Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

Ήρωες, αντιήρωες και ψαράκια στη γυάλα

Giulia Pintus

Πραγματικά, πήγαινε σπίτι, φορούσε πιζάμες, παντόφλες, κι εκεί στη βεράντα, έκοβε το καρπούζι και το 'τρωγε, (αξία χρήσης πια τώρα), μέχρι που έκανε τις φλούδες του πάπυρο. Αυτό ήταν και το βραδινό του. Τα τελευταία χρόνια, σαβουρώνοντας ό,τι του λάχαινε, είχε παραβαρύνει από σάλτσες κι αποφάσισε να κάνει δίαιτα. Όμως η κοιλιά κρέμονταν πάντα εκεί μπροστά του μακρουλό καρπούζι, κι όσο κι αν έλεγε ν' αρχίσει την επομένη ασκήσεις, αυτές ποτέ δεν γινόντανε. Βαριόντανε. Βαριόντανε ν' ασχοληθεί ακόμα και με τα φερ-φορζέ, στολίδι της βεράντας του, γιατί το θέλανε πια ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά. Ήταν και το χρυσόψαρο στη γυάλα, και κάθε τόσο έπρεπε ν' αλλάξει το νερό, μια ασχολία κι αυτή που του φαίνονταν βαρετή.[1] 

Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τo πρόσωπο του ανθρώπου, υπαρκτού και μη. Νομίζω πως αγάπησα ανθρώπους που ποτέ μου δεν γνώρισα μόνο από το πρόσωπό τους. Κι όχι επειδή ήταν "όμορφο" αν υποθέσουμε πως υπάρχει αυτό το πράγμα, η ομορφιά. 

Για παράδειγμα, αγάπησα τον Μίμη Σουλιώτη για το μουστάκι και το τρυφερά πονηρό χαμόγελό του (σαν να αστειευόταν στα πολύ σοβαρά). Ύστερα διάβασα όλα του τα ποιήματα. Μιαν άλλη φορά, είδα σε λογοτεχνικό περιοδικό τον Νίκο Χουλιαρά να λοξοκοιτάζει το φακό και αναζήτησα τα βιβλία του, έτσι, για να ανακαλύψω τις σκέψεις πίσω από αυτό το βλέμμα.

Το ίδιο και κάθε φορά που ξετρυπώνω μια νέα εικονογράφο. Αφού ρίξω μια ματιά στο έργο της, αρχίζω κι αναζητώ πρόσωπα· την έκφραση, το συναίσθημα που αποτυπώνεται σε μια μπαλίτσα που πολλές φορές μοιάζει να μην έχει καθόλου χαρακτηριστικά. 

Giulia Pintus

Στην Ιταλίδα Giulia Pintus, βρήκα τον κύριο με τη φρατζόλα υπό μάλης. Εκείνον τον ανθρωπάκο που άλλοτε με ένα καρπούζι και άλλοτε με μια φρατζόλα ψωμί, περνούσε ξυστά πλάι από την Ιστορία, χωρίς να θέλει να αποτελέσει μέρος της. Τον ήρωα από το "Ψαράκι της γυάλας" του Μάριου Χάκκα. Υπάρχει κανείς μας που να μην του μοιάζει; Που να μην έχει αναπολήσει το παρελθόν ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ; Που να μην έχει αποφύγει μια ηθική υποχρέωση με το πρόσχημα πως θα μείνει νηστική η γατούλα του; Ποιος θα ρίξει πρώτος τον λίθο στον άνθρωπο που αγόρασε με δάνειο ένα διαμέρισμα κι απ' όταν έγινε δικό του αισθάνθηκε πως πρώτο τώρα έρχεται το σπιτικό του; Έτσι κι ο χοντρούλης της εικόνας. "Αφού πέρασε μισή ζωή στις φυλακές, αγόρασε κι αυτός ένα σπιτάκι με βεράντα". 

«Δε γίνεται» σκέφτηκε, «πρέπει να πάω». Έπρεπε να νοιαστεί το ψαράκι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει αυτή την κρίσιμη μέρα ήταν ν' αλλάξει στο ψάρι νερό. Για τ' άλλα τα σοβαρά και μεγάλα, δεν είχε δύναμη.[2] 

Δεν ξέρω αν ο Χάκκας δικαιολογεί τον ήρωά του. Μάλλον όχι. Ο Χουλιαράς δικαιολογεί τον δικό του αφηγητή που την ημέρα που ο κόσμος καίγεται έξω από το Πολυτεχνείο εκείνος θέλει να γυρίσει σπίτι του και να μην κάνει τίποτα;

Γιατί οι θυσίες γίνονται από τους λίγους και οι γιορτές απ' τους πολλούς. Γιαυτό κιόλας, εγώ, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, νιώθω κάτι σα ντροπή, και δε μου ΄ρχεται να πάω σ' αυτή τη πορεία, γιατί το βράδυ εκείνο, που φώναζαν τα παιδιά απ' το Πολυτεχνείο, δεν τα κατάφερα να κάνω τίποτα. Μονάχα το στομάχι μου πόναγε και μου 'ρχονταν να κάνω εμετό. Κι ύστερα, δεν μπορούσα άλλο, και βγήκα απ' το σπίτι. Πήρα το δρόμο και κατέβαινα για το Πολυτεχνείο, αλλά στα μισά έψαξα στις τσέπες, κι είδα ότι δεν είχα πάρει μαζί μου την ταυτότητα. Αρχίνησα τότε κι αναρωτιόμουν: ποιος είμαι, σκέφτηκα, και πού πάω; Σαν τι μπορώ να κάνω εγώ αυτή την ώρα; Δεν έχω απάνω μου και την ταυτότητα!.. Και πού πάω, είπα, χωρίς ταυτότητα, μέσα σ' αυτή τη κόλαση; [...] Τίποτα άλλο δεν κατάφερα να κάνω, γιαυτό και λέω, πως είναι αστείο να γιορτάζω τώρα, μαζί με άλλο ένα εκατομμύριο ανθρώπους, το ότι δεν έκανα, το βράδι εκείνο, τίποτα![3] 

Βλέπω τώρα ξανά και ξανά στο έργο της Giulia αυτόν τον συμπαθητικό κύριο να αγκαλιάζει το ψαράκι του, να κοιμάται στο σπιτάκι που με κόπο απέκτησε, με την μπαλκονόπορτα να βγάζει στη βεράντα με τις φερ-φορζέ, και λέω πως μου είναι οικείος. Πόσο συνένοχοι είμαστε σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας το ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του. Ένα όμως είναι σίγουρο. Όσο ήσυχη κι αν έχουμε τη συνείδησή μας, κάθε βράδυ κοιμόμαστε με τα ψέματα που λέμε στον εαυτό μας. 

***

[1], [2] Μάριος Χάκκας, "Το ψαράκι της γυάλας", Άπαντα, Κέδρος, Αθήνα 1986.
[3] Νίκος Χουλιαράς, Ζωή, την άλλη φορά, Νεφέλη, ΑΘήνα 1985. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου