδηγηθούν στην απόλυτη ανατροπή τους με την Πάπισσα Ιωάννα

Με το πρόσχημα της μεσαιωνικής υπόθεσης, ο Ροΐδης επιζητεί να υπονομεύσει την εικόνα του μεσαίωνα, δυτικού και ανατολικού, και επίσης το κύρος της Εκκλησίας, πρωτίστως βέβαια της καθολικής, χωρίς όμως να παραβλέπει και της ορθόδοξης τα μειονεκτήματα, τα σφάλματα και τις παρεκτροπές".


[1] Για την ιδεολογική υποδομή του νεοελληνικού κράτους στα χρόνια 1830-1850, βλ. το σχετικό κεφάλαιο στο Κ.Θ.Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1985, σσ. 325-404.

[2] Αθηνά Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα,  Ιστός, Αθήνα 1993, σσ.160-161



Το αυτοβιογραφικό στοιχείο

[...] Στα διηγήματα του Ροΐδη αναγνωρίζονται και στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής των δύο τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Στα περισσότερα εκδηλώνεται ως κύρια πηγή έμπνευσης η μνήμη, καθώς ο αφηγητής εμφανίζεται να ανακαλεί γεγονότα και καταστάσεις που έχει ο ίδιος βιώσει στο παρελθόν. Μάλιστα, με βάση τις ευδιάκριτες αυτοβιογραφικές αναφορές, δημιουργούνται κύκλοι διηγημάτων: αναμνήσεις από τη Σύρα, τη Γερμανία, την Αίγυπτο και τη Γένοβα. Ο αφηγητής παρουσιάζεται ως αυτόπτης ("Κυνομυομαχία") ή αυτήκοος ("Το παράπονο του νεκροθάπτου") μάρτυρας των ιστοριών που εκθέτει. Για τον Ροΐδη ο πεζογράφος οφείλει να καταγράψει και να εκθέσει στον αναγνώστη πραγματικά γεγονότα, ενώ στη σκέψη του η φαντασία ταυτίζεται με τη λειτουργία της μνήμης:
"ὁ ποιητής οὐδέν πράγματι δημιουργεῖ, ἀλλά μόνον ἐνθυμεῖται καί συνδυάζει". Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια εποχή που στο ηθογραφικό διήγημα θα συνδυαστεί η "βασική πηγή έμπνευσης της ελληνικής ηθογραφίας, η μνήμη, με τη βασική πηγή του ευρωπαϊκού νατουραλισμού, την εμπειρία και την παρατήρηση. [1]
 
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές στα διηγήματα του Ροΐδη ερμηνεύτηκαν από τον Κλ. Παράσχο ως πρόθεση του συγγραφέα να αφηγηθεί τη ζωή του, και ιδιαίτερα τα παιδικά του χρόνια, όχι μέσα από ένα ενιαίο έργο, αλλά σκορπίζοντας το υλικό του στα διηγήματα, που θα μπορούσαν έτσι να οριστούν με το γενικό τίτλο "εντυπώσεις" ή "αναμνήσεις" [2].


Ωστόσο δεν έχουν διερευνυθεί συστηματικά τα σχετικά ερωτήματα: αν, δηλαδή, και σε ποιο βαθμό αυτοβιογραφείται ο Ροΐδης μέσα από τα διηγήματά του και αν αυτά είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας της μνήμης ή μιας μυθοπλαστικής διάθεσης. Και ακόμη, σε ποιο βαθμό τα διηγήματα αυτά σχετίζονται με τις κατευθύνσεις της εποχής, δεδομένου ότι ο αυτοβιογραφικός τόνος ή κάποια αφηγηματολογικά τους γνωρίσματα, όπως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χαρακτηρίζουν συνολικά τη σύγχρονή τους πεζογραφική παραγωγή. Μια συγκεκριμένη εκφορά του λόγου δεν είναι ασφαλώς ανεξάρτητη από τα ιστορικά συμφραζόμενα. "Αφηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο, γύρω στα 1880, σημαίνει: μιλώ για πραγματικά γεγονότα που τα είδα με τα μάτια μου ή που τα άκουσα με τα αφτιά μου. [3].[ Ενώ ο ρόλος της δημιουργικής φαντασίας "είναι να παράγει πραγματικά ντοκουμέντα, έτσι όπως την ήθελε ο Ροΐδης στα 1900, ταυτισμένη απόλυτα με τη μνήμη"[4]. Με αυτούς του όρους διήγημα την εποχή αυτή σημαίνει αφήγηση ενός επεισοδίου αυθεντικού, συνήθως βιωμένου από τον ίδιο τον αφηγητή[5]. Κύρια πηγή έμπνευσης, όπως είδαμε για το ηθογραφικό διήγημα της εποχής είναι η μνήμη, ενώ η εμπειρία και η παρατήρηση, ως βασικές μέθοδοι, παραπέμπουν στο θετικισμό και στο μοντέλο των νατουραλιστικών αντιλήψεων".



[1] Γ. Βελουδής, "Από την ηθογραφία στο νατουραλισμό", "Το Βήμα", 20.3.1981
[2] Κλ. Παράσχος: Εμμανουήλ Ροΐδης. Η ζωή, το έργο, η εποχή του, τομ.Β', σελ.44
[3] Παν. Μουλάς: "Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός", σελ. ςγ' 
[4] όπ.π. σελ. μθ' 
[5] Παν. Μουλάς: "Το διήγημα αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη", εισαγωγή στον τόμο Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. κη' 

  

Μπέζας, Δ., 1997, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, τόμος Ε΄
  
Στις εικόνες ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο βασιλιάς Όθωνας και ο Εμμανουήλ Ροΐδης.


Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Εμμανουήλ Ροΐδης - Α' Μέρος (Σημειώσεις)


Ποιος ήταν ο Έλληνας λογοτέχνης που υπέφερε σχεδόν σε όλη του τη ζωή από βαρηκοΐα; Που έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην κρίση των "Λαυρεωτικών"; Που υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη και διετέλεσε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης τον καιρό της πρωθυπουργίας του; Ποιος ήταν ο εκδότης της πολιτικής και σατιρικής εφημερίδας "Ασμοδαίος", ο μεγάλος εχθρός του Άγγελου Βλάχου και του εξαντλημένου αθηναϊκού ρομαντισμού, ο υπονομευτής του ρομαντικού αφηγηματικού κώδικα, ο υπέρμαχος της δημοτικής και αριστοτέχνης της καθαρεύουσας, ο άνθρωπος που ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την κριτική, την πολιτική μελέτη, τη μετάφραση, το δοκίμιο, το χρονογράφημα; Ήταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης. 

***
 
"Στα 1877 ο Φιλολογικός Σύλλογος "Παρνασσός" (που είχε ιδρυθεί το 1865 και τον αποτελούσαν κυρίως νέοι) καθιέρωνε έναν δικό του δραματικό διαγωνισμό και καλούσε ως κριτή τον γνωστό  μας από την Πάπισσα Ιωάννα Εμμανουήλ Ροΐδη. Η κριτική του, απορριπτική για όλα τα έργα που είχαν υποβληθεί, ήταν συνάμα και ένα βαρυσήμαντο δοκίμιο: Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως.  Ο εισηγητής διαπίστωνε πως η ποίηση τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε, αλλά και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει· έλειπε το κατάλληλο, κατά τη θεωρία του Taine, milieu (που ο Ροΐδης το έλεγε "περιρρέουσα ατμόσφαιρα"). Η Ελλάδα βρισκόταν σ' ένα κρίσιμο μεταίχμιο, είχε εγκαταλείψει την πατροπαράδοτη ζωή, αλλά και δε συμμετείχε ακόμα στο διανοητικό βίο των νεώτερων εθνών· ένα μεταίχμιο διόλου ευνοϊκό για την ποίηση. Από τους ποιητές που ζούσαν, ο Ροΐδης ξεχώριζε μόνο τον Βαλαωρίτη και (περιέργως) τον Παράσχο. 

