Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Πριγκίπισσα Καγκούγια



Η Πριγκίπισσα Καγκούγια ("The tale of princess Kaguya") ήταν μια από τελευταίες και καλύτερες παραγωγές του Studio Ghibli και κύκνειο άσμα του ταλαντούχου σκηνοθέτη Ισάο Τακαχάτα. Mια σύγχρονη δραματική ταινία, βασισμένη στον αρχαιότερο μύθο της Ιαπωνίας, το "Taketori Monogatari". 


Η ιστορία αρχίζει όταν ένας φτωχός ξυλοκόπος βρίσκει στο βλαστάρι ενός μπαμπού μια τοσοδούλα πριγκίπισσα. Καταλαβαίνει πως πρόκειται για θαύμα, την κλείνει στην παλάμη του και τρέχει στη γυναίκα του να της πει τα νέα. 


Το ζευγάρι αποφασίζει να καλοδεχτεί την τοσοδούλα και όσο την ταχταρίζουν, εκείνη μεγαλώνει σε μέγεθος, αλλά μικραίνει σε ηλικία, ώσπου παίρνει τη μορφή ενός κανονικού μωρού. 





Οι μαστοί της γυναίκας του ξυλοκόπου γεμίζουν με γάλα και το μωρό θηλάζει ευχαριστημένο τη νέα του μητέρα. Η πριγκίπισσα παίρνει το όνομα Τακενόκο (μικρό μπαμπού) και μεγαλώνει στην καλύβα των γονιών της. 




Η Τακενόκο μαθαίνει λίγο λίγο τα μυστικά της φύσης και χαίρεται το δάσος, τα έντομα, τα ζώα και τα λουλούδια που γεμίζουν τον κήπο της. Οι γονείς της την αφήνουν και ανακαλύπτει μόνη της τον κόσμο. 



Αργότερα γνωρίζει τα παιδιά του χωριού της, τους κινδύνους που κρύβονται στη φύση και το πρώτο ερωτικό σκίρτημα. 


Όλα είναι φυσικά και όμορφα στη ζωή της μικρής Τακενόκο. Όλα χτυπούν στους ρυθμούς της γης, τίποτα δεν ξαστοχά. 



Ώσπου η τύχη συναντά τον γέρο ξυλοκόπο στο δάσος με τα μπαμπού όταν μέσα από τον φλοιό ενός δέντρου βλέπει να ξεχύνονται σωρός χρυσά νομίσματα. 


Ο πατέρας της Τακενόκο θεωρεί πως το σημάδι σχετίζεται με την ανατροφή της μικρής του και αποφασίζει να χτίσει ένα παλάτι κοντά στην πόλη όπου θα της προσφέρει την ανατροφή που αρμόζει σε μια σωστή πριγκίπισσα. 


Ο γέροντας κάθε τόσο αφήνει τη καλύβα του για να επιβλέψει τις εργασίες ανέγερσης της νέας του έπαυλης και, όταν όλα είναι έτοιμα, ανακοινώνει στην οικογένειά του πως ήρθε η ώρα να φύγουν. 



Η Τακενόκο είναι απροετοίμαστη. Φεύγει χωρίς να προλάβει να χαιρετήσει τη φύση, τους φίλους, το σπιτικό της. Μεταφέρεται σε ένα περιβάλλον ολότελα ξένο. Μια νέα παραμάνα αναλαμβάνει να την εξοικειώσει με τις εθιμοτυπικές συνήθεις των γυναικών της αριστοκρατίας. 


Μαθαίνει να γράφει, παίζει μουσική, ξυρίζει τα φρύδια της, μαυρίζει τα δόντια της με κάρβουνο -έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να ξαναχαμογελάσει. 


Η πριγκίπισσα βυθίζεται στη μελαγχολία. Περνά ατέλειωτες ώρες μόνη και απορρίπτει εφευρίσκοντας διάφορα τεχνάσματα τους νεαρούς ευγενείς που της προξενεύουν. Οι δοκιμασίες στις οποίες τους υποβάλλει αποκαλύπτουν πόσο άκαρδοι και φιλάργυροι είναι. 


Βυθισμένη στην απελπισία, παρακαλεί να πεθάνει. Το φεγγάρι, όπου κατοικεί η παλιά της οικογένεια, ακούει την επιθυμία της και την καλεί και πάλι κοντά του. Εκείνη θυμάται ένα παρελθόν που είχε ξεχάσει με τον ερχομό της στη γη και στον ελάχιστο χρόνο που της απομένει ονειρεύεται να επιστρέψει  στην αγκαλιά του δάσους και του εφηβικού της έρωτα. 


Η Πριγκίπισσα Καγκούγια είναι μια συγκλονιστική ιστορία για την αναζήτηση της ευτυχίας. Για την ειλικρίνεια και την ομορφιά που κρύβονται στη φύση, την υποκρισία και την ψευτιά που υπάρχουν στον καθωσπρεπισμό και την επιτήδευση. 


Για το δικαίωμα της γυναίκας να διεκδικήσει τη ζωή έξω από τη σύμβαση του γάμου. Για τη δίψα του ανθρώπου για πλούτο και δόξα, για το τίμημα που πληρώνει όταν τα αποκτά.


Η εικονογράφηση ξεχωρίζει από τις συνήθεις τεχνικές των κινουμένων σχεδίων του Studio Ghibli. Τα απαλά χρώματα και το λιτό σχέδιο κάνουν τις εικόνες να μοιάζουν ημιτελείς και προκαλούν τον θεατή να τις ολοκληρώσει με τη φαντασία του. 


Ένα εικονογραφημένο ποίημα για τη ζωή και τον θάνατο. Μια αριστουργηματική ζωγραφική παράσταση. Ξετυλίγεται σαν αφρός στους μεταξωτούς κυματισμούς ενός γιαπωνέζικου κιμονό.

***


Τρίτη 26 Μαΐου 2020

Θηριόμορφοι



Εκεί που συναντιούνται η ομιλία με τη σιωπή, το νοσηρό με το αθώο, το κτηνώδες με το ανθρώπινο, συναντιέται η ζωή με τον θάνατο· το αρσενικό με το θηλυκό που πασχίζουν να κατακτήσουν το ένα το άλλο. 

Πριν καλά καλά προλάβει να γυρίσει, το παράξενο θέαμα εμφανίστηκε μπροστά της ξαφνικά και ανεπαίσθητα, σαν όραμα. Ήταν μια αλεπουδίτσα που πλησίαζε αργά αλλά άφοβα το μικρό κορίτσι. 

Το είδωλό της έσμιξε μ' εκείνο της αλεπουδίτσας σαν σε σφιχτή αγκαλιά και τότε, κατάλαβε ότι τρύπωσε στο σώμα της η ψυχή της αλεπούς, κι έπρεπε να κρατήσει μέσα της την ψυχή αυτή ζωντανή και άθικτη, έπρεπε να μείνει σφραγισμένη μέσα της, όπως το ζώο στον πάγο -γι αυτό και η Λουτσία σφράγισε το στόμα της και δεν το άνοιξε ούτε καν για να χαιρετήσει τους γονείς της.


Φορώντας ζωόμορφες μάσκες, οι εραστές ανταλλάσσουν ρόλους σε ένα θέατρο απ' όπου δύσκολα επιστρέφουν. Σωριάζονται ματωμένοι στη σκηνή όπως η χορεύτρια στη Διπλή ζωή της Βερόνικας, που παρακολουθεί τον κουκλοπαίκτη να παίζει τη δική της τύχη στα χέρια του και όχι της μαριονέτας του. 


Κρατούσε στο αριστερό της χέρι ένα μαύρο κοτσύφι και στο δεξί μια διάφανη χάντρα που ετοιμαζόταν να την ταΐσει στο πουλί. Η χάντρα -το ήξερε μέσα στον ύπνο της- ήταν το μάτι της Αγίας. Η Αγία Λουτσία πρόσφερε οικειοθελώς τους οφθαλμούς της.

Μια αγία προσφέρει οικειοθελώς τα μάτια της σε ένα κοράκι και αποχαιρετά για πάντα την εικόνα της για τον κόσμο. Ένα κορίτσι αποχωρίζεται τον λόγο κλείνοντας μέσα της την ψυχή μιας αλεπούς. Δεν θα ξαναβγάλει μιλιά. Μια γυναίκα χάνει την παρθενιά της παρακολουθώντας τον πατέρα της να μεταμορφώνεται σε λύκο. 






Ποιος είναι το θηρίο και ποιος το θήραμα; Ποιος ο θύτης και ποιο το θύμα; Οι λέξεις ή οι εικόνες που τις συνοδεύουν αφηγούνται τις ιστορίες των Θηριόμορφων; Ένα μυθιστόρημα πλαισιώνει το απόκοσμο φωτογραφικό σύμπαν της Laura Makabresku. 

***


[1] Έλενα Μαρούτσου, Θηριόμορφοι, Πόλις, Αθήνα 2020. 

[2] Φωτογραφίες: ©Laura Makabresku 

[3] Περισσότερα για τη φωτογράφο εδώ, εδώ και εδώ


Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Επιστολές στον Στάλιν


Δεν θέλω να ζω με επιδόματα, να χαρακτηριστώ ανάπηρος και, ακόμα περισσότερο δεν θέλω να πάρω πολιτική σύνταξη. Όλη την ενήλικη ζωή μου ήμουν συγγραφέας. Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόμουν, αυτό ήταν το μόνο που με κρατούσε στη ζωή. Συγγραφέας λοιπόν θα παραμείνω μέχρι τέλους. Από την πολιτική απομακρύνθηκα μια και καλή όσο ήμουν ακόμη νέος, και δεν πρόκειται να τραφώ τώρα από αυτό που μου είναι πλέον τόσο ξένο και άχρηστο. Στα νιάτα μου αφιερώθηκα στην πολιτική, τώρα όμως δεν έχω άλλα πάρε δώσε μ’ αυτήν. Έχουμε πατσίσει. Τελεία και παύλα.

                                                                                                                                                                           Αλεξάντρ Γκριν[1]

Δουλειά μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό προσανατολισμό και το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον τομέα της λογοτεχνίας δεν είμαι σύμφωνος με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ, ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν σήμερα, την ελευθερία λόγου τόσο για την προσωπική μου δημιουργία, όσο και για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην ίδια λογοτεχνική ομάδα.

Δανιήλ Χαρμς[2]


Στο βιβλίο Επιστολές στον Στάλιν οι λογοτέχνες Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και Γεβγκένι Ζαμιάτιν απευθύνουν έκκληση στον "πατερούλη" να τους επιτρέψει την προσωρινή έξοδο από τη χώρα, προκειμένου να ζήσουν για ένα χρονικό διάστημα στο εξωτερικό και επιστρέφοντας να αφοσιωθούν στην τέχνη τους. Έχουν περιπέσει και οι δύο σε δυσμένεια. Ο πρώτος μεταχειρίζεται στο έργο του τον σαρκασμό και τη σάτιρα με τρόπο που δεν αρέσει στην εξουσία, ενώ ο δεύτερος με το δυστοπικό του μυθιστόρημα Εμείς, που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1921, παρουσιάζει μια ζοφερή κοινωνία που παραπέμπει στο καθεστώς των μπολσεβίκων. Ο Μπουλγκάκοφ κατηγορήθηκε γιατί με το έργο του καλλιεργούσε στον αναγνώστη "διάθεση δυσπιστίας απέναντι στις δημιουργικές δυνατότητες της επανάστασης, διάθεση κοινωνικής απαισιοδοξίας".

Στον απολογισμό της Γκλαβλίτ, του 1931, αναφερόταν: “Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ καιρό με συγγραφείς όπως, για παράδειγμα, ο Μπουλγκάκοφ. Όλοι υπολογίζαμε πως ο Μπουλγκάκοφ με κάποιο τρόπο θα κατάφερνε να περάσει σε νέα τροχιά, να προσεγγίσει το σοβιετικό οικοδόμημα και να πορευτεί μαζί μας ως συνοδοιπόρος, αν όχι ως αριστερός, τουλάχιστον ως δεξιός ή κεντρώος ή ως κάτι άλλο. Η πραγματικότητα όμως μας έδειξε ότι ένα μέρος των συγγραφέων ήρθε μαζί μας, όμως ένα άλλο μέρος, σαν τον Μπουλγκάκοφ, δεν ήρθε μαζί μας και παρέμεινε η πιο εχθρική μερίδα του πληθυσμού έως και σήμερα".

