Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Χουλιαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νίκος Χουλιαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Ήρωες, αντιήρωες και ψαράκια στη γυάλα

Giulia Pintus

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.[1] 

Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τo πρόσωπο του ανθρώπου, υπαρκτού και μη. Νομίζω πως αγάπησα ανθρώπους που ποτέ μου δεν γνώρισα μόνο από το πρόσωπό τους. Κι όχι επειδή ήταν "όμορφο" αν υποθέσουμε πως υπάρχει αυτό το πράγμα, η ομορφιά. 

Για παράδειγμα, αγάπησα τον Μίμη Σουλιώτη για το μουστάκι και το τρυφερά πονηρό χαμόγελό του (σαν να αστειευόταν στα πολύ σοβαρά). Ύστερα διάβασα όλα του τα ποιήματα. Μιαν άλλη φορά, είδα σε λογοτεχνικό περιοδικό τον Νίκο Χουλιαρά να λοξοκοιτάζει το φακό και αναζήτησα τα βιβλία του, έτσι, για να ανακαλύψω τις σκέψεις πίσω από αυτό το βλέμμα.

Το ίδιο και κάθε φορά που ξετρυπώνω μια νέα εικονογράφο. Αφού ρίξω μια ματιά στο έργο της, αρχίζω κι αναζητώ πρόσωπα· την έκφραση, το συναίσθημα που αποτυπώνεται σε μια μπαλίτσα που πολλές φορές μοιάζει να μην έχει καθόλου χαρακτηριστικά. 

Giulia Pintus

Στην Ιταλίδα Giulia Pintus, βρήκα τον κύριο με τη φρατζόλα υπό μάλης. Εκείνον τον ανθρωπάκο που άλλοτε με ένα καρπούζι και άλλοτε με μια φρατζόλα ψωμί, περνούσε ξυστά πλάι από την Ιστορία, χωρίς να θέλει να αποτελέσει μέρος της. Τον ήρωα από το "Ψαράκι της γυάλας" του Μάριου Χάκκα. Υπάρχει κανείς μας που να μην του μοιάζει; Που να μην έχει αναπολήσει το παρελθόν ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ; Που να μην έχει αποφύγει μια ηθική υποχρέωση με το πρόσχημα πως θα μείνει νηστική η γατούλα του; Ποιος θα ρίξει πρώτος τον λίθο στον άνθρωπο που αγόρασε με δάνειο ένα διαμέρισμα κι απ' όταν έγινε δικό του αισθάνθηκε πως πρώτο τώρα έρχεται το σπιτικό του; Έτσι κι ο χοντρούλης της εικόνας. "Αφού πέρασε μισή ζωή στις φυλακές, αγόρασε κι αυτός ένα σπιτάκι με βεράντα". 

«Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.[2] 

Δεν ξέρω αν ο Χάκκας δικαιολογεί τον ήρωά του. Μάλλον όχι. Ο Χουλιαράς δικαιολογεί τον δικό του αφηγητή που την ημέρα που ο κόσμος καίγεται έξω από το Πολυτεχνείο εκείνος θέλει να γυρίσει σπίτι του και να μην κάνει τίποτα;

Γιατί οι θυσίες γίνονται από τους λίγους και οι γιορτές απ' τους πολλούς. Γιαυτό κιόλας, εγώ, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νιώθω κάτι σα ντροπή, και δε μου ΄ρχεται να πάω σ' αυτή τη πορεία, γιατί το βράδυ εκείνο, που φώναζαν τα παιδιά απ' το Πολυτεχνείο, δεν τα κατάφερα να κάνω τίποτα. Μονάχα το στομάχι μου πόναγε και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό. Κι ύστερα, δεν μπορούσα άλλο, και βγήκα απ' το σπίτι. Πήρα το δρόμο και κατέβαινα για το Πολυτεχνείο, αλλά στα μισά έψαξα στις τσέπες, κι είδα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου την ταυτότητα. Αρχίνησα τότε κι αναρωτιόμουν: ποιος είμαι, σκέφτηκα, και πού πάω; Σαν τι μπορώ να κάνω εγώ αυτή την ώρα; Δεν έχω απάνω μου και την ταυτότητα!.. Και πού πάω, είπα, χωρίς ταυτότητα, μέσα σ' αυτή τη κόλαση; [...] Τίποτα άλλο δεν κατάφερα να κάνω, γιαυτό και λέω, πως είναι αστείο να γιορτάζω τώρα, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο ανθρώπους, το ότι δεν έκανα, το βράδι εκείνο, τίποτα![3] 