Στο επικριτικό δοκίμιο του Ροΐδη απάντησε ο Άγγελος Βλάχος. Οι δύο συνομιλητές διακρίνονταν και οι δύο για την οξύνοια, την πολυμάθεια και την καλλιέργειά τους. Αλλά ο Βλάχος (1838-1920) είχε περισσότερη εκτίμηση στα κατακτημένα και λιγότερη κριτική οξυδέρκεια. Του έλειπε και η ικανότητα, που την είχε ο Ροΐδης, να οσφραίνεται το καινούριο που πλανιόταν ασχημάτιστο στην ατμόσφαιρα. Εξέφραζε περισσότερο το πνεύμα της παλαιότερης γενιάς· αισθανόταν πως ανήκε στον κόσμο που είχε οργανώσει, στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, με κάποια συνέπεια την κοσμοθεωρία του, τη γλώσσα του, την ποίησή του, και δεν είχε τη διάθεση να καταστρέψει τον κόσμο αυτό στον οποίο ανήκε. Νεώτατος, το 1857, είχε δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή· ακολούθησαν άλλες το 1860, το 1875. Αλλά ποιητής δεν ήταν· η λογοτεχνία ήταν πιο αδύνατη πλευρά του, ήταν πιο πολύ λόγιος. [...] 

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) ήταν προσωπικότητα διαφορετική. Γεννημένος στη Σύρο, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γένοβα, και ανατράφηκε και μορφώθηκε, ως το 1863 που γύρισε οριστικά στην Αθήνα, στο εξωτερικό. Ο κοσμοπολιτισμός σφραγίζει ιδιαίτερα την προσωπικότητά του, το αναμφισβήτητο γούστο του έχει θραφεί σε ξένα πρότυπα. Η λογοτεχνία δεν είναι ασφαλώς η ισχυρότερη πλευρά της προσωπικότητας αυτής, είναι ίσως μάλιστα χαρακτηριστικό πως δεν έγραψε ποτέ του ποιήματα. Είδαμε την πρώτη του νεανική εμφάνιση, την Πάπισσα Ιωάννα· περισσότερο από τη δημιουργική πνοή στο έργο κυριαρχεί μια διάθεση σαρκαστική και ένας ορθολογισμός που φτάνει ως την απιστία· το ύφος είναι σπινθηροβόλο, αλλά και κουραστικό στην επίδειξη πνεύματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά και το σκανδαλιστικό θέμα εξασφάλισαν στο έργο μεγάλη επιτυχία· μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, προκάλεσε όμως, όπως και στην περίπτωση του Λασκαράτου, τη βίαιη αντίδραση των συντηρητικών κύκλων και της Εκκλησίας, αντίδραση που ο συγγραφέας δεν την άφησε βέβαια αναπάντητη. 

Λογοτεχνικά πιο άρτια είναι μερικά διηγήματα που έγραψε ο Ροΐδης στο τέλος της ζωής του (μετά το 1890), όταν οικονομικές ατυχίες και η βαρηκοΐα του τον οδηγούν σε μιαν απομόνωση και του απαλαίνουν την υπεροπτική του στάση. Δεν είναι διηγήματα "ηθογραφικά", όπως τα περισσότερα της εποχής εκείνης, μολονότι εμπνέονται από τις αναμνήσεις της παιδικής του ζωής στη Σύρο. Η ιδιαίτερη δύναμη του Ροΐδη βρίσκεται όμως στην κριτική, και ως κριτικός άσκησε αναμφισβήτητη επίδραση σε όλη τη νεώτερη γενιά, που τον αναγνώριζε πνευματικό οδηγό. Ύστερ' από την οξύτατη διαμάχη του με τον Βλάχο το 1877, θα είναι από τους πρώτους που θα χαιρετίσει το 1888 το Ταξίδι του Ψυχάρη· και το 1893, για να υποστηρίξει τη δημοτική, θα γράψει (στην καθαρεύουσα!) μια γλωσσική μελέτη, Τα Είδωλα. Ωστόσο, σωστά παρατηρήθηκε πως, με όλη την οξύνοια και το καλλιεργημένο γούστο, λείπει από την κριτική του Ροΐδη η συνθετική ικανότητα, και ακόμα (βασικό προσόν του κριτικού) η συμπάθεια. Ελέγχει χωρίς να οικοδομεί. Αλλά για τους καιρούς εκείνους ο αμείλικτος έλεγχος ήταν, έστω και αυτός μόνο, ευεργετικός". 
 