Η επιστολογραφία αποτελούσε παράδοση στην τσαρική Ρωσία που επιβίωσε και στη Σοβιετική Ένωση. Λέγεται ότι ο Καλίνιν έλαβε ενάμισι εκατομμύριο επιστολές μέσα σε μια διετία. Ο Ζαμιάτιν εισακούστηκε και κατάφερε να διαφύγει. Ο Μπουλγκάκοφ αφέθηκε στη νευρασθένεια και τις ψευδαισθήσεις που του δημιούργησαν οι ψεύτικες υποσχέσεις και η αναμονή –πάγια τακτική του Κόμματος.

Έγραψαν για μένα πως ήμουν “παραδουλεύτρα της λογοτεχνίας”, που μαζεύω τα αποφάγια του “εμετού μιας ντουζίνας μουσαφίρηδων”. 

Επιστολή Μπουλγκάκοφ

Αν δεν είμαι εγκληματίας, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να φύγω στο εξωτερικό, προσωρινά, έστω και για έναν χρόνο, ώστε να μπορώ να επιστρέψω μόλις καταστεί δυνατό στη χώρα μας να υπηρετήσω τη λογοτεχνία με μεγάλες ιδέες χωρίς να υπηρετώ μικρούς ανθρώπους, μόλις στη χώρα μας, έστω και μερικώς, αλλάξουν οι απόψεις για το ρόλο του λογοτέχνη.

Επιστολή Ζαμιάτιν


Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η σοβιετική ηγεσία αποφάσισε να αξιοποιήσει την τέχνη ως μέσο κρατικής προπαγάνδας. Η λογοτεχνία αποτέλεσε το σημαντικότερο μέσο διαπαιδαγώγησης των μαζών και όφειλε να τους εμφυσήσει επαναστατική συνείδηση. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, πολύ πριν την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης Καλλιτεχνών (1932), την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων και την επικράτηση του δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (1934), το Κομμουνιστικό Κόμμα ανάγκασε διανοούμενους και καλλιτέχνες να στηρίξουν την εξουσία των Σοβιέτ και να καταδικάσουν με την τέχνη τους οτιδήποτε "αντιδραστικό".

Το 1928 η Κεντρική Επιτροπή του Μπολσεβικικού Κόμματος άρχισε να στέλνει συγγραφείς σε εργοστάσια για να εμπνευστούν μυθιστορήματα που θα υμνούσαν τις μηχανές και τα μέσα παραγωγής. Οι αλλαγές παγιώθηκαν το 1934, όταν στο 1ο Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων ο Ζντάνοφ διατύπωσε τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και με το σύνθημα «Κάψτε τον Ραφαήλ» έριξε το ανάθεμα στην τέχνη του παρελθόντος. 

 Pavel Orinyansky

Το δικαίωμα στην πνευματική ελευθερία δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητο, όπως ονειρεύτηκαν οι διανοούμενοι που θέλησαν να διατηρήσουν αυτόνομη κριτική σκέψη στο πλαίσιο της κομμουνιστικής στράτευσης. Όσοι παρέμειναν νηφάλιοι βρέθηκαν απολογούμενοι σε ένα αστυνομικό κράτος, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου υπήρξε ο κομμουνιστικός δογματισμός. Η θεματολογία των λογοτεχνικών έργων ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη και όφειλε να αποτυπώνει τη θετική πλευρά της σοβιετικής πραγματικότητας. Οι τάσεις φυγής, ήρωες που αντιμετωπίζουν υπαρξιακά αδιέξοδα ή διλήμματα, το όνειρο, η φαντασία, οι αισθητικοί πειραματισμοί, η αλληγορία, πολλά από τα βασικά συστατικά της λογοτεχνίας εν γένει, απαγορεύτηκαν.

Το αισθητικά ωραίο ήταν ασύμβατο με το πολιτικά ορθό και αρκετοί συγγραφείς κινδύνευσαν, κυνηγήθηκαν, εξορίστηκαν και τελικά εκτελέστηκαν ή πέθαναν μετά από βασανιστήρια, πείνα και κακουχίες. Ο Δανιήλ Χαρμς, ο Αλεξάντρ Γκριν, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Μπορίς Πιλνιάκ ήταν μερικοί απ’ αυτούς.