Βλέπω τώρα ξανά και ξανά στο έργο της Giulia αυτόν τον συμπαθητικό κύριο να αγκαλιάζει το ψαράκι του, να κοιμάται στο σπιτάκι που με κόπο απέκτησε, με την μπαλκονόπορτα να βγάζει στη βεράντα με τις φερ-φορζέ, και λέω πως μου είναι οικείος. Πόσο συνένοχοι είμαστε σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας το ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του. Ένα όμως είναι σίγουρο. Όσο ήσυχη κι αν έχουμε τη συνείδησή μας, κάθε βράδυ κοιμόμαστε με τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας. 

***

[1], [2] Μάριος Χάκκας, "Το ψαράκι της γυάλας", Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1986.
[3] Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, ΑΘήνα 1985. 

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

Κενός έρωτας
















Η Κούλα τραβήχτηκε λίγο κατά πάνω και με κοίταξε. "Άιντε, ξεντύσου" μου 'πε.
Εγώ τότε αρχίνισα κι έβγαζα τα ρούχα μου. Η Κούλα έσβησε το τσιγάρο, έκανε μια φου! στη λάμπα, κι ύστερα μ' άρπαξε δυνατά απ' το χέρι και με τράβηξε μες στα σκεπάσματα. 
Εκεί από κάτω, ζεστά πολύ ήταν, κι απόξω ακούγονταν ο αέρας που χτύπαγε τα τσίγκια στις σκεπές. 
Η Κούλα τότε με πήρε και με τράβηξε κατά τα μέσα της. Εκεί πού 'χε τα ποδάρια της μ' έχωσε, κι εμένα μου 'ρχόταν ανατριχίλα. 
Όλα μαλακά ήταν εκεί μέσα και γλιστερά. Εγώ στη μέση ήμουν, κι αποδώ κι αποκεί ήταν η Κούλα. Απ' όλες τις μπάντες, η Κούλα ήταν! Κι εγώ, από μέσα μου έβγαινα και πεταγόμουν! Σαν την κότα που τη σφάζουν πεταγόμουν, και μέσα στην Κούλα πήγαινα. Μέσα της πήγαινα με δύναμη κι έσβηνα, γιατί μοναχά η Κούλα ήταν εκεί. 
Μετά όμως η Κούλα έκανε μια έτσι και τραβήχτηκε, κι εγώ σα μοναχός μου έμεινα. Πιο πολύ μοναχός μου κι από τα πριν ήμουν, και κρύωνα. [1]

***

[1] Νίκος Χουλιαράς, Ο Λούσιας, Νεφέλη, Αθήνα 1987. 

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Εδώ Πολυτεχνείο





Όλη η Αθήνα, φώναζαν, πρέπει να κατεβεί, αλλά ήταν πια πολύ αργά, γιατί οι άλλοι, που ξενύχταγαν εκεί απέξω, βγήκαν απ' τη σύγχυση και μπήκαν στα τανκς. Μετά, μπήκαν και στο Πολυτεχνείο, και τα μακέλεψαν εκείνα τα παιδιά. Κόσμο πολύ σακάτεψαν και σκότωσαν, γιατί το μπόρεσαν! Και το μπόρεσαν, γιατί, τη νύχτα εκείνη, δεν είχαν κατέβει, να πεις, κι όλοι αυτοί που κατεβαίνουν, τώρα, κάθε χρόνο, για τη γιορτή που γίνεται έξω απ' το Πολυτεχνείο! Αν είχε κατέβει -και το ένα τρίτο μοναχά, απ' αυτουνούς που πάνε τώρα στη γιορτή- οι άλλοι που ΄χαν τα τανκς, θα σκόρπαγαν στα σίγουρα. Γιαυτό και λέω, πως κι αυτό που γίνεται -εκεί απέξω- κάθε χρόνο, μέσα στο σύστημα είναι, το γνωστό. Και τα μιλιούνια, που πάνε, τώρα, και γιορτάζουν, σε σύγχυση μεγάλη βρίσκονται, γιατί δεν το 'χουν καταλάβει, ακόμα, πως κατεβαίνουν, κάθε χρόνο, και γιορτάζουν, την επέτειο για το ότι δεν κατέβηκαν όταν έπρεπε! Αυτό είναι που γιορτάζεται: γιαυτό, κιόλας, το σάμαλι και το μαλλί της γριάς∙ γιαυτό και τα στεφάνια τα πολλά, και η παρέα με το ένα εκατομμύριο ανθρώπους που περπατάει απ' το Πολυτεχνείο μέχρι την πρεσβεία