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ι' Έκδοση,  ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999

Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

Ο Αθανάσιος Κίρχερ στις φαβέλες της Βραζιλίας


Από την περασμένη Δευτέρα το Τρίτο Πρόγραμμα εκπέμπει κανονικά στις γνωστές του συχνότητες, καθώς και στην παλιά συχνότητα του Δεύτερου, που προς το παρόν παραμένει βουβό. Το γεγονός ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής που συναντήθηκαν πάλι με τους αγαπημένους τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς. Όσο να 'ναι, ακούγοντας καλή μουσική στο αυτοκίνητο η οδήγηση γίνεται ευκολότερη και ο προορισμός μοιάζει λιγότερο μακρινός. Μεταξύ άλλων, τη Δευτέρα εξέπεμψε και η "Laterna Μagica" της Κατερίνας Σχινά, μια εκπομπή για τη λογοτεχνία και τον πολιτισμό γενικότερα. 

Η εκπομπή πήρε το όνομά της από μια εφεύρεση του 17ου αιώνα, το μαγικό φανό. Πρόκειται για έναν προβολέα που μας θυμίζει πολύ τη μηχανή προβολής σλάιτς που μέχρι πρόσφατα χρησιμοποιούσαμε. Η εφεύρεση αποδίδεται στον Αθανάσιο Κίρχερ, κατά πάσα πιθανότητα λανθασμένα. Ωστόσο με αφορμή την εκπομπή, ακούστηκε το όνομα αυτού του πολυσχιδούς ανθρώπου της Αναγέννησης, του Ιησουίτη στοχαστή που αποτέλεσε έναν πραγματικό homo universalis. Ο Κίρχερ ασχολήθηκε με την αιγυπτιακή αρχαιολογία, τον οριενταλισμό, τη φυσική, την αστρονομία, τη ζωολογία, τις τεχνικές επιστήμες, και του αποδίδονται πάμπολλες εφευρέσεις. Οι περισσότερες αφορούν μηχανές που στην πιο εξελιγμένη τους μορφή χρησιμοποιούμε σήμερα, όπως για παράδειγμα ο πολυγράφος. Στην περίπτωσή του Κίρχερ φαντασία και πραγματικότητα μπερδεύονται και τα όρια ανάμεσα στη φήμη και την εξακριβωμένη πληροφορία είναι δυσδιάκριτα. Το όνομά του ουσιαστικά αποκαταστάθηκε μετά τη δεκαετία του ΄70, κατά τη διάρκεια της οποίας εμπλουτίζεται εντυπωσιακά η βιβλιογραφία που τον αφορά.

Η προσωπικότητά του ενέπνευσε και τη λογοτεχνία. Το νησί της προηγούμενης μέρας του Ουμπέρτο Έκο και το Εκεί που ζουν οι τίγρεις του Ζαν Μαρί Μπλας ντε Ρομπλές είναι δύο τέτοιες περιπτώσεις και μπορεί να μην είναι και οι μοναδικές. 
Ο Ρομπλές γράφει για την εποχή του Κίρχερ: Ο αιώνας του Κίρχερ είναι μια εποχή μεταμόρφωσης του κόσμου, αλλά επίσης και μια εποχή βίας: Τριακονταετής πόλεμος, θρησκευτικές διαμάχες, συγκρούσεις με τους Οθωμανούς, αποικισμός Αμερικής. Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκα ότι παρουσιάζει εντυπωσιακές ομοιότητες με τον δικό μας κόσμο. Θεώρησα ενδιαφέρον να καθρεφτίσω αυτά τα δύο σύμπαντα. Θέλησα να αναμείξω πολλούς αφηγηματικούς τρόπους: το περιπετειώδες μυθιστόρημα, τον φιλοσοφικό μύθο, τον φανταστικό και τον παράδοξο κόσμο του Μπόρχες  και του Μπιόι Κασάρες, το ψυχολογικό μυθιστόρημα, την ποίηση του Μπωντλαίρ, τους αφορισμούς, το λαϊκό τραγούδι, την εγκυκλοπαίδεια.

Η επιθυμία του συγγραφέα φαίνεται φιλόδοξη, αλλά μάλλον τα κατάφερε παραπάνω από καλά. Σ' ένα μυθιστόρημα 690 σελίδων, ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων και διαφορετικών εποχών πλέκονται σε μια εντυπωσιακή σταυροβελονιά. Πρωταγωνιστής της ιστορίας, αν δεχτούμε ότι πρέπει να υπάρχει τέτοιος σ' ένα μυθιστόρημα, είναι μάλλον ο Ελεάζαρ φον Βογκάου, που εργάζεται ως ανταποκριτής στη Αλκάνταρα της Βραζιλίας και ζει μαζί με τον παπαγάλο του, τον Χάιντεγκερ, και μια όμορφη μουλάτα, τη Σολεντάτ. 
  