Ακριβώς επειδή η λογοτεχνία, με τη Ρωσική Επανάσταση, βρήκε για πρώτη φορά στα ρωσικά χρονικά τόσο ευρεία εκτίμηση από την πολιτική ηγεσία, το κλίμα για πολλούς λογοτέχνες κατέληγε συχνά ασφυκτικό. Από τη στιγμή που η εξουσία στο ανώτατο επίπεδο είχε αποφασίσει ότι η λογοτεχνία θα αποτελούσε σημαντικό εργαλείο κρατικής προπαγάνδας, ήταν αναμενόμενο πως δεν γινόταν να παραμείνουν ανέγγιχτοι και ελεύθεροι οι “πραγματικοί καλλιτέχνες του λόγου” –όσοι δηλαδή θα διατηρούσαν την αναπόφευκτη ειρωνεία, την κριτική απόσταση, τη φρεσκάδα του βλέμματος και τη χαρά της απρόβλεπτης, και γι’ αυτούς του λόγους τρομαχτικής στην εξουσία, δημιουργίας.


Οι λογοτέχνες δεν υπέφεραν μόνο από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τους ομοτέχνους τους. Ο Στάλιν γνώριζε πολύ καλά πως θα έβρισκαν τρόπο να οδηγηθούν στην αλληλοεξόντωση και δημιούργησε μια "γραφειοκρατία της κουλτούρας", με αυστηρή ιεραρχία και εναλλασσόμενους ρόλους. Μαζί με τις επιστολές των δύο λογοτεχνών που αναφέρθηκαν δημοσιεύεται στην έκδοση και το κείμενο του Ζαμιάτιν Φοβάμαι, όπου ο συγγραφέας εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της ρωσικής λογοτεχνίας, τονίζοντας πως αυτή δεν μπορεί να δημιουργηθεί από υπαλλήλους του Κόμματος που "συνθέτουν ύμνους και πετάνε λάσπη στη διανόηση". 

Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες.[...] Φοβάμαι πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική λογοτεχνία όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος. Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη, φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της. 

Στις επιστολές που απευθύνουν οι λογοτέχνες στον Στάλιν, ο αναγνώστης διαβάζει την απελπισία στα λόγια εκείνων που θέλησαν “να υπηρετήσουν μεγάλες ιδέες, χωρίς να υποτάσσονται σε μικρούς ανθρώπους”.

***

[1] N.N Grin, Αναμνήσεις για τον Αλεξάντρ Γκριν, Μόσχα 2015. Στο: Αλεξάντρ Γκριν, Πορφυρά πανιά (μετάφραση: Ιοκάστη Καμμένου, επίμετρο: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Κίχλη, Αθήνα 2013.

[2] Από τα κείμενα ανακρίσεων του Δανιήλ Χαρμς. Στο: Δανιήλ Χαρμς, Γαλάζιο τετράδιο (επιλογή-μετάφραση-χρονολόγιο-σημειώσεις: Ροδούλα Παππά), Νεφέλη, Αθήνα 2017.

[3] Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ - Γεβγκένι Ζαμιάτιν, Επιστολές στον Στάλιν (πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Άγρα, Αθήνα 2020. 


Τρίτη 12 Μαΐου 2020

"Τ' αμερικάνικα" - Εξώφυλλα #26: Lois Lenski


H Lois Lenski ήταν Αμερικανίδα εικονογράφος και συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Γεννήθηκε το 1893 και καταγόταν από το Οχάιο. Πέθανε το 1974, έχοντας εκδώσει περίπου 100 βιβλία, παιδικά τα περισσότερα. Έγραψε παιδικά τραγουδάκια και νανουρίσματα, σύντομες ιστορίες και ποίηση.


Η πιο γνωστή σειρά βιβλίων της ήταν ο Mr. Small, που λατρεύτηκε από τους μικρούς αναγνώστες. Πέρα από τα δικά της, η Λένσκι αρκετές φορές εικονογράφησε βιβλία άλλων συγγραφέων, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ίδρυσε έναν οργανισμό οικονομικής ενίσχυσης άπορων παιδιών. 


Ο πατέρας της ήταν πάστορας, ενώ εκείνη, προτού φοιτήσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, υπήρξε δασκάλα. Στα έργα της προβάλλεται η αξία της οικογένειας και η υπακοή στους προκαθορισμένους κοινωνικούς ρόλους, όπως συνηθιζόταν. Ωστόσο, η ίδια απείχε πολύ από τον αμερικανικό πουριτανισμό.