***
 
Γιατί οι θυσίες γίνονται από τους λίγους και οι γιορτές απ' τους πολλούς. Γιαυτό κιόλας, εγώ, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νιώθω κάτι σα ντροπή, και δε μου ΄ρχεται να πάω σ' αυτή τη πορεία, γιατί το βράδυ εκείνο, που φώναζαν τα παιδιά απ' το Πολυτεχνείο, δεν τα κατάφερα να κάνω τίποτα. Μονάχα το στομάχι μου πόναγε και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό. Κι ύστερα, δεν μπορούσα άλλο, και βγήκα απ' το σπίτι. Πήρα το δρόμο και κατέβαινα για το Πολυτεχνείο, αλλά στα μισά έψαξα στις τσέπες, κι είδα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου την ταυτότητα. Αρχίνησα τότε κι αναρωτιόμουν: ποιος είμαι, σκέφτηκα, και πού πάω; Σαν τι μπορώ να κάνω εγώ αυτή την ώρα; Δεν έχω απάνω μου και την ταυτότητα!.. Και πού πάω, είπα, χωρίς ταυτότητα, μέσα σ' αυτή τη κόλαση; [...] 
Τίποτα άλλο δεν κατάφερα να κάνω, γιαυτό και λέω, πως είναι αστείο να γιορτάζω τώρα, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο ανθρώπους, το ότι δεν έκανα, το βράδι εκείνο, τίποτα!


Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Ελληνικά στρατά


Τα πιο πολλά, απ' τα παιδιά αυτά, είχαν τελειώσει το Πανεπιστήμιο, κι αυτό ο λοχίας το 'ξερε, αλλά δε γινόταν ν' αλλάξει τίποτα πάνω σ' αυτό. Σκέφτονταν πάντως, πως εκεί, μες στο στρατόπεδο -και όσο κράταγε η εκπαίδευση- αυτός ήταν ανώτερός τους από το νόμο∙ κι αφού έτσι ένιωθε, σταμάτησε απότομα να τους μιλάει για τα όπλα, έβαλε τα χέρια του στη μέση και τους κοίταξε. Με περιφρόνηση τους κοίταξε, για λίγο, κι αμέσως ύστερα, έβαλε τις φωνές: "Κοθώνια...", είπε, "Τίποτα δεν ξέρετε!.. Έχετε βγάλει το Πανεπιστήμιο, αλλά τίποτα δεν έχετε μάθει!.. Σας το λέω εγώ!.. Νομίζετε πως τα ξέρετε όλα... ε; Τίποτα δεν ξέρετε, στραβάδια!".
Τα παιδιά κάθονταν και τον άκουγαν, αλλά κανένα δε μίλησε, γι' αυτό και ο λοχίας συνέχισε: "Για να δούμε, πουλάκια μου..." τους είπε. "Αφού τα ξέρετε όλα, για πέστε μου, ντε, αν μπορείτε;.. Πώς αντιλαμβανόμαστε πότε έρχεται ο εχθρός; Από τι το αντιλαμβανόμαστε;.. Πέστε μου, ντε!..".