Όταν αποφάσισε να αφήσει το Σάουν Λουίς για να αγοράσει σπίτι στην Αλκάνταρα, δυσκολεύτηκε να επιλέξει. Ετούτη η παλιά μπαρόκ πόλη, κόσμημα της βραζιλιάνικης αρχιτεκτονικής του 18ου αιώνα, ερειπωνόταν. Εγκαταλειμένη από την ιστορία, μετά την πτώση του μαρκήσιου ντε Πομπάλ, στο έλεος του δάσους, των εντόμων και της υγρασίας, κατοικούνταν πλέον από λιγοστούς πάμπτωχους ψαράδες, που δεν μπορούσαν να ζήσουν αλλού παρά μόνο σε παράγκες από λαμαρίνες, πηλό και τενεκέδες ή σε μισογκρεμισμένες τρώγλες. 

Ο Ελεάζαρ, για να ξεπεράσει ίσως το διαζύγιό του με την Ελάινε, αναλαμβάνει το σχολιασμό ενός ανέκδοτου χειρόγραφου που αφορά της ζωή του Αθανάσιου Κίρχερ. Το μυθιστόρημα μοιράζεται στα δύο. Στα μονά κεφάλαια παρακαλουθούμε τη ζωή του Ελεάζαρ, της πρώην συζύγου του, που εργάζεται ως παλαιοντολόγος στο πανεπιστήμιο της Μπραζίλια, της κόρης του, Μοέμα, που είναι φοιτήτρια εθνολογίας αλλά προτιμά να περνά τον καιρό της πίνοντας cachaça και παίρνοντας ναρκωτικά, και στα ζυγά τις περιπέτειες και τα ταξίδια του Ιησουίτη Αθανάσιου Κίρχερ. Θα είχε ενδιαφέρον να χώριζε κανείς το βιβλίο στα δύο και να πειραματιζόταν σε μια διαφορετικού τύπου ανάγνωση. Βιβλία σαν κι αυτό του Ρομπλές σού δίνουν τη δυνατότητα να "παίξεις" με τις σελίδες τους. Θυμίζουν κάπως παρτιτούρα φούγκας: όλες οι φωνές τραγουδούν την ίδια μελωδία, αλλά με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετικό χρόνο. Παίζεις και τις τέσσερις φωνές μαζί, αλλά κατά τη διάρκεια της μελέτης μπορείς να τις διαχωρίσεις και να παίξεις την καθεμιά χωριστά. Είναι τέσσερα διαφορετικά κουβάρια που πλέκονται και μπλέκονται μεταξύ τους καταλήγοντας σ' ένα ψυχεδελικό μωσαϊκό. Αν θέλεις τα ξηλώνεις, τα διαχωρίζεις, τα ξαναπλέκεις...

Στο μυθιστόρημα του ντε Ρομπλές, αυτός που δένει τα κουβάρια της ιστορίας και λειτουργεί ως καταλύτης στην εξέλιξή της είναι ο "Νέλσον ο ελαφρύς", γονατιστός από γεννησιμιού του, με τα κόκαλα της κάθε γάμπας ενωμένα μεταξύ τους να καταλήγουν σε κολοβά πόδια, κινούνταν σαν ζώο, με τη  βοήθεια των χεριών του. [...] σερνόταν παντού με τινάγματα αρκετά επιδέξια, μες στη σκόνη των δρόμων. Υποχρεωμένος, λόγω της αναπηρίας του, να επιδίδεται σε άχαρα ακροβατικά, έμοιαζε από μακριά με πετροκάβουρα ή, για την ακρίβεια, με τεράστιο ορθόποδο. Ένα ανάπηρο παιδί που ονειρεύεται την εκδίκηση και προσφέρει βοήθεια τη στιγμή που η ιστορία βρίσκεται στην πιο κρίσιμη καμπή της. "Είμαι λυκάνθρωπος στ' ολόγιομο φεγγάρι", μονολογούσε, σαν χαμένος, "δεν λειτουργεί τίποτα μέσα μου..."