 
Στα βιβλία της παρουσιάζει την καθημερινότητα παιδιών που ζουν σε διαφορετικά περιβάλλοντα και απεικονίζει τη ζωή στην αμερικανική περιφέρεια σε διάφορες ιστορικές περιόδους.


Στο πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Phebe fairchild: Ηer book (1936) εμπνεύστηκε από το πολιτισμικό σοκ που είχε υποστεί η ίδια όταν οι γονείς της την έστειλαν να ζήσει για ένα χρονικό διάστημα στο αγροτικό Κονέκτικατ. Το μυθιστόρημα δεν εστιάζει τόσο στη ζωή της μικρής πρωταγωνίστριας όσο στις συνθήκες ζωής, στον υλικό και πνευματικό πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες μιας μικρής κοινωνίας του 1830. Η Λένσκι μελετούσε σε βιβλιοθήκες και αρχεία και η έρευνά της στο αρχειακό υλικό έδινε ιστορικό χαρακτήρα στα μυθιστορήματά της. Αργότερα έμαθε να συνδυάζει τις δυο της ασχολίες: τη μελέτη της ιστορίας από τη μια και της ψυχολογίας του παιδιού από την άλλη, και ως λογοτέχνις εστίασε περισσότερο στη δεύτερη. 


Στα μέσα της δεκαετίας του 1940 άρχισε να ταξιδεύει με την οικογένειά της στις νοτιοανατολικές πολιτείες και κάπως έτσι ξεκίνησε μια σειρά βιβλίων με τίτλο Regional Series. Εκείνο τον καιρό καμιά σειρά παιδικών βιβλίων δεν μιλούσε για τις διαφορές ανάμεσα στις αμερικανικές πολιτείες. Τα αμερικανάκια δεν είχαν ιδέα για το πώς ζούσαν συνομήλικοί τους σε άλλες πλευρές της ηπείρου. Η Regional Series βοήθησε στην αποτύπωση της ζωής στον Νότο της χώρας. Η μεγαλύτερη επιτυχία της σειράς ήταν το Strawberry girl, η ιστορία ενός μικρού κοριτσιού που η οικογένειά του μεταναστεύει από τη Βόρεια Καρολίνα στη Φλόριντα. 


Τη δεκαετία του 1950 κυκλοφόρησε η σειρά Roundabout America, που απευθυνόταν σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας κάπως μεγάλα για εικονογραφημένα βιβλία, κάπως μικρά για να διαβάσουν ιστορικό μυθιστόρημα. Για το Cotton in my sack, μάλιστα, η συγγραφέας έκανε σημαντική έρευνα για τους Αφροαμερικανούς εργάτες των βαμβακοφυτειών και έγραψε ένα τραγούδι παρόμοιο με αυτά που τραγουδούσαν οι εργάτες στις φυτείες του Νότου. 


Με μια πρώτη ματιά, ο αναγνώστης θα σχηματίσει την εντύπωση πως η Λένσκι μιλά για το αμερικανικό έθνος, τον θεσμό της οικογένειας, την αξία της μόρφωσης και του μόχθου. Αλλά δεν κάνει μόνο αυτό. Πρωτοπόρα για την εποχή της, τόλμησε να συνδυάσει την ιστορική έρευνα με τη μυθοπλασία, πράγμα που στην παιδική λογοτεχνία δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο. Συχνά η κριτική την κατηγόρησε για απαισιοδοξία. Η ζωή στα βιβλία της μοιάζει δύσκολη, ζοφερή, ωστόσο παρουσιάζεται με μοναδικό τρόπο ο πολιτισμικός πλούτος της Αμερικής και η ζωή φυλών που χάθηκαν. Δεν εξιδανικεύει· σε κάποια μυθιστορήματά της πρωταγωνιστούν μεταξύ άλλων άνθρωποι περιθωριακοί, φτωχοί, εξαρτημένοι, βίαιοι χαρακτήρες που συμπληρώνουν το πολύχρωμο ψηφιδωτό της ζωής στην αμερικανική επαρχία. 


Σκοπός της ήταν να καλλιεργηθεί στο παιδί η ανοχή, η αποδοχή της διαφορετικότητας, η κοινωνική ευαισθησία. Για την εποχή ήταν ένα δύσκολο στοίχημα και η Λένσκι το κέρδισε πολύ νωρίς. 

***

[1] Δείτε περισσότερα για τη συγγραφέα και εικονογράφο εδώ