Οι φαντάροι τον κοίταγαν αποσβολωμένοι και κανένας δεν έλεγε κουβέντα.
"Δεν ξέρετε, ε;.. Θα σας το πω εγώ... μαλακισμένα! Θα σας το πω, για να το μάθετε!.. Εκ του κονιορτού!", είπε, ο λοχίας, όλο καμάρι, και κοίταξε τους φαντάρους από το ύψος του βαθμού του, αλλά και της περίστασης, που του 'δινε κιόλας την ευκαιρία να τους κατατροπώσει.
"Μάλιστα!", ξανάπε, με σιγουριά, "Εκ του κονιορτού, το αντιλαμβανόμαστε, στραβάδια!".
Εκείνη τη στιγμή, όμως, πετάχτηκε ένας φαντάρος από μιαν άκρη. Ένας γυαλάκιας ήταν, κι είπε σιγανά:
"Κι αν έχει βρέξει;".
"Αν έχει βρέξει;.. Μη μου λες εμένα... αν έχει βρέξει! Τι θα πει, αν έχει βρέξει;..", έκανε ο λοχίας, άγρια, για να κερδίσει χρόνο και να σκεφτεί καλύτερα το πράμα.
Ο φαντάρος, όμως, δεν τον άφησε καθόλου. "Ερώτηση κάνω..." του 'πε, αμέσως, ήσυχα. "Ρωτάω... Αν έχει βρέξει πιο πριν -και δεν υπάρχει σκόνη, για να σηκωθεί- τι γίνεται;".
"Τι γίνεται;..", έκανε, πάλι, ο λοχίας στριμωγμένος. Σταμάτησε λίγο για να το σκεφτεί, κι αμέσως ύστερα, θυμωμένος, αλλά μαζί κι αποφασισμένος, γύρισε απότομα προς το γυαλάκια και τον αποστόμωσε: "Ε, κι εγώ, σου λέω..", του 'πε, "ότι δε θα 'χει βρέξει, ρε! Αν βρέξει... εμένα να μου κλάσεις τ' αρχίδια!".


*** 

 Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Nocturne



Κάθε πανσέληνο οι κάτοικοι της πόλης σκαρφαλώνουν τους λόφους της, επισκέπτονται τους αρχαιολογικούς της χώρους, για να γιορτάσουν μια νύχτα λιγότερο σκοτεινή από τις άλλες. Μια νύχτα ντυμένη με δυο χαρακτηριστικά που δεν της ταιριάζουν: την οχλοβοή και το φως.

Οι εραστές της νύχτας την αγαπούν ακριβώς επειδή είναι ήσυχη και σκοτεινή. Τη νύχτα την προτιμούν ψυχές εκπαιδευμένες να ονειρεύονται, λέει ο Πεσσόα. Όλοι εκείνοι που παίζουν με τις σκιές στο ημίφως του δωματίου, εκείνοι που κάθε πρωί τείνουν το λαιμό τους στη ζωή, σαν σε έναν πελώριο ζυγό -όπως κι ο ίδιος.  
  
Μόνο τη νύχτα, τη νύχτα μόνος μου μ' εμένα, ξένος, λησμονημένος, χαμένος -αποσυνδεμένος από την πραγματικότητα και από την έννοια της χρησιμότητας-, βρίσκω τον εαυτό μου και κάποια ανακούφιση[1]

Η πόλη τη νύχτα αλλάζει, οι ήχοι παίρνουν άλλη διάσταση, παρατηρείς, αφουγκράζεσαι. 
Τη μέρα είναι γεμάτη με μια οχλοβοή που δε σημαίνει τίποτα· τη νύχτα είναι γεμάτη από μια απουσία οχλοβοής που επίσης δε σημαίνει τίποτα. Εγώ, τη μέρα, είμαι ένα τίποτα και τη νύχτα είμαι εγώ[2].

Ο Γιάννης τη νύχτα σφυγμομετρά το καρδιοχτύπι της παύσης.
Όταν η νύχτα σκεπάσει, τότε είναι που μιλάνε τα πράγματα. Που συμφωνούνε τα όντα. Μεσ' στο σκοτάδι δεν έχει όρια η σκέψη μου. Στένω αυτί κι αφουγκράζομαι την αναπνοή της ερήμου. Σαν ο ευαιστητότερος δέχτης, πιάνω και τον παραμικρότερο θόρυβο μίλια μακριά[3].

Ο Θεόφιλος τις νύχτες παρατηρεί τις κεραίες, τις νοικοκυρές ν' απλώνουν στις ταράτσες, τα εσώρουχα ν' ανεμίζουν στις βέργες, τις μπουγάδες να στεγνώνουν ψηλά στον αέρα. 
 