Και ανάμεσα σ' αυτά, Ινδιάνοι που υπηρετούν πρώην ναζιστές στρατιωτικούς μαγειρεύοντας σούπες από πιράνχας, άνθρωποι που νοσταλγούν την περίοδο της δικτατορίας, οι θεωρίες του σοφού γιατρού Εούκλιντες για τη σκλαβιά και την εξοικείωση, ένας διεφθαρμένος κυβερνήτης και η αλκοολική σύζυγός του, μύθοι και παραδόσεις της Βραζιλίας από τη γριά Φιρμίνα, το εμπόριο ανθρώπινου λίπους από τους Αμερικάνους, αγνοί ψαράδες, άνθρωποι της Δύσης, ιθαγενείς της Λατινικής Αμερικής. Μια laterna magica ποιες εικόνες θα πρόβαλλε άραγε από αυτό το μυθιστόρημα-ποταμό; Εικόνες του Σάουν Λουίς, εικόνες της Αλκάνταρα, εικόνες της φαβέλας του Πιραμπού, φρέσκιες ψαριές και ζουμερά μάνγκο, την κρήνη των Τεσσάρων ποταμών, την πριγκίπισσα του Βασιλείου-όπου-κανείς-δεν-φτάνει, "μια αιώρα που την λικνίζει το πεπρωμένο", την ίδια τη ζωή...

Από τη σκλαβιά μπορούμε να ξεφύγουμε, καίτοι δύσκολα, αλλά από την πολυετή εξοικείωση ποτέ. Και, περί αυτού πρόκειται: μια οργανωμένη εξάσκηση του σώματος και του πνεύματος με στόχο την εξυπηρέτηση ενός και μόνο σκοπού, της υπακοής. Οπότε "απείθεια", ξέρεις... Υπό αυτές τις συνθήκες, ετούτη η λέξη δεν έχει πια μείζον νόημα. Εκφράζει απλώς μια πρόσκαιρη άρνηση του νόμου, μια παρένθεση, καταδικαστέα βέβαια, αλλά συγχωρητέα μες στα πλαίσια της υπακοής. Και, αν το σκεφτείς, θα παραδεχτείς πως ισχύει περίπου το ίδιο για όλον τον κόσμο... Η παραβίαση ενός κανόνα, όλων των κανόνων, ισοδυναμεί με την επιλογή νέων, και συνεπώς με την  επιστροφή στους κόλπους της ευπείθειας. Έχουμε την αίσθηση πως απελευθερωνόμαστε, πως αλλάζουμε τον εαυτό μας σε βάθος, ενώ, απλούστατα, αλλάξαμε αφέντη. Το φίδι που δαγκώνει την ουρά του, καταλαβαίνεις...

[...]Η παραβίαση είναι που κάνει τον κόσμο να προχωρά, διότι αυτή, και μόνον αυτή, γεννά τους ποιητές, τους δημιουργούς, αυτά τα κακά παιδιά που αρνούνται να υπακούσουν σ' έναν κώδικα, σ' ένα κράτος, σε μια ιδεολογία, σε μια τεχνική, σε δεν ξέρω 'γω τι... σε ό,τι παρουσιάζεται κάποια μέρα ως το τέλος του τέλους, η αδιαμφισβήτητη και αλάθητη απόληξη μιας εποχής.  

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο Jean-Marie Blas de Roblès, Εκεί που ζουν οι τίγρεις (μτφρ. Ρίτα Κολαίτη), Πόλις 2012

 

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

Κλασικά εικονογραφημένα - Έντουαρντ Γκόρι


"Βιβλία, γάτες. Η ζωή είναι ωραία".
 Έντουαρντ Γκόρι 
 
Ποιος είναι ο κύριος Έντουαρντ Γκόρι; Ποιος είναι αυτός ο μυστηριώδης τύπος που φωτογραφίζεται καβαλημένος από γάτες, φοράει γούνες και περιτριγυρίζεται από  βιβλία; Συγγραφέας; Εικονογράφος; Ζωγράφος; Κριτικός κινηματογράφου; Σχεδιαστής εξωφύλλων δίσκου; Μα τι ήταν τελοσπάντων αυτός ο άνθρωπος; 

Ο Έντουαρντ Γκόρι περνιέται από πολλούς για Βρετανός. Κάτι η βικτωριανή ατμόσφαιρα των βιβλίων του, κάτι τα κοστούμια που φορούν οι ήρωές του, κάτι η γκόθικ υποκουλτούρα που ταιριάζει λιγάκι στη Γηραιά Αλβιώνα, όλα αυτά μαζί δημιούργησαν την παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα, γεννήθηκε στο Σικάγο (το 1925), αλλά από τις αρχές της δεκαετίας του '5ο και ύστερα εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, την οποία δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Και βέβαια, δεν είχε πάει ποτέ του στην Αγγλία. 

Πρόσφατα μάλιστα τον τίμησε και η Google και ίσως μ' αυτό τον τρόπο να έγινε γνωστός σε ευρύτερο κοινό. Ο Γκόρι ήταν ένας μυστήριος άνθρωπος που περνούσε το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα στο σπίτι του, παρέα με τόνους βιβλία και πάμπολες γάτες. "Το αγαπημένο μου ταξίδι είναι να κοιτάω από το παράθυρο", ήταν ένα από τα πολλά ωραία που είχε πει. 


Aσχολήθηκε κατά κύριο λόγο με την εικονογράφηση.  Τα πιο γνωστά του έργα ήταν μάλλον η εικονογράφηση του Δράκουλα του Στόκερ και το Εγχειρίδιο πρακτικής γατικής του γερο Πόσουμ του Έλιοτ. Το δεύτερο μάλιστα κυκλοφορεί σε δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Άγρα. Κατά τ' άλλα, είχε φιλοτεχνήσει μερικά πολύ καλαίσθητα εξώφυλλα κλασικών λογοτεχνικών έργων, όπως η Αμερική του Φραντς Κάφκα:


Και πολλά έργα του Χένρι Τζέιμς:






Απ' ό,τι μπορεί να διαβάσει κανείς σε συνεντεύξεις του, ο Γκόρι αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία.  Η Τζέιν Ώστεν, η Αγκάθα Κρίστι, ο Φράνσις Μπέικον, ο Ρόμπερτ Μούζιλ ήταν μερικοί από τους συγγραφείς που προτιμούσε. Αγαπούσε επίσης πολύ την ποπ κουλτούρα, την τηλεόραση, τις σαπουνόπερες, το θέατρο, τους Tiger Lillies. Σχεδίασε τα κοστούμια για την παράσταση του Δράκουλα στο Μπρόντγουεϊ, εργάστηκε ως σκηνογράφος, έγραφε θεατρικά που τα ανέβαζε μόνος του με μαριονέτες παπιέ-μασέ δικής του κατασκευής, έγραψε από λιμπρέτο για όπερα μέχρι κινηματογραφικό σενάριο για βουβή ταινία. 

Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση κλασικών παραμυθιών, όπως η Κοκκινοσκουφίτσα:



  


Τα αριστουργήματά του όμως ήταν τα βιβλία του. Μέχρι πρόσφατα ένας φαν του Γκόρι δεν μπορούσε να βρει και πολλά βιβλία του στα ελληνικά. Ό,τι κυκλοφορούσε ήταν στα αγγλικά, κυρίως από τις εκδόσεις Bloomsburry. Καλαίσθητα βιβλιαράκια μυστηρίου σε εικονογράφηση δική του, συνιστούν λογοτεχνικό είδος από μόνα τους. Δεν ξεπερνούν ποτέ τις 20-40 σελίδες, είναι όλα εικονογραφημένα από τον ίδιο, και σε κάθε σελίδα, εκτός από την εικόνα, υπάρχει και ένα δίστιχο, δικό του κι αυτό. Μια λεζάντα με ευφάνταστη ομοιοκαταληξία, με ρυθμό και μελωδία. Η ιστορία είναι σκοτεινή, η ατμόσφαιρα μυστηριακή και πάντοτε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει πίσω, έξω από τις σελίδες του βιβλίου, ότι κάποιος του την έχει στημένη, κάποιος παραμονεύει και παρακολουθεί. 


Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Άγρα ο Αμφίβολος επισκέπτης και το Επιπληκτικό ποδήλατο. Και τα δύο έχουν μεταφραστεί από τον Σωτήρη Κακίση, που κατόρθωσε να αποδώσει το πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου και άφησε το λόγο να διατηρήσει τη μουσικότητα που τον χαρακτηρίζει. Μάλιστα, πριν από περίπου δυο βδομάδες το dimartblog.com δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στον Γκόρι, για το οποίο η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου μετέφρασε την Ασεβή πρόσκληση σε πολύ ωραίους ομοιοκατάληκτους στίχους.