Η νύχτα δεν είναι μονάχα το χρώμα που κρατά ο ουρανός· πολλά μαζί είναι. Οι άνθρωποι είναι και τα ζώα· τα δέντρα, οι δρόμοι, και τα χαλάσματα· οι μυρουδιές οι ίσκιοι και τα ζούδια. Είναι το πώς περπατάν οι άνθρωποι το δρόμο με φεγγάρι, και πώς μες στα σκοτάδια ψάχνουν για το σπίτι τους οι μεθυσμένοι. Πώς πέφτει το φως απάνω σε μια μάντρα γκρεμισμένη, και πώς κοιτάει μια γυναίκα απ' το παραθύρι στο δρόμο· ποιον περιμένει μέσα στη νύχτα αυτή, και ποιος είναι αυτός που την κοιτάει να περιμένει. Άλλο σκοτάδι κρατάει μια καρυδιά, κι άλλο ο τοίχος απ' το τετραόροφο που έχει χτισμένο τώρα η αδερφή μου στον κήπο. Άλλο είναι ο κήπος με τις κωλοφωτιές, κι άλλο ο χώρος ο ακάλυπτος με τους σωλήνες, που κατεβάζουν τα νερά από τα πάνω τα πατώματα. Μ' άλλες κορφές ξανοίγεται η νύχτα προς τον ουρανό, και τοπία αλλιώτικα φτιάχνει τώρα ο νους του ανθρώπου[4].

Νύχτα - μέρα: Δυο στεκούμενα, δυο τρεχούμενα, δυο μεταβαλλούμενα και δυο ασύγκριτα[5].


***


Η πρώτη φωτογραφία είναι του Γιώργου Θάνου. 


[1], [2] Φερνάντο Πεσσόα, Το βιβλίο τη ανησυχίας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
[3] Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993.
[4]  Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.
[5] Αίνιγμα από τη Ρόδο. 


Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

"Ζωή, την άλλη φορά"


Τη ζωή μου την έχασα ήσυχα -χωρίς κανένα άρπαγμα- εξόν από κάτι γλέντια με φίλους, κι από τα ξεστρατίσματα που έκανε συχνά ο νους μου. Πολλές φορές ήταν που σάλεψε μες στο μυαλό μου η εικόνα από μι' αλλιώτικη ζωή, αλλά δεν το κατάφερα ποτέ μου να τη ζήσω [1].

'Eφυγε από τη ζωή ένας "oλόκληρος άνθρωπος". Ζωγράφος, μουσικός, πεζογράφος και ποιητής, ο Νίκος Χουλιαράς αμφισβήτησε τα καλά της εξειδίκευσης, και σε καιρούς που άλλοι επιμένουν να κοιτάζουν το δέντρο εκείνος ονειρευόταν ολόκληρα δάση. 

Έχουν μείνει από κείνον τα όμορφα χαρτόδετα βιβλία της Νεφέλης που επιμελήθηκε, τα εξώφυλλα με τα έργα του, οι καρβουνιασμένες σκιούλες που κοσμούν την αρχή κάθε κεφαλαίου, το κλασικό πια λογότυπο, όλο το καλλιτεχνικό του έργο.

Ο μοναδικός "Λούσιας", έργο γραμμένο με ευαισθησία για την ανισορροπία που υπάρχει στον καθένα μας. Κοφτός λόγος, σύντομες φράσεις, γρήγορος ρυθμός, λαγαρή σκέψη. Αφηγητής ένα παιδί με νοητική υστέρηση, που η φαινομενική απλοϊκότητά του δείχνει πως μάλλον υπερτερεί από όλους εμάς, τους "ισορροπημένους".

Την άλλη μέρα, πάλι μοναχός μου ήμουν στο σπίτι, κι είπα από μέσα μου. Καλά που είμαι και μοναχός μου, είπα. Γιατί κι ο Στέργιος να 'ταν, κι ο Βαγγέλης, εγώ πάλι μοναχός μου είμαι, κι όλα μες στο κεφάλι μου βρίσκονται. Ακόμα και τα Γιάννενα, κι αυτά, μες στο κεφάλι μου τα 'χω. Αλλά κι αυτοί που είναι απόξω απ’ το κεφάλι μου, καλοί είναι, λέω, γιατί κι αυτοί μες στο δικό τους το κεφάλι, πάλι μοναχοί τους θα 'ναι [2]

Οι ήρωες. Θυμίζουν τους πρωταγωνιστές του Σκαρίμπα. Μόνο που εκείνοι έχουν ταχθεί ηθελημένα με το περιθώριο. Αυτοί όχι.

Τα σύντομα μαθήματα ιστορίας  στο "Ζωή, την άλλη φορά", όπου ο αφηγητής διατρέχει την ιστορία της οικογένειάς του από την εποχή της Επανάστασης του 1821 έως και τη Μεταπολίτευση. Λες και συνομιλούν με τη γραφή του Νίκου Τσιφόρου, κάνουν την πορεία της χώρας να μοιάζει μια ατέλειωτη τραγική γελοιογραφία.

Άνθρωποι σφαγμένοι, κι από τις δυο μεριές, ήταν πεταμένοι με το σωρό, έξω στους δρόμους και σάπιζαν, είπε, κι είχαμε, από πάνω, και τον Τσώρτσιλ με το πούρο, που ήρθε, τάχα, να μας σώσει, και καθόταν στο ξενοδοχείο το μεγάλο, στο Σύνταγμα, κι άκουγε απόξω τους πυροβολισμούς και τα κανόνια, και το 'ξερε ότι σκοτώνονται αδέρφια μεταξύ τους, αλλά αυτόν τι τον ένοιαζε! [...]
Έτσι έγινε και ζήτησε ο Τσώρτσιλ την Ελλάδα, γιατί οι Εγγλέζοι μας αγαπάν κιόλας. Από παλιά ακόμα μας αγαπάγαν, κι οι σχέσεις μας πατροπαράδοτες ήσαν, αφού κι ο λόρδος Βύρωνας, που είχε έρθει εδώ στην Ελλάδα, τότε με την επανάσταση, σχέσεις πολλές είχε.[...]
Ο πόλεμος, όμως, αυτός, δεν ήταν καλός γιατί πολύ είχε παρατραβήξει και στοίχιζε. Σε αίμα στοίχιζε και σε λεφτά, και οι Εγγλέζοι δεν το 'θελαν αυτό το πράμα. [...]
Έτσι κι έγινε και μας ανέλαβαν οι Αμερικάνοι που είχαν πολλά λεφτά, και δεν τους ένοιαζε να δώσουν λίγα για την Ελλάδα, αφού κιόλας, μετά απ' αυτό, η Ελλάδα θα ΄ταν υποχρεωμένη. Και χρεωμένη θα έμνησκε σ' αυτούς πάντα. [...]
Γι' αυτό και του 'χουν φτιάξει τώρα και άγαλμα του Τρούμαν, και στις εφημερίδες γράφουν: "Πωλείται τεσσάρι ρετιρέ, έναντι αγάλματος Τρούμαν", αλλά τότε μαζί με τα τυριά και τις κονσέρβες ο Τρούμαν έστειλε και δικούς του ανθρώπους να βοηθήσουν... [3]

Μικρές αυτοτελείς ιστορίες, όπως η ιστορία του Βασίλη Σουλικιά στο κεφάλαιο "Ο σφαγμένος", που θα μπορούσαν να αποτελέσουν ανεξάρτητα διηγήματα, πολύ ολοκληρωμένα από πλευράς χαρακτήρων. 

Η αγάπη για τον τόπο, την ντοπιολαλιά, το τραγούδι και τη μουσική, που συγκρατεί κάτι από την προφορικότητα της λαϊκής αφήγησης και το ρυθμό του δημοτικού τραγουδιού.

Όταν γύρισε, βρήκε το σπίτι ανοιχτό και το σκυλί λυμένο να γαυγίζει. Είδε τα κρέπια ν΄ ανεμίζουν στην πόρτα και στα παραθύρια κι αρχίνισε να τρέχει σαν παλαβός και να ρωτάει τι είχε συμβεί. Του 'παν πως πέθανε ο γιος του και πως τον έθαβαν, την ώρα εκείνη, πέρα στο νεκροταφείο. 
Δεν πήγε κατά κει, ούτε κι έκλαψε καθόλου. Κατέβηκε κάτω στο λιμάνι και χώθηκε σ' ένα καταγώγιο. Ήπιε σπίρτα πολλά, το ΄να πίσω απ' τ' άλλο, και τα χαράματα, γύρισε στο σπίτι, τύφλα στο μεθύσι, με το πουκάμισο γεμάτο αίματα και ξερατά, και μ΄ένα σκίσιμο βαθύ στ' αριστερό του μπράτσο. Έπεσε στα ποδάρια της μάνας μου κι έκλαιγε. Της είπε να τον συγχωρέσει, και της έταξε πως θ' άλλαζε ζωή [4].  

Η ζωή, όμως, δεν αλλάζει έτσι εύκολα. Την άλλη φορά.

***


[2] Νίκος Χουλιαράς, Λούσιας, Νεφέλη, Αθήνα 1979.
[1], [3], [4] Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, Αθήνα 1